Λατρευτικά Τραγούδια στον Βορειοελλαδίκό Χώρο
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟΝ
ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Ευρύ κύκλο δημοτικών τραγουδιών, με μεγάλη διάδοση και εν χρήσει μέχρι σήμερα, αποτελούν τα λατρευτικά (γενικότερα:εορταστικά, θρη σκευτικά), τα τραγούδια και στιχουργήματα που λέγονται σε ορισμένες χριστιανικές εορτές ή πλαισιώνουν προχριστιανικού περιεχομένου έθιμα και εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας.
Τά περισσότερα είναι τραγούδια αγερμού, λέγονται δηλαδή από σπίτι σε σπίτι και οι τραγουδιστές στο τέλος ζητούν κάποιο φιλοδώρημα.2. Ορι σμένα πάλι έχουν πάρει μορφή επωδών, με μαγικό ή μαντικό περιεχόμε νο.3 Και στην περίπτωση των λατρευτικών τραγουδιών, ο χώρος της Μακεδονίας και της Θράκης διασώζει πλουσιότατες παραδοσιακές μορ φές. Τα τραγούδια αυτά συνάπτονται κυρίως με τις δυο μεγάλες εορταστι κές περιόδους, του Δωδεκαημέρου και του Πάσχα. Η παρουσία τους όμως είναι εξίσου έντονη και σε πολλές άλλες περιστάσεις και ημέρες.
Μέ τό Δωδεκαήμερο συνδέονται πρωτίστως τα κάλαντα, που αποτε λούν και ένα από τα κύρια έθιμα της γιορταστικής αυτής περιόδου. Ο όρος κάλαντα, όπως είναι γνωστό, προέρχεται από τη λέξη Καλένδαι και προσδιόριζε αρχικά τα τραγούδια που λέγονταν στη μεγάλη αυτή γιορτή του ρωμαϊκού ημερολογίου. Με τον καιρό όμως ο όρος επεκτάθηκε και χαρακτηρίζει κάθε ανάλογο τραγούδι αγερμού.4
Την παλαιότερη γνωστή μαρτυρία για το έθιμο των καλάντων δίδει ο Ιωάννης Τζέτζης τόν 12ο αιώνα. Αναφερόμενος στους συγχρόνους του μηναγύρτες, που αντιστοιχούν μέ τούς σημερινούς καλαντιστές, γράφει:
...οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι και όσοι κατ' αρχίμηνον τήν Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δέ και Φώτων τη ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τάς θύρας προσαιτούντες μετά ωδών ή επωδών ή λόγοις εγκωμίων... 5
Τα κάλαντα, κατά το περιεχόμενο της γιορτής, παίρνουν τη δική τους ποιητική μορφή και έθιμική πλαισίωση. Συνηθέστατος είναι ο τύπος των καλάντων, τα οποία στην αρχή αγγέλλουν ή περιγράφουν το γεγονός που εορτάζεται και ακολουθούν έπαινοι και ευχές για το σπίτι και τούς σπιτι κούς, ανάλογα με την ασχολία του νοικοκύρη και τα μέλη της οικογένειας. Τελειώνουν συνήθως με στίχους αιτητικούς, με τους οποίους οι καλαντι στές ζητούν πλούσια φιλοδωρήματα.
Από τα γνωστά και συνήθη κάλαντα, άλλα είναι λαϊκά ή λαϊκότροπα στιχουργήματα και άλλα λόγιες ή ημιλόγιες συνθέσεις με μορφολογικά γνωρίσματα δημοτικών τραγουδιών.6
είμενα μεταδίδονται με την προφορική παράδοση, όπως και οι μελωδίες τους, και έχουν συχνά πολλές και ουσιαστικές παρανοήσεις των λογίων λέξεων και φράσεων. Σε αστικούς εξάλλου χώρους τά κάλαντα γίνονται γνωστά και με ειδικά έντυπα φυλλάδια του εμπορίου, τα γνωστά ως «Καλήμερα», από τον αρκτικό στίχο των χριστουγεννιάτικων καλά ντων «Καλήν ημέραν άρχοντες...».
Ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα παρουσιάζει και εδώ ο Βορειοελλαδί κός χώρος, της Μακεδονίας και της Θράκης. Μιά χαρακτηριστική παραλ λαγή χριστουγεννιάτικων καλάντων από την Αίνο είναι η επόμενη, η οποία ακολουθεί το παραπάνω διάγραμμα, διαθέτει ωστόσο ουσιαστική αυτοτέλεια σε σύνθεση και περιεχόμενο:
Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται, τώρα αγγέλοι χαίρονται και άγιοι δοξολογιένται, και τα δαιμόνια θλίβονται, γιατ’ ο Χριστός γεννιέτι. Στό μέλι έγεννήθηκε, στό γάλα αναθράφη.
Το μέλι τρών οι άρχοντες, το γάλα αφεντάδες καί τά κηροσταλάματα, μπρός στην Αγιά Σοφία.
Ακολουθούν οι επαινετικοί στίχοι και στη συνέχεια οι αιτητικοί:
Μείς, τού 'παμε και σώθηκε, νά ζήτε κι από χρόνο, τούτου χρονου και άλλου χρονου, και πάντα και για πάντα. Νά ζήτε χρόνια εκατό και Φώτα πεντακόσια, να ζήστε και τ' αγιου Βασιλειού, πού 'ναι αρχή του χρόνου. Για βάνε το χεράκι σου στήν άργυρή σου τσέπη. Μή βγάζεις μιά, μή βγάζεις δυό, μή βγάζεις πέντε, δέκα, μόν' βγάνε κίτρινα φλωριά, ν' ασ’μώσεις τα ντουμπλέκια.
Στη Θράκη ιδιαίτερα επιχωριάζουν και καθαρώς τοπικά τραγούδια, πού θεώνται τη γέννηση του Χριστού από ανθρώπινη σκοπιά:
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες, η Παναγιά μας κοιλοπονούσε, κοιλοπονούσε, παρακαλούσε τούς Αποστόλους, τούς Ιεράρχας, νά πά να φέρουν μήλα και ρόιδα. Οι Αποστόλοι για μήλα πάνε, οι Ιεράρχαι για ρόιδα τρέχουν. Οσο να πάν κι όσο να έρθουν, η Παναγιά μας ελευθερώθη, ελευθερώθη, ξελευθερώθη.8
Σε άλλες παραλλαγές η Παναγία παρακαλεί τούς Αρχαγγέλους και Αποστόλους:
Οι γι'Aρχαγγέλοι γιά μύρο τρέχουν κι οι 'Αποστόλοι μαμμές γυρεύουν.
“Οσο να πάνε κι όσο να έρθουν, η Παναγιά μας ξελευτερώθη μέσα στους κήπους, τα κυπαρίσσια. Σάν ήλιος λάμπει, σάν φέγγος φέγγει, φέγγει κι αυτόνα το νοικοκύρη.9
Το τραγούδι αυτό, με μικροπαραλλαγές κατά περιοχές, λέγεται και σε όλο το διάστημα της σαρανταήμερης νηστείας των Χριστουγέννων από του αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου) στα σπίτια καί στά νυχτέρια, πού γίνονται για να τελειώσουν μια εργασία με αλληλοβοήθεια (ξεφλούδισμα καλαμποκιού, αρμάθιασμα καπνού κλπ.).
Τό ίδιο τραγούδι μας θυμίζει ότι ο λαός εορτάζει τη γέννηση του Χρι στου όπως τα γεννητούρια ενός παιδιού. Έτσι τη μέν Παναγία φαντάζεται ως λεχώνα, το δε τραπέζι των Χριστουγέννων ως της Παναγίας το τραπέζι.
Ιδιοτυπία παρουσιάζουν επίσης και τα τραγούδια που λέγουν στη Θράκη οι μεταμφιεσμένοι των Χριστουγέννων. Στην Καρωτή π.χ. τού "Έβρου γίνονται οι λεγόμενοι Μπαμπαλιαροί, δυό άντρες με φούμο στο πρόσωπο, μαλλιαρές κάπες και ζωσμένοι κουδούνια, από τους οποίους ο ένας παριστάνει γυναίκα. Κρατώντας ομοίωμα μικρού παιδιού γυρίζουν τα σπίτια του χωριού, χορεύοντας και τραγουδώντας παραδοσιακούς στί χους καλάντων:
Σαράντα μέρες έχουμε Χριστό και καρτερούμε κι από σαράντα κ' ύστερα 'ρχινούμ’ να τραγουδούμε. Τώρα Χριστός γεννήθηκε στο μέλι και το γάλα, το μέλι τρών οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες, και τα κεριά σταλάματα στης εκκλησιάς την πόρτα.
Σε άλλα μέρη της ίδιας περιφέρειας του Έβρου γίνονται Ρουγκατσά ρια, όνομασία που χαρακτηρίζει στόν Βορειοελλαδικό χώρο γενικότερα, τις Δωδεκαμερίτικες μεταμφιέσεις. Οι Ρουγκατσάδες, με κουδούνια και χωρισμένοι σε ομάδες, γυρίζουν τα σπίτια του χωριού, αρχίζοντας από την εκκλησία και το σπίτι του παπά και λέγουν τα τοπικά κάλαντα, διαν θισμένα με ευχές και επαίνους για το σπίτι και τούς σπιτικούς:
Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται, γεννιέται και ανατρέφεται στους ουρανούς να πάει.
Σήκω, σιαπάν', αφέντη μου, και κάτσε στό θρονί σου, πάρ' το ροϊδί στα χέρια σου και νίψου και κατέβα, κι οι ν-εκκλησιές εσήμαναν, τα μοναστήρια ψέλνουν και τα γραμματικόπουλα διαβάζουν τα ευαγγέλια.
Γιά ιδέτε τ' αρχοντόπουλο και τί καμάρες έχει, καμάρες, γιε μ', και χαίρεσαι, και παίζεις καμαρώνεις, και τ' άλογό σου και φλουρί καί σέλα σ’ ασημένια, κι όσα πουλιά πετούμενα στη σέλα σου γραμμένα, και τα σκαλοπατήματα όλο μαργαριτάρια12.
Η συχνή αναφορά στη Θράκη δείχνει την ιδιαίτερη επίδοση του λαού της στα δημοτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία τραγουδιώνται με τρό πο που θυμίζει εκκλησιαστικό μέλος.
“Όπως παρατηρεί ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, ο γνωστός Θρα κιώτης λόγιος, ο θρακικός λαός, πολύ θεοσεβής από τη γειτνίασή του με τήν Πόλη, είχε μεγάλη μουσική παράδοση. Η Μάδυτος, η Ραιδεστός, οι Σαράντα Εκκλησιές, η Φιλιππούπολη, η Στενήμαχος, η Αδριανούπολη, ήταν οι εστίες όπου φώλιαζε η μουσική δραστηριότητα της ψυχής του θρακικού λαού, που εκδηλωνόταν με την ύπαρξη πλήθους ψαλτών, ιερέ
ων και αρχιερέων.
Στη Θράκη ουδέποτε γλέντι άρχιζε με τραγούδι. Πρώτα έψελναν και όλοι μαζί επαναλάμβαναν τα εκκλησιαστικά της γιορτής της ημέρας. Από τα τροπάρια, πίνοντας, μεταπηδούσαν στο τραγούδι. Αυτή η καλλιέργεια του μουσικού αισθήματος του λαού και η μεγάλη εκκλησιαστική επίδρα ση, ανέδειξαν και μεγάλους εκτελεστές και μουσικοδιδασκάλους, πού συγχρόνως καλλιεργούσαν και το δημοτικό τραγούδι.
Παράλληλα με τα αστικά κάλαντα, στό χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης τις μέρες του Δωδεκαημέρου ακούγονται και άλλα τραγούδια, που έχουν και αυτά λειτουργικότητα καλάντων.
Στην Κοζάνη π.χ., σύμφωνα μέ μιά καταγραφή, «παραμονή Χριστου γέννων κάνουμε ψωμάκια στο φούρνο ή στη γάστρα, έρχονται τα παιδιά, μάς λένε τα κάλαντα και τους δίνουμε από αυτά. Τα παιδιά τραγουδούν:
Κόλιαντα, μπάμπω, κόλιαντα, και μένα κολιαντίνα, κι άν δέ μέ δώσεις κόλιαντα, δός μου τη θυγατέρα. 14
“Όμοια συνηθίζονται και στην περιοχή της Σιάτιστας, όπου τραγουδούν:
Κόλιαντα, μπάμπω μ', κόλιαντα και μένα τη(ν) κολιαντίνα. Και μένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου. Κι αν δεν έχετε κόλιαντα, δός μου ένα σετζιούκι, να 'ναι ψηλό, να 'ναι χοντρό, να 'ναι ζαχαρωμένο. Κοοολιαντααά!
“Όπως επεξηγεί ο συλλογέας, «Κόλιαντα καλείται εν Σιατίστη και απανταχού της Μακεδονίας η παραμονή των Χριστουγέννων. Κατά τον εορτασμόν δίδεται χαρακτήρ πανηγύρεως. Παίδες, νέοι, άνδρες κλπ. αργά το απόγευμα, μόλις νυκτώνει, ανάπτουν φωτιές με φρύγανα, άχυρα, ξερά χόρτα κλπ., εις τάς πλατείας και τους δημοσίους χώρους της πόλεως και τραγουδούν το ανωτέρω άσμα».
Παράλληλα και ανάλογα με τα κόλιαντρα λειτουργούν και τα σουρβί σματα, τόσο στο χώρο της Μακεδονίας όσο και της Θράκης, αποτελώντας τον κύριο αγερμό της Πρωτοχρονιάς.
Τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και χτυπώντας με χλωρά κλαδιά σουρ βιάς τούς σπιτικούς στην πλάτη τραγουδούν επωδικά:
Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό κορμί, γερό σταυρί, σάν ασήμι, σάν κρανιά, και του χρόνου όλοι γεροί και καλόκαρδοι.16
"Ή, σε παραλλαγή από τη Μεσημβρία της Θράκης:
Γειά χαρά, καλημέρα, καλώς ήρτε Αηβασίλης με το πολύ το μπερεκέτ'. Γερό κορμί, γερό σταυρί, πολλά αρνάκια, πολλά κατσκάκια, πολλά στάρια, πολλά κριθάρια,. και του χρόνου πλιότερα.
Σε παραλλαγές του εθίμου, τα παιδιά τραγουδούν τα κάλαντα το βρά δυ της παραμονής του αγίου Βασιλείου και χτυπούν τις πόρτες με βέργα από κρανιά. Γυρίζοντας σπίτι τους, γονατίζουν μπροστά στο τζάκι, χώνουν μέσα τη βέργα και λέγουν επωδικά:
Σούρβα, σούρβα, κουκουλένδρα. Πολλά γελάδια, πολλά μοσχάρια. Καθώς κάθομαι εγώ να κάθεται και η κότα να γεννάει το αβγό.
Χτυπούσαν έπειτα όλους με την κρανιά λέγοντας την επωδική ευχή «Σίδε ρο σάν την ακρανιά».
“Οπως είναι φανερό, τα σουρβίσματα απέβλεπαν να μεταδώσουν ομοιοπαθητικά τη δύναμη που κρύβουν οι χλωροί κλάδοι σε όποιον δέχε ται τα χτυπήματα ή έρχεται κατά κάποιον τρόπο σε επαφή μ' αυτούς. “Ομοιοπαθητικά επίσης επιζητούσαν και τη μεγάλη ωοτοκία.
Σούρβα λέγονται στα Σέρρας και αλλού και τα φιλοδωρήματα, πού δίδουν οι γυναίκες στα παιδιά, όπως συμβαίνει και με τα κόλιαντρα, τα οποία δηλώνουν επίσης τόσο τη γιορτή και το τραγούδι, όσο και το φιλο δώρημα. Στην ίδια περιοχή, στα Σέρρας, συνηθισμένος ήταν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ο χαιρετισμός «σούρβα-σούρβα, και του χρόνου γεροί σάν τα σούρβα».
"Ας προστεθεί ακόμη ότι στη Θράκη γίνονται με τους καρπούς της σουρβιάς και μαντικές παρατηρήσεις. Την παραμονή δηλαδή των Θεοφα νίων ρίχνουν στο τζάκι ένα σούρβο, μελετώντας κάποιον από την οικογέ νεια. Από τον τρόπον, με τον οποίο καίγεται το σούρβο, κάνουν προγνώ σεις. Λογοτεχνική περιγραφή του είδους αυτού της εμπυροσκοπίας, όπως γινόταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έχει δώσει ο Γεώργιος Βιζυηνός στό γνωστό διήγημά του «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου».
Μετά το Δωδεκαήμερο, τραγούδια που συνδέονται με εθιμική εκδή λωση και γιορτή είναι αυτά της Αποκριάς. Τέτοια τραγούδια εντοπίζο νται κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας και μάλιστα στην περιφέρεια της Κοζάνης. Ορισμένα από αυτά αποτελούν αποχαιρετισμό στην Απο κριά και καλωσόρισμα στη Μεγάλη Σαρακοστή, με την εκκλησιαστικά και παραδοσιακά αυστηρή νηστεία. Στήν Εορδαία της Κοζάνης π.χ. τραγου δούν:
Πέρασαν οι Απόκριες, πάνε τα Καρναβάλια, πάρτε τα μαχαιράκια σας και πάντα για χορτάρια. Πέρασαν οι Απόκριες με γέλια, με τραγούδια, ήλθε και η Σαρακοστή μέ σκόρδα, με κρεμμύδια. Πέρασαν οι Αποκριές, γενήκαμ' μασκαράδες, θα έλθη και η Σαρακοστή με τις εφτά βδομάδες.
Πολλά τραγούδια σχετίζονται με το έθιμο των πυρών που ανάβονται τότε και παίρνουν δημoτελή χαρακτήρα. Στην Καστοριά π.χ., σύμφωνα με σχετική περιγραφή: «Τα παιδιά μέχρι 20 ετών συγκεντρώνουν κέδρα ή πολλά ξύλα και κάνουν πανύψηλες κλαδαριές. Τίς κλαδαριές αυτές τις ονομάζουν “χαραμπουτζούνες”. Το βράδυ της Αποκριάς, τις ανάβουν τα παιδιά. Έπειτα χορεύουν γύρω από αυτές και τραγουδούν:
Πέθανε μιά καλογρά καί τήν πάν στην εκκλησιά, με λαμπάδες και κηριά. Αποκρά, μωρ' Αποκρά, που αποκρεύουν το τυρί, το τυρί και το πιπέρι.
Το βράδυ εις εκάστην οικογένειαν [συνεχίζει η περιγραφή), μετά το φαγη το κάνουν το χάσκαρι».
Χάσκαρης ή χάσκας ή και με διάφορα άλλα ονόματα λέγεται ένα είδος παιχνιδιού, που γίνεται στο τραπέζι της Τυρινής Κυριακής το βράδυ. Δένουν τότε από το ταβάνι μέ μιά κλωστή ένα αβγό και όπως κάθονται όλοι γύρω στο τραπέζι, καθένας από την οικογένεια προσπαθεί να πιάσει το αβγό με το στόμα του.
"Οτι όμως δεν πρόκειται για απλό παιχνίδι αλλά γιά έθιμο που επιζη τεί το καλό του σπιτιού, δείχνει το ασμάτιο που λέγουν στα Γρεβενά, καί γοντας την κλωστή με την οποία είχαν δέσει τον χάσκα:
Να ζήση ή φαμελιά μας, να ζήση ή συγγένειά μας. Να ζήσουν και τα πρόβατα, να ζήσουν και τα γίδια μας. Να ζήσουν τα γελάδια μας, να γίνουν και τα στάρια μας.
Τραγούδια, όπως ήδη αναφέρθηκε, λέγονται κατά το άναμμα και κατά τη διάρκεια των πυρών. Το επόμενο συνηθίζεται στο Βογατσικό στίς κλαδαριές, όπως λέγονται εκεί οι εθιμικές πυρές:
“Ένας δέντρος φουντωτός, φουντωτός, καμαρωτός και στη μέση και σταυρός. Στη ρίζα χλιό νερό, πάει η κόρ’ να πιή νερό, κι κεϊ αποκοιμήθηκε.
“Η πρώτη Μαρτίου στόν Βορειοελλαδικό χώρο, και μάλιστα στη Μακεδονία, συνδέεται με έθιμο ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, που συνεχίζει αρχαιότατη παράδοση. Πρόκειται γιά τά Χελιδονίσματα, κάλαντα που τραγουδούν τα παιδιά την ημέρα αυτή, κρατώντας ομοίωμα χελιδονιού. Τραγουδώντας, χαιρετούν την επάνοδο του αποδημητικού πουλιού που προαναγγέλλει και την επάνοδο της 'Ανοιξης, και με επωδικούς στίχους αποδιώχνουν τα όποια κακά προέρχονται από το χειμώνα. Λέγει μιά παραλλαγή από την Αγριανή Σερρών:
Χελιδόνα έρχεταθάπό Μαύρη Θάλασσα. Θάλασσα μάς πέρασε,/έκατσε και λάλησε, λάλησε τα γράμματα,/γράμματα βασιλικά που μαθαίνουν τα παιδιά,/τα παιδιά του δάσκαλου. Μάρτης μάς ήρθε,/καλώς μάς ήρθε, τα λουλούδια άνοιξαν,/τόπος μυρίζει, και αγία Πασχαλιά με τα κόκκινα αβγά. Και του χρόνου υγεία.
Το Χελιδόνισμα, ως τραγούδι και ως τελετουργία, εντάσσεται σ' ένα ευρύτερο έθιμικό πλαίσιο της ημέρας αυτής, της Πρωτομαρτιάς, η οποία, ως πρώτη μέρα του χρόνου παλαιότερα, συνδέεται με πολλά νόμιμα μαντι κού, μαγικού και λατρευτικού περιεχομένου. Γνωστή και ευρύτατα διαδε δομένη π.χ. είναι η συνήθεια να δένουν οι μητέρες τον μάρτη, κόκκινο ή δίχρωμο νήμα στο χέρι των παιδιών, γιά νά τά προφυλάξουν από τις ακτί νες του ήλιου, οι οποίες τότε θεωρούνται ιδιαίτερα επιβλαβείς. «Απού 'χει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μήν τη δεί», προτρέπει η παροιμία.
“Η συνήθεια των χρωματιστών νημάτων είναι προχριστιανική και ο Ν.Γ. Πολίτης τη συνδέει με την κρόκη, τη μάλλινη κλωστή πού έδεναν στό χέρι ή στο πόδι τους οι μύστες των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Η παλαιότερη γνωστή μνεία για τη σημερινή συνήθεια είναι του 4ου μ.Χ. αιώνα και βρίσκεται σε λόγο του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος διερωτάται: «τί άν τις είπoι τά περίαπτα καί τούς κώδωνας τούς της χειρός εξηρτημένους καί τόν κόκκινον στήμονα και τα άλλα τά πολλής ανοίας γέμοντα;»
Στο σημερινό Χελιδόνισμα συνεχίζεται αδιάσπαστα, μέσω των βυζα ντινών χρόνων, αρχαίο τραγούδι αγερμού, το οποίο τραγουδούσαν όμιλοι παιδιών στη Ρόδο.
Η ομοιότητα του σημερινού πρός τό αρχαίο τραγούδι είναι εντυπω σιακή, τόσο στο λεκτικό ύψος, όσο και στα επιμέρους θεματικά στοιχεία και την οικονομία της συνθέσεώς τους.
Το αρχαίο χελιδόνισμα είναι γνωστό από μαρτυρία του 'Αθήναιου, συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος πάλι διασώζει παλαιότερη μαρ τυρία.“Όπως παραδίδει, «χελιδονίζειν λέγεται διά τό ειωθός επιφω νείσθαι:
Ηλθε, ήλθε χελιδών, καλάς ώρας άγουσα, καλούς ενιαυτούς, επί γαστέρα λευκά, επί νώτα μέλαινα...»
Πρέπει να αναφερθεί ότι για την ξεχωριστή θέση που έχει το χελιδόνι στήν ψυχή του λαού, ενδεικτικοί είναι σχετικοί με αυτό χαρακτηρισμοί στη λογία ποίηση της αρχαιότητας, καθώς και παραστάσεις σε αγγεία, όπως σε πελίκη του 6ου π.Χ. αιώνα, στην οποία παριστάνεται σκηνή επανόδου του χελιδονιού.32
Για τη συνέχιση του αρχαίου χελιδονίσματος στούς βυζαντινούς χρό νους μαθαίνουμε το πρώτον από σχετική μαρτυρία του Ιωάννου του Χρυ σοστόμου και πάλι, ο οποίος γράφει: «και οι χελιδόνας εν ώρα χειμώνος περιφέροντες και ήσβολωμένοι και πάντας κατηγορούντας, μισθόν της τερατωδίας ταύτης λαμβάνουσι...»
Το χελιδόνισμα ως τραγούδι, στην αρχική μορφή του φαίνεται να ήταν επωδικό, για την απομάκρυνση των κακών του χειμώνα. Συγχρόνως όμως ήταν λατρευτικό πρός τή θεότητα, η οποία πιστευόταν ως έφορος επί της αναζωογονήσεως της φύσεως και της επιτυχίας της καρποφορίας. Τέτοιος θεός ήταν ο Απόλλων, θεός ηλιακός αλλά και θεός των καθαρμών.
Οι ευχές στο σημερινό τραγούδι γιά Πασχαλιά και κόκκινα αβγά είναι χαρακτηριστικά στοιχεία, ότι το αρχαίο χελιδόνισμα διασκευάστηκε κατά τη βυζαντινή εποχή για να προσαρμοσθεί σε χριστιανικό ακροατήριο.34
Το Πάσχα και η ευρύτερη Πασχαλινή περίοδος συνδέονται με πλού σια έθιμολογία, πού δίδει ξεχωριστή λαμπρότητα στη χαρούμενη αυτή εποχή της 'Ανοιξης.
“Ο εθιμικός κύκλος της περιόδου αυτής αρχίζει έντονα από το Σάββατο του Λαζάρου με τις ομάδες των παιδιών που ξεχύνονται και πάλι στούς δρόμους και εξιστορούν τα πάθη και την έγερση του φίλου του Χριστού. Στα χέρια τους κρατούν ένα προχειροφτιαγμένο ανθρώπινο ομοίωμα, μιά κούκλα, που συμβολίζει τον Λάζαρο, και ένα καλαθάκι, όπου μαζεύουν τα αβγά, πού τούς δίδουν οι νοικοκυρές γιά φιλοδώρημα.
Πρόκειται γιά έθιμο ζωντανό, πού το συντηρεί και αυτό η φροντίδα και η αγάπη των παιδιών. Στην Καλή Βρύση της Δράμας π.χ., τραγου δούν:
Λάζαρος απελυτρώθη,/ανεστήθη κι έσηκώθη, ζωντανός, σαβανωμένος/καί μέ τό κερί ζωσμένος. -Πές μας, Λάζαρε, τί είδες/είς τόν "Αδη όπου πήγες; -Είδα φόβους, είδα τρόμους,/είδα βάσανο και πόνους. Δώσε μου λίγο νεράκι/νά ξεπλύνω το φαρμάκι, το φαρμάκι των χειλέων/καί μή με ρωτάτε πλέον.
Το έθιμο και τα τραγούδια του Λαζάρου παρουσιάζονται με εντελώς ξεχωριστό ενδιαφέρον στήν Αιανή της Κοζάνης και γενικότερα στην περιοχή του Τσιαρσιαμπά, στην περιοχή πού βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Αλιάκμονα, απέναντι από τα Σέρβια.
Το έθιμο εκεί παίρνει επίσημο χαρακτήρα και διαρκεί από την Παρα σκευή μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Τραγουδούν μόνο κορίτσια, ντυμένα με ρούχα παλαιϊκά, χωρισμένα σε ομάδες από τέσσερα κορίτσια η καθε μιά.
Τα τραγούδια είναι ποικίλα, διαφορετικά κατά ηλικία των Λαζαρί νων. Ολιγόστιχα για τις μικρές Λαζαρίνες, γίνονται πολύστιχα γιά τίς μεγαλύτερες. Χαρακτηριστική είναι οι στίχοι πού τραγουδούν τα μικρά κορίτσια:
Tού καλαθάκι μ' θέλει αβγό, κ' η τζιπούλα μ' θέλει κουκό. Λαζαρίνα κουκουτίνα, βάλ' αβγό στην καλαθινα.
Οι μεγαλύτερες Λαζαρίνες πηγαίνουν πρώτα στην εκκλησία, τραγου δώντας στο δρόμο μηνύματα αγάπης, τα οποία καταλήγουν και αυτά με στίχους στο πνεύμα της ημέρας:
Καλώς μάς ήρθ' ο Λάζαρος, με τον καλό το λόγο, με τη Λαμπρή, την Πασχαλιά, με το Χριστός Ανέστη.
Μπαίνοντας στην εκκλησία ψάλλουν ολιγόστιχες παραλλαγές του θρήνου της Παναγίας:
-Καλημέρα σου, Παναγιά, -Καλώς τις Λαζαρίνες. Κάτου στ' αργυρουστάλισμα, στούν άργυρού τούς τόπου, εκεί παιδεύουν το Χριστό, εκεί τόν τυραννούσι...
Στη συνέχεια γίνονται επισκέψεις στα σπίτια του χωριού, αρχίζοντας από τον παπά. Οι στίχοι των τραγουδιών είναι κυρίως επαινετικοί και εύχετικοί, παραλλαγή γνωστών στίχων από τα κάλαντα του Δωδεκαημέ ρου. Ακολουθούν χοροί στην πλατεία, με τραγούδια, όπου κυριαρχούν και πάλι στίχοι αγάπης. Ανάλογα τραγούδια ακούγονται και στο τραπέζι και στη νυχτερινή διασκέδαση που ακολουθεί.
Οι εθιμοτυπικές εκδηλώσεις τελειώνουν στην Αιανή μέ τόν τρανό χορό την Κυριακή των Βαΐων, όπου ακούγονται και πάλι τραγούδια και γίνονται τα νυφοδιαλέγματα, με την ευχή στίς Λαζαρίνες: «Και του χρό νου με γαμπρό!».36
Τραγούδια του Λαζάρου ακούγονται και την επόμενη, την Κυριακή των Βαΐων, μαζί με βαγιάτικα τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι το επόμε νο τραγούδι που συνηθίζουν τα παιδιά στά "Αβδηρα της Ξάνθης:
Ηρθε τω Βαγιώ, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε κ' η εορτή πού 'ναι τά ν-άγια. Δέντρο φύτρωσε κυπαρισσένιο σ' τούτη την αυλή, σ' τούτο το τερίμνιο. Τόν μυρίζοντας τρείς αφεντάδες, άης Θόδωρος κι άης Δημήτρης, κι άης Λάζαρος νά μάς φυλάη. Δώσ' μας 'πό 'ν' αβγό νά μήν κουλαστήτε.
“Όπως επεξηγεί ο συλλογέας: «Αυτό λέγεται την ημέρα των Βαγιώ. Κάνουν μια κούκλα και τη στολίζουν. Τήν κάνουν μεγάλη σαν μωρό παι δί. Της βάζουν φουστανάκια και την παίρνουν δύο παιδιά και γυρίζουν. Τήν σηκώνουν με το χέρι και την γυρίζουν, αριστερά-δεξιά, και λέν' και το τραγούδι. Γυρίζουν τα σπίτια και έχουν καλαθάκι. Τό ένα παιδί κρατάει τό καλαθάκι και το άλλο τη βάγια (δηλ. τήν στολισμένη κούκλαν). Στά σπίτια πού πηγαίνουν τους δίνουν από ένα αβγό, ή, άν δέν έχουν αβγά, τα δίνουν φράγκο».37
Στις περισσότερες όμως παραλλαγές των βαγιάτικων τραγουδιών, τα παιδιά αρκούνται να θυμίσουν τη χαρούμενη μέρα που πλησιάζει. Στό Βαμβακόφυτο λ.χ. των Σερρών, τα κορίτσια, ντυμένα και εδώ με παλαιάς εποχής ρούχα, γυρίζουν τα σπίτια με το απαραίτητο καλαθάκι και χορεύ οντας τραγουδούν:
Βάγια, Βάγια των Βαγιών τρώνε ψάρια και κολιό, καί τήν άλλη Κυριακή τρώνε κόκκινο αβγό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη λατρευτική, εθιμική και στιχουργι κή παρουσιάζει τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας το κατανυκτικό «Μοι ρολόι της Παναγίας», πού κορίτσια και γυναίκες σε πολλά μέρη και του Βορειοελλαδικού χώρου συνεχίζουν να ψάλλουν γύρω από τον Χριστό το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, εκφράζοντας ποιητικά τόν άμετρο μητρικό πόνο εμπρός στόν Σταυρωμένο Υιό:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται...
Αναλόγου περιεχομένου με το Μοιρολόγι είναι και το «"Όνειρο της Παναγίας», που επίσης ψάλλεται στην εκκλησία τη νύχτα της Μ. Πέμπτης. Δίδω τους πρώτους στίχους παραλλαγής από το Νιχώρι Περιστάσεως της Ανατολής Θράκης:
Σάν αψηλό βουνό γεννήθηκε ο αφέντης μας ο Χριστός. Στις λεμονιές γεννήθηκε, στις πορτοκαλιές ανετράφηκε. Τριώ μεριού τη μητέρα του τη σύντυχε. -Κοιμάσαι, η μητέρα μου και η δοξοτέρα μου, μία κυρία του κόσμου; -Δεν κοιμούμαι, γιέ μου και μονογιέ μου, μόν' άγρυπνώ, όνειρο είδα φοβερό, και δουλίζουμαι να σε τό πώ. -Πές το, μητέρα μου, πές το δοξοτέρα μου, πές το μία κυρία του κόσμου. (Ακολουθεί περιγραφή γεγονότων: Σταύρωση κλπ.)
Για το τραγούδι αυτό πιστεύεται ότι «όποιος το πεί τρεις φορές την ημέρα της μητέρας μου το όνειρο, μιά πουρνό, μιά βραδύ καί μιά το μεση μέρι, νε πό βροντές, νε πό αστραπές φοβάται. Δευτέρα μέρα κρίσεως άκρί τος θα πάει.»
Ο γιορτασμός της Λαμπρής δίνει την ευκαιρία να ακουστούν πολλά τραγούδια, που συνοδεύουν τούς χορούς και τις διασκεδάσεις των ημερών αυτών.
