Η παράδοση του Ρούπελ στις γερμανοβουλγαρικες δυνάμεις, 26 Μαΐου 1916
Το 1916 το οχυρό παραδόθηκε αμαχητί στις γερμανο-βουλγαρικές δυνάμεις με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918).
Στις 26 Μαΐου 1916 οι στρατιωτικοί κύκλοι του βασιλιά Κωνσταντίνου του Α' παρέδωσαν το οχυρό αμαχητί στη Βουλγαρία, ώστε η Ελλάδα να επαναβεβαιώσει την, φιλική προ τις Κεντρικές Δυνάμεις, «διαρκή ουδετερότητας», ως αντίβαρο στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τη Στρατιά της Ανατολής της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ), το προηγούμενο φθινόπωρο του 1915 (που υπήρξε και η αφορμή για την οριστική διάλυση της Κυβέρνησης Βενιζέλου και την κατοπινή διακυβέρνηση της χώρας από το Παλάτι). Ακολούθησε η πολύνεκρη για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918). Την αμαχητί παράδοση αποφάσισε η φιλοβασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη και ο τότε αναπληρωτής επιτελάρχη Ιωάννης Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά. Ο ιστορικός Γ. Βεντήρης έγραψε πως η παράδοση του Ρούπελ αποτέλεσε «αίσχος εις τας ημέρας του ελληνισμού». Στη συνέχεια ακολούθησε η παράδοση της Καβάλας, της Δράμας και των Σερρών, καθώς και η παράδοση του ελληνικού Δ' Σώματος Στρατού, με περισσότερους από 7.000 αξιωματικούς και στρατιώτες να καταλήγουν αιχμάλωτοι στο γερμανικό στρατόπεδο του Γκέρλιτς στα γερμανοπολωνικά σύνορα. Μετά την, τυπική μόνο, λήξη του Εθνικού Διχασμού και την επαναφορά της βενιζελικής Βουλής, στη «Δίκη του πρώην Επιτελείου» (του ΓΕΣ, ή αλλιώς «Υπόθεση Ρούπελ») των στρατιωτικών του Παλατιού για την παραπάνω αμαχητί παράδοση, το 1919 - 20, ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης θα καταδικαστούν σε θάνατο για προδοσία (του Δούσμανη μετατράπηκε αμέσως σε ισόβια), ερήμην, αφού βρίσκονταν ήδη σε εξορία, στην Κορσική. Η ποινή του Μεταξά δεν θα εκτελεστεί ούτε όταν επέστρεψε από την εξορία, λόγω της αναπάντεχης ήττας των «Φιλελεύθερων» στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, μετά την νικηφόρα λήξη του Πολέμου, και εν μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας.