Η ανέκδοτη αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε στο Σιδηρόκαστρο
ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ
ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΙΝΤΙΚΗΣ
Στην κορυφή του λόφου της μονής των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης*
1 (πίν. Ια), που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα ανατολικά από το Σιδηρόκαστρο
Σερρών (σχέδ. 1), και συγκεκριμένα στο ΝΑ τμήμα της θέσης
«Ισσάρι» (ύψους 155 μ.) με το γνωστό βυζαντινό κάστρο, αποκαλύφθηκε2
ενεπίγραφη στήλη.
Η ενδιαφέρουσα αυτή μονολιθική στήλη έχει διασωθεί σχεδόν ακέραιη·
απουσιάζει μόνο η επίστεψή της (πίν. 1β). Είναι λαξευμένη σε γκριζωπό
πωρόλιθο και έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου. Το συνολικό
της ύψος φτάνει τα 0,706 μ., ενώ το πλάτος παρουσιάζει τη συνηθισμένη
ελαφρά μείωση από το κάτω τμήμα (0,266μ.) προς το πάνω (0,249μ.)3
με την αντίστοιχη διαφορά στο πάχος (0,021 μ. κάτω και 0,018 μ. πάνω).
Το πρόσωπο και τα πλευρά της (πίν. 2α, β) έχουν λειανθεί με πλατιά σμίλη
—όσο επιτρέπει βέβαια η πορώδης επιφάνεια του λίθου—, ενώ η άπεργη
πλάτη της καλύπτεται από παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος (πίν.
3α), που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι είχε παραμείνει εντοιχισμένη
για κάποιο χρονικό διάστημα.
Η κύρια όψη της στήλης περιλαμβάνει έναν ελεύθερο επίπεδο κορμό
(ύψους 0,56 μ.), χωρίς πλαϊνή κάθετη πλαισίωση, που απολήγει και στα
δύο του άκρα σε οριζόντιο προεξεχον τελείωμα, με μορφή απλού επίπεδου
ταινιωτού γείσου· αβαθής αυλάκωση (βάθους 0,003 μ.) το τέμνει σε
δύο μέρη, πλάτους 0,35 μ. και 0,38 μ. αντίστοιχα. Στην πάνω επιφάνεια
(διαστ. 0,286x0,222 μ.) ανοίγεται ακατάξεστος τόρμος δουλεμένος με
* Ευχαριστίες οφείλω στην Επιτροπή Σύνταξης του περιοδικού για τις χρήσιμες
υποδείξεις της πάνω στη χειρόγραφη μορφή του κειμένου μου.
1. Η γυναικεία αυτή μονή, που τιμά τμ μνήμη των δύο Αγίων Μαρτύρων, ιδρύθηκε
τσ 1968.
2. Η εντόπιση της στήλης έγινε από το συγγραφέα στις αρχές του 1989, μετά από
τις εργασίες διάνοιξης υδαταγωγού, που προοριζόταν για τις ανάγκες άρδευσης των
κτημάτων της μονής.
3. Η απόκλιση αυτή του πλάτους, συνηθισμένη σε ανάλογες ενεπίγραφες ή ανεπίγραφες
στήλες, παρατηρείται και στις μαρμάρινες θύρες των λεγάμενων «μακεδονικών
τάφων», βλ. Π. Σ α μ σ ά ρ η, Τα θυρόφυλλα του «μακεδονικού τάφου» της Ευκαρπίας
Σερρών: Συμβολή στη μελέτη των θυρών των κατάγειων ταφικών μνημείων, «Μακεδονικά»
27 (1989-90) 212 και πίν. I.
βελόνι (διαστ. 0,215x0,135 μ. και βάθους 0,031 μ.) (πίν. 3β), που χρησίμευε
για τη γόμφωση κάποιας ένθετης επίστεψης ή κάποιου επίθετου
Σιδηροχάοτρου Σερρών.
αναθήματος1. Η κάτω επιφάνεια της βάσης (διαστ. 0,308x0,224 μ.) είναι
επίπεδη και αδρά λειασμένη.
1.Για την ένθεση κεντρικού ακρωτηρίου σε παρόμοιο τόρμο στήλης, βλ. Χ.Σαατσόγλου-Παλιαδέλη,
Τα επιτάφια μνημεία από τη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας,
Διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 1984, σ. 221, αρ. 44, ενώ για τη στήριξη αναθήματος
με ευκρινή ίχνη μολυβδοχόησης, βλ. X. Τ ζ ο υ β ά ρ α - Σ ο ύ λ η, Η λατρεία των γυναικείων
θεοτήτων εις την αρχαίαν Ήπειρον, Διδ. διατρ., Ιωάννινα 1979, σ. 20.