'Ανήμερα τη Λαμπρή συνηθίζονται δημόσιοι χοροί σε πολλά μέρη. Είναι χοροί θρησκευτικοί στο σύνδεσμό τους με τη γιορτή, στο περιεχόμε νο των τραγουδιών και στόν σεμνό τρόπο που χορεύονται.
Τούς χορεύουν συνήθως μπροστά και γύρω από την εκκλησία, με τα πρώτα τραγούδια προσαρμοσμένα στην ιερότητα της ημέρας, με βήματα αργά και ιεροπρεπή, με την τοπική στολή φορεμένη ιεροτελεστικά, με τάξη, παλαιότερα και με κοινωνική ιεραρχικότητα και συμμετοχή συχνά και του ιερέα. Αντιπροσωπευτικό είναι το πιό κάτω τραγούδι από τη Σιάτιστα:
Σήμερα, γειά σ’ κυρά νύφη, σήμερα Χριστός Ανέστη. Σήμερα Χριστός Ανέστη κι αύρουν 'Αληθώς Ανέστη. Σήμερα τ' αρνιά ψημένα κι τ' αβγά κοκκινισμένα. Σήμερα και οι παπάδες λειτουργούν σα δισπουτάδες. Σήμερα κί τά κουρίτσια στέκουντι σάν κυπαρίσσια. Σήμερα κι οι παντρεμένες στέκουσι καμαρωμένες. Σήμερα τα παλικάρια ρίχνουντι σάν τα λιοντάρια.
Τις μέρες του Πάσχα, την Εβδομάδα της Διακαινησίμου, συνηθίζο νται σε πολλά μέρη του Βορειοελλαδικού χώρου εθιμικές περιφορές είκο νισμάτων και εκκλησιαστικών λαβάρων γύρω από χωριά και το γεωργικό όριό τους, με σκοπό την προστασία ανθρώπων, ζώων και παραγωγής.
Αντιπροσωπευτική είναι η τελετουργική, με μορφή δρωμένου, περι φορά της εικόνας της Αναστάσεως, πού γίνεται την Πέμπτη της Διακαινη σίμου στην Καλή Βρύση της Δράμας, με τις γυναίκες να τραγουδούν, εν είδει επωδικής εκφώνησης:
Κύριέ μου, Κύριε ελέησον. Δώσε μας, Θεέ μου, υγεία και χρόνια, χρόνια πολλά.
Φύλαγε, Θεέ μου, φύλαγε τα σύνορα.
Στό βουνό σκοτεινή αντάρα, στον κάμπο γλυκιά ψιχάλα.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η περιφορά αυτή περιγράφεται και στιχουργι κά με μορφή τοπικού τραγουδιού από Καλαβρυσιώτη ιερέα. Στό στιχούρ γημα δίδεται και ο σκοπός του δρωμένου:
Από τόν Αϊ-Λιά και από εκκλησιά σε εκκλησιά, με σήμαντρο και Ανάσταση, γυρίσαμε τα σύνορα.
Πέμπτη είν' από το Πάσχα, Πέμπτη κι αναστάσιμη, είναι του τόπου μας γιορτή. Εκάναμε ευχή, γιά νά καρποφορήσ’ η γή, γιά νά βλαστήσουν τα σπαρτά καί νά 'χουμε καλή σοδειά.
Με έθιμο αρχαιότατο, λατρευτικού περιεχομένου, συνδέονται κι άλλα τραγούδια, που συνηθίζονται τις μέρες αυτές. Έννοώ τα δίστιχα πού λέγο νται στις κούνιες, τις αιώρες πού στήνονται την πασχαλινή περίοδο στις εξοχές από αγόρια και κορίτσια:
Κουνήσετε τις όμορφες, κουνήσετε τις άσπρες, κουνήσετε τις λεμονιές, πού 'ναι αθούς γεμάτες.
Η αιώρα στην αρχαιότητα ήταν, όπως και σήμερα, δημοφιλές παιχνί δι, αποτελούσε όμως και λατρευτικό στοιχείο ενταγμένο στον κύκλο της μεγάλης γιορτής των Ανθεστηρίων, τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου.
Η αρχική μορφή της αιώρας θα πρέπει να ήταν μιά αγροτική διασκέ δαση, που είχε σχέση με τα αμπέλια. Η γιορτή αυτή πιστεύεται ότι είχε χαρακτήρα εξαγνισμού, αντίληψη πού βρίσκεται στην καθαρτική λειτουρ γία της αιώρησης, του καθαρμού με τον αέρα, όπως γίνεται με το νερό και τη φωτιά. Σύμφωνα με άλλες ερμηνείες, ο σκοπός της αιώρας ήταν μαγι κός, απέβλεπε δηλαδή στην αύξηση της γονιμότητας των χωραφιών, γι' αυτό και εντάχθηκε στη διονυσιακή γιορτή. Ο διονυσιακός χαρακτήρας της τονίζεται σε παραστάσεις αιώρας πάνω σε αρχαία αγγεία, όπου τις κοπέλες κινούν Σάτυροι.
Τόν μαγικοθρησκευτικό χαρακτήρα διατήρησε η αιώρα και στούς νεώτερους χρόνους, παράλληλα μέ τόν ψυχαγωγικό. Στήν Αίνο π.χ. της Ανατολικής Θράκης είχε σκοπό να επιτύχει η παραγωγή του σησαμιού. Υπολανθάνει, εξάλλου, σε όλες τις περιπτώσεις, η αμεσότερη επαφή με την ανανεωμένη ανοιξιάτικη φύση.
Η γιορτή του αγίου Γεωργίου στην εβδομάδα της Διακαινησίμου δίδει μιάν ακόμη ευκαιρία για χορούς με κατάλληλα στο πνεύμα της ημέρας τραγούδια. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το τραγούδι που συνδέεται με τον άγιο ως δρακοντοκτόνο, τραγούδι του οποίου πολλές παραλλαγές είναι γνωστές και στόν Βορειοελλαδικό χώρο.
Το τραγούδι της δρακοντοκτονίας απηχεί τις συναξαρικές διηγήσεις γιά τόν άγιο, οι οποίες περιέχουν άφθονα μυθολογικά στοιχεία. Θυμίζω σύντομα την υπόθεση του τραγουδιού: “Ένας δράκοντας φώλιαζε σε πηγή, απ' όπου υδρεύονταν οι κάτοικοι μιας πολιτείας, και ζητούσε καθη μερινά ανθρώπινη τροφή για να αφήσει ελεύθερο το νερό. Οι κάτοικοι όριζαν το θύμα με κλήρο, ο οποίος κάποτε έλαχε στη μοναχοκόρη του βασιλιά. Όταν όμως, παρά τις παρακλήσεις του πατέρα της, οδήγησαν τη βασιλοπούλα στην πηγή και αυτή περίμενε τόν τραγικό θάνατό της, παρουσιάσθηκε έφιππος ο άγιος Γεώργιος, σκότωσε τον δράκοντα και απελευθέρωσε την κόρη.
Η παράδοση της δρακοντοκτονίας παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τον αρχαίο ελληνικό μύθο γιά την απελευθέρωση της Ανδρομέδας από τόν Περσέα. Είναι πιθανόν ότι ο μύθος αυτός συνδέθηκε στην Καππαδο κία μέ τόν ένδοξο τοπικό μεγαλομάρτυρα και από κεί μεταδόθηκε και στόν άλλο χριστιανικό κόσμο.
Χαρακτηριστική είναι η επόμενη παραλλαγή της δρακοντοκτονίας από το Νέο Σούλι Σερρών:
Γιώργιος με το σπαθί, Γιώργης καβαλάρης, κάθε μέρα διέταζαν ποιόν άνθρωπο να πάγη. Ερίξανι τούν κλήρου των, νά διoύν σε ποιόν θα πέση, κι ο κλήρος των κι άν έπισι στο βασιλιά την κόρη. Σάν τ' άκουσι και βασιλιάς πολύ τούν κακοφάν'κε. -Όλο τό βιό μου πάρτε το, την κόρη μόν' αφήστε. -Σάν δε δίνης την κόρη σου, παίρνουμ' εμείς εσένα. -Πάρτε την και στολίστε την, στολίστε την σάν νύφη, δέστε και τα χεράκια της στου πηγαδιού το στόμα, κι όντας θά έβγη του θηργιο νά τήν γλυκομασήση. Κι η κόρη απού τα δάκρυα βλέπ’ έναν καβαλάρη. -Στάσου, κόρη μ', να κοιμηθώ στο γόνατό σ' επάνω, κι όντας θά έβγη το θηργό, πές μου σήκω επάνω. Κι η κόρη από τα δάκρυγια ξύπνησε καβαλάρης. Βροντολογούσαν τα βουνά και το θερίο βγαίνει, μιά κονταριά τούς έδωσι επάνω στο κεφάλι. -Σύρι, κόρη μ', στό σπίτι σου, σύρι και στον πατέρα σ'), και πές τον τόν πατέρα σου να φτιάση μιά εκκλησία, Δεξιά μεριά τόν “Αγι Αντών', ζερβά τόν "Αγι Γιώργη, τόν "Αγι Γιώργη με σπαθί και μ' αργυρό κοντάρι.47
Ιδιαίτερο στοιχείο εδώ, στο Νέο Σούλι, αποτελεί η αναπαράσταση της δρακοντοκτονίας και η περιφορά των εικονισμάτων γύρω από το γεωργι κό όριο του χωριού, μέσα σ' ένα γενικότερο πλαισίωμα της γιορτής με χορούς, τραγούδια και αγωνίσματα. Σ' όλη τη διάρκεια της περιφοράς, τα παιδιά, κρατώντας εικόνες και λάβαρα, τραγουδούν επωδικά:
Χριστός Ανέστη, αληθώς ανέστη. Γάλα στα χωράφια, μέλι μέσ' στ' αμπέλι κούρβουλο καλάθια.48
Η αποτελεσματικότητα του μαγικού κύκλου που δημιουργείται με την περιφορά των εικονισμάτων και την επωδική επίκληση των παιδιών για υγεία και πλούσια παραγωγή, ενισχύεται και με το ύψωμα τεσσάρων αει θαλών δέντρων, σε σημεία αντίστοιχα των ισάριθμων σημείων του ορίζο ντα. Σύμφωνα δηλαδή με το τοπικό εθιμικό τυπικό, ανοίγεται στον κορμό των δέντρων μικρή οπή και μέσα εκεί τοποθετείται αντίδωρο από την πρωινή λειτουργία.
Πρόκειται για μαγική συνήθεια, στην οποία επιβιώνουν αρχέγονες δοξασίες, ότι η αρρώστια ή οτιδήποτε άλλο κακό που απειλεί ένα συνοικι σμό, μπορεί να ενσωματωθεί σε συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο. Η αντί ληψη αυτή εξηγεί και το έθιμο των αρχαίων φαρμακών, των καταδίκων που περιέφεραν ως καθάρματα στην πόλη και στο τέλος θανατώνονταν ή ρίπτονταν στη θάλασσα για να χαθεί μαζί μ' αυτούς και το κακό που είχε συγκεντρωθεί πάνω τους.
Το περιεχόμενο της δρακοντοκτονίας απηχείται και στα τραγούδια που συνοδεύουν τούς χορούς στο ίδιο αυτό χωριό της Μακεδονίας, στό Νέο Σούλι:
Το πανηγύρι γένιται στόν "Αγιον, "Αγι Γιώργη. Το πανηγύρι ήταν πουλύ καί τόπους ήταν λίγος. Αράδα πάν' οι άρχοντες, αράδα κ' οι παπάδες. Κρατεί ο Δράκος τό νερό, διψά το πανηγύρι. Διψούν οι μάνες γιά νιρό και τα πιδιά γιά γάλα. Παρακαλούσαν κι έλεγαν, παρακαλούν και λέγουν: -Απόλει, Δράκε μ', το νιρό να πιούν τα πανηγύρια, να πιούν οι μάνες γιά νιρό και τα παιδιά τό γάλα.
Μιάν ακόμη ευκαιρία για χορούς και τραγούδια δίδει η Πρωτομαγιά, της οποίας ο εθιμικός, ο παραδοσιακός γιορτασμός, φέρνει τούς ανθρώ πους κοντά στη φύση, προσδοκώντας να πάρουν δροσιά και ζωντάνια, με κυλίσματα πάνω στό πράσινο χορτάρι, ή να φέρουν τη δροσιά στο σπίτι με το μαγιάτικο στεφάνι.
Τα τραγούδια που λέγονται, τονίζουν την αναγέννηση της Φύσης την εποχή αυτή. Λέγει ένα τέτοιο τραγούδι από το Καλόχι Γρεβενών, το οποίο συνοδεύει το χορό των γυναικών την παραμονή στην πλατεία του χωριού:
Τωρά μαϊά, τωρά δροσιά, τωρά του καλοκαίρι, τωρά φουντώνουν τα κλαδιά κι λουλουδιάζ' ου τόπους. Τωρά κι ου ξένος βούλεισι νά πάη στα δικά του... 52
Πολλά τραγούδια συνδέονται και με το πολυσυζητημένο έθιμο των 'Αναστεναρίων και συνοδεύουν τους τελεστές σε πολλές φάσεις της
πολύωρης δοκιμασίας τους.
Από τα τραγούδια αυτά άλλα είναι καθιστικά, άλλα δρομικά και άλλα χορευτικά. Ξεχωρίζει το τραγούδι για τον Κωνσταντίνο τον Μικρό τόν Μικροκωνσταντίνο, πού τραγουδούν όταν χορεύουν μέσα στο κονάκι ή στή φωτιά:
Ο Κωνσταντίνος ο Μικρός, ο Μικροκωνσταντίνος, μικρόν τόν είχε η μάνα του, μικρόν τ' αρραβωνίζει, μικρόν τόν ήρθε μήνυμα να πάει στό σεφέρι. Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει, βάζ' ασημένια πέταλα, μαλαματένιες λόθρες. 53
Τα τραγούδια, με τη συνοδεία λύρας και νταουλιού, είναι βασικά στοι χεία του εκστασιασμού των Αναστενάρηδων, που τους επιτρέπει στη συνέχεια την πυροβασία και τη συνακόλουθη αναλγησία.
Τραγούδια ακούγονται και το βράδυ της 23ης Ιουνίου, όταν ανάβουν οι φωτιές τ' αϊ-Γιαννιού του Φανιστη καί Λαμπροφόρου. “Όπως στις Αποκριές, έτσι και οι πυρές αυτές σε ορισμένα μέρη παίρνουν ξεχωριστή λαμπρότητα και αποτελούν από τα σημαντικότερα παραδοσιακά στοιχεία του τόπου.
Στη Χαλκιδική π.χ. οι φωτιές αυτές λέγονται παρακαμνιοί και συνο δεύονται από γλέντι, χορούς και τραγούδια. Συνηθισμένο τραγούδι εκεί είναι:
Φεγγάρι μου λαμπρό και λαμπροφορεμένο, τί μάς αργείς τόσο πολύ κι αργείς νά βασιλέψεις, να πάντ' αηδόνια στις φωλιές και τα πουλιά στις μάνες, να πάει κι νιός που αγαπά στην αγαπητική του,54
Το ιδιαίτερο όμως στοιχείο της μέρας αυτής του αϊ-Γιάννη είναι το μαντικό, το οποίο εκφράζεται κυρίως μέ τόν Κλήδονα. "Ας θυμηθούμε ότι ο Κλήδονας αποτελεί εκδήλωση με ομαδικό-ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Το λειτουργικό του είναι βέβαια αρκετά γνωστό: Μέσα σε αμίλητο νερό ρίχνουν αποβραδίς μικροαντικείμενα, τα ριζικάρια, με ένα χαρακτηριστι κό σημείο πάνω, γιά νά ξέρουν τον κάτοχό τους. Την επομένη, ανήμερα το άι-Γιαννιού, τόν ανοίγουν με κάποιο τελετουργικό τυπικό και αρχίζει ένα αμφιθαλές παιδί να βγάζει τα ριζικάρια από το νερό, συνοδεύοντας την κίνησή του αυτή με ένα δίστιχο εύχετικό, επαινετικό, αλληγορικό κλπ. Συνδέοντας κάθε φορά το περιεχόμενο του δίστιχου με τον κάτοχο του αντικειμένου, κάνουν προγνώσεις, κυρίως οι κοπέλες γιά τόν μέλλοντα σύντροφο της ζωής τους.55
Ο όρος κλήδονας παράγεται από τη λέξη κληδών (γενικής κληδόνος), πού στην αρχαιότητα σήμαινε προμήνυμα, «τό διά τινων σημείων ζητείν γνώναι, ει μέλλοί τις ευπραγήσαι, ή δυσπραγήσαι, οία και νύν ποιούσι τινές, θέλοντες την τύχην την ιδίαν καταμαθείν», όπως σημειώνει ο Ζωναράς τον 12ο αιώνα.56
Το έθιμο παίρνει ιδιαίτερη τελετουργικότητα στη Θράκη, στην περιοταχή του Διδυμότειχου. Τα τραγούδια που ακούγονται είναι πολλά και καθένα σχετίζεται και με μια φάση της τελετής. Τραγουδούν π.χ. τα κορί τσια πηγαίνοντας να πάρουν το αμίλητο νερό:
Του Γιάγιαννου τού σύνουρου, του Γιάννη τό βοτάνι, τρία λουλούδια μάλωναν ποιό θά πρωτοανοίξη, τό 'να μιλάει γιά νερό και το άλλο γιά τό μύρο, το τρίτο το καλλίτερο μιλάει για την αγάπη.
"Ας σημειωθεί ότι αλλού, στην περιοχή των Γρεβενών, ο κλήδονας ή τα κλήδονα, όπως λέγεται εκεί το έθιμο, γίνεται την Πρωτομαγιά.
Το άνοιγμα του κλήδονα γίνεται την επομένη, του αγίου Αθανασίου. Το τυπικό είναι όμοιο με αυτό της 24ης Ιουνίου, με συνοδεία και εδώ διστίχων κλπ.:
-Τό τίνος είν' τά Κλήδονα - τ' αγιου Μαγιού; -Της τάδε είν' τα κλήδονα - τ' άγιού Μαγιού. -Να βγούν καλά, καλόκαρδα τ' αϊ-Αθανασίου.
Τελειώνει η σύντομη και ενδεικτική αναφορά στά λατρευτικά τραγού δια του Βορειοελλαδικού χώρου με τραγούδι συνυφασμένο με αρχέγονες λατρευτικές και μαγικές δοξασίες.
Έννοώ το τραγούδι της Περπερούνας ή Περπερίτσας ή όπως αλλιώς λέγεται το έθιμο, με το οποίο, υπό μορφή δρωμένου, επιζητείται κατά ομοιοπαθητικό τρόπο η πρόκληση βροχής. Δίδω μιά παραλλαγή από την περιοχή της Χαλκιδικής, με την παλαιότερη περιγραφή που συνοδεύει το σχετικό δημοσίευμα:
«Επικρατούσης ανομβρίας, όμιλος μικρών κορασίων, ηλικίας 10-14 ετών, περιέρχεται τάς οικίας ιστάμενος έξωθεν αυτών. “Εν εκ των κορα σίων περιβάλλεται με φύλλο και χόρτα και καλείται πιπιρού, άδεται δε υπ' αυτών το εξής άσμα:
Πιπιρού δροσολογού, παρακάλεσε το Θιό, γιά νά βρέξ' ο Θιός νερό, στά σιτάρια, στά κριθάρια, στού φτωχού τό παρασπόρι. Γούβες, γούβες τα σιτάρια, μπάριο, μπάριο τα κριθάρια.
"Αμα τη λήξει του άσματος καταβρέχεται εκ του παραθύρου ή του εξώ στου ή πιρπιρού με ολίγον ύδωρ και φιλοδωρείται με κερμάτια ή ωά κλπ.»,
Ανάλογα με αυτό της Χαλκιδικής είναι το τραγούδι και η συνοδευτι κή τελετουργία και στα άλλα μέρη60. Το έθιμο σήμερα έπαυσε να τελείται, η ανομβρία όμως που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στον ελληνικό χώρο, φέρνει στη θύμηση το έθιμο αυτό, το οποίο, παράλληλα ή και άνε ξάρτητα με εκκλησιαστικές λιτανείες και δεήσεις, εθεωρείτο αρκετά πρό σφορο και αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας αντίξοης κατάστασης.
επιτα Εμματα την με Περπερούνα, φυτομορφικά μεταμφιεσμένο κορίτσι έτοιμο να ξεκινήσει με άλλα κορίτσια γιά τόν ευετηρικό αγερμό στο χωριό (αναπαράσταση του δρωμένου από τη Θρακική Εστία Δράμας, 1997).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗΣ δρ. Φιλ. τ. Δ/ντής Ερευνών Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών