Άρχισε παραστάσεις στο Πάνθεον των Σερρών ο θίασος Ανδρεάδη - Γαβριηλίδη - Μυράτ, 22 Δεκεμβρίου 1935
Στις 22 Δεκεμβρίου 1935, άρχισε παραστάσεις στο Πάνθεον των Σερρών ο θίασος Ανδρεάδη - Γαβριηλίδη - Μυράτ, στον οποίο συμμετείχε και ο Σερραίος Γ. Βογιατζής Γιολάσης.
Η Κατερίνα Καρύδα - Ανδρεάδη (Κυρία Κατερίνα) από τα πρώτα της βήματα στον χώρο του θεάτρου έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους και το 1935 συγκρότησε για πρώτη φορά θίασο με τον Περικλή Γαβριηλίδη και τον Δημήτρη Μυράτ.
Την αμέσως επόμενη χρονιά συγκροτεί τον πρώτο της θίασο, αρχίζοντας μια γόνιμη θεατρική δραστηριότητα που διήρκησε σχεδόν τριάντα χρόνια. Βασική θεατρική της στέγη για πολλά χρόνια υπήρξε το θερινό θέατρο Κατερίνας στην πλατεία Βικτωρίας.
Γιολάσης- Βογιατζής Γεώργιος (1911-1989), ο οποίος προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 εγκατέλειψε οριστικά τη σκηνή και ασχολήθηκε κυρίως με τη διεύθυνση και οργάνωση θιάσων,
Κατερίνα Καρύδα
Η Κατερίνα Καρύδα, το πατρικό όνομα της οποίας ήταν, γεννήθηκε το 1903 σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Από νεαρή ηλικία, ανακάλυψε την αγάπη της για το θέατρο. Εγγράφηκε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου του Θεόδωρου Συναδινού, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στη θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα και ιδρυτής του Θεατρικού Μουσείου.
Με την ολοκλήρωση των σπουδών της, συμμετείχε σε παραστάσεις του Φώτου Πολίτη και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βιέννη για να σπουδάσει στη διάσημη σχολή του Μαξ Ράινχαρντ, όπου πήρε πτυχίο στην υποκριτική και στη σκηνοθεσία. Εκεί, ο Ράινχαρντ την επέλεξε για την παράσταση «Δύσκολο» του Χόφμανσταλ, η οποία παρουσιάστηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ.
Στην Αυστρία, συμμετείχε στη «Δωδεκάτη Νύχτα» του Σαίξπηρ, ενσαρκώνοντας την Ολίβια. Ωστόσο, η πίεση από την οικογένειά της και η επιστροφή της στο Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας την ανάγκασαν να γυρίσει στην Αθήνα, όπου τον Μάιο του 1932 συμμετείχε στην παράσταση «Η Άμαξα» του Μεριμέ.
Ο γάμος της με τον δικηγόρο Δημήτρη Ανδρεάδη της προσέφερε το νέο της όνομα, και έτσι εντάχθηκε στο Εθνικό Θέατρο, όπου έπαιξε σημαντικούς ρόλους για τρία χρόνια. Με τον θάνατο του Πολίτη αποχώρησε και ξεκίνησε την πορεία της στο ελεύθερο θέατρο. Το 1935, συνεργάστηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και αργότερα με τους Δημήτρη Μυράτ και Περικλή Γαβριηλίδη, δημιουργώντας τον δικό της θίασο.
Η Κατερίνα Ανδρεάδη δεν ήταν μόνο σπουδαία ηθοποιός, αλλά και εξαιρετική θιασάρχης, επιλέγοντας με κριτήριο τους καλύτερους συνεργάτες, όπως τον Λάμπρο Κωνστάνταρα, τον Νίκο Ξανθόπουλο, την Άννα Φόνσου και τη Μελίνα Μερκούρη. Η τελευταία, αφού πέρασε μια αποτυχημένη θεατρική περίοδο, αναδείχθηκε μέσα από τον θίασο της Κατερίνας. Επίσης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Έλλη Λαμπέτη αποτέλεσαν άλλους σημαντικούς συνεργάτες της.
Μετά το διαζύγιό της, η Κατερίνα αποχώρησε από το Εθνικό Θέατρο και ίδρυσε τον «Ελεύθερο Καλλιτεχνικό Οργανισμό». Η καλλιτεχνική της πορεία διακόπηκε από το Μεταξικό καθεστώς, το οποίο της ζήτησε να επιστρέψει στο Εθνικό, κάτι που εκείνη αρνήθηκε.
Αξιοσημείωτο ήταν το έργο της «Χαρτοπαίχτρα» του Δημήτρη Ψαθά, το οποίο σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αλλά δεν της προτάθηκε ο ρόλος στην κινηματογραφική μεταφορά του. Στην προσωπική της ζωή, μετά τον Ανδρεάδη, είχε σχέση με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Τίτο Φαρμάκη, χωρίς όμως να παραμείνουν μαζί.
Αργότερα, η Κατερίνα άρχισε να περιορίζει τις εμφανίσεις της, και η καριέρα της έκλεισε με την παράσταση «Μικρές Αλεπούδες». Επέλεξε να αποσυρθεί στην εξοχική της κατοικία στη Νέα Μάκρη, όπου πέρασε τα τελευταία της χρόνια, φιλοξενώντας πολλούς καλλιτέχνες του ελληνικού θεάτρου.
Η Κυρία Κατερίνα, όπως την αποκαλούσαν, έφυγε το 1993, σε ηλικία 90 ετών. Άφησε πίσω της μια πλούσια κληρονομιά στο θέατρο, αν και δεν επιθυμούσε να αφήσει παρακαταθήκες για το μέλλον. Η ίδια έλεγε ότι «το θέατρο είναι ένα πάθος που σε κυριεύει», και όσοι την παρακολούθησαν στη σκηνή δεν την ξέχασαν ποτέ.
Ο Δημήτρης Μυράτ (Αθήνα ή Μπογιάτι Αττικής, 5 Δεκεμβρίου 1908 - 10 Ιανουαρίου 1991) ήταν Έλληνας ηθοποιός, σκηνοθέτης, θιασάρχης και θεωρητικός του θεάτρου, γιος του Μήτσου Μυράτ και της Χρυσούλας Κοτοπούλη (αδελφής της Μαρίκας).
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Αθήνα (κατά άλλους στο Μπογιάτι, τη σημερινή Άνοιξη Αττικής) στις 5 Δεκεμβρίου του 1908. Σπούδασε φιλολογία στο Βερολίνο και θέατρο στη δραματική σχολή του μεγάλου Αυστριακού σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρτ, και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή το 1931 στο θίασο της Κοτοπούλη, όπου και παρέμεινε ως το 1947, ενώ παράλληλα συμετίχε και σε άλλες θεατρικές ομάδες και παραστάσεις ΄σε περιοδείες στην Ελλάδας όπως αυτή στις Σέρρες. Από το 1947 μέχρι το 1950 ήταν πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου, από το 1951 μέχρι το 1956 καλλιτεχνικός διευθυντής στο Θέατρο Κοτοπούλη - ΡΕΞ, ενώ από το 1957 διηύθυνε δικό του θίασο.
Για μια ενδιάμεση τριετία (1947-1950) έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο («Συρανό ντε Μπερζεράκ», «Το ημέρωμα της στρίγγλας», «Ορέστεια») όπου και ερμήνευσε τον Ορέστη με Κλυταιμνήστρα την Κοτοπούλη και σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ροντήρη, το 1949. Στο ΡΕΞ ο Μυράτ σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην «Άννα των χιλίων ημερών» (με τη Μελίνα Μερκούρη), στον «Κορυδαλλό» του Ζαν Ανούιγ, στο «Η βασίλισσα και οι επαναστάτες» του Ούγκο Μπέττι, στο «Ρέκβιεμ για μια μοναχή» του Γουίλιαμ Φώκνερ, στη «Λυσσασμένη γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς, στον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς πρωταγωνιστές (Άννα Συνοδινού, Ντίνος Ηλιόπουλος, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μάνος Κατράκης, Χρήστος Τσαγανέας), ενώ το 1957 ίδρυσε, μαζί με τη σύζυγό του Βούλα Ζουμπουλάκη, προσωπικό θίασο και στεγάστηκαν (ως τον θάνατό του) στο Θέατρο ΑΘΗΝΩΝ της οδού Βουκουρεστίου. Εκεί ανέβασε και έπαιξε Πιραντέλλο («Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», «Να ντύσουμε τους γυμνούς»), Μπρεχτ («Αγία Ιωάννα των σφαγείων»), έργα του Σόμερσετ Μομ, της Δάφνης ντι Μωριέ, την «Εκάβη» του Ευριπίδη και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και πολλά άλλα. Για πάρα πολλά χρόνια διετέλεσε καθηγητής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και διευθυντής του Ωδείου Αθηνών.
Υπήρξε γραμματέας του ΕΑΜ Θεάτρου και την περίοδο της απελευθέρωσης της Αθήνας φιλοξενούσε στο σπίτι την Ελένη Παπαδάκη. Ωστόσο, ήταν σφοδρός αντικομμουνιστής. Σε απογευματινή αθηναϊκή εφημερίδα στα τέλη του 1965 δήλωνε: "Κοσμοθεωρητικά με απωθεί όσο δε λέγεται η μαρξιστική φιλοσοφία. Ασφυκτιώ με τη σκέψη πως κάποια μέρα μπορεί να επιβληθεί ο κομμουνισμός, όσο βρίσκομαι στη ζωή." Εντούτοις, στην ίδια συνέντευξη επικροτούσε τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, συγκρίνοντάς την με τη στάση ζωής άλλων νέων, λέγοντας; "Αλλά δεν μπορώ να σας αποκρύψω το θαυμασμό μου για τους νέους, που πιστεύουν στο διαλεκτικό ματεριαλισμό. Πιστεύουν σε κάτι, παλεύουν για κάτι. Αυτό φανερώνει πως έχουν πάρει τη ζωή στα σοβαρά. Είναι ζωντανοί. Οι άλλοι που κυλιούνται στα ποικιλώνυμα κλαμπς και παριστάνουν πότε τους άντρες και πότε τις γυναίκες κατά την περίσταση κι όχι κατά το πάθος μού φαίνονται περιφερόμενα φαντάσματα...". Και συνέχιζε: "Τι απέμεινε γερό, για να τραβήξει τους νέους; Οι Λαμπράκηδες! Έτσι είναι. Εγώ, τουλάχιστον, αντικομμουνιστής, μέχρι μυελού οστέων, τους χειροκροτώ μέσα από την καρδιά μου"[3].
Συγγραφικό έργο
Ο Δημήτρης Μυράτ υπήρξε πολύ σημαντικός πνευματικός άνθρωπος, λόγιος, με βαθύτατη κουλτούρα και γλωσσική παιδεία, γνώστης της λατινικής γλώσσας και παρουσιάζει πλούσιο συγγραφικό έργο:
Ξεφυλλίζοντας τα αρχαία κείμενα (1970)
Ο καλός άνθρωπος του Άουγκσμπουργκ (1970)
Αγωγή του λόγου (1979)
Κριτική βιογραφία για το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ενώ μετέφρασε ακόμη το «Μικρό Όργανο για το θέατρο», σημαντικό θεωρητικό κείμενο του Γερμανού αυτού δραματουργού.
Τέλος, μετέφρασε πολλά από τα έργα που σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε.
Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 1991, σε ηλικία 83 ετών.
Περικλής Γαβριηλίδης
Περικλής Γαβριηλίδης & Μπεντιά Χανούμ Εφημερίδα Ακρόπολις, 4 Ιανουαρίου 1931 σελ. 13
Ο Περικλής Γαβριηλίδης, 1908