Επανάσταση των Μακεδόνων και το επαναστατικό λάβαρο της Δυτικής Μακεδονίας το 1878
Με το πρώτο άρθρο του Σουλτανικού Φιρμανίου της 27ης Φεβρουαρίου (π.η.) 1870 ιδρύθηκε, εν αγνοία του Πατριαρχείου, η Βουλγαρική Εξαρχία. Από τις 13 εκκλησιαστικές επαρχίες που πέρασαν στην ευθύνη της, μόνο η Μητρόπολη Βελεσών θα μπορούσε τυπικά να χαρακτηρισθεί ως μακεδονική. Όμως, σύμφωνα με το δέκατο άρθρο του φιρμανίου, στην Εξαρχία μπορούσαν να προσχωρήσουν κι άλλες μητροπόλεις, εφόσον το ζητούσαν τουλάχιστον τα 2/3 του ποιμνίου τους. Το φιρμάνι αυτό θεωρείται ως η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του Μακεδονικού Ζητήματος, αλλά δεν είναι. Οι προϋποθέσεις για την δημιουργία αντιμαχομένων παρατάξεων και η εθνικοποίηση των διαφορών αυτών ήταν προϊόν των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων που προκάλεσε ο Χάρτης του Χαττ-ι-Χουμαγιούν (Φεβρουάριος 1856). Ο χάρτης αυτός οδήγησε σε μεταβολές του γαιοκτητικού καθεστώτος προς όφελος των Χριστιανών και κατέστησε επισήμως κληρονομήσιμο το τσιφλίκι. Δημιούργησε επίσης τις προϋποθέσεις για δημόσια έργα και για την μεταβολή του φοροεισπρακτικού και του πιστωτικού συστήματος. Τέλος, στο πλαίσιο της συντάξεως κωδίκων δικαίου, αιτήθηκε από το Πατριαρχείο η σύνταξη γενικών κανονισμών διοικήσεως των Ορθοδόξων, με τη συμμετοχή των λαϊκών. Η ολοκλήρωση και η εφαρμογή των κανονισμών οδήγησε αλυσιδωτά -ήδη μέσα στη δεκαετία του 1860- στην ανάδειξη διαφόρων δυνάμεων· δυνάμεων εκσυγχρονιστικών, που επιδόθηκαν στην ίδρυση σχολείων αλλά και δυνάμεων διασπαστικών, που μπορούσαν ελεύθερα να εκφραστούν, μετά την εισαγωγή κάποιων αρχών δημοκρατικότητος στην διοίκηση των κοινοτήτων. Πολλές φορές διασπαστές και εκσυγχρονιστές ήταν τα ίδια πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν την εκπαίδευση ως ένα αποδοτικό εργαλείο διευρύνσεως και μορφοποιήσεως των «κομματικών» τους χώρων, που δεν ήταν άλλοι από την ελληνική, τη βουλγαρική και την ρουμανική παράταξη. Στο πλαίσιο αυτό, το δέκατο άρθρο του φιρμανίου του 1870 έθετε το «εκλογικό όριο», που επέτρεπε και τυπικά την πλήρη μεταβίβαση της εξουσίας: ήταν τα 2/3 των Ορθοδόξων κατοίκων.
Τη στιγμή που το βουλγαρικό εθνικό κίνημα βρισκόταν σε εξέλιξη, η σημασία της εκκλησιαστικής οριοθετήσεως της Εξαρχίας δεν ήταν μία απλή διαδικαστική λεπτομέρεια. Το θέμα των «μικτών» επαρχιών, στις οποίες περιλαμβάνονταν και πολλές μακεδονικές, εμπόδισε την επαναπροσέγγιση του Πατριαρχείου και των Βουλγάρων το 1871, ενώ ξεχωριστή βουλγαρική εθνοσυνέλευση επεξεργαζόταν τους δικούς της γενικούς κανονισμούς. Την επομένη χρονιά (1872), η εκκλησιαστική ένταση κορυφώθηκε και οι βουλγαρικοί γενικοί κανονισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή με τουρκική διαταγή. Ο Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄ προχώρησε στον αφορισμό των πρωτοστατών Βουλγάρων αρχιερέων και, κάτω από τις πιέσεις μερίδος λαϊκών, στην κήρυξη ως σχισματικών τόσο των κληρικών όσο και των λαϊκών που συνέπρατταν με τους αφορισμένους. Το θρησκευτικό σχίσμα και ο αφορισμός βοήθησαν την περαιτέρω απομάκρυνση των δύο παρατάξεων, των Πατριαρχικών και των Εξαρχικών, και κυρίως την γεωγραφική διεύρυνσή της. Αγροτικές κοινότητες, όπου απουσίαζαν οι κοινωνικοί ή οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, βρέθηκαν σύντομα αντιμέτωπες με υπέρτερα θεωρητικά διλήμματα: η άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, μέσω της μίας ή της άλλης εκκλησίας, προϋπέθετε τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους. Με ποιά όμως κριτήρια θα αποφάσιζαν;
Από το δίλημμά τους αυτό ανέλαβαν να τους βγάλουν οι ελληνικοί εκπαιδευτικοί μηχανισμοί, που είχαν ήδη δομηθεί στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη: ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» υπό την προεδρεία πλέον του Νικολάου Μαυροκορδάτου, ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως», αναδιοργανωμένος από το 1871 και η «Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα», που ιδρύθηκε την ίδια χρονιά από τους Δυτικομακεδόνες της οθωμανικής πρωτευούσης. Μετά το σχίσμα, οι δραστηριότητες των κεντρικών αυτών φορέων εντάθηκαν και διακτινίσθηκαν με την ίδρυση κλαδικών φιλεκπαιδευτικών συλλόγων σε ολόκληρη την Μακεδονία: στις Σέρρες το 1870, στην Έδεσσα το 1872, στη Θεσσαλονίκη, το Μεγάροβο, την Πρωσοτσάνη και το Κρούσεβο το 1873, στο Δοξάτο και το Σιδηρόκαστρο το 1874, στη Στρώμνιτσα το 1875, στην Καβάλα το 1878 κ.α. Στις Σέρρες, εξάλλου, το 1871 διοργανώθηκε μεγάλο εκπαιδευτικό συνέδριο και το 1872 λειτούργησε και το πρώτο διδασκαλείο. Από το 1873, το Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης αναγνωρίσθηκε ως ισότιμο αυτών του ελληνικού κράτους. Το 1876 λειτουργούσαν ήδη τα πρώτα ελληνικά ημιγυμνάσια στην Καστοριά, στην Καβάλα, στη Βέροια, στην Κοζάνη και στη Δράμα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 λειτουργούσαν ήδη 30 νηπιαγωγεία, πάνω από 360 κοινοτικά «δημοτικά» παντός τύπου (στα 200 φοιτούσαν και κορίτσια), 42 «ελληνικά» και επτά ημιγυμνάσια. Όπως ήταν επόμενο, σύντομα ο αριθμός των εισαγομένων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μακεδόνων αυξήθηκε κατακόρυφα ενώ, με την αφθονία των καταρτισμένων διδασκάλων, η αλληλοδιδακτική μέθοδος άρχισε να υποχωρεί παντού. Τα τυπογραφεία αυξήθηκαν και τον Μάιο του 1875 κυκλοφόρησε η πρώτη ελληνική εφημερίδα στη Θεσσαλονίκη, ο Ερμής, από το τυπογραφείο του Σοφοκλή Γκαρμπολά, μικροτέρου αδελφού του Μιλτιάδη, που είχε ιδρύσει το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στην πόλη.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό εγχείρημα, παρά τα εντυπωσιακά ποσοτικά αποτελέσματα, δεν ήταν απαλλαγμένο αντιπάλων και εμποδίων. Η πρόοδος της Εξαρχίας, στις αρχές της δεκαετίας, ήταν ήδη ορατή παντού στις περιοχές της Αχρίδος και των Πρεσπών ακόμη και μέσα στο Μοναστήρι (1873), στο Νευροκόπι (1870), την Έδεσσα (1870) αλλά και στην Κεντρική Μακεδονία, όπου ακόμη πιο αισθητά ήταν τα ευεργετικά αποτελέσματα της βουλγαρουνιτικής κινήσεως που είχε εκδηλωθεί από την προηγούμενη δεκαετία στις περιοχές του Κιλκίς, της Δοϊράνης και της Γευγελής. Το 1870 υπήρχαν ήδη εκεί διεσπαρμένα εβδομήντα βουλγαρικά σχολεία, χάρη στις δραστηριότητες του Μητροπολίτη Κιλκίς Παρθενίου. Το 1873, μάλιστα, έκανε την πρώτη αλλά σύντομη εμφάνισή του ο Ουνίτης Επίσκοπος Νείλος Ιζβόρωφ, ενώ το 1875 επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά και το Κιλκίς ο ίδιος ο Ουνίτης Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Ραφαήλ Ποπώφ. Την ίδια περίοδο εμφανίσθηκαν ρουμανικά σχολεία στην περιοχή του Κάτω Βερμίου (Ξηρολίβαδο και Βέροια), επιχειρήθηκε μάλιστα διείσδυση και στη Νάουσα. Παρά το γεγονός ότι τα επαναστατικά γεγονότα που ακολούθησαν δεν άφησαν ασυγκίνητους τους Μακεδόνες, ωστόσο οι πρώιμες αυτές επιτυχίες ήταν σαφής δείκτης της δυσφορίας σε βάρος ανωτέρων κληρικών παρά των εθνικών διαφοροποιήσεων. Είναι εξάλλου ενδεικτικό ότι η βουλγαρική εθνική ιδεολογία, που δεν είχε ακόμη χειραφετηθεί πλήρως από την σερβική επιρροή, βασανιζόταν ήδη από τις πρώτες εκδηλώσεις ενός μακεδονικού σεπαρατισμού, τον οποίο προωθούσε η νεόκοπη ελίτ των Σλαβοφώνων, μορφωμένη στην Αθήνα, το Βελιγράδι ή σε διάφορες ρωσικές πόλεις.
Το σημαντικότερο όμως εμπόδιο για τους Έλληνες δεν ήταν η συγκριτικά μικρή διάδοση της βουλγαρικής, της ρουμανικής και της σερβικής εκπαιδεύσεως αλλά οι ίδιες οι διπλωματικές εξελίξεις. Το καλοκαίρι του 1875 σημειώθηκε χριστιανική εξέγερση κοντά στο Μόσταρ της Ερζεγοβίνης, με αιτήματα οικονομικά. Παρά την υποχωρητική στάση της Πύλης στις πιέσεις της Αυστροουγγαρίας για μεταρρυθμίσεις, η εξέγερση την άνοιξη του 1876 επεκτάθηκε στη Βουλγαρία, δημιουργώντας έτσι -πέρα από το εκκλησιαστικό- και πολιτικό βουλγαρικό ζήτημα. Τον Μάιο της χρονιάς εκείνης, η σφαγή από τον μουσουλμανικό όχλο του Γάλλου και του Γερμανού προξένου στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή την εμπλοκή τους σε μία περίπτωση εξισλαμισμού καθώς και τα αιματηρά τουρκικά αντίποινα στο βουλγαρικό χωριό Μπατάκ της Ροδόπης οδήγησαν στην κλιμάκωση της ευρωπαϊκής διπλωματικής παρεμβάσεως. Λίγες ημέρες αργότερα (30 Μαΐου), ο «ενδοτικός» στη Δύση Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ δολοφονήθηκε και τον Ιούνιο ακολούθησε η έκρηξη του ατυχούς για το Βελιγράδι Σερβοτουρκικού Πολέμου.
Η ελληνική πολιτική ήταν ενήμερη των εξελίξεων, αλλά αδυνατούσε να παρέμβει ουσιαστικά. Το καλοκαίρι του 1876, ο παλαίμαχος υποστηρικτής των πανορθοδόξων κινημάτων Λεωνίδας Βούλγαρης ενθαρρύνθηκε από Έλληνες και Σέρβους και δραστηριοποίησε το δίκτυο των ενόπλων στη Θεσσαλία και την Μακεδονία. Όμως η ενεργητικότερη συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο ήταν αδύνατη, μολονότι επιβεβλημένη από την Ελληνοσερβική Συνθήκη του 1867. Τον Δεκέμβριο του 1876, στη Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων, ερήμην των Τούρκων, αποφάσισαν τους όρους της ειρηνεύσεως. Αναφορικά με το βουλγαρικό ζήτημα, προβλεπόταν η δημιουργία δύο αυτοδιοικουμένων βιλαετίων, του ανατολικού και του δυτικού, με πρωτεύουσες το Τύρνοβο και τη Σόφια αντίστοιχα. Στο δεύτερο βιλαέτι, χάρη στις ρωσικές ενέργειες και παρά την εξαιρετικά ασθενή παρουσία Εξαρχικών μέχρι το 1876, περιλήφθηκαν οι περιοχές της Καστοριάς, της Φλωρίνης και της Εδέσσης. Προτάθηκε μάλιστα από τον Κόμη Ιγκνάτιεφ, κατά τη συζήτηση της συνθέσεως των κοινοτικών συμβουλίων, η γλώσσα ως κριτήριο για τον προσδιορισμό της εθνικότητος, εισήγηση καταστροφική για τα ελληνικά συμφέροντα. Η διακήρυξη παραχωρήσεως συντάγματος τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου, έργο των Νεοτούρκων και του Μιδάτ Πασά, ακύρωσε τους όρους της διασκέψεως. Είχε όμως ήδη δημιουργηθεί ένα σοβαρό προηγούμενο για το μέλλον της Μακεδονίας, που κινδύνευε να ακυρώσει τα ελληνικά σχέδια για επέκταση όχι μέχρι τον Αίμο αλλά ούτε καν μέχρι το Μοναστήρι. Οι μαζικές αναφορές διαμαρτυρίας, που οι Έλληνες πρόξενοι στη Μακεδονία φρόντισαν να υποκινήσουν, δεν ήταν επαρκείς για να αποτρέψουν το επερχόμενο.
Λίγους μόνον μήνες αργότερα, ο κίνδυνος αναζωπυρώθηκε. Από τον Απρίλιο του 1877, ο ρωσικός στρατός άρχισε να προελαύνει στο έδαφος της αυτοκρατορίας. Στην Αθήνα οι μακεδονικοί κύκλοι, με πρωταγωνιστή τον δικηγόρο από το Βογατσικό Στέφανο Δραγούμη, δραστηριοποιήθηκαν με σαφή στόχο την επανάσταση. Θα προηγούνταν αποβάσεις στην Πιερία, την Χαλκιδική αλλά και την Ανατολική Μακεδονία, με απώτερο σκοπό την επαφή με τα ρωσικά στρατεύματα που βρίσκονταν στη Βουλγαρία. Όμως η διστακτικότητα της Ελλάδος να εμπλακεί πλήρως στον πόλεμο, καθυστέρησε την έκρηξη του κινήματος ανεπανόρθωτα, ενώ την ίδια περίοδο (1877) η Μακεδονία μαστίζονταν από ευρείας κλίμακος ληστρικές επιδρομές Αλβανών και άλλων ατάκτων. Η απόβαση του σώματος του Λοχαγού Κοσμά Δουμπιώτη στο Λιτόχωρο πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1878, ελάχιστες ημέρες πριν από την ρωσοτουρκική προκαταρκτική συνθηκολόγηση στο προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Στέφανο. Οι Ρώσοι επέβαλαν τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας», που θα περιελάμβανε ολόκληρη την Μακεδονία με εξαίρεση την Θεσσαλονίκη, την Χαλκιδική και τις επαρχίες Κοζάνης και Σερβίων. Πολιτικός επίτροπος για την Μακεδονία ορίσθηκε ο πρώην πρόξενος στο Μοναστήρι, ο Χίτροβο. Το Δ΄ Σώμα του Ρωσικού Στρατού θα είχε ως έδρα του τα Σκόπια.
Η Επανάσταση των Μακεδόνων το 1878, είχε ως σκοπό την κατάργηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, -σύμφωνα με την οποία το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας θα προσαρτούνταν στη Βουλγαρία- και την ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα. Είχε προηγηθεί ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1878 κατά τον οποίο η Ελλάδα είχε κηρύξει στις 2 Φεβρουαρίου τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου οι ελληνικές δυνάμεις μετά την προέλαση τους, υποχωρούν στις αρχικές τους θέσεις έπειτα από μεσολάβηση των μεγάλων δυνάμεων και την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.
Αναφέρεται ότι επαναστατικές εστίες την ίδια χρονιά, εντοπίζονται παράλληλα με τη Μακεδονία στη Θεσσαλία και την Κρήτη, με αίτημα την ένωση με το Ελληνικό κράτος. Στη Μακεδονία παρατηρήθηκε μεγαλύτερη προθυμία και ζωηρότερος ενθουσιασμός απ’ ότι στην στη Θεσσαλία. Η επανάσταση είχε δύο κύριες εστίες στη Μακεδονία, η μία βρισκόταν στον Όλυμπο, και η άλλη στο Βούρινο.
Το επαναστατικό λάβαρο της Δυτικής Μακεδονίας το 1878
Ένα από τα σημαντικότερα και εντυπωσιακότερα ιστορικά κειμήλια αποτελεί το λάβαρο των Δυτικομακεδόνων επαναστατών του 1878 στο βουνό Βούρινος Κοζάνης, το οποίο παραχωρήθηκε από την κοινότητα Ροδιανής στο μουσείο τη δεκαετία του 1980. Πρόκειται για την επανάσταση των Δυτικομακεδόνων, οι οποίοι αναστατώθηκαν με το άκουσμα της είδησης για τη σχεδιαζόμενη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και επαναστάτησαν μαζικά με στόχο την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό. Το λάβαρο διαφυλάχτηκε στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του χωριού Ροδιανή Κοζάνης. Αποτελείται από ύφασμα που φέρει αποχρώσεις λευκού και γαλάζιου χρώματος. Στο άκρο του λαβάρου απολήγουν έξι υφασμάτινες μύτες, από τις οποίες σώζονται σήμερα οι πέντε. Λείπει λόγω φθοράς η μεσαία γαλάζια μύτη. Πάνω στο λάβαρο σχηματίζονται με πρόσθετο ύφασμα διάφορα σύμβολα (σταυροί, κύκλοι και ημικύκλια με ακτίνες) που επιδέχονται διάφορες θεωρίες για τη σημασία τους.
Η εξέγερση του Ολύμπου ξεκίνησε στο Λιτόχωρο στις 19 Φεβρουαρίου 1878 με επικεφαλής τον Κοσμά Δουμπιώτη, επεκτάθηκε στις γύρω περιοχές και πνίγηκε στο αίμα από τους Οθωμανούς, με τραγικό επίλογο την καταστροφή του Λιτοχώρου στις 4 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς. Στην επανάσταση του Λιτοχώρου που αποτέλεσε τον προπομπό για τις εξεγέρσεις σε όλη τη Μακεδονία συμμετείχαν σώματα από όλες της περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και από την Ανατολική Μακεδονία (κυρίως από το Μελένικο).
Η εξέγερση ξεκίνησε στο όρος Βούρινο με επικεφαλής τον Αναστάσιο Πηχεών. Στις 18 Φεβρουαρίου 1878, εξεγερμένοι από διάφορα μέρη της Δυτικής Μακεδονίας, σχημάτισαν στον οικισμό Μπούρινοςα την «Προσωρινή Κυβέρνησις της εν Μακεδονία επαρχίας Ελιμείας», ζητώντας την κατάργηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και την Ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα. Το θέρος του 1878, περίπου 15.000 ένοπλοι κλιμάκωσαν ένα ανταρτοπόλεμο στα ορεινά της Δυτικής Μακεδονίας από την Κοζάνη έως το Μοναστήρι. Οι επαναστάτες της Δυτικής Μακεδονίας δεν είχαν καμία βοήθεια από το Ελληνικό κράτος.
Στη Βόρεια Μακεδονία οι εξεγέρσεις έφτασαν μέχρι τα Βελεσσά, όπου δρούσε ο οπλαρχηγός Κατράκος με 50 άνδρες. Μετά την καταστολή της εξέγερσης, πολλοί Βελεσσιώτες αναγκάστηκαν να προσφύγουν στη Θεσσαλονίκη. Η εξέγερση σταμάτησε το χειμώνα του ίδιου έτους λόγω κακών καιρικών συνθηκών και έλλειψης οργάνωσης.
Η Μακεδονική επανάσταση του 1878 δεν πέτυχε το σκοπό της. Καταγράφηκε όμως διεθνώς η αντίθεση του Ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας στην προσάρτησή του σε μια Μεγάλη Βουλγαρία, και παράλληλα ενισχύθηκε η διπλωματική θέση της Ελλάδας αλλά και όσων χωρών αντιτίθενται στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Έτσι με μια νέα συνθήκη στο Συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878, τα Μακεδονικά εδάφη παρέμειναν Οθωμανικά και δεν προσαρτήθηκαν στη Βουλγαρία. Ως αντίδραση στην εξέλιξη αυτή, ο Βουλγάρικος πληθυσμός της Μακεδονίας εξεγέρθηκε με παρόμοιο τρόπο το φθινόπωρο του 1878 στις περιοχές της Κρέσνας και του Ραζλογκ, χωρίς όμως αποτέλεσμα.