Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ 1850 - 1912 : Η ελληνική εκπαίδευση στο Μελένικο

Η Επαρχία Μελενίκου 1911

Το πρώτο ελληνικό σχολείο στο Μελένικο ιδρύθηκε, κατά τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη, στα τέλη του 18ου αιώνα .
Αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στην πόλη διεδραμάτισε ο μητροπολίτης Μελενίκου Ανθιμος (1796-1820).
Επί αρχιερατείας του, το 1813, η γενική συνέλευση των Μελενικίων ψήφισε «Κανονισμό» ή «Σύστημα» διοίκησης του «Κοινού» της πόλης, που φρόντιζε ανάμεσα στα άλλα και για την ομαλή λειτουργία των δύο σχολείων του Μελενίκου.

Η κατάσταση αυτή ίσχυσε έως το 1860, οπότε άλλαξε και ο «Κανονισμός» 67.
Ο «Κανονισμός» της κοινότητας Μελενίκου του 1813, προέβλεπε ότι οι επίτροποι του Κοινού και οι έφοροι, με συνεργασία θα φρόντιζαν την ίδρυση ενός σχολείου (των κοινών γραμμάτων) με ένα διδάσκαλο «επιτήδειον εις τούτο τό εργον καί καλής διαγωγής, οστις χρεωστεΐ νά κάμη τούς νέους νά γνωρίσουν τά 24 γράμματα του Ελληνικού Αλφαβήτου νά τούς γυμνάση νά άναγινώσκουν έλεύθερα καί τέλος νά τούς διδάξη τήν κατήχησιν τής Αγίας ημών πίστεως προς δε ήθη χρηστά».
Στη φροντίδα των Επιτρόπων και των Εφόρων ήταν και η ίδρυση του Ελληνικού Σχολείου με δύο διδασκάλους ( αρχιδιδάσκαλος και υποδιδάσκαλος ).
« εις το να φωτίση τους μαθητές του αναδεικνύοντας αυτούς αξίους του Ελληνικού ονόματος». (…..)
Οι διδάσκαλοι θα λάμβαναν μισθό μόνο από την «Κάσσα (Ταμείο) του Κοινού» ενώ απαγορευόταν να λαμβάνουν οποιοδήποτε ποσό ή δώρα από ντόπιους ή ξένους μαθητές της σχολής.
Οι επίτροποι όφειλαν μία φορά την εβδομάδα να επισκέπτονται τη σχολή και οι έφοροι δύο φορές το μήνα ώστε να εξετάζουν την σωστή εκτέλεση των καθηκόντων διδασκάλων και διδασκομένων.
Οι έφοροι και επίτροποι είχαν το δικαίωμα να προβαίνουν σε απόλυση του διδασκάλου που κρινόταν ανεπαρκής, κυρίως στο ήθος, καθώς και να αποβάλουν του σχολείου, τον αμελή ή κακού ήθους μαθητή, όταν μετά από τρεις νουθεσίες παρέμενε αδιόρθωτος, ανεξάρτητα από την καταγωγή και την οικονομική επιφάνεια του πατέρα του.
Οι διδάσκαλοι όφειλαν παρουσία των εφόρων και επιτρόπων μία ή δύο φορές το χρόνο να εξετάζουν τους μαθητές πάνω στις γνώσεις που διδάχτηκαν και να επιβραβεύουν με βραβεία, κατάλληλα ετοιμασμένα από τους επιτρόπους και εφόρους και χειροκροτήματα, όσους πετυχαίνουν, ενώ αντίθετα, προβλέπονταν επιπλήξεις για τους αμελείς.
Ιδιαίτερη φροντίδα λαμβανόταν για τους φτωχούς μαθητές, ώστε απερίσπαστοι να συνεχίσουν τη φοίτησή τους στο σχολείο .
Το 1831, πρώτη ανάμεσα στις πόλεις της Μακεδονίας η πόλη του Μελενίκου ίδρυσε σχολείο εισάγοντας σε αυτό την αλληλοδιδακτική μέθοδο Μελενικίου διαδασκάλου αποφοίτου της Εθνικής Κεντρικής Σχολής Αιγίνης.
Στο σχολείο αυτό μαθήτευσαν μαθητές, όχι μόνο από το Μελένικο αλλά και από τις Σέρρες, τη Φιλιππούπολη και τα Βελεσσά.
Κατά τα έτη 1804-1820, 1823-1830 και 1839-1852,
στην ελληνική σχολή της πόλης δίδαξε ο Μετσοβίτης Αδάμ Ζαπέκος ή Τσαπέκος, προσδίδοντας στη σχολή μεγάλη αίγλη και καθιστώντας την κέντρο των ελληνικών γραμμάτων για ολόκληρη τη βορειοανατολική Μακεδονία και τη νότια Βουλγαρία ακόμη
Πολλοί Βούλγαροι κληρικοί και ιδίως μοναχοί της Ρίλας, όπως οι Νεόφυτος Ρίλσκι, Δαμασκηνός Ρίλσκι και Ιγνάτιος Ρίλσκι 71, φοίτησαν στη σπουδαία ελληνική σχολή της πόλης.
Τον Τσαπέκο διαδέχτηκε ο επίσης Ηπειρώτης σπουδαίος διδάσκαλος και λόγιος Χριστοφόρος Φιλητάς -διδάσκαλος του σπουδαίου Μελενίκιου και Έλληνα νομικού και δικαστή Αναστασίου Πολυζωίδη - και αργότερα ο Χριστόφορος Προδρομίτης, από το 1863-1868 .
Για την εξοικονόμηση των πόρων λειτουργίας της σχολής Μελενίκου φρόντισαν οι Μελενίκιοι απόδημοι, κυρίως στη Βιέννη. Υπήρχαν όμως και Μελενίκιοι που παρέμειναν στο Μελένικο και δώρισαν ολόκληρη ή μέρος της περιουσίας τους για την άρτια λειτουργία των σχολείων της πόλης τους.
Το «Καταστατικό» του 1813 προέβλεπε ιδιαίτερες παραινέσεις προς τους Μελενίκιους ώστε αυτοί να ευεργετούν το «Κοινό Ταμείο» της πόλης
Ευεργέτες των σχολείων του Μελένικου και γενικά της πατρίδας τους, με διαθήκη τους ήταν οι: Κόπανος (το 1791), Μανασσής Ηλιάδης, Χατζηνούλης (το 1820), πρώην Ιωαννίνων Ιωακείμ (το 1845), Αναστάσιος Παλατίδης (το 1848), Γεώργιος Βάντζης (το 1905) καθώς και οι Γεώργιος Χατζηνικολάου και Αναστάσιος Κεσίσης.
Το μόνο που σώθηκε από τα αρχεία που οι Μελενίκιοι μετέφεραν στο Σιδηρόκαστρο το 1913, εξαιτίας της φωτιάς που έβαλαν οι Βούλγαροι, το 1941, στο υπόγειο που φυλασσόταν, υπάρχει, από αντιγραφή από το, μακροσκελής κατάλογος των ευεργετών και συνδρομητών των σχολείων του Μελενίκου, το χρονικό διάστημα 1791-1819, με σημαντικά ονόματα Μελενικίων 80.
Ο Αναστάσιος Παλατίδης, γιατρός και συγγραφέας, που πέθανε στη Βιέννη το 1848, άφησε με διαθήκη του, υπέρ των σχολείων του Μελενίκου, 3.000 λίρες κατατεθειμένες στην Τράπεζα της Βιέννης, καθώς και μετοχές της Εθνικής Τράπεζας 8Ι. Από τους ετήσιους τόκους του κληροδοτήματος όχι μόνο θα συντηρούνταν, αλλά θα βελτιώνονταν και θα τελειοποιούνταν τα σχολεία του Μελενίκου και θα κτίζονταν νέα εκπαιδευτήρια και για τα δύο φύλα.
Ο μητροπολίτης Διονύσιος, με εγκύκλιό του προς τον κλήρο και το λαό της μητρόπολής του, πέντε χρόνια μετά τη δωρεά, το 1853, τους καλεί να επαινούν και να εγκωμιάζουν τον ευεργέτη αιωνίως για τη λαμπρή χρηματική προσφορά προς τα εκπαιδευτήρια της πατρίδας του.
Από ευγνωμοσύνη για τη μεγάλη δωρεά του Αναστασίου Παλατίδη στη γενέτειρά του, αποφασίστηκε, σε συνέλευση των προκρίτων της πόλης, να τελείται ετησίως, κάθε δεύτερη Κυριακή της μεγάλης Τεσσαρακοστής και μάλιστα με μονοκκλησιά στο ναό της μητρόπολης, αρχιερατική λειτουργία, με συλλείτουργο όλων των ιερέων της πόλης και μνημόσυνο με κηροδοσία, κόλυβα και τα σχετικά έθιμα στη μνήμη του και υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του .
Σύμφωνα με τη διαθήκη του Παλατίδη, τη διαχείριση του κληροδοτήματος θα είχε η ελληνική κοινότητα του Αγίου Γεωργίου Βιέννης.
Ο Απ. Γκισδαβίδης αναφέρει ότι το πρόβλημα αυτό φάνηκε ιδιαίτερα έντονο στα χρόνια που υπηρετούσε ως διδάσκαλος ο Μελενίκιος Δημήτριος Καλαβακίδης και ήταν ένας από τους λόγους που παραιτήθηκε.
Ωστόσο το γεγονός εξηγείται καλύτερα από τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο οποίος θεωρεί ως αιτία της διατάραξης των σχέσεων μεταξύ των Μελενικίων διαχειριστών των κληροδοτημάτων στη Βιέννη και των επιτρόπων και εφόρων του Κοινού της πόλης, την ενέργεια του Μελενικίου διαχειριστή στη Βιέννη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου να διορίσει πέντε Μελενικίους της Βιέννης για τη διαχείριση των τόκων των κληροδοτημάτων, χωρίς να έλθει σε συνεννόηση με το Κοινό της πόλης, καθώς και την προσπάθεια του πρώην σχολάρχη Μελενίκου Δημητρίου Λάσκαρη, το 1860, να προκαλέσει τροποποίηση του Καταστατικού του 1813, ώστε να αποδεσμεύσει τα εκπαιδευτήρια από τον ασφυκτικό έλεγχο των επιτρόπων και εφόρων του Κοινού.
Ο Λάσκαρης, στην προσπάθειά του βρήκε σύμμαχο τον προαναφερθέντα διαχειριστή του κληροδοτήματος Κωνσταντίνο Χρηστομάνο.
Το 1850, ο μητροπολίτης Μελενίκου Διονύσιος Ταπεινός, με εγκύκλιό του διατύπωσε κανόνες για την είσοδο των παιδιών στο σχολείο.
Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς:
η εγγραφή των παιδιών στο αλληλοδιδακτικό δεν έπρεπε να γίνεται πριν αυτά συμπληρώσουν τα έξι τους χρόνια διοριζόταν ως επίτροπος στο αλληλοδιδακτικό ο διδάσκαλος Δημήτριος Καλαβακίδης από τον οποίο και θα λάμβαναν τις συστατικές επιστολές οι υποψήφιοι μαθητές υπεύθυνοι για την ευταξία και επιμέλεια των μαθητών στο σχολείο θα ήταν οι γονείς τους 87.
Το 1853, στο χώρο της πατρικής οικίας του Παλατίδη και με χρήματα της δωρεάς του, ανεγέρθηκε στο όνομά του, σχολείο για την εκπαίδευση των κοριτσιών, δηλαδή το Παρθεναγωγείο της πόλης, ώστε, όπως αναφέρει η παραπάνω εγκύκλιος του μητροπολίτη Διονυσίου, να μαθαίνουν τα κορίτσια όχι μόνο τα ιερά γράμματα, αλλά και χειροτεχνήματα από ειδική διδασκάλισσα που επρόκειτο να διοριστεί.
Στόχος του νέου σχολείου ήταν να προσφέρει συστηματικότερα τα αναγκαία θρησκευτικά και ηθικά μαθήματα, καθώς και τα απαραίτητα για την βιοτεχνική και οικονομική επιμόρφωση των κοριτσιών
Το 1835 λειτουργούσαν στο Μελένικο Ελληνική Σχολή και αλληλοδιδακτικό με οργανωμένες εφορίες.
Το 1838 ο διδάσκαλος Δημήτριος Καλαβακίδης ίδρυσε στο Μελένικο το τυπογραφείο του.
Ο Καλαβακίδης υπήρξε και συγγραφέας των έργων 90, που εξέδωσε από το τυπογραφείο του, το οποίο διατηρήθηκε ώς το 1843.
Το 1839, με εντολή του πατριάρχη Γρηγορίου του Στ' Φουρτουνιάδη του από Σερρών, εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη πραγματεία σχετικά με το «Πασχάλιο».
Ο Καλαβακίδης δίδαξε ως σχολάρχης στο Μελένικο τα έτη 1830-1832 και 1847-1850 93. Επίσης υπήρξε γραμματέας του Κοινού από το 1857-1867 και από το 1868-187694, καθώς και της μητρόπολης Μελενίκου.
Το 1851, ανέλαβε διδάσκαλος-σχολάρχης, μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Σπανδωνίδη, ο Μελενίκιος Δημήτριος Α. Λάσκαρης 95, ο οποίος, βοηθούμενος από τον Ιωάννη Βασματζίδη, δίδαξε κατά τα έτη 1851-1853 96. Πρόβλημα ωστόσο δημιουργούσε η ελληνική υπηκοότητα του Λάσκαρη, μια και η οθωμανική διοίκηση δεν εξέδιδε την απαιτούμενη άδεια για να αναλάβει καθήκοντα.
Ο μητροπολίτης Διονύσιος ζήτησε από το Πατριαρχείο να ενεργήσει στην Υψηλή Πύλη για το διορισμό του Λάσκαρη, αν ο τελευταίος δεν πεισθεί να αλλάξει υπηκοότητα και να λάβει την οθωμανική.
Τελικά το πρόβλημα λύθηκε και ο Λάσκαρης υπέγραψε συμφωνητικό με την κοινότητα της πόλης που προέβλεπε τους παρακάτω όρους:
ι. Ο Λάσκαρης να λαμβάνει δίδακτρα 4.000 γρόσια πληρωμένα ανά τρίμηνο από τους επιτρόπους του Κοινού Μελενίκου.
2. Καμία εξωτερική επέμβαση δεν θα επιτρεπόταν στη διεύθυνση του σχολείου. Κάθε πρόταση για μεταρρύθμιση έπρεπε να συζητηθεί προηγουμένως.
3. Ο Λάσκαρης όφειλε να δέχεται τα εισερχόμενα στο σχολείο παιδιά διδάσκοντάς τους με προθυμία την ελληνική γλώσσα και όλα όσα συμπλήρωναν την εγκύκλιο εκπαίδευση.
Το διάστημα 1853-1857, ως διδάσκαλος στο Μελένικο φέρεται ο Κωνσταντίνος Μανίδης, με υποδιδάσκαλο επίσης τον Βασματζίδη.
Ο Βασματζίδης, την περίοδο 1857-1859, υπηρέτησε στο Μελένικο ως αρχιδιδάσκαλος με βοηθό τον Ιωάννη Βογιατζή 101. Την περίοδο 1859-1862 δίδαξε ως σχολάρχης ο Μανόλης Ζαχαριάδης.
Κατά τα έτη 1860-1862 η ελληνική σχολή Μελενίκου παρέμεινε χωρίς σχολάρχη αναγκάζοντας το Κοινό της πόλης να προβεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα, σε αναζήτηση καταλλήλου, στα Ιωάννινα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η μη λειτουργία της σχολής δεν θα πρέπει να θεωρείται άσχετη με τα προβλήματα που προέκυψαν το 1860 όταν ο Δημήτριος Λάσκαρης επιχείρησε τροποποίηση του Καταστατικού του Κοινού, ώστε να απαλλάξει τη σχολή από τον έλεγχο των επιτρόπων και εφόρων του Κοινού. Το 1860, τη διαχείριση της σχολικής περιουσίας ανέλαβαν, βάσει του τροποποιημένου καταστατικού, οι τέσσερις έφοροι της νεοσυσταθείσης Εφορείας των Εκπαιδευτικών Καταστημάτων.
Η Εφορεία αυτή διατηρήθηκε έως την ψήφιση του Καταστατικού του 1892, οπότε δημιουργήθηκαν με τη διάσπαση της Δημογεροντίας δύο νέες εφορείες με πρόεδρο τον εκάστοτε μητροπολίτη: η Εφορεία των Εκπαιδευτηρίων και η Εφορεία των Φιλανθρωπικών
«..έκθεσις τών εφόρων τών έν Μελενίκω σχολείων, διαβιβασθεΐσα ήμΐν διά τού άρχιερέως (Διονυσίου Ταπεινού) πληροφορείτόν Σύλλογον ότι η πόλις αυτή κέκτηται εν έλληνικόν, εν παρθεναγωγεΐον καί εν άλληλοδιδακτικόν καί ότι τό μέν έλληνικόν έχει τεσσαράκοντα καί πέντε μαθητάς, τό δέ παρθεναγωγεΐον πεντήκοντα μαθήτριας καί τό άλληλοδιδακτικόν έκατόν είκοσι παίδας. Άπονέμομεν μετ' εύχαριστήσεως τόν όφειλόμενον έπαινον τή κοινότητι Μελενίκου έπί τή φιλομουσία ήν έπιδείκνυσιν έν τή διατηρήσει τών έκπαιδευτηρίων αύτής, ίδια δ' έν τή ύποστηρίξει τών παρ' αύτή άπορων μαθητών.. .»
Σε έκθεση, επίσης, του 1873, του ιδίου Συλλόγου, αναφέρεται ότι το Μελένικο, πόλη με μόλις 2.500 κατοίκους (τους λιγότερους ίσως στην ιστορία του), διέθετε ελληνικό σχολείο πριν από έναν αιώνα περίπου. Το 1873, η πόλη διέθετε ένα αλληλοδιδακτικό που ιδρύθηκε το 1831 και ένα παρθεναγωγείο που ιδρύθηκε το 1853. Τα σχολεία αυτά συντηρούνταν από κληροδοτήματα, με χρηματικά ποσά που εισπράττονταν κάθε εξάμηνο από την επιτροπή «Εξάδα» του Αγίου Γεωργίου Βιέννης και ανέρχονταν στις 160 οθωμανικές λίρες, καθώς και από ενοίκια κτημάτων και τόκους κεφαλαίων τοκιζομένων στο ίδιο το Μελένικο, με τα οποία συμπληρωνόταν το ποσό των 24.000 γροσίων, που απαιτούσε η ετήσια δαπάνη συντήρησης και λειτουργίας των σχολείων. Η εφορεία των σχολείων του Μελενίκου κατά το i873, ζήτησε από τον βιβλία και κυρίως το οθωμανικό λεξικό και τη γραμματική του Αδοσίδη. Χαρακτηριστική της κατάστασης της παιδείας στο Μελένικο την εποχή αυτή είναι η παρακάτω παρατήρηση του Ξενοφώντος Ζωγράφου, μέλους της εκπαιδευτικής επιτροπής του Ε.Φ.Σ.Κ: «Ή μικρά αυτη κωμόπολις έπί τίνος πέτρας ιδρυμένη, κρημνοΐς δέ καί φάραγξι πάντοθεν στεφανωμένη κατά τόν Κεδρηνόν, δέν δύναται νά παράσχη τοις κάτοικοις εύπορίανκαί πλούτον έφ'ώ καί οί νεαροί μαθηταί ώς καί άλλαχού άτάκτως άκολουθούσι τάς σπουδάς αύτών, καί ταχέως παραιτούντες τάς τών σχολών έδρας άπέρχονται ζητούντες άρτον ού στερούνται»104.
Το σχολικό έτος 1872-1873 στο σχολείο του Μελενίκου υπηρέτησε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ως διδάσκαλος ο Θεόδωρος Βασματζίδης, ο μετέπειτα μητροπολίτης Νευροκοπίου και Μελενίκου Θεοδώρητος 105.
Το 1874, η πόλη διέθετε Ελληνικό σχολείο με 45 μαθητές, παρθεναγωγείο με πενήντα μαθήτριες και αλληλοδιδακτικό με 120 μαθητές 106. Τα σχολεία αυτά στεγάζονταν σε κτήριο στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων 107.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Κωνσταντινουπόλεως, κατά το 1878 λειτουργούσαν στο Μελένικο ένα ανώτερο108 σχολείο και ένα δημοτικό, καθώς και τέσσερα δημοτικά σε άλλα χωριά της επαρχίας. Το σύνολο των μαθητών στην επαρχία Μελενίκου ανερχόταν στους 313 μαθητές .
Την περίοδο 1877-1879, σχολάρχης ανέλαβε για μια ακόμη φορά ο Μελενίκιος Δημήτριος Λάσκαρης, τον οποίο αντικατέστησε ο επίσης Μελενίκιος Νικόλαος Ζωγραφίδης το διάστημα 1879-1881 110.
Κατά το σχολικό έτος 1879-1880, η ελληνική κοινότητα Μελενίκου απευθύνθηκε στο για την αποστολή διδασκάλου στο Μελένικο.
Το επόμενο σχολικό έτος 1881-1882, η Ελληνική σχολή της πόλης μετασχηματίστηκε αρχικά σε επτατάξια και κατόπιν σε δεκατάξια Αστική Σχολή υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου Αθανασίου Φυλακτού από την Κάτω Τζουμαγιά, με σπουδές στο πανεπιστήμιο Αθηνών και τη Γερμανία.
Το σχολικό έτος 1883-1884, που τη διεύθυνση ανέλαβε ο Κ. Σγουρός, η Σχολή αριθμούσε 100 περίπου μαθητές.
Το νηπιαγωγείο αριθμούσε 165 νήπια υπό τη διεύθυνση της Μαρίας Δημητριάδου, ενώ το παρθεναγωγείο, αριθμούσε μόλις 21 μαθήτριες υπό τη διεύθυνση της Ελπινίκης Γιούρκα. Την εφορεία των σχολείων, την ίδια εποχή αποτελούσαν οι Α. Νικολάου, Ι. Χ" Μιχαλάκη, Δ. Ε. Λάσκαρης και Μ. A. Πουγγουρίδου, ενώ την εφορία του Κοινού οι Δ. Λάσκαρης, παλαιός διδάσκαλος, Χ" Δημήτριος Στογιάννου, Κήπος Χ" Μιχαλάκη, K. Κομλής και Ι. Γεωργίου. Οι εξετάσεις των σχολείων της πόλης, κατά το 1884, πραγματοποιήθηκαν σε τρεις συνεχόμενες Κυριακές (24 Ιουνίου, ι και 8 Ιουλίου).
Η αστική σχολή διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη με αρκετά παλαίτυπα, ελάχιστα των οποίων σήμερα σώζονται στη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Σιδηροκάστρου.
Το επόμενο σχολικό έτος 1884-1885, το ελληνικώτατον -όπως το χαρακτηρίζει προξενική αναφορά- Μελένικο συντηρούσε:
α') Αστική σχολή συμπεριλαμβάνουσα και τμήμα Ελληνικού με 104 μαθητές και τέσσερις διδασκάλους υπό τη διεύθυνση του γηραιού Δ. Α. Λάσκαρη, ο οποίος είχε υπηρετήσει και παλαιότερα επί δέκα χρόνια στην ίδια σχολή. Οι εξετάσεις του 1885 πραγματοποιήθηκαν στις 23 Ιουνίου.
β') Παρθεναγωγείο με 52 μαθήτριες διηρημένο σε τρεις τάξεις, από τις οποίες οι δύο κατώτερες αποτελούνταν από δύο τμήματα η κάθε μια. Τα μαθήματα των ελληνικών και των μαθηματικών της ανώτερης τάξης δίδασκε ο σχολάρχης Δ. Λάσκαρης, ενώ τα υπόλοιπα οι δύο διδασκάλισσες του παρθεναγωγείου.
γ') Νηπιαγωγείο με 150 νήπια και δύο διδασκάλισσες. Συνολικά στα ελληνικά σχολεία Μελενίκου φοιτούσαν 306 μαθητές και μαθήτριες σε σύνολο πληθυσμού 3.000 κατοίκων.
Για τα παραπάνω σχολεία δαπανούνταν διακόσιες οθωμανικές λίρες προερχόμενες κυρίως από κληροδοτήματα.
Σημαντική όμως είναι η διαπίστωση της προξενικής αναφοράς ότι η πόλη αυτή εγκαταλείφθηκε από το ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους, ενώ οι Βούλγαροι με την ανοχή ή και σύμπραξη του μητροπολίτη Μελενίκου Προκοπίου μπόρεσαν να ιδρύσουν μέσα στην πόλη τέλεια σχολεία με μαθητές από τη γύρω περιοχή.
Το ελληνικό προξενείο Σερρών για να αντιμετωπίσει την κατάσταση ανέλαβε, διά του Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων, να καλύπτει το ποσό των ογδόντα λιρών που απαιτούνταν για το μισθό του σχολάρχη.
Κατά την άποψη του προξένου Σερρών, το Μελένικο, η βορειότερη ελληνική πόλη της Μακεδονίας, έπρεπε να στηριχθεί γιατί δεν απειλούνταν μόνο από τις βουλγαρικές ενέργειες, αλλά και από τον ίδιο τον επίσκοπό της .
Την ίδια εποχή οι οθωμανοί κάτοικοι της πόλης διατηρούσαν σχολείο με 10 μόνο μαθητές, ενώ παρατηρείται έντονη δραστηριότητα από τη βουλγαρική πλευρά.
Με ενέργειες του Βουλγάρου πράκτορα Σαράφωφ, λειτούργησαν βουλγαρικά σχολεία στο Μελένικο (με 50 μαθητές) και στο Πετρίτσι, καθώς και στα χωριά Κρέσνα, Δεβρένι, Καλυμάντσα, Γερμάνι, Πορρόια.
Το βουλγαρικό σχολείο Μελενίκου, κατά το προηγούμενο σχολικό έτος 1883-1884, διέθετε περίπου τους διπλάσιους.
Στα τέλη του 1887 με ενέργειες του βουλγαριστή Κωνσταντίνωφ από το χωριό Καλλιμάντζα, ο οποίος δρούσε και ως επόπτης των βουλγαρικών σχολείων της επαρχίας και διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον καϊμακάμη Μελενίκου, κατελήφθη παράνομα το σπίτι των αδελφών Μαντζούρη οι οποίοι εργάζονταν ως έμποροι στη Δούπνιτσα.
Η κατάληψη έγινε με σκοπό να εγκατασταθούν στο σπίτι αυτό οι δύο βουλγαροδιδάσκαλοι και οι 10-15 μαθητές του βουλγαρικού σχολείου, όλοι τους προερχόμενοι από τα γειτονικά χωριά, μια και μέσα στην πόλη δεν κατοικούσαν Βούλγαροι.
Η κατάληψη προκάλεσε τη διαμαρτυρία της ελληνικής κοινότητας, που ειδοποίησε τους ιδιοκτήτες του σπιτιού για τα γεγονότα.
Οι βουλγαριστές διέθεταν στο Μελένικο και άλλη οικία στη συνοικία της Αγίας Βαρβάρας, την οποία αγόρασε ο Χ'' Παπά Δημήτριος από το χωριό Τσιρέσνιτσα Μελενίκου έναντι 2.000 γροσίων και την οποία, αφού αφιέρωσε στο βουλγαρικό έθνος και την επισκεύασε με συνδρομές, την ενοικίασε με το ποσό των 20 χρυσών φράγκων στο βουλγαροδιδάσκαλο Σπάσο. Ο Χ" Παπά Δημήτριος είχε από χρόνια ασπαστεί το βουλγαρισμό, είχε επισκεφθεί στο Μεσοχώρι του Βοσπόρου το Βούλγαρο Έξαρχο και ήταν μέλος της βουλγαρικής «Όπστινας» .
Το Μάιο του 1885 συνήλθε στο Μελένικο η γενική συνέλευση της πόλης υπό την προεδρεία του επισκόπου Δαφνουσίας Μεθοδίου, ο οποίος για το σκοπό αυτό είχε μεταβεί στο Μελένικο από το Δεμίρ Ισάρ και ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην ομαλή διεξαγωγή της συνέλευσης. Κατά τη συνέλευση πραγματοποιήθηκε η λογοδοσία των εφορειών των εκπαιδευτηρίων και του κοινού και ακολούθως έγιναν οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των νέων εφορειών.
Κατά το σχολικό έτος 1885-1886, στα μητρώα της Αστικής σχολής Μελενίκου γράφτηκαν 100 μαθητές οι οποίοι διδάσκονταν από τρεις διδασκάλους.
Κάθε τάξη διαιρούνταν σε δύο τμήματα, ώστε το σχολείο συνολικά να δίνει την εικόνα του εξαταξίου.
Στο μάθημα των ελληνικών το πρώτο τμήμα διδάχτηκε «Κύρου Ανάβαση» και την «Προς Δημόνικον παραίνεσιν», στο δε μάθημα των μαθηματικών, διδάχτηκε αριθμητική από τη σύνθετη μέθοδο των τριών μέχρι τέλους και γεωμετρία μέχρι των τετραπλεύρων.
Το Παρθεναγωγείο αριθμούσε 40 μαθήτριες μοιρασμένες σε δύο τάξεις με δύο διδασκάλισσες, ενώ το νηπιαγωγείο αριθμούσε 180 νήπια με δύο νηπιαγωγούς (η νεότερη ήταν απόφοιτη του Αρσακείου).
Το παραπάνω σχολικό έτος η της πόλης αποφάσισε την εισαγωγή της διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας.
Παράλληλα οι οθωμανοί του Μελενίκου διατηρούσαν γραμματοδιδασκαλείο με 50 μαθητές και ένα διδάσκαλο, ενώ οι Βούλγαροι διατηρούσαν σχολή με σαράντα μαθητές, κυρίως από τα γύρω χωριά με δύο διδασκάλους.
Παρά τις πολύχρονες αντιδράσεις των Μελενικίων οι Βούλγαροι κατάφεραν να αποκτήσουν άδεια για το σχολείο τους από την οθωμανική κυβέρνηση, το οποίο λειτούργησαν συνάγοντας μαθητές από τα γύρω βουλγαρόφωνα χωριά.
Από το Σεπτέμβριο του 1885 τα ελληνικά σχολεία Μελενίκου διηύθυνε ο Κίμων Αϊνατζόγλου από τη Νεάπολη της Καππαδοκίας, απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής και κάτοχος της οθωμανικής γλώσσας, βοηθούμενος από το Δημοσθένη Θεοδώρου Δόδο, από το Ροδολίβος της επαρχίας Δράμας και απόφοιτο της σχολής «Μαρούλη» στις Σέρρες.
Οι παραπάνω διδάσκαλοι, νέοι στην ηλικία, διακρίνονταν για τη σεμνότητα, τη φιλογένεια και την εργατικότητά τους, γεγονός που ικανοποιούσε την εφορεία των σχολείων, αλλά και τους μαθητές.
Οι διδάσκαλοι αυτοί ακολουθούσαν και για τα σχολεία του Μελενίκου, το πρόγραμμα διδασκαλίας των σχολείων των Σερρών και απέλυαν τους μαθητές μόλις την 11η το απόγευμα τουρκική ώρα (περίπου στις 17:00 μμ).
Κατά το σχολικό έτος 1886-1887, ο Δημοσθένης Δόδος ανέλαβε τη διδασκαλία των ελληνικών και στο δεύτερο ανώτερο τμήμα της σχολής 128.
Ωστόσο, το σχολικό έτος 1885-1886, στο Μελένικο δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Η πρόσληψη του Αϊνατζόγλου και δύο ακόμη διδασκάλων και η απόλυση του διδασκάλου Σγουρού 129 από τη θέση του, προκάλεσαν την αντίδραση της αντιπολιτευόμενης στους εφόρους μερίδας, με επικεφαλής τον Δ. Λ. Βαγγέλη, που ζητούσε την επαναπρόσληψη του Σγουρού.
Η αντιπολιτευόμενη μερίδα, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα με βάση τον κανονισμό των σχολείων, έπεισε τον πρόεδρο του συμβουλίου της παιδείας για την επαρχία Μελενίκου, οθωμανό Αλή εφέντη να παρέμβει, διατάζοντας την απόλυση του ενός εκ των διορισθέντων διδασκάλων και την επαναπρόσληψη του Σγουρού στη θέση του.
Ο Αλή εφέντης επιχείρησε με τη βοήθεια της αστυνομίας, τη σύλληψη των νέων διδασκάλων από το επισκοπείο όπου κατέλυαν και αφού απέτυχε σε αυτό, διέταξε στις 9 Σεπτεμβρίου, ημέρα του αγιασμού και της εγγραφής των μαθητών, το κλείσιμο του σχολείου και την απόλυση των διδασκάλων.
Μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις του Αλή εφέντη με τους εφόρους και κυρίως με την αντιπολιτευτική ομάδα, προτάθηκε ως λύση, την οποία εξαναγκάστηκε να αποδεχτεί και η εφορεία των σχολών, να απολυθεί ο νεότερος των διδασκάλων ως μικρός τό σώμα και να λάβει αποζημίωση δέκα τουρκικές λίρες από τις σαράντα του μισθού του, είκοσι ο αντικαταστάτης του (πρώην δημοδιδάσκαλος) και δέκα ο Σγουρός.
Σημαντικό στην όλη υπόθεση είναι ότι κατηγορείται και ο απουσιάζων ως συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη, μητροπολίτης Μελενίκου Προκόπιος, διότι όρισε ως αντιπρόσωπό του κληρικό νεαρό και εκ της απειρίας του δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στις παρανομίες του Αλή εφέντη.
Στις εξετάσεις του 1886 παραβρέθηκαν πολλοί οθωμανοί επίσημοι.
Η γενική εκτίμηση ήταν ότι οι διευθυντές της αστικής σχολής Κίμων Αϊνατζόγλου, του παρθεναγωγείου Ελπινίκη Γιούρκα και του νηπιαγωγείου Μαρία Δημητριάδου εργάστηκαν με ιδιαίτερο ζήλο 131.
Το σχολικό έτος 1887-1888 άρχισε στις 15 Σεπτεμβρίου. Με απόφαση της Εφορείας των Εκπαιδευτηρίων η διεύθυνση του Παρθεναγωγείου ανατέθηκε στην Χρυσάνθη Πετκούση, απόφοιτο του Παρθεναγωγείου Σερρών και ευπαίδευτο διδασκάλισσα.
Φαίνεται ότι το Παρθεναγωγείο Μελενίκου αντιμετώπιζε προβλήματα γιατί η νέα διευθύντρια κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα «κακώς κείμενα».
Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών του 1888 γιορτάστηκε στην πόλη με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Στην τελετή παραβρέθηκε ο μητροπολίτης Μελενίκου Προκόπιος και πλήθος κόσμου.
Το λόγο εκφώνησε ο διευθυντής της Ελληνικής σχολής Κίμων Αϊνατζόγλου, εξαίροντας τη δύναμη των γραμμάτων και καλώντας τους πάντες στην καλλιέργειά τους. Την εκδήλωση πλαισίωναν ύμνοι και τραγούδια από τις μαθήτριες του παρθεναγωγείου υπό τη διεύθυνση των διδασκαλισσών Μαρίας Δημητριάδου και Χρυσάνθης Πετκούση.
Οι εξετάσεις του 1888 πραγματοποιήθηκαν στις 30 Ιουνίου, εορτή των Αγίων Αποστόλων. Πρώτα ξεκίνησε το νηπιαγωγείο, το οποίο διηύθυνε η Φανή Αγαθονίκου Ιατροπούλου.
Στις 4 Ιουλίου άρχισαν οι εξετάσεις του Παρθεναγωγείου και του αρρεναγωγείου. Στις εξετάσεις παρέστησαν όλοι οι οθωμανοί αξιωματούχοι του καζά Μελενίκου. Το προσωπικό του αρρεναγωγείου αποτελούσαν ο διευθυντής Κίμων Αϊνατζόγλου με βοηθό τον Κωνσταντίνο Καλούση, στη θέση του παραιτηθέντος Δημοσθένη Θεοδώρου Δόδου, ο οποίος είχε διοριστεί στα Μουδανιά της επαρχίας Προύσης 134.
Στις 30 Ιουνίου του 1888, άρχισε τις εξετάσεις του και το βουλγαρικό σχολείο της πόλης το οποίο αποτελούνταν από τριάντα μόνο μαθητές με διδάσκαλο το Σπάσο από το χωριό Γαϊτάνινα Μελενίκου.
Στις εξετάσεις του βουλγαρικού σχολείου παραβρέθηκε ο διάκονος της μητρόπολης Μελενίκου Κωνσταντίνος Καλλιμάντζαλης, επόπτης των βουλγαρικών σχολείων της περιοχής, ενώ για δύο ώρες παραβρέθηκε και ο μητροπολίτης Μελενίκου Προκόπιος, ο οποίος δεήθηκε για την προαγωγή του σχολείου, φίλησε τα παιδιά και ευχήθηκε να λειτουργεί με ειρήνη και ομόνοια.
Ο βουλγαροδιδάσκαλος Σπάσος συμβούλευε τους χωρικούς της περιφέρειας να συστήσουν παντού βουλγαρικά σχολεία. Στο γειτονικό του Μελενίκου Σφέτι Βράτς, ενώ το 1884 είχε συσταθεί ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο, το ι888 εγκαταστάθηκε οριστικά βουλγαροδιδάσκαλος από την Κρέσνα.
Μετά την αποχώρηση του διευθυντή Κίμωνα Αϊνατζόλου (αναφέρεται και ως Αναστασιάδης) τη διεύθυνση της Αστικής Σχολής ανέλαβε, το σχολικό έτος 1889-1890, ο Κωνσταντίνος Καλούσης, απόφοιτος του διδασκαλείου Θεσσαλονίκης, ο οποίος διοργάνωσε τη σχολή κατά τα νεότερα συστήματα.
Η αστική σχολή αποτελούνταν από επτά τάξεις εκ των οποίων η μία προγυμνασιακή. Μαζί με τον Καλούση διορίστηκαν ως διδάσκαλοι ο Ν. Ζωγραφίδης, πρώην διδάσκαλος στο Νευροκόπι και ο ντόπιος Δ. Δημοκίδης, απόφοιτος του Γυμνασίου Σερρών.
Διδάσκαλος των τουρκικών προσελήφθη ο Μελενίκιος Μαχμούτ εφέντης. Στο παρθεναγωγείο συνέχισαν να υπηρετούν οι Χρυσάνθη Πετκούση και η Καλλιόπη Δεληγιάννη και στο νηπιαγωγείο η Μ. Καρατζούλη, ενώ προσελήφθη για το νηπιαγωγείο η Παπακώτσιου.
Καταστροφικό για τα σχολεία του Μελενίκου ήταν το 1893, όταν τα εκπαιδευτήρια της πόλης πυρπολήθηκαν από τους Βουλγάρους προπαγανδιστές του Πανσλαβισμού.
Κατά το 1896, το διοικητικό συμβούλιο του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου αποφάσισε να χορηγήσει, από το κληροδότημα του Στεφάνου Ζαφειροπούλου, χάρτες στα σχολεία Μελενίκου, Κάτω Τζουμαγιάς και Ανω Πορροΐων.
Σχολάρχης των σχολείων Μελενίκου την περίοδο 1900-1913, διετέλεσε ο Σιατιστινός Γεώργιος Σφήκας. Από το 1896 και ώς το 1912, ως καθηγητής στο ημιγυμνάσιο Μελενίκου υπηρετούσε ο Μελενίκιος Γάιος Λαζάρου, ο οποίος προηγουμένως είχε διδάξει στο Στάρτσοβο κατά το σχολικό έτος 1895-1896.
Ο Λαζάρου διετέλεσε ως το 1912 γραμματέας της μητρόπολης Μελενίκου, καθώς και γραμματέας του Συλλόγου των Ευελπίδων Μελενίκου.
Το καλοκαίρι του 1900 η κοινότητα Μελενίκου αντιμετώπισε πρόβλημα με την εξεύρεση καταλλήλου προσώπου για να αναλάβει τη διεύθυνση της αστικής σχολής της πόλης. Ο υποψήφιος όφειλε να είναι διδάκτωρ της φιλολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου, να έχει πείρα και ήθος. Ο μισθός του καθοριζόταν στις 60 λίρες. Ο μητροπολίτης Μελενίκου ζήτησε, με επιστολή του, από το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο τη συμβολή του στην ανεύρεση διευθυντή με τα παραπάνω προσόντα.
Οι πρόκριτοι της συνοικίας Ποταμός του Μελενίκου διαμαρτυρήθηκαν, το Νοέμβριο του 1902, στο ελληνικό προξενείο Σερρών, ότι η εφορεία των εκπαιδευτηρίων Μελενίκου αδιαφορεί για την ελληνική εκπαίδευση των παιδιών της συνοικίας, της οποίας οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν βουλγαρόφωνοι και κινδύνευαν από τη συνεχή εγκατάσταση βουλγαρικών οικογενειών, από την γύρω περιοχή, εκεί. Με υπόδειξη του μητροπολίτη Μελενίκου, το ελληνικό Προξενείο διόρισε στη συνοικία ένα διδάσκαλο και μία νηπιαγωγό, αλλά μετά από λίγο καιρό ο μητροπολίτης μετέφερε το διδάσκαλο στην κεντρική σχολή της πόλης, αποσπώντας τον από το προάστιο, οδηγώντας δύο προκρίτους του Ποταμού να στείλουν, από αγανάκτηση, τα παιδιά τους στη βουλγαρική σχολή, με κίνδυνο να παρασύρουν και άλλους.
Το 1905, στο Μελένικο λειτουργούσε εννεατάξιο αρρεναγωγείο με οκτώ διδασκάλους και 185 μαθητές υπό τη διεύθυνση του Γ. Σφήκα, πεντατάξιο παρθεναγωγείο με τρεις διδασκάλισσες και 140 μαθήτριες, καθώς και μία μικτή σχολή στη συνοικία Ποταμός με τέσσερις τάξεις, ένα διδάσκαλο, μία διδασκάλισσα και 55 μαθητές 145.
Κατά τον Μ. Paillares, το 1906, η ελληνική κοινότητα διέθετε δύο σχολεία αρρένων, ένα θηλέων και ένα νηπιαγωγείο με οκτώ διδασκάλους, πέντε διδασκάλισσες, 250 αγόρια και 150 κορίτσια. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία του Paillares ότι στα σχολεία αυτά, τα παιδιά μάθαιναν μουσική και συγκροτούσαν χορωδίες εφάμιλλες με εκείνες του Παρισιού 146.
Στην πόλη λειτουργούσαν επίσης οι ακόλουθες αδελφότητες:
η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών.»,
ο «Σύλλογος των Ευελπίδων Μελενίκου» (έτος ίδρυσης 1904) ,
η «Αδελφότης Πέτρου και Παύλου» και
η «Αδελφότης της Αγίας Παρασκευής».
ή Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών
καί Δεσποινίδων Αρμονία
Το Νοέμβριο του 1906, συστήθηκε στο Μελένικο με ενέργειες του μητροπολίτη Αιμιλιανού, η «Φιλόπτωχος Αδελφότης η Αγάπη» 149.
Κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών του 1905, ο μητροπολίτης Μελενίκου Ειρηναίος κατόρθωσε να πείσει τους Μελενικίους για την ανάγκη να ανεγείρουν σχολή που να περιλαμβάνει μαζί την αστική σχολή και το ημιγυμνάσιο.
Τα παραπάνω σχολεία έως τότε στεγάζονταν σε ακατάλληλα και μακρινά μεταξύ τους κτήρια.
Ο μητροπολίτης Μελενίκου για την οικοδόμηση του νέου σχολείου προσέφερε είκοσι λίρες, ενώ συνολικά την ημέρα εκείνη συγκεντρώθηκε το ποσό των 175 λιρών 150.
Το Φεβρουάριο του 1905, έγινε για τον ίδιο σκοπό, μια σημαντική δωρεά από το Μελενίκιο Γεώργιο Βάντση, ο οποίος με διαθήκη του προσέφερε, για τη στέγαση του αρρεναγωγείου της πόλης, ευρύχωρη κατοικία που διέθετε στο Μελένικο 151.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε ευχετήριο στον Γεώργιο Βάντση για τη δωρεά του. Το κείμενο της διαθήκης του Γ. Βάντση σε ό,τι αφορά τη δωρεά του προς τα εκπαιδευτήρια της Ελληνικής κοινότητας Μελενίκου αναφέρει τα εξής:
«...ό ύποφαινόμενος Βάντσης Γεωργίου, οίνοπαραγωγός τό έπάγγελμα, κάτοικος τής πόλεως Μελενίκου.... στ) Διατάσσω τόν γενικόν κληρονόμον μου, όπως άμέσως μετά τόν θάνατόν μου, πληρώση δέκα (άριθ. ίο) λίρας Τουρκίας, ύπέρ μνημοσύνου μου εις τό Κοινόν Μελενίκου. ζ) Ήδη τήν ΐ2ην Ιουλίου τού igo4 έτους έν τή έκτάκτω συνεδριάσει τής δημογεροντίας, τή γενομένη ύπό τήν προεδρείαν τού Πανιερωτάτου Μητροπολίτου (Ειρηναίου), ώς γίνεται δήλον έκ τού ύπ’ αρίθμ. JJJ πρακτικού, άποβλέπων εις τάς ανάγκας τής κοινότητος, έδωρησάμην τά άνήκοντά μοι μερίδια έκ τής οικίας ήτις χρησιμεύει σήμερον ώς Στρατιωτικόν Νοσοκομεΐον, όπως καταλλήλως διασκευαζομένη άποβή Κοινοτικόν Αρρεναγωγεΐον».
Τον επόμενο χρόνο 1906, ο μητροπολίτης Μελενίκου Ειρηναίος κατόρθωσε να αποσπάσει από την οθωμανική κυβέρνηση φιρμάνι για την ανέγερση της νέας Σχολής Μελενίκο στο οικόπεδο της οικίας του Βάντση.
Με την άφιξη του νέου μητροπολίτη Αιμιλιανού, το 1906, ενισχύθηκαν οι προσπάθειες για τη συγκέντρωση χρημάτων με σκοπό την οικοδόμηση της Μελενίκου στο παραπάνω οικόπεδο.
Χαρακτηριστική είναι η παρότρυνση προς τους απανταχού Μελενικίους, από τις στήλες του Φάρου της Μακεδονίας, να ενισχύσουν τα σχολεία της πατρίδας τους:
« Μελενίκιοι, οι έν τη άλλοδαπή διαμένοντες, τί πρός ταύτα σκέπτεσθε;
Ή πατρίς πρός ύμάς προσμειδιά καί έν ήμΐν σεμνυνομένη άγάλλεται καί γαυριά. Στρέψατε τά ομματα ημών πρός τούς γενεθλίους βράχους καί τάς ρομαντικάς κοιλάδας τής λησμονηθείσης ταύτης γωνίας καί θά παρατηρήσητε μετά πόσης δυσκολίας καί άγώνων ύπερφυσικά άγωνίζονται οί άδελφοί ύμών νά έκκινήσωσι τό ν τροχόν, οστις έκπαιδευτική πρόοδος καί άνάπτυξις, καλείται. Χύσατε έ'λαιον εις τό ν έσκωριασμένον τούτον τροχόν καί διευκολύνατε τήν διάδοσιν τών γραμμάτων ι'να ούτω έ'χητε τήν εύλογίαν τής φίλης πατρίδος, ήτις άείποτε διά τήν πρόοδον καί εύημερίαν τών τέκνων αύτής εύχεται».
Η νέα Σχολή αποπερατώθηκε το φθινόπωρο του 1908 και στις 2 Νοεμβρίου του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκαν από το μητροπολίτη Αιμιλιανό, τα εγκαίνιά της.
Κατά την τελετή, τον πανηγυρικό εκφώνησε ο διευθυντής των σχολείων Γ. Σφήκας, ενώ ο μητροπολίτης προέτρεψε τους Μελενικίους να συνεχίσουν το ενδιαφέρον τους για την παιδεία οικοδομώντας και παρθεναγωγείο.
Την εκδήλωση έκλεισαν ποιήματα και τραγούδια των μαθητών υπό τη διεύθυνση του διδασκάλου Γάιου Λαζάρου, καθώς και ο ύμνος προς των ευεργέτη των σχολών του Μελενίκου Αναστάσιο Παλατίδη.
Στην τελετή παραβρέθηκαν και οθωμανοί υπάλληλοι και ο χιλίαρχος Σαφέτ εφέντης, ο οποίος μίλησε υποσχόμενος τη συμπαράσταση των οθωμανικών αρχών . 

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος