Σιδηρόκαστρο ο σημερινός Δήμος Σιντικής
Η σελίδα μας Σιδηρόκαστρο αναφέρετε στην περιοχή του Σιδηροκάστρου και όχι μόνο στην κωμόπολη Σιδηρόκαστρο.
Εν ολίγοις έχει να κάνει με όλο τον σημερινό Δήμο Σιντικής όπως ονομάστηκε στις μέρες μας ή τον Καζά Δεμίρ Ισσάρ όπως ονομαζόταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Φυσικά είναι λογικό οι περισσότερες αναφορές μας να γίνονται στην κωμόπολη Σιδηρόκαστρο μιας και είναι η πρωτεύουσα του Δήμου μας, αν και αρκετές φορές ο λόγος είναι ότι υπάρχει περισοτερο υλικό από τα άλλα χωριά ή κωμοπόλεις
Μερικά ιστορικά στοιχεία για τον δήμο μας (αναλυτικά θα ασχοληθούμε περαιτέρο με επερχόμενες αναρτήσεις) :
Εν ολίγοις έχει να κάνει με όλο τον σημερινό Δήμο Σιντικής όπως ονομάστηκε στις μέρες μας ή τον Καζά Δεμίρ Ισσάρ όπως ονομαζόταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Φυσικά είναι λογικό οι περισσότερες αναφορές μας να γίνονται στην κωμόπολη Σιδηρόκαστρο μιας και είναι η πρωτεύουσα του Δήμου μας, αν και αρκετές φορές ο λόγος είναι ότι υπάρχει περισοτερο υλικό από τα άλλα χωριά ή κωμοπόλεις
Μερικά ιστορικά στοιχεία για τον δήμο μας (αναλυτικά θα ασχοληθούμε περαιτέρο με επερχόμενες αναρτήσεις) :
- Η Σιντική ήταν αρχαία χώρα – επαρχία της Μακεδονίας. Εκτεινόταν βόρεια της Βισαλτίας μέχρι του Μεσσάπιου όρους, πέρα του Πόντου ποταμού και ανατολικά της Κρηστωνίας και της νοτίου Παιονίας μέχρι του Στρυμόνα ποταμού και βορειότερα μέχρι του Ορβήλου όρους. Πέραν των ορίων αυτών εκτεινόταν η Μαιδική που κατείχε η ισχυρά θρακική φυλή των Μαίδων με τους οποίους οι Μακεδόνες βρίσκονταν σε συνεχείς πολέμους και που όμως δεν κατάφεραν ποτέ την υποταγή τους.
Η Σιντική περιελάμβανε τις πόλεις: Ηράκλεια, Τρίστωλο, Παροικόπολη, Γαρησκό κ.ά. Ο λαός αυτός κατά το Στράβωνα ήταν Θρακικό φύλο. Άλλοι όμως ιστορικοί υποστηρίζουν πως ήταν Πελασγική φυλή, συγγενική με τους Σιντίους της Σαμοθράκης. Ο Όμηρος τους ονομάζει 'Αγριόφωνες'.
Η ονομασία "Σίντιες" σχετίζεται, ενδεχομένως, ετυμολογικά με την ονομασία "Σινδοί". Φαίνεται απορροφήθηκαν από τους Σαπαίους, όπως και οι Σάιοι ή Σάοι
The Sindi (Greek: Σινδοί, Herod. iv. 28) were an ancient people in the Taman Peninsula and the adjacent coast of the Pontus Euxinus (Black Sea), in the district called Sindica, which spread between the modern towns of Temryuk and Novorossiysk (Herod. l. c.; Hipponax. p. 71, ed. Welck.; Hellanic. p. 78; Dionys. Per. 681; Steph. B. p. 602; Amm. Marc. xxii. 8. § 41, &c.).
Their name is variously written, and
Mela calls them Σινδόνες (ii. 19),
Lucian (Tox. 55), Σινδιανοί.
Strabo describes them as living along the Palus Maeotis, and among the Μαιώτες, Dandarii, Toreatae, Agri, Arrechi, Tarpetes, Obidiaceni, Sittaceni, Dosci, and Aspurgiani, among others. (Strab. xi. 2. 11). The Great Soviet Encyclopedia classes them as a tribe of the Maeotae.
In the 5th century BC, the Sindi were subjugated by the Bosporan Kingdom. They left multiple tumuli which, when excavated by Soviet archaeologists, revealed that their culture was heavily Hellenized.
The Sindi were assimilated by the Sarmatians in the first centuries AD.
Besides the seaport of Σίνδη, other towns belonging to the same people were Hermonassa, Γοργιππία, and Αβοράκη. (Strab. xi. 2, et. seq.)
They had a monarchical form of government (Polyaen, viii. 55), and Gorgippia was the residence of their kings. (Strab. l. c.)
Nicolaus Damascenus (p. 160, ed. Orell.) mentions a peculiar custom which they had of throwing upon the grave of a deceased person as many fish as the number of enemies whom he had overcome.
- "Ορρέσκιοι" , ο θρακικός λαός των Ορρεσκίων, συχνά σε ανάμιξη με τους Σάτρες κατοικουσε στην περιοχη του Δήμου Σιντικής. Κατέστη γνωστός μόνο από νομίσματα, στενά συνδεόμενος με τους Βεσσούς, δηλαδή τους ιερείς του μαντείου του Θρακικού Βάκχου.
Ναός του Απόλλωνα και Πάνα.
.
Απόλλωνας και Πάνας από τον πάνω ναό.
Η ονομασία "Ορρέσκιοι" σχετίζεται, ενδεχομένως, ετυμολογικά με την ονομασία "Βερέσκυνθες", Βόρας Όρος.
Βερέσκυνθαι,Βερέσκυνθες, Βερέσκυνται, Βερέσκυντοι, Βερέκυνθες, Βερέκυντες
Επίσης η ονομασία " Βερέσκυνθες " σχετίζεται ετυμολογικά με την ονομασία "Παρασκάνδη "
Βερέσκυνθαι: Παράλληλα ήταν ιστορικός λαός της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Την εποχή που κόπηκαν τα βισαλτικά νομίσματα, τα ορυχεία του Παγγαίου βρίσκονταν κυρίως στα χέρια των Θασίων, οι οποίοι είχαν και οι ίδιοι αργυρωρυχεία και για αυτό το λόγο και η ομορφιά και η αφθονία των νομισμάτων της Θάσου.Οι άλλοι που,σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δούλευαν στα ορυχεία του Παγγαίου, ήταν οι Πιερείς και οι Οδομάντες και κυρίως οι Σάτρες που ήταν στα σύνορα του βουνού. Στα ορυχεία του Παγγαίου ίσως εντοπίσουμε ίχνη ενός μεγάλου κέρματος του βασιλιά των Ηδωνέων, Γέτα όταν οι Ηδωνείς κατέκτησαν τον Δραβίσκο και τις Εννιά Οδούς, οπότε και είχαν την δύναμη να δουλεύουν κάποια από τα ορυχεία.Στις ίδιες περιοχές εντοπίζουμε νοσμίσματα με την επιγραφή ΟΡΡΗΣΚΙΩΝ ή ΩΡΡΗΣΚΙΩΝ, και ΓΕΤΑΙΟΝ όχι ΛΕΤΑΙΩΝ, τα οποία ίσως αναφέρονται στη Λητή της Μακεδονίας. H ομοιότητα των αρχα’ιων νομισμάτων των Ορέσκιων με εκέινα του Γέτα,βασιλιά των Ηδωνέων, είναι αξιοπρόσεκτη. Τα μικρότερα και πιο σύγχρονα, με την επιγραφή ΩΡΗΣΚΙΩΝ, έχουν τον ίδιο τύπο με αυτά που επιγράφονται ΓΕΤΑΙΟΝ, δηλαδή, ενός σατύρου που σκοτώνει μια νύμφη.Φαίνεται ότι όλα ανήκαν στην Ηδωνία ή εκεί κοντά. Οι Σάτυροι ήταν οι Σάτραι και αναφέρονται στην λατρεία του Βάκχου στα βουνά του Παγγαίου και του Όρβελου. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ. 213)
- Οι Οδόμαντες ή Οδόμαντοι ήταν αρχαίος θρακικός λαός που εγκαταστάθηκε στην αρχαία πόλη των Σερρών και την περιοχή της, από τους οποίους έλαβε το όνομα και η ευρύτερη περιοχή, η Οδομαντική.Αρχικά κατοικούσαν δυτικά του Στρυμόνα, στη Χαλκιδική, και αργότερα στο Παγγαίο όρος, όπου εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία μαζί με άλλες θρακικές φυλές. Μετά το 479 π.Χ. φαίνεται πως απωθήθηκαν βορειότερα από τους Θράκες Ηδωνούς, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από τη Μυγδονία, και παρέμειναν εκεί ως το τέλος της αρχαιότητας, όπως μαρτυρείται από τις αρχαίες πηγές (Ηρόδοτο, Στράβωνα και Πλίνιο). Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται για τελευταία φορά στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε συγκεντρώνουν την προσοχή των εμπολέμων ως γενναίοι πολεμιστές («μαχιμώτατον Θρακών έθνος») και μισθοφόροι. Από τις διαπραγματεύσεις του Αθηναίου στρατηγού Κλέωνα με τον βασιλιά των Οδομάντων Πολλή (το 422 π.Χ.) για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας από μισθοφόρους, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι Οδόμαντες είχαν κρατήσει φιλαθηναϊκή στάση. Μολαταύτα, από την αθηναϊκή προπαγάνδα, που κύριος εκφραστής της ήταν ο Αριστοφάνης, αντιμετωπίστηκαν με πολύ σκωπτική διάθεση και βαρείς χαρακτηρισμούς (όπως π.χ. «αργυρώνητοι»)
Οι Οδομάντες πιθανόν κατείχαν το μεγάλο βουνό που εκτείνεται από τη βορειοανατολική πλευρά της πεδιάδας του Στρυμώνα περίπου από το Μελένικο και το Δεμιρισσάρ σχεδόν μέχρι το Παγγαίο. Η γειτνίαση στο τελευταίο αποδίδεται πιθανόν στο γεγονός ότι ήταν μία από τις τρεις φυλές που δούλευαν στα ορυχεία του βουνού. Οι άλλες δύο ήταν οι Πιερείς και οι Σάτρες, από τους οποίους οι πρώτοι διέμεναν στη νότια πλευρά του βουνού και οι δεύτεροι στην ανατολική πλευρά του. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ. 210)
- Σάτρες, πολεμικότατη Θρακική φυλή που κατοικούσε πέραν του Παγγαίου επί υψηλοτάτων ορέων. Ο Ηρόδοτος θαύμαζε τον ηρωϊσμόν τους με τον οποίο διατήρησαν την ανεξαρτησίαν τους, όπως και οι Αγριάνες και οι Οδόμαντες. Οι Σάτρες λάτρευαν τον ορεινό Βάκχο, (σε αντιδιαστολή από τον πεδινό). Σε υψηλότατη κορυφή υπήρχε το μαντείο του Διονύσου, το οποίο ήταν το γενικό προσκύνημα των Θρακών. Ίσως στο μαντείν αυτό αναφέρονται και οι στίχοι του Ευριπίδη ή σε άλλο επί του Παγγαίου ιερό του Διονύσου. Βάκχος προφήτης ώστε πέτραν Παγγαίου ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός. Οι Σάτρες λέγονταν και Σατροκένται. Απαντά ο τύπος -κένται και σε άλλα Θρακικά ονόματα, όπως Επταί-κενθος, Δινί-κενθος. Επίσης Βερέ-κυνθες ή Βερε-κύνται ή Βερέ-κυντες, αρχαιότατη Φρυγική φυλή, από τους οποίους αργότερα και οι Φρύγες ονομάσθηκαν γενικότερα από τους υπόλοιπους Έλληνες Βερεκύνθαι ή Βερέκυνθοι. Επίσης Βiti-centhus, Ζipa-centus, Αulu - centus. Σήμαινε το κένθος (Centus, Centus) = ο πρώτος. Εκτός από αυτά υπάρχει και το Ζηλι-κίνθιος Απαμεύς, από το οποίον διδασκόμαστε, ότι και σε πολύ μεταγενέστερη εποχή διατηρήθηκαν τα καθαρώς Θρακικά ονόματα.
- Βισάλται . Κατά τινάς αρχαίους ιστορικούς, προ πάντων τον Ηρόδοτον, οι Βισάλται ήσαν μάλλον Πελασγοί και όχι Θράκες. Ο Στράβων όμως, του οποίου την γνώμην θεωρούμεν εγκυροτέραν, διότι φαίνεται μελετήσας επισταμένως την χώραν, τους θεωρεί Θράκας. Ο Ηead Βarclay εις την Ελληνικήν νομισματολογίαν του παραδέχεται τους Βισάλτας ως Πελασγικήν φυλήν. Οι Βισάλται, κατοικούντες προς βορράν του Στρυμόνος επί της μεταλλοφόρου οροσειράς, η οποία καταλήγει εις τα πεδινά της Μυγδονίας, ως και υπεράνω της Αμφιπόλεως μέχρι της πόλεως Ηρακλείας της Σιντικής, είχον πεδιάδα γόνιμον και εύκαρπον, την οποίαν διαρρέει ο Στρυμών.Ένα μέρος των Βισαλτών ήσαν αυτόχθονες, προσετέθησαν δε εις αυτούς και οι εκ της Μακεδονίας μεταναστεύσαντες. Όναρις. «Βισάλται εις Καρδίαν εστρατεύοντο και ενίκησαν ηγεμών δε των Βισαλτών ην Όναρις»85.
Πήγες
Δ. Κ. Σαμσάρης, Ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη 1976 (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών)
Leake, τόμ.ΙΙ και ΙΙΙ
Cousinery,τομ.ΙΙ
Ηρόδοτο
Στράβωνας
Πλίνιος