Ο Μητροπολίτης Μελένικου και Σιδηροκάστρου Κωνσταντίνος Ασημιάδης
Ο Κωνσταντίνος Ασημιάδης γεννήθηκε το έτος 1872 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Εισήλθε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από όπου και αποφοίτησε το 1902. Ακολούθως διακόνησε στη Μητρόπολη Νικομηδείας της Μικράς Ασίας ως αρχιδιάκονος αργότερα ως πρωτοσύγκελλος και από το 1908 ως τιτουλάριος Επίσκοπος Χαριουπόλεως, βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Νικομηδείας παρά τον Μητροπολίτη Φιλόθεο Βρυούνιο και μετά από μερικά χρόνια, γενόμενος γνωστός για τα πνευματικά του προσόντα και την ευρυμάθειά του, προήχθη το 1910 σε Μητροπολίτη με τον τίτλο Χαριουπόλεως, παραμείνας στην Μητρόπολη Νικομηδείας έως το 1910.
Το 1911 εξελέγη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπολίτης Μελενίκου. Η Μητρόπολη Μελενίκου περιελάμβανε την περιοχή του Μελενίκου και της Σιντικής της Μακεδονίας. Ανέπτυξε σημαντική δράση για τον Ελληνισμό της Μητρόπολής του.
Όταν το 1911 εχήρευσε ο Μητροπολιτικός θρόνος του Μελενίκου και συνήλθε η Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, και τον εξέλεξε ως Μητροπολίτη Μελενίκου. Όταν έφθασε στο Μελένικο εργάσθηκε με σθένος για το ποίμνιό του επί δύο περίπου χρόνια αναπτύσσοντας πλούσια Εθνική δράση.
Για τη δράση του αυτή οι Τούρκοι τον μισούσαν και οι Βούλγαροι τον κατέταξαν στον πίνακα των προγεγραμμένων για θάνατο.
Στα 1912 η περιοχή έπαψε να βρίσκεται υπό οθωμανική διοίκηση και το 1913 ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής οι Βούλγαροι. Όμως τις τελευταίες ημέρες της κατοχής της περιοχής και γνωρίζοντας πως ο ελληνικός στρατός προελαύνει, ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός προέβη σε πρωτοφανείς σφαγές και ποικίλες βιαιότητες.
Το βράδυ της 25ης Ιουνίου 1913 τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν σε μία μικρή πλατεία, έξω από την πόλη την εποχή εκείνη, που λέγονταν Καρά Αγάνη (Πλατεία Πολυζωΐδη), πλησίον του χειμάρρου της Μαϊμούδας. Εκεί υπήρχε λάκκος καιόμενης ασβέστου, η οποία χρησιμοποιούνταν για το κτίσιμο της Βουλγαρικής σχολής, όπου στεγάζονταν μέχρι πρότινος επί των ημερών μας, το Κέντρο της Παιδικής Μέριμνας. Ο Ιεράρχης με λακτίσματα και τρυπήματα από τις ξιφολόγχες βάδιζε προς τον τόπο του μαρτυρίου.
Το Μητροπολίτη, ο οποίος σφάδαζε από τους πόνους, μετά τα δύο πρώτα πλήγματα, τον λόγχισαν όλοι οι στρατιώτες, ο ένας μετά τον άλλον στα πλευρά και στο κεφάλι. Κατόπιν τον ποδοπατούσαν υβρίζοντας και τον ξερίζωσαν τις τρίχες από το κεφάλι και το πηγούνι. Ακολούθως εσκύλευσαν τον νεκρόν, αφαιρέσαντες τα ελάχιστα χρήματα που είχε μαζί του, του αφήρεσαν το ωρολόγιο και το εγκόλπιό του, ενώ του πήραν ακόμη και το εξωτερικό του ράσο. Όταν τον οδήγησαν προς το λάκκο, ο ιεράρχης ούτε γένια είχε, ούτε μαλλιά. Δεν εκόρεσαν όμως το πάθος τους και κομμάτιασαν το πτώμα του, έβγαλαν τους οφθαλμούς και τους πέταξαν στο λάκκο της καιόμενης ασβέστου.
Μαζί με τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο μαρτυρικό θάνατο βρήκαν ο πρωθιερέας Σταύρος και ο πρόκριτος Θωμάς Παπαχαριζάνος.
Την επομένη, ημέρα Τετάρτη, σφαγιάσθηκαν από τον Βουλγαρικό στρατό κατοχής εκατό κάτοικοι του Ντεμίρ Ισσάρ. Οι Βούλγαροι έσυραν τα σώματα του Μητροπολίτη και των άλλων εκτελεσθέντων και τα έριξαν σε λάκκο της ασβέστου. Επίσης ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός, πριν αποχωρήσει, προέβη σε βιασμούς, καταστροφές οικιών και καταστημάτων Ελλήνων και ληστείες μετά από άσκηση βίας, αφήνοντας πίσω εικόνα καταστροφής και φόβου.[
Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου 1913, η ίλη ιππικού του ελληνικού στρατού εισήλθε στο Ντεμίρ Ισάρ και κατέγραψε τα δολοφονημένα σώματα και τις καταστροφές
Ο Δήμος Σιδηροκάστρου τιμώντας την μνήμη του τοποθέτησε την προτομή του στην κεντρική πλατεία Σιδηροκάστρου απέναντι από την Στρατιωτική Λέσχη Αξιωματικών.