Δύο ώρες με τους ηρωικούς τραυματίες στο Οχυρό του Ρούπελ: «Ήθελα να μπορούσα να πολεμήσω ακόμα…»
Από την εφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», φύλλο 19ης Απριλίου 1941:
Επεσκέφθην τους πρώτους τραματίας των οχυρών της Μακεδονίας. Τους θρυλικούς αυτούς πολεμιστάς που θα ομιλή στους αιώνες και τις χιλιετηρίδες η ιστορία. Που οι δάσκαλοι σ΄όλον τον κόσμο, οσάκις θα ομιλούν στους μαθητάς των για φιλοπατρία, θα τους αναφέρουν σαν παράδειγμα. Που οι ερχόμενες γενεές όλων των εθνών, οσάκις θα θέλουν να χαρακτηρίσουν ηρωικόν ένα στρατόν, θα λένε «πολεμήσανε σαν Έλληνες!» γιατί το «ήρωες» θα είναι πια λίγο!
Είδα τους ημιθέους αυτούς ήρωες στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλεύονται. Είναι Μακεδόνες όλοι και πρόσφυγες από τον Πόντο και την Σμύρνη. Γύρω τους, συνάδελφοί τους τραυματίες του αλβανικού μετώπου και εθελοντές νοσοκόμες προσπαθούσαν με συγκινητική τρυφερότητα να τους πείσουν να βάλουν τίποτα στο στόμα τους, γιατί αρνούνται τα πάντα.
Δεν θέλουν ν’ ακούσουν τίποτε, δεν ζητούν τίποτε, παρά να επιστρέψουν, έτσι όπως είναι, στα οχυρά των. Ίσως να υπάρξη κανένας, που να πάρη για υπερβολή. Όχι. Είναι η καθαρά αλήθεια, μια πραγματικότης αφάνταστα συγκινητική, που σε κάνει να ανατριχιάζης, όπως όταν βγαίνουν στην «θύρα» τα άγια των αγίων.
Είναι η ιερή ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους αυτούς, που απέδειξαν εμπράκτως πως για ένα πράγμα μόνο αξίζει η ζωή, για το «αμύνεσθαι υπέρ πάτρης»! Ο πρώτος τραυματίας είναι ο Νικόλαος Τάττας – ένα ωραίο μελαχροινό παιδί από τη Σμύρνη, έως 24 χρονών. Είναι από τους θρυλικούς υπερασπιστάς τους Ρούπελ.
Βρισκόταν στο οχυρό πολύ πριν εκραγή ο ελληνοαλβανικός πόλεμος – είναι κληρωτός και σκοπευτής πολυβόλου – κ’ έτσι, παρ’ όλη την εξάντλησί του από το βαρύ του τραύμα – μπορούσε να μου δώση, για τους αναγνώστες της «Νίκης», πλήρη περιγραφή του επικού αγώνος του οχυρού εναντίον εκατονταπλασίων εχθρών, από της πρώτης στιγμής της επιθέσεως.
Το οχυρό μας βρίσκεται στα σύνορα, δίπλα στο Μπέλες, μια σειρά από ψηλά βουνά 1800 μέτρα. Πριν αρχίση η επίθεσις, η ζωή στο οχυρό ήταν μονότονη. Είχαμε κάθε άνεσι, τρώγαμε περίφημα, αλλά δεν το λεγε η καρδιά μας, οι συνάδελφοί μας να πολεμούνε στην Αλβανία κ’ εμείς να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια. Δεν κρατιόμαστε.
«Να μας στείλετε και μας στην Αλβανία!» παρακαλούσαμε τους αξιωματικούς μας. «Η αποστολή σας είναι εδώ» μας απαντούσανε «κ’ εδώ θα υπερασπίστε την πατρίδα, αν ο εχθρός την χτυπήση! Πρέπει μέρα νύχτα να έχετε το νού σας!». Και τον είχαμε. Με τα βουλγαρικά φυλάκια δεν είχαμε επαφή. Αυτοί οι Βούλγαροι είναι ύπουλοι και δεν θέλαμε καμμιά κουβέντα μαζύ τους.
Την Κυριακή στις 5 το πρωί, άρχισε η επίθεσις. Οι Γερμανοί χτυπούσαν ακατάπαυστα το οχυρό μας με βαρύ πυροβολικό και με αεροπλάνα. «Ήλθε η ώρα που σας λέγαμε παιδιά! Τώρα πρέπει να κάμετε το καθήκον σας, σαν Έλληνες!» μας είπαν οι αξιωματικοί.
«Ζήτω η Πατρίδα» απαντήσαμε όλοι με μια φωνή και τρέξαμε στις θέσεις μας. Το πολυβολείο μου είχε στόχο στις διαβάσεις του βουνού. Εβλέπαμε όλα, αλλ’ ο εχθρός δεν μας έβλεπε. Ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε, όταν ξάφνου είδαμε να προχωρούν στην διάβασι τα εχθρικά τανκς. Όχι όλα μαζύ, ένα ένα. Δεν είχαμε ανάγκη ούτε να τα επισημάνουμε. Αρχίσαμε το πυρ!
Το πολυβόλο μου ήταν από τα βαρέα, αυτά που μπορούν να χτυπήσουν και τανκς. Έβαλε και το βαρύ πυροβολικό μας. Όσα τανκς προβάλανε, όλα καταστράφηκαν. Είδαμε τους άνδρες των να τα εγκαταλείπουν τρομαγμένοι και να φεύγουν.
Οι προφυλακές του οχυρού μας είχαν πιάσει και καμμιά δεκαριά αιχμαλώτους. Μας τους έφεραν στο οχυρό και απ’ εκεί τους στείλαμε στα μετόπισθεν. Μόλις τους περικυκλώσανε οι προφυλακές μας, σταθήκανε και παραδώσανε τα όπλα. Τους έδωκαν ψωμί. Δεν ήθελαν! Τους έδωκαν τσιγάρο, και τότε κάμανε το σχήμα, χτύπησαν τα πόδια τους, το ένα στο άλλο, και το πήραν.
Έπειτα, καθώς πήγαιναν, ετραγουδούσαν. Τι τραγούδι ήταν δεν καταλάβαμε. «Οι Βούλγαροι είναι άγριοι, γιατί είναι τσοπάνηδες και αρκουδιάρηδες. Οι Γερμανοί τους έχουν για υπηρέτες. Μα εμείς υπηρέτες δεν γινόμαστε κανενός! Τόσο έκοψε το κεφάλι αυτών των Γερμανών και συμμαχήσανε με τους Βούλγαρους! Τι έκαμαν οι Γερμανοί; Που η παληκαριά τους; Έρχονταν με τα αεροπλάνα, βομβάρδιζαν, κ’ έφευγαν. Κουράγιο εμείς, όσο θέλεις! Τι να τους φοβηθούμε. Γιατί είμαστε εκεί και περιμέναμε τόσους μήνες; Για να πολεμήσουμε! Οι αξιωματικοί μας αγαπούσαν και ήταν γενναία παιδιά. Πολεμούσαν και αυτοί δίπλα μας στο οχυρό. Ούτε καν μας είπαν άλλη λέξι. Δεν ήτανε κανένας τέτοιος από μας να φοβηθή».
«Το μεσημέρι βγήκα από το οχύρωμα για υπηρεσία. Μια βόμβα έπεσε είκοσι μέτρα παρά πέρα και όλα τα χώματα τινάχθηκαν ψηλά. Χτυπήθηκα στο κεφάλι, αλλά το οχυρό δεν έπαθε απολύτως τίποτε. Δεν του κάνουν τίποτε οι βόμβες! Τα αεροπλάνα κατέβαιναν ως τα χίλια μέτρα χαμηλά και μας βομβάρδιζαν με τεράστιες βόμβες. Το οχυρό μας ούτε καν τις άκουγε! Όταν τραυματίσθηκα, η μάχη εξακολουθούσε. Με τραβήξανε πίσω και πως έφθασα εδώ δεν ξέρω., γιατί έχασα τις αισθήσεις μου».
– Όταν μάθουν πως είσαι τραυματίας από το Ρούπελ, τα πιο όμορφα κορίτσια της Αθήνας θάλθουν να σε φιλήσουν! του λέω θα σου φέρουν τσιγάρα. Ο ήρωας δεν μου απάντησε καθόλου. – Θα σου φέρουνε φανέλες… – Τι να τις κάνω; – Τι θέλεις τότε; πες μου εσύ… – Θέλω να γυρίσω στο μέρος μου! μου απάντησε ο τραυματίας, μόλις ακουόμενος. – Ποιο είναι το μέρος σου; τον ρώτησα, νομίζοντας πως μιλούσε για το σπίτι του. – Στο οχυρό μου! μου απάντησε ο ήρωας, με φωνή μισοσβυσμένη από εξάντλησι… Τόσο εγώ, όσο και η νοσοκόμος και οι άλλοι τραυματίες του αλβανικού μετώπου, ανάμεσά στους στους οποίους κ’ ένας με κομμένο χέρι, ο Νικόλας Μιλάνος, που κρατούσαμε την αναπνοή μας για να ακούμε την αφήγησι του ήρωα, συγκινηθήκαμε κατάβαθα.
Για μια στιγμή μας ήλθε να γονατίσουμε και να του φιλήσουμε με σεβασμό και μ’ ευγνωμοσύνη τα πόδια. Η Πριγκίπισσα Φρειδερίκη, στην προχθεσινή επίσκεψί της στους τραυματίες της Αλβανίας, τους είπε: «Είσαστε καλά παιδιά. Φανήκατε Έλληνες. Η Πατρίδα σας ευγνωμονεί!»
Ναι τους ευγνωμονεί. Θυμηθήτε αυτό το όνομα: «Νικόλαος Τάττας». Κάθεται με την φαμίλια του στο Περιστέρι, μα δούλευε εργάτης σ’ ένα χυτήριο στο Μεταξουργείο. Την οικογένειά του δε θέλησε με κανένα τρόπο να ειδοποιήση για τον τραυματισμό του, γιατί θέλει να γυρίση πίσω στο οχυρό. Θα πρότεινα στο Δήμαρχο κ. Πλυτά, δίχως καμμιάν αναβολή, να ονομάση μιάν οδό στο Μεταξουργείο με το όνομα του πρώτου τραυματία του Ρούπελ: «Οδός Νικολάου Τάττα»…
Για την «Νίκη» της 19ης Απριλίου 1941, Σπύρος Μινωτός.