Η μοναδική διακόσμηση της στήλης είναι η τρίστιχη επιγραφή
(πίν. 4α), τοποθετημένη ψηλά στο μέτωπο του κορμού και σε απόσταση
μόλις 0,03 μ. από τη γένεση του πάνω μέλους του μνημείου1. Για την αποτύπωση
των γραμμάτων χρησιμοποιήθηκε αβαθής χάραξη και για το λόγο
αυτό ορισμένα από αυτά δεν άντεξαν στη φθορά του χρόνου (πίν. 4β).
Οι αποστάσεις των διάστιχων κυμαίνονται από 0,01-0,106 μ. Οι εγχάρακτες
λέξεις δεν καταλαμβάνουν ολόκληρο το διαθέσιμο πλάτος της
ενεπίγραφης επιφάνειας· η τοποθέτησή τους έγινε με άνισο τρόπο. Εξάλλου,
δε διαπιστώνεται κάποια προγραμματισμένη και συνειδητή πρόθεση
του χαράκτη για απόλυτη στοίχιση και ισοπλατή διάταξη των γραμμάτων.
Έτσι εξηγείται και η ποικιλία στα μεσοδιαστήματα (από 0,004-0,105
μ.), στα ύψη (από 0,102-0,205 μ.) και στα πλάτη τους. Οι πρώτοι χαρακτήρες
όλων των στίχων, που αφήνουν κενό 0,107 μ. από το δεξιό κρόταφο,
διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση, ενώ το περιθώριο από τον
αριστερό κρόταφο είναι απροσδιόριστο, εξαιτίας της διάβρωσης που
έχουν πάθει οι λέξεις στο τέλος.
Το κείμενο της επιγραφής, που καταλαμβάνει το ένα πέμπτο του ωφέλιμου
χώρου από το πρόσωπο της στήλης, μετά τη συμπλήρωση των φθαρμένων
γραμμάτων, διαβάζεται όπως παρακάτω:
Ναννιο[V]
Κιβΰ[δος]
Είλειθυίαι θ [εάι]
Επειδή η στήλη είναι ακόσμητη και κάθε τεχνοτροπική ανάλυση
για το λόγο αυτό είναι αδύνατη, η μοναδική χρονολογική προσέγγιση
μπορεί να γίνει με βάση τη μορφή των γραμμάτων. Έτσι, η πρώτη γενική
παρατήρηση είναι ότι οι ευθύγραμμοι χαρακτήρες διαφέρουν στο μέγεθος
τους από τους κυκλικούς, που παρουσιάζουν μείωση κατά ένα δεύτερο.
Αναλυτικότερα για κάθε γράμμα χωριστά: η αριστερή κάθετη κεραία
του Ν είναι κοντότερη από την άλλη και εφάπτεται με τη μεσαία
λοξή στο ίδιο ύψος. Η οριζόντια ευθεία κεραία του A είναι χαραγμένη
λίγο πιο πάνω από το μέσο του συνολικού ύψους του στοιχείου, ενώ τα
πλάγια σκέλη του είναι αρκετά ανοικτά, με μικρή τάση καμπύλωσής τους.
Η μεσαία οριζόντια κεραία του Ε είναι βραχύτερη από τις δύο άλλες παράλληλες.
Οι λοξές κεραίες του Y είναι ανοικτές και η μία από αυτές
1. Η τοποθέτηση των επιγραφών στη θέση αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στις στήλες
τουλάχιστον της Βεργίνας, και κυρίως σε αυτές που διαθέτουν ελεύθερο κορμό χωρίς
πλαισίωση, βλ. X. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, ό.π., σ. 79 και 257.
ελαφρά κυρτή. Στη θέση τέλος της περιγεγραμμένης μεσαίας γραμμής
του Θ σημειώνεται τελεία στιγμή.
Ο τρόπος επομένως της παραπάνω γραφής με τη λεπτή και μακριά
μορφή των γραμμάτων της, που θυμίζει παράλληλα δείγματα άλλων καλά
χρονολογημένων μακεδονικών επιγραφών1, καθώς και η παρουσία
διάσπαρτης επιφανειακής κεραμικής (πίν. 5α), αποτμημάτων γλυπτών2
(πίν. 5β) και χάλκινων κυρίως νομισμάτων3 (πίν. 5γ), που προέρχονται
από την ίδια τοποθεσία4, αποτελούν βοηθητικά στοιχεία για τη χρονολογική
τοποθέτηση της στήλης στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του
3ου αι. π.Χ.
Στίχ. 1: Το ανθρωπωνύμιο Ναννιον, που είναι θηλυκού γένους5, αναφέρεται
ασφαλώς στη μητέρα αναθέτρια της στήλης. Συναντάται και στις
περιοχές της Μαγνησίας, Κρήτης, Ρόδου, Κως και Σάμου6. Ετυμολογικά
παράγεται από τις συγκοπτόμενες λέξεις της νηπιακής ηλικίας που έχουν
ως πρώτο συνθετικό τα: ναν(ν)ι-, ναν(ν)ο-, νενι-, νενο-, νιν(ν)ι-, νυν-, νι-7.
1. Πρβλ. πρόχειρα την επιγραφή από τις Τούμπες Καλαμωτού του Νομού Θεσσαλονίκης,
I. Βοκοτοπούλου, Επιγραφή των Καλινδοίων, «Αρχαία Μακεδονία»
4 (1986) 93-95, εικ. 1, 3, σχ. 1.
2. Ανάμεσα στα άλλα αποτμήματα γλυπτών ξεχωρίζει μικρό μαρμάρινο γυναικείο
κεφάλι με διαβρωμένη την επιδερμίδα του. Το συνολικό του ύψος μαζί με το λαιμό είναι
0,084 μ.
3. 'Ενα από αυτά φέρει στη μία του όψη το κεφάλι του Απόλλωνα με απλή ταινία
δεμένη στα κοντά του μαλλιά και στην άλλη έφιππο γυμνό άντρα με παραπεταμένο δόρυ
κάτω από τα πόδια του αλόγου- στο πάνω περιθώριο διακρίνεται η επιγραφή ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
πρβλ. B. Η e a d, Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics, ανατύπωση Spink
and Son Ltd., London 1963, σ.224. Πρόκειται για νόμισμα του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου
Β', που έχει κοπεί στο νομισματοκοπείο της Ηράκλειας Σιντικής, βλ. Α. Π ι -
σ τ ό λ α κ α, Κατάλογος των αρχαίων νομισμάτων χωρών, εθνών, πόλεων και βασιλέων
του Αθήνησιν Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, τόμ. Α', Αθήνησιν 1877, σ.
214. W. B a e g e, De Macedonum sacris, Halle 1913, σ. 197.
4. Μικρή Αρχαιολογική Συλλογή με ευρήματα που προέρχονται από τον ίδιο
χώρο φυλάσσεται στη μονή των δύο Αγίων. Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή την ηγουμένη
της μονής για την καλοσύνη της να μου επιτρέψει τη μελέτη της για προσεχή
δημοσίευση.
5. Το γένος του κύριου ονόματος επιβεβαιώνεται απόλυτα από επιγραφή του 2ου αι.
π.Χ. που έχει ως εξής: «Ναννιον ά χρηστά / πατρός δέ Μενίππου / γυνά δέ ’Απολλώνιου»,
βλ. Α. Μ a j u r i, Nuova silloge epigrafia di Rodi e Cos, Firenze 1925, σ. 192 (αρ.
521).
6. Βλ. Ο. Κ e r n, Die Inschriften von Magnesia am Maeander, Berlin 1900, σ. 152
(αρ. 262). P. Fraser -E. Matthews, A Lexicon of Greek Personal Names, vol. I,
Oxford 1987, σ. 323.
7.Βλ. G. Lambin, Mots familiers en ναν(ν)α-/ ναν(ν)ι- /ναv(v)-o-/ νενι- /νεν-ο-/
νιν(ν)ι- et νυννι-, «Revue de Philologie» 58 (1984) 83 κ.ε.
a. Η κορυφή του λόφου της μονής των Αγίων Κηρύκον και Ιουλίττης από τη ΒΔ πλευρά
β. Η κύρια όψη της μονολιθικής στήλης
a. Η πλάτη τής στήλης καλυμμένη με ασβεστοκονίαμα
β. Ο τόρμος στην πάνω επιφάνεια
a. Το πρόσωπο και το δεξιό πλευρό της στήλης
a. Η επιγραφή ψηλά στο μέτωπο της στήλης
β. Λεπτομέρεια από τα γράμματα της επιγραφής
a. Η λαξευτή στο βράχο κλίμακα με δεκαπέντε αναβαθμίδες (πλάτους 0.60 μ.) στη δυτική πλευρά του λόφου της μονής
β. Οι δυο λαξευτοί στο βράχο «μακεδονικοί τάφοι», από τους οποίους ο ένας χρησιμοποιείται ως ιερό της εκκλησίας τον Αγίου Δημητριόν και της Ζωοδόχου Πηγής
Το αρχαίο λατομείο από τον βορρά
β. Μια από τις πολλές «κοίτες» λιθαγωγίας
a. Πέτρινος δόμος από το αρχαίο λατομείο
β. Τμήμα αρχαίου τείχους στη συνοικία «Αράπικα»
Εξάλλου και το ουσιαστικό (το) νανίον σημαίνει το μικρό παιδί1. Συγγενικές
επίσης είναι και οι ονομασίες: Νανναριον, Νανιος, Ναν(ν)ος,
Ναν(ν)ας, Ναννακος, Ναννιχος, Ναν(ν)ις, Νανιτος, Νανναριον, Ναν(ν)α,
Ναννω, Ναννη.
Στίχ. 2: Το αρσενικό δισύλλαβο όνομα Κιβάς (γεν. Κιβάδος) είναι
πολύ σπάνιο- απαντάται σε δυο μόνο επιγραφές, από τη Θάσο2 και την
Παλιά Ισαυρία της Μ. Ασίας3. Δεν είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε
αν πρόκειται εδώ για το πατρώνυμο ή για το όνομα του συζύγου, αφού
απουσιάζουν από το κείμενό μας οι διευκρινιστικές λέξεις «θυγάτηρ» ή
«γυνή».
Στίχ. 3: Το όνομα της μυθολογικής θεάς του τοκετού Ειλείθυιας στη
δοτική πτώση4 είναι ευανάγνωστο. Αντίθετα στο τέλος του κειμένου, με
!. Βλ. Η. S t e ρ h a n o, Thesaurus Graecae iinguae, vol. V, στη λ. «νανίον».
2. H δίστιχη επιγραφή: «Άρχέλεως / Κιβάδος» ανήκει στον 4ο ή 3ο αι. π.Χ. Είναι
χαραγμένη με όμοια —στικωτά όμως— γράμματα πάνω σε χάλκινη μικρή πλάκα, βλ. Ρ.
Bernard - F. Salvia t, Inscriptions de Thasos, BCH 86 (1962) 605-606, ap. 21, εικ.
25. S. Dow, Dikasts’ Bronze Pinakia, BCH 87 (1963) 679, ap. 3. J. Kroll, Athenian
Bronze Allotment Plates, Cambridge/ Massachusetts 1972, σ.275-276, εικ. 314. P. Frase
r - E. Matthews, ό.π., στη λ. ΓΓρβλ. ακόμη και το συγγενικό αρσενικό όνομα Κίβις
από επιτύμβια στήλη του ίδιου νησιού, Ch. Dunant- J. Pouilloux, Recherches
sur l’histoire et les cultes de Thasos, Paris 1958, ap. 107.
3. Σε επιτύμβια μετρική επιγραφή, βλ. W. Calder, Inscriptions grecques métriques
inédites d’Asie Mineure (Phrygie, Galatie, Lycaonie, Isaurie), «Revue de Philologie»
46 (1922) 129, ap. 17. και SEG l/2 (1924), ap. 471.
4. H χρήση εδώ της απλής δοτικής επιβάλλεται από το διαθέσιμο χώρο της στήλης,
που δεν επιτρέπει την προσθήκη του θηλυκού άρθρου πριν από το όνομα. Συναντάται
όμως και σε άλλες αναθηματικές επιγραφές προς την Ειλείθυια, IG, V/,, αρ. 236, 1345α"
VII/,, αρ. 3385, 3386, 3391, 3412, 4176. Inscr. Cret.,l/le, ap. 26. Th. Homolle,
Comptes et inventaires des temples Déliens en l’année 279, BCH 14(1890) 399. Επίσης
συνηθίζονταν για την πράξη της δωρεάς η έναρθρη δοτική, IG, ΙΙ1/„ αρ. 925. V/,, αρ.
1118- VII/j, αρ. 555, 1871, 1872, 2228- VII/,, αρ. 3214, 3410, 3411, 4174-4176- ΙΧ/ί, αρ.
156- Χ1Ι/7, αρ. 420- ΧΙΙ/8, αρ. 84, 85- ΧΙΙ/„, αρ. 924" XII/Suppl., αρ. 572. SEG 16 (1960),
αρ. 162- 18 (1962), αρ. 212" 22 (1967), αρ. 474- 35 (1985), αρ. 141, 652. A. Ρ 1 assart,
Fouilles de Thespies et de PHiéron des Muses de l’Hélicon, BCH 50 (1962), αρ. 28, 29,
31, 32, 34,37. F. S a 1 v i a t, Décrets pour épié fille de Dionysios: Déesses et sanctuaires
thasiens, BCH 83 (1959) 363, και οι λέξεις ή φράσεις: «ευχήν» ή «εύχάν», IG, ΙΙ/2, αρ.
2389-ΙΙ/3, αρ. 4793- ΧΙΙ/5, αρ. 190, 192-194, 197, 198. Ρ. Ja mot, Fouilles de Thespies,
BCH 26 (1902) 291-292, ap. 2, «ύπέρ εύχής», SEG 16 (1960), ap. 163, «χαριστήριον»,
IG, m/i, ap. 926, και «ύπέρ χάριος», IG, ΧΪΙ/3, αρ. 192. Στο τέλος ακόμη αρκετών αττικών
αναθηματικών επιγραφών του 4ου αι. π.Χ. προς την ίδια θεά γίνεται αναφορά του
ονόματος της ιέρειάς της, IG, ΙΙ/3, αρ. 1586, 1590- ΙΠ/„ αρ. 926. SEG 16 (1960), αρ. 163'
35 (1985), αρ. 141. Α. Wilhelm, Beiträge zur Griechishen Inschriftenkunde, Wien
1909, σ. 94. M. - T h. C o u i 11 o u d, Nouvelle dédicace attique aux Ilithyes, BCH 92
(1968) 72, που πιθανώς να αποτελεί και χρονολογική ένδειξη, όπως για άλλες θεό-
τη βοήθεια του μισοφθαρμένου γράμματος Θ, θα πρέπει να εννοήσουμε
τη λέξη θεά1.
Ο συντάκτης του κειμένου μας χρησιμοποίησε τον πιο κοινό τύπο
του ονόματος της θεάς2, που απαντάται σε αφθονία όχι μόνο στις φιλολογικές
πηγές από τον 8ο αι. π.Χ. -10 αι. μ.Χ., αλλά και σε επιγραφές
από τον 5ο αι. π.Χ. -3ο αι. μ.Χ.
Στην Ειλείθυια3 λοιπόν, που ήταν γνωστή στον αρχαίο κόσμο ως
θεά που από τη μια μεριά έστελνε τους πόνους του τοκετού («τάς πίκρας
ωδίνας») στις ετοιμόγεννες και από την άλλη τους απομάκρυνε, υποβοηθώντας
τες με την παρουσία της κατά την ώρα της γέννας, αναθέτει η
Ναννιον4 της επιγραφής μας τη στήλη ως αναγνώριση της μεγάλης της
τητες, πρβλ. A. Β α β ρ ί τ σ α, Επιγραφές από την αρχαία 'Εδεσσα, «Αρχαία Μακεδονία»
4 0986) 67.
1. Συχνά η λέξη αυτή σε άλλες αναθηματικές επιγραφές προς την Ειλείθυια προηγείται
από το όνομά της, CIG, Ι/4, αρ. 1554. IG, IV, αρ. 699. SEG 16 (1960), αρ. 163.
2. Γενικά το όνομά της παρουσιάζει ποικιλία τόσο στην ορθογραφία όσο και στο
θέμα του, βλ. II. Σ α μ σ ά ρ η, Έρευνα πάνω στις πηγές (φιλολογικές, επιγραφικές,
νεότερες) για τη λατρεία της μυθολογικής θεάς Ειλείθυιας, «Λεύκωμα Φιλολογικών
Εργασιών» 1 ή (Σέρρες, 1990) 1-2. Η πολυμορφία αυτή του ονόματός της δικαιολογείται
ίσως από το γεγονός ότι ήταν δυσπρόφερτο και είχε φθόγγους που δύσκολα μεταγράφονται
στην ελληνική γλώσσα, βλ. Σ. Μαρινάτου, Κρητομυκηναϊκή θρησκεία,
Αθήναι 1976, σ. 133. Παράλληλα όμως με τους ονοματικούς τύπους, που βρίσκονται
στον ενικό αριθμό και προβάλλουν την Ειλείθυια ως μία θεότητα, υπάρχουν και άλλοι
δύο τύποι στον πληθυντικό αριθμό, όπως Ειλείθυιαι και Ελήθυιαι, που χρησιμοποιούνται
ως και τα ρωμαϊκά χρόνια και την παρουσιάζουν ως δύο ή πιο σπάνια ως τρεις θεότητες.
Έτσι, η Ειλείθυια είναι αλληλοδιαδόχως μία και πολλές, χωρίς όμως να προσδιορίζονται
ούτε τα επιμέρους ονόματά τους ούτε και ο ακριβής αριθμός τους. Πιθανώς
να αποτελούν προσωποποιήσεις των πόνων («ώδίνων») του τοκετού, βλ. Π. Σ α μ -
σάρη, Έρευνα πάνω στις πηγές..., ό.π., σ. 2.
3. Για τη λατρεία της χθόνιας μυθολογικής θεάς του τοκετού, που ήταν γνωστή από
την Κρητομυκηναϊκή ακόμη θρησκεία, βλ. Ρ. Baur, Eileithyia, «Philologus», Suppl.
8 (1899-1901) 453-510. O. Jessen, στη λ. «Eileithyia (Ειλείθυια)», στη R.E., V/2,
1905, στ. 2101-2110. Ν. Παπαχατζή, «Μογοστόκοι Ειλείθυιαι» και κουροτρόφοι
θεότητες, ΑΔ 33 (1970) 1-23, πίν. 1-3. I. Kilian, Weihungen an Eileithyia und Arte
mis Orthia, «Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik» 31 (1S78) 219-222. S. P i n g i a -
t o g 1 o u, Eileithyia, Διδ. διατρ., Würzburg 1981. Π. Σ α μ σ ά ρ η, Έρευνα πάνω στις
πηγές..., ό.π., σ. 1-43, σχέδ. 1-4, πίν. 1-9.
4. Εκτός από τη συνηθισμένη μητέρα αναθέτρια προς την Ειλείθυια, IG, ΙΙ/8, αρ.
1590· V/l; αρ. 1118, 1276, 1345α, 1445· VIIή, αρ. 187Γ ΙΧ/Χ, αρ. 156· ΧΙΙ/3, αρ. 192' ΧΙΙ/5,
αρ. 187, 190, 192-195, 197, 198- ΧΙΙ/„, αρ. 924. SEG 22 (1967), αρ. 474' 35 (1985), αρ. 652.
Th. Homo II e, Comptes des Hiéropes du temple d’Apollon Déllien, BCH 6 (1882)
34, αρ. 50. A. P 1 a s s a r t, ό.π., αρ. 25, 26, 28, 29, 35, 37. M. J a m e s o n, Inscriptions
of Hermione, Hydra and Kason, «Hesperia» 28 (1959) 110, αναφέρονται και παραδείγμαα
με αναθέτη το σύζυγο, IG, II, αρ. 1586’ ΙΙΙ/1; αρ. 926" V/x, αρ. 236. Η. Pomtow, Die
προσφοράς κατά τη δύσκολη ώρα της γέννας. Συνηθισμένη εξάλλου ήταν
και η αφιέρωση αγαλμάτιων νεογέννητων παιδιών προς τη θεά, που γινόταν
όχι μόνο ως έκφραση ευγνωμοσύνης* 1, αλλά και για την ανάληψη
προστασίας τους από την πλευρά της θεάς2. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν
η στήλη μας να χρησίμευε ως βάση αγάλματος του παιδιού3 της αναθέτριας,
που θα είχε στηθεί στο ναό της θεάς, το Ειλειθυιαίον4.
Εκτός από τα δύο ως σήμερα, βεβαιωμένα επιγραφικά, ιερά της Ειλείθυιας
στο βορειοελλαδικό γεωγραφικό χώρο, και συγκεκριμένα στο
Δίο5 και στην Αμφίπολη6, δεν έχουμε άλλες πληροφορίες. Με αυτήν τη
στήλη προστίθεται τώρα και τρίτος ναός στη Μακεδονία, και μάλιστα σε
περιοχή που κατοικούνταν παλιότερα από το θρακικό φύλο των Σιντών7.
Kultstätten der «anderen Götter» von Delphi, «Philologus» 71 (1912)41. A. Plassart,
ό.π., αρ. 36, το συζυγικό ζευγάρι, IG, IV, αρ. 699' VII/j, αρ. 555, 2228' VII/2, αρ. 3101,
3214,3386,3410-3412,4174· ΧΙΙ/7, αρ. 82b, 83α' ΧΙΙ/8, αρ. 84, 85. Α. Plassart, ό.π.,
αρ. 30, 31, 34. A. Peek, Attische Inschriften, AM 67 (1942) 56, αρ. 94. A. Woodhead,
Greek Inscriptions, «Hesperia» 28 (1959) 274, αρ. 2. Σ. Κουμανούδη, Επιγραφαί
εξ Αθηνών, ΑΔ 25 (1970) 68, αρ. 23, τη μητέρα με τις θυγατέρες της, IG, Χ1Ι/7,
αρ. 420, τον πατέρα με τους γιούς του, Ch. B 1 i n k e η b e r g, Lindos, ΙΙ/2, Inscriptions,
Berlin 1941, στ. 993, αρ. 697 και τέλος τη γιαγιά, SEG 24(1979), αρ. 1163. A. W i 1 h e 1 ni,
ό.π., σ. 94.
1. Πρβλ. σχετικές επιγραφές, IG, Χ1Ι/3, αρ. 192: «Εύξαμένα μ’ άνέθηκεν υπέρ χάριος
τόδε άγαλμα Άρχώ Έλειθύαι, ταΐ χάριν άντιδίδο[υ]» και CIG, I, αρ. 24: «’Άρτεμι,
σοί τόδ’ άγαλμ’ ίερήσ’ ώδΐσιν [αμοιβήν] Άσφαλίω μήτηρ Φέρσις ["Ερ]ρω θυγάτηρ».
2. Βλ. Μ. - Τ h. Co u i 11 o u d, ό.π., σ. 72 και 75. Δεν πρέπει να αγνοηθεί επίσης
και η ανάθεση αγαλμάτων γυναικών που πέθαναν πάνω στον τοκετό από τους συγγενείς.
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση γιαγιάς από την Κρήτη, που έχασε και την κόρη
και το εγγόνι κατά τη γέννα και για το λόγο αυτό: «Έλλάδι σήμα σοφή πινυτός δώμησεν
Άλεξάς ώκυμώρου καταθείς καλόν άγαλμα κόρης ήν δλεσεν σύμ παιδί μογοστόκος
Εΐλειόθυια καί πατρί καί γαμέτη πένθος έφεσσαμένη», βλ. A. Bandy, A New
Metrical Inscriptions from Crete, «Hesperia» 36 (1967) 190-192. Σε ορισμένες μάλιστα
περιπτώσεις στο επιγραφικό κείμενο αναφέρεται και το όνομα του γλύπτη. Έτσι, από
τους Δελφούς είναι γνωστός ο Σώπατρος, που επιμελήθηκε την κατασκευή των αγαλμάτων
της γυναίκας και των τριών παιδιών του Ξένωνα, βλ. J. Marcadé, Recueil des
signatures de sculpteurs Grecs, I, Paris 1953, σ. 101.
3. Μολονότι τα επιγραφικά κείμενα κατονομάζουν συνήθως τα παιδιά που αναθέτουν
οι γονείς τους είτε αυτά είναι αγόρια, IG, III, αρ. 836α’ VIIή, αρ. 1871' ΧΙΙ/7
αρ. 82b, 83α·ΧΙΙ/8, αρ. 84. SEG 24(1969), αρ.226, είτε κορίτσια, IG, 11/3, αρ. 1586- ΙΙΙ/1;
αρ. 926· VII/j, αρ. 1872· VII/2, αρ. 4175· IV, αρ. 699.
4. Ο μεγάλος αριθμός των διάσπαρτων ιερών της θεάς στο νησιωτικό και ηπειρωτικό
ελλαδικό χώρο βεβαιώνει ότι η λατρεία της υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής.
5. Βλ. Δ. Παντερμαλή, Δίον, «Αρχαιολογία», τεύχ. 33 (Δεκέμβριος 1989) 19.
6. Βλ. Δ. Λαζαρίδη, Ανασκαφές και έρευνες στην Αμφίπολη, ΠΑΕ 1983, σ. 38,
πίν. 47α- του ίδιου, «Το Έργον» 1983, σ. 27, εικ. 22.
7. Σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος των Σιντών ή Σίντιων, βλ. Ο. A b e 1,
Οι αρχαιολογικές αναφορές για τη θέση, όπου βρέθηκε η στήλη,
είναι σποραδικές και ανεπαρκείς. Σε άρθρο εφημερίδας του περασμένου
αιώνα1 2, που αναδημοσιεύτηκε τμηματικά από το Μ. Δήμιτσα8, γίνεται
η πρώτη μνεία γι’ αυτή: «Ήμίωρον άπέχουσι τά έπί λόφων πρός A τής
πόλεως κειμένων σωζόμενα έρείπια φρουρίων, τά δέ πέριξ αύτών πλεΐστα
παρουσιάζουσι σημεία τής πάλαι αύτών οικήσεως. Πολλαχοϋ παρατηρούνται
κλίμακες επί των πρός τούς είρημένους λόφους άπαρτιζόντων
βράχων λελ,αξευμέναι».
Οι λαξευτές αυτές κλίμακες, που διακρίνονται και σήμερα στο δυτιτό
τμήμα του λόφου (πίν. 6α), οδηγούσαν φαίνεται στους δύο παράπλευρους
λαξευμένους «μακεδονικούς τάφους»8· ο ένας από αυτούς έχει αφεθεί
ημιτελής με σκαλισμένη αδρά μόνο τη ναόσχημη πρόσοψή του, ενώ ο
άλλος είναι δουλεμένος με επιμέλεια και αποτελείται από καμαροσκεπή
θάλαμο, που σήμερα χρησιμοποιείται ως ιερό της εκκλησίας του Αγίου
Δημητρίου και της Ζωοδόχου Πηγής (πίν. 6β).
Έντονα ακόμη είναι τα ίχνη εκτεταμένης αρχαίας λατόμευσης πέτρας4
κατά μήκος των ΒΔ και Ν πλευρών του λόφου (πίν. 7α, β)· αρχιτεκτονικά
μέλη αυτής της εξόρυξης διακρίνονται σε αρκετά σημεία (πίν.
8α). Στη δυτική πάλι πλευρά του λόφου, στη σημερινή συνοικία «Αράπικα»5,
διατηρείται μικρό τμήμα της αρχαίας οχύρωσης6 της πόλης (πίν.
8β). Οι κάτοικοι ανευρίσκουν κατά καιρούς χάλκινα νομίσματα ελληνιστικών
χρόνων ως τους νότιους πρόποδες του λόφου, όπου κυλά ο χείμαρρος
«Μαϊμούδα»7.
Η μέχρι του Φιλίππου αρχαία ιστορία της Μακεδονίας, Μτφρ. Μ. Δήμιτσα, Εν Λειψία
1860, σ. 81. W. Tomaschek,Die alten Thraker. Eine ethnologische Untersuchung,
IV, Wien 1980, σ. 44, ενώ για τη γεωγραφική θέση που κατείχε η χώρα τους, η Σιντική,
βλ. Δ. Σ α μ σ ά ρ η, Ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα,
Θεσσαλονίκη 1976, σ. 93-94.
1. Βλ. Εφημ. «Ανατολ. Επιθεώρησις», αρ. 110, 3 Δεκεμβρίου 1885.
2. Βλ. Μ. Δήμιτσα, Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις,
Εν Αθήναις 1896, σ. 685.
3. Βλ. X. Κ ο υ κ ο ύ λ η, ΑΔ 22 (1967), Χρον. Β3, σ. 427, πίν. 313δ.
4. Παράλληλη συνύπαρξη λαξευτών πάνω σε βράχο τάφων και χρήσης αρχαίου
λατομείου απαντάται και στη Ρόδο, βλ. I. Παπαχριστοδούλου, Συμβολή στην
ιστορική και αρχαιολογική έρευνα των δήμων της αρχαίας Ροδιακής πολιτείας, 1.1αλυσία,
Αθήνα 1983, σ. 138. Αποδεικνύεται έτσι ότι το υλικό εξόρυξης των παραπάνω
τάφων αξιοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο, όπως και του λατομείου.
5. Μέσα στην αυλή του σπιτιού της οδού Στρατηγού Χριστοδούλου 29.
6. Η τειχοδομία της αποτελείται από αργολιθοδομή, που δένεται με ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
7. Βλ. A. Τ ο λ ο ύ δ η, Σιντική. Ιστορία και παραδόσεις, Σιδηρόκαστρο 1982, σ. 13.
Για την ονομασία της αρχαίας αυτής αξιόλογης μακεδονικής πόλης,
όπου οι κάτοικοί της λάτρευαν την προστάτιδα του τοκετού, έχουμε στη
διάθεσή μας υποθετικές μόνο ταυτίσεις από νεότερους ερευνητές, που
στηρίζονται στις φιλολογικές κυρίως πηγές. Με βάση όμως και με τα
ως τώρα αρχαιολογικά δεδομένα θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε με
επιφύλαξη τη γνώμη όσων υποστηρίζουν ότι στη θέση αυτή άκμασε η
σπουδαιότερη πόλη της Σιντικής—και στα χρόνια των Αντιγονιδών πρωτεύουσα—,
η Ηράκλεια1.
Σέρρες 1990 ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΝ. ΣΑΜΣΑΡΗΣ
1. Βλ. Μ.-Ε. Cousinery, Voyage dans la Macédoine, I, Paris 1831, σ. 170.
Th. Desdevises-du-Dézert, Géographie ancienne de la Macédoine, Paris
1863, σ. 392. Μ. Δήμιτσα, Μακεδονικά. Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας, Μέρος
Β'. Αθήνησιν 1874, σ. 587-588. Ρ. Schaffarlick, «Wien Jarhbüch» 46 (1920)
74. K. Miller, Itineraria romana, Stuttgart 1916, σ. 583. Fr. Geyer, στη R.E.,
Bd., 19 /s, 1938, στ. 2284. Δ. Σ α μ σ ά ρ η, ό.π., σ. 121-123. Ν. Μουτσόπουλου,
Ηράκλεια Σιντική, «Φίλια έπη εις Γ. Μυλωνάν», τόμ. Δ', Αθήναι 1990, σ. 190.
SUMMARY
Petros Samsaris, Unpublished votive inscription from an ancient
town of Sindiki.
Early in 1989 the author discovered, on top of the hill of the monastery
of the Saints Kirykos and Ioulitta (in the SW part of «Issari») (pi. la), situated
2 km east of Sidirokastron of Serres (ill. 1), an inscribed votive stelae
almost intact, missing only is its upper part (pi. lb).
The only decoration of this limestone, monolithic stelae (height 0,706m)
is the tristichous inscription (pi. 4α, β), placed by the engraver high on the
front of its bare body.
The inscription’s text—placed chronologically, according to the form of
the letters and the surface findings of the area (pi. 5a, β, γ), late in the 4th
C B.C. or early 3rd C B.C.— is proof of the functioning of an ancient temple
(«ΕΙλειθυιαίου»), dedicated to the mythological goddess of child-birth
Eileithyia.
At the place where the stelae was found, are preserved extensive remains
of an ancient habitation (pi. 6α, β; 7a, β; 8a, β) of an i