Νέες ανασκαφικές έρευνες στη Νεολιθική Μακεδονία (Μέρος Γ΄) Προμαχών-Topolnica
Ο οικισμός «Προμαχών-Τοpolnica» βρίσκεται περίπου 2 χλμ. νότια του βουλγαρικού χωριού Topolnica, 3,5 χλμ. νοτιοδυτικά από το ελληνικό συνοριακό χωριό Προμαχών και τέμνεται από τη γραμμή των συνόρων Ελλάδας-Βουλγαρίας.
Τα προγράμματα επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στις δύο πλευρές των συνόρων είχαν αναδείξει την πυκνότητα των νεολιθικών οικισμών στην κοιλάδα του Στρυμόνα και είχαν προβάλει την επίκαιρη θέση αυτού του νεολιθικού οικισμού στην πολιτιστική επικοινωνία του αιγαιακού νότου με τον βαλκανικό βορρά (εικ. 1).
Ο οικισμός ανακαλύφθηκε το 1978 από την B. Batcarova, τότε διευθύντρια του ιστορικού μουσείου της πόλης Petric. Το 1980 ο οικισμός καταγράφηκε αρχικά ως οικισμός «Τοpolnica» από το πρόγραμμα των πολωνοβουλγαρικών επιφανειακών ερευνών (Domaradski κ.ά. 2001) και τα ευρήματα της επιφανειακής έρευνας δημοσιεύθηκαν το 1983 (Pernicheva 1983).
Οι ανασκαφές στον βουλγαρικό τομέα πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1984-1991 από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Σόφιας και το Μουσείο του Petric και ερεύνησαν συνολική έκταση 600 τ.μ. (σημ. 1).
Η διενέργεια της ανασκαφικής έρευνας στο ελληνικό έδαφος κατά την περίοδο 1992-2003 έδωσε τη δυνατότητα να οργανωθεί στο πλαίσιο της επιστημονικής συνεργασίας των δύο ευρωπαϊκών γειτονικών χωρών κοινό ελληνοβουλγαρικό πρόγραμμα ανασκαφής και μελέτης του τεμνόμενου από τη συνοριακή γραμμή προϊστορικού οικισμού, ο οποίος πέρασε πλέον στη βιβλιογραφία ως προϊστορικός οικισμός «Προμαχών-Topolnica» (εικ. 2).
Το ελληνικό ανασκαφικό πρόγραμμα άρχισε το 1992 και ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος των ερευνών του το 2003 (σημ. 2). Με συστηματική επιφανειακή έρευνα, μικρές ανασκαφικές τομές και γεωφυσικές διασκοπήσεις (Κουκούλη κ.ά. 1995) προσδιορίστηκε η οριζόντια έκταση του νεολιθικού οικισμού, η οποία διαπιστώθηκε ότι ήταν μικρότερη από εκείνη που υπεδείκνυε η επιφανειακή διασπορά της νεολιθικής κεραμικής. Πρόκειται για έναν επίπεδο οικισμό του «ανοικτού τύπου» έκτασης περίπου 45 στρεμμάτων που αναπτύσσεται σε δύο φυσικά άνδηρα.
Ο κύριος ελληνικός ανασκαφικός τομέας αναπτύχθηκε στο ανατολικό άνδηρο σε μικρή απόσταση από τον βουλγαρικό με την προοπτική της ένωσής τους στο μέλλον με μια μικρή συμβολικού χαρακτήρα ανασκαφική τομή. Η κάθετη στρωματογραφία του οικισμού μελετήθηκε με μικρές τομές και στο δυτικό άνδηρο. Το βάθος των επιχώσεων στον ελληνικό ανασκαφικό τομέα έδωσε τη δυνατότητα να προχωρήσει με ασφάλεια και ακρίβεια η μελέτη της στρωματογραφίας και της διαδοχής των πολιτιστικών φάσεων του οικισμού σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά δεδομένα του βουλγαρικού τομέα και τις ραδιοχρονολογήσεις από τους δύο ανασκαφικούς τομείς (Koukouli-Chrysanthaki κ.ά. 2007, σ. 50, εικ. 60). Τα αρχαιολογικά δεδομένα βεβαίωσαν την ύπαρξη τριών οικιστικών περιόδων με επιμέρους κτιριακές φάσεις και προσδιόρισαν τη χρονική περίοδο κατοίκησης του οικισμού ανάμεσα στα τέλη της 6ης ως και το τρίτο τέταρτο της 5ης π.Χ. χιλιετίας σύμφωνα με τις C14 χρονολογήσεις του ελληνικού ανασκαφικού τομέα.
Οικιστική περίοδος 1 (5300-5070 π.Χ.)
Στην οικιστική περίοδο 1, η οποία περιλαμβάνει δύο κτιριακές φάσεις (Ι και ΙΙ) τα κτίσματα έχουν υπόγειους χώρους σκαμμένους μέσα στο φυσικό έδαφος. Στην κτιριακή φάση Ι ανοίχθηκε ο μεγάλος υπόσκαφος χώρος 4 του ελληνικού ανασκαφικού τομέα (εικ. 3), γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε ο οικισμός με μεγάλα και μικρότερα κτίσματα, με υπόγειους χώρους λαξευμένους στο φυσικό έδαφος και πασσαλόπηκτη ανωδομή (Koukouli-Chrysanthaki κ.ά. 2007, σ. 52, εικ. 8-9).
Στην κτιριακή φάση ΙΙ χρονολογούνται τα περισσότερα από τα υπόσκαφα κτίσματα που έχουν ως τώρα ανασκαφεί, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το κτίριο 2 του βουλγαρικού ανασκαφικού τομέα (εικ. 4) (Koukouli-Chrysanthaki κ.ά. 2007, σ. 62, εικ. 28). Ανάμεσα στα πολλά ευρήματα από το εσωτερικό του υπόσκαφου χώρου του ξεχωρίζει ένα σχεδόν ολόκληρο αγγείο διακοσμημένο με τη χαρακτηριστική για την περίοδο αυτή διακόσμηση που χρησιμοποιεί Bitumen ως υπόστρωμα (εικ. 11).
Τα κτιριακά κατάλοιπα του κτιρίου 2 και τα ίχνη μεγάλων ξύλινων πασσάλων σε άλλα κτίρια δείχνουν πως μερικά από τα σπίτια αυτής της περιόδου πρέπει να ήταν διώροφα (εικ. 5). Για την αναπαράσταση της υπέργειας ανωδομής των υπόσκαφων κτισμάτων αυτής της φάσης πολύτιμες πληροφορίες παρέχουν δύο αποσπασματικά σωζόμενα μικρογραφικά ομοιώματα οικιών, ανασκαφικά ευρήματα του ελληνικού ανασκαφικού τομέα, τα οποία τεκμηριώνουν τη στέγαση με δίρριχη στέγη, τη διάταξη συνεχόμενων ημιυπαίθριων και εσωτερικών χώρων, καθώς και την εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση των κτιρίων με ανάγλυφα βούκρανα και με χαρακτά διακοσμητικά θέματα με επίθετο χρώμα στους τοίχους (Κoukouli-Chrysanthaki κ.ά. 2007, σ. 59-61, εικ. 25a-b, εικ. 26).
Πρόσφατες γεωφυσικές διασκοπήσεις (έρευνες γεωμαγνητικές και κάθετης ηλεκτρικής αγωγιμότητας) που επεκτάθηκαν και στον βουλγαρικό ανασκαφικό τομέα έδειξαν ότι κατά την κτιριακή περίοδο ΙΙ άρχισε να κατασκευάζεται στο ανατολικό άνδηρο στην περιφέρεια του οικισμού ένα ανάχωμα (Κουκούλη-Χρυσανθάκη κ.ά. 2012, υπό έκδοση) (εικ. 6).
Ο σημαντικότερος, οπωσδήποτε, χώρος του νεολιθικού οικισμού στις δύο φάσεις Ι και ΙΙ της οικιστικής περιόδου 1 είναι ο μεγάλος υπόσκαφος χώρος 4 του ελληνικού ανασκαφικού τομέα, ο οποίος δεν έχει ακόμα ανασκαφεί στο σύνολό του (εικ. 3). Η διάμετρός του υπολογίζεται στα 15 μ. και το βάθος του στο ανασκαμμένο τμήμα του υπερβαίνει τα 7 μ. Πρόκειται για σκαμμένο στο φυσικό έδαφος, κυκλικό πιθανόν χώρο, του οποίου οι εσωτερικές παρειές έχουν επιχρισθεί με στρώσεις πηλού. Προχωρώντας η ανασκαφική έρευνα κάτω από το δάπεδο μιας λοξά πεσμένης προς το κέντρο εστίας, η οποία προφανώς πατούσε πάνω σε ξύλινο μεσοπάτωμα, αποκάλυψε σειρά επάλληλων επιχρισμένων με πηλό δαπέδων με παχιά στρώματα καταστροφής, τα οποία περιείχαν μεγάλο αριθμό αγγείων, τριπτήρων, ειδωλίων, εργαλείων, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων, καθώς και μεγάλες ποσότητες οστών ζώων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται σημαντικός αριθμός βουκράνων (εικ. 7). Τα βούκρανα κοσμούσαν εσωτερικούς τοίχους του υπόσκαφου χώρου, περίπου όπως στα πήλινα ομοιώματα οικιών.
Μεγάλα κομμάτια ξύλων και κλαδιών, που βρέθηκαν στα βαθύτερα στρώματα της ανασκαφής, τεκμηρίωσαν την ύπαρξη ξύλινης υποδομής κάτω από τα δάπεδα. Το μεγάλο βάθος με τη σταθερή του υγρασία επέτρεψε τη διατήρηση και οργανικών υλικών, όπως ήταν ένα μικρό θραύσμα καλαθιού ή μια λεπτή φλούδα ξύλου που έσωζε γραπτή διακόσμηση (Κoukouli-Chrysanthaki κ.ά. 2007, σ. 56, εικ. 15-16).
Πέρα από τα θέματα της αρχικής μορφής και της εσωτερικής διαμόρφωσης του χώρου, το κύριο ενδιαφέρον αυτού του κυκλικού ορύγματος παραμένει η σαφής διαφοροποίησή του σε έκταση και βάθος από τις λοιπές υπόσκαφες κατασκευές του νεολιθικού οικισμού που οι ανασκαφές στο ελληνικό και στο βουλγαρικό έδαφος έχουν ως τώρα αποκαλύψει.
Για τον ιδιαίτερο ρόλο του μεγάλου υπόγειου χώρου συνηγορούν, εκτός από το μέγεθός του, ο μεγάλος αριθμός των ευρημάτων και οι μεγάλες ποσότητες των οστών ζώων που βρέθηκαν συσσωρευμένα στα στρώματα καταστροφής των επάλληλων δαπέδων του. Τα αγγεία αποτελούν το κυρίαρχο αντικείμενο. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους πρόκειται για αγγεία «επιτραπέζια» πολύ καλής ποιότητας χωρίς να λείπουν, ωστόσο, τα αποθηκευτικά ή και τα μικρογραφικά. Στα «επιτραπέζια» αγγεία περιλαμβάνονται ανοιχτές φιάλες συχνά υψίποδες, αγγεία που αναγνωρίζονται ως λυχνάρια από τα ίχνη καύσης στο εσωτερικό τους και «ασκοί», ζωόμορφου σχήματος αγγεία με προχοή (εικ. 7).
Ο μεγάλος αριθμός αποθηκευτικών και επιτραπέζιων αγγείων σε συνδυασμό με την παρουσία αντίστοιχα μεγάλου αριθμού λίθινων τριπτήρων και μεγάλων ποσοτήτων οστών και κεράτων ζώων αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την προσφορά και κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ζωικής και φυτικής τροφής με συμμετοχή μεγάλου αριθμού ατόμων σε κοινοτικά δρώμενα, τα οποία παραπέμπουν σε αντίστοιχα κατάλοιπα κοινοτικών δράσεων σε άλλους νεολιθικούς οικισμούς, όπως π.χ. στον νεολιθικό οικισμό στον Μακρύγιαλο Πιερίας (Pappa κ.ά. 2000).
Η συχνή παρουσία των λεγόμενων λύχνων, όπως και των ειδωλίων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ορισμένα ιδιαίτερα συμβολικά αλλά πολύ πρόχειρης κατασκευής, σε συνδυασμό με την πολυπληθή παρουσία βουκράνων στα επάλληλα δάπεδα και οι μεγάλες διαστάσεις του χώρου ενισχύουν τον συμβολικό χαρακτήρα του υπόγειου χώρου και την αναγνώρισή του ως «κοινοτικού» κτιρίου (Stordeur κ.ά. 2000), ανάλογου με εκείνα που ξέρουμε από το Jerf el Ahram και το Mureybet (Aurenche 1980). Η μορφή του ταύρου, που είναι ιδιαίτερα δυναμική στους πρώιμους συμβολισμούς της Ανατολής, δεν λείπει φυσικά και από τον ευρωπαϊκό χώρο (Τρανταλίδου/Γκιώνη 2006, Trantalidou 2010). Βούκρανα σε φυσική κατάσταση, ή επιχρισμένα με πηλό όπως και βούκρανα ανάγλυφα ή ολόγλυφα, εμφανίζονται συχνά στους οικισμούς των νεολιθικών πολιτισμών Τisza και Vinca και δεν λείπουν ούτε και από το χώρο της Μακεδονίας, όπως έδειξαν ευρήματα από τον νεολιθικό οικισμό στο Ντικιλί Τας Φιλίππων (Treuil/Darcque 1998).
Η εμφάνιση επάλληλων αρχαιολογικών στρωμάτων με αντίστοιχο περιεχόμενο και η κάλυψή τους με αντίστοιχο στρώμα αμμουδερού χώματος μαρτυρεί περιοδικότητα, πρέπει να οφείλεται είτε σε επάλληλες καταστροφές ενός κτιρίου επί ή εντός του υπόσκαφου χώρου, είτε σε περιοδικές καλύψεις ενός υπαίθριου αρχικά υπόσκαφου χώρου-αποθέτη (εικ. 8). Αναμένονται τα αποτελέσματα της μικρομορφολογικής μελέτης δειγμάτων από τις επάλληλες επιχώσεις του μεγάλου υπόσκαφου χώρου.
Γύρω στο 5000 π.Χ. ο μεγάλος υπόσκαφος χώρος, όπως και τα λοιπά κτίρια του οικισμού με τους υπόσκαφους χώρους, καταστρέφονται από μεγάλη πυρκαγιά.
Οικιστική περίοδος 2
Η νέα οικιστική περίοδος περιλαμβάνει την κτιριακή φάση ΙΙΙ με δύο διαδοχικές κτιριακές φάσεις, ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ, στις οποίες εμφανίζονται ισόγεια χωρίς υπόσκαφους χώρους πασσαλόπηκτα κτίσματα με πήλινες εστίες και έδρανα στο εσωτερικό τους (εικ. 9).
Εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα αποτελούν τα αρχαιομεταλλουργικά κατάλοιπα, τα οποία βρέθηκαν σε αρχαιολογικά στρώματα αυτής της φάσης. Χρονολογούνται στο πρώτο μισό της 5ης χιλιετίας και αποτελούν τα αρχαιότερα δείγματα εξαγωγικής μεταλλουργίας χαλκού στο ευρωπαϊκό έδαφος (Koukouli/Bassiakos 2002).
Στην κτιριακή φάση ΙΙΙΑ ανήκει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κτίριο: Πρόκειται για το μεγάλο πασσαλόπηκτο κτίριο του βουλγαρικού ανασκαφικού τομέα, το οποίο προσδιορίστηκε και ως ιερό (Todorova/Vajsov 1993, 163f). Στο εσωτερικό του αποκαλύφθηκε μεγάλη ανοικτή εστία και βρέθηκαν τμήματα τριών μεγάλων πήλινων σχηματοποιημένων προτομών γυναικείας μορφής ύψους άνω του 1 μ. (εικ. 10). Οι προτομές ήταν πρόστυπες στην επιχρισμένη με πηλό εσωτερική επιφάνεια των τοίχων του κτιρίου και ανήκουν στα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα νεολιθικής πλαστικής σε μεγάλο μέγεθος. Έξω και δίπλα από την είσοδο βρέθηκε μεγάλο τμήμα ανθρωπόμορφου αγγείου. Αντίστοιχη εικόνα με πρόστυπα ειδώλια, ανθρωπόμορφο αγγείο έξω από την είσοδο, αλλά και με βούκρανα, εμφανίζεται στο λεγόμενο ιερό της Parta στη Ρουμανία που χρονολογείται επίσης στο πρώτο τέταρτο της 5ης χιλιετίας (Lazarovici 1989).
Στην επόμενη κτιριακή φάση ΙΙΙΒ οι ανασκαφές του βουλγαρικού τομέα επισημαίνουν οικιστική αναδιοργάνωση με επέκταση και οχύρωση του οικισμού. Στο ανατολικό άκρο του λόφου η ανασκαφή αποκάλυψε ίχνη μεγάλων ξύλινων πάσσαλων που στήριζαν τον περίβολο. Στο εσωτερικό του περιβόλου τα κτίρια της φάσης ΙΙΙΒ είναι ορθογώνια με τις στενές πλευρές τους προσανατολισμένες βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά. Το κτίριο με τις προτομές εξακολουθεί να υπάρχει ως το τέλος της φάσης αυτής, το οποίο προήλθε από πυρκαγιά.
Οικιστική περίοδος 3
Μετά από περίοδο εγκατάλειψης ακολούθησε η οικιστική περίοδος 3. Από την τελευταία φάση κατοίκησης (κτιριακή φάση ΙV) εντοπίσθηκαν μόνο λάκκοι στα ισοπεδωμένα στρώματα της προγενέστερης φάσης IIIΒ. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα και εγκαταλείφθηκε οριστικά περί το 4250 π.Χ.
Οι παχιές επιχώσεις (εικ. 8), τόσο του υπόσκαφου χώρο όσο και των λοιπών κτισμάτων, έδωσαν πλούσια ευρήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και πολύ ενδιαφέροντα αρχαιοβοτανολογικά (Valamoti 2007) και αρχαιοζωολογικά κατάλοιπα (Иaneв/Cпacoв 2007, Τρανταλίδου/ Θεοδωρογιάννη 2010) (σημ. 3).
Βασικός πολιτιστικός και χρονολογικός δείκτης είναι η κεραμική (Vajsov 2007), η οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό της φαίνεται ότι έχει παραχθεί επί τόπου (Γιούνη κ.ά. 1994). Στην αρχαιότερη κτιριακή φάση Ι η χαρακτηριστική κατηγορία διακοσμημένης κεραμικής είναι τα διακοσμημένα με Bitumen αγγεία (εικ. 11). Κατά την επόμενη κτιριακή φάση ΙΙ μαζί με την κεραμική με την Bitumen διακόσμηση εμφανίζεται και η γραπτή κεραμική τύπου Ακροπόταμος Α (εικ. 12). Στην ίδια κτιριακή φάση ΙΙ εμφανίζονται κατηγορίες διακοσμημένης κεραμικής γνωστές από τη βαλκανική ενδοχώρα, όπως η γνωστή ως black topped κεραμική, η μελανόχρωμη στιλβωμένη κεραμική με ρυτιδωτή (rippled) διακόσμηση, καθώς και τα χαρακτηριστικά αγγεία με την εγχάρακτη και γραπτή διακόσμηση, τα λεγόμενα λυχνάρια.
Βαθμιαία οι επαφές του οικισμού με τον πολιτισμό Vinča στενεύουν, ενώ κυριαρχούν οι σχέσεις με το Νότο, απ’ όπου έρχεται και η κεραμική με τον καφέ γραπτό διάκοσμο τύπου Ακροποτάμου, καθώς και οι άλλες κατηγορίες γραπτής κεραμικής της οικιστικής περιόδου 2.
Με την αρχή της οικιστικής περιόδου 2 (κτιριακή φάση ΙΙΙΑ) αυξάνεται μεν αισθητά η ποσότητα της black topped κεραμικής, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζονται νέα είδη διακοσμημένης κεραμικής, γνωστά από την Ανατολική Μακεδονία, όπως η πρώιμου τύπου γραπτή διακόσμηση μαύρου επί ερυθρού (black on red), διαδεδομένη ιδιαίτερα όχι μόνο στην Ανατολική Μακεδονία, αλλά και στην κοιλάδα του Μέσου και Άνω Στρυμόνα, καθώς και η δίχρωμη διακόσμηση που εμφανίζει δυναμική διάδοση στην κοιλάδα του Κάτω Στρυμόνα (Vajsov 2007). Χαρακτηριστική είναι και μια κατηγορία γραπτής κεραμικής με πλατιές ερυθρές ταινίες (Vajsov 2007, σ. 86, εικ. 3).
Στην κτιριακή φάση ΙΙΙΑ πρωτοεμφανίζονται και αγγεία διακοσμημένα με γραφίτη. Η ανεύρεσή τους ρίχνει νέο φως στο ζήτημα της προέλευσης της κεραμικής αυτής της κατηγορίας, αφού τεκμηριώνει τη χρήση του γραφίτη στην κοιλάδα του Στρυμόνα ήδη από την ύστερη φάση της Νεότερης Νεολιθικής Ι (Vajsov 2007, σ. 97-98).
Στην οικιστική περίοδο 3 του οικισμού «Προμαχών-Topolnica» χαρακτηριστικά δείγματα εγχάρακτης και γραπτής κεραμικής παραπέμπουν στη φάση ΙΙ του Ντικιλί Τας και τη φάση ΙΙΙ των Σιταγρών της Ανατολικής Μακεδονίας και παράλληλα στη φάση Slatinο-Marica I, και Gradesnica του άνω ρου του Στρυμόνα και της Δυτικής Βουλγαρίας.
Τα εργαλεία (Κουρτέση-Φιλιππάκη 1999) (σημ. 4) και τα κοσμήματα (Παλαιολόγου 2007) εντάσσονται τεχνολογικά και μορφολογικά στην πολιτιστική κοινή της Νεότερης Νεολιθικής της Ανατολικής Μακεδονίας. Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του spondylus και του μαρμάρου στα κοσμήματα. Από λευκό λεπτόκοκκο μάρμαρο κατασκευάζονται και περίαπτα, αλλά και μικρογραφικές φιάλες που σώζουν ερυθρό χρώμα στο εσωτερικό τους.
Σημαντικός είναι επίσης ο αριθμός και η ποικιλία των ειδωλίων. Κυρίαρχη είναι η γυναικεία μορφή (εικ. 13), αλλά δεν λείπουν και τα παραδείγματα ανδρικών ειδωλίων. Η ανεύρεση ενός λίθινου φαλόμορφου γλυπτού, σε μνημειακό για την εποχή μέγεθος μαρτυρεί την κατανεμημένη στα δύο φύλα δυναμική των συμβολισμών των δυνάμεων της αναπαραγωγής. Στα ειδώλια, όπως και στα άλλα ευρήματα, αποτυπώνονται χαρακτηριστικά της πολιτιστικής επικοινωνίας του νεολιθικού οικισμού «Προμαχών-Topolnica» με τον βαλκανικό και τον βορειοαιγαιακό κόσμο.
X. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων Καβάλας
Η. Τοdorova, National Institute of Archaeology & Museum of the Bulgarian Academy of Sciences
Ι. Ασλάνης, Διευθυντής Ερευνών, ΕΙΕ
Ι. Vajsov, National Institute of Archaeology & Museum of the Bulgarian Academy of Sciences
Μ. Βάλλα, Αρχαιολόγος, ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για το χρονικό της ανασκαφής στο βουλγαρικό έδαφος πρβλ. ανασκαφικές εκθέσεις στα Πρακτικά της ετήσιας συνάντησης για το ανασκαφικό έργο στη Βουλγαρία, στην περιοδική έκδοση ΑΟP npeз 1981. Πρβλ. Koukouli-Chrysanthaki κ.ά. 2007, σ. 44-45.
2. Για το χρονικό της ανασκαφής στο ελληνικό έδαφος πρβλ. ανασκαφικές εκθέσεις στο Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη (ΑΕΜΘ) 1992. Πρβλ. Koukouli-Chrysanthaki κ.ά. 2007, σ. 45.
3. Παλαιοζωολογικό υλικό από τον ελληνικό ανασκαφικό τομέα μελετά ο Γεώργιος Καζαντζής. F. Kazantzis, «The faunal remains from the Greek sector of the Late Neolithic settlement of Promachon – Topolnica, Macedonia, Greece», μεταπτυχιακή εργασία και αδημ. διδ. διατρ., στο Πανεπιστήμιο του Sheffield.
4. Πελεκητά εργαλεία από τον ελληνικό ανασκαφικό τομέα μελετά η Κατερίνα Κωστάκη (Μεταπτυχιακή εργασία (DEA) και διδακτορική διατριβή στο Paris I Sorbonne).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aurenche 1980: O. Aurenche, «Un exemple de l’architecture domestique au VIII millénaire - La maison XLVII de Mureybat», στο J. Margueron (επιμ.), Le moyen Euphrate: zone de contacts et d'échanges, Αctes du Colloque de Strasbourg, 10-12 mars 1977, Leiden 1980, σ. 35-54.
Γιούνη κ.ά. 1994: Π. Γιούνη / Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη / Π. Πλουμής, «Τεχνολογική ανάλυση της νεολιθικής κεραμικής από τον Προμαχώνα-Topolnica», Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 8 (1994), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 343-348.
Domaradzki κ.ά. 2001: M. Domaradzki κ.ά., «Matériaux concernant l’archéologie de la Struma moyenne», Paзкonкu u npoyчбaиuя XXVIII, Sofia 2001, σ. 70-72.
Koukouli/Bassiakos 2002: Ch. Koukouli-Chrysanthaki / I. Bassiakos, «Nonslagging copper production of 5th Millennium: The evidence from the Neolithic settlement of Promachon-Topolnica (Eastern Macedonia, Greece)», 8th EAA Annual Meeting, 24-29 September 2002, Thessaloniki Hellas. Abstracts book (Thessaloniki 2002), σ. 193-194.
Κουκούλη κ.ά. 1995: Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη / Ι. Ασλάνης / Φ. Κωνσταντοπούλου / Μ. Βάλλα, «Ανασκαφή στον προϊστορικό οικισμό Προμαχώνας-Topolnica κατά το 1995», Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 9 (1995), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 435-440.
Koukouli κ.ά. 2007: Ch. Koukouli-Chrysanthaki / H. Todorova / I. Aslanis / I. Vaisov / M. Valla, «Promachon-Topolnica. A Greek-Bulgarian Archaeological Project», στο H. Todorova / M. Stefanovich, G. Ivanov (επιμ.), The Struma/Strymon River Valley in Prehistory, Proceedings of the International Symposium Strymon Praehistoricus, Kjustendil-Blagoevgrad (Bulgaria) and Serres-Amphipolis (Greece), 27.9.-1.10.2004, Sofia 2007, σ. 43-78.
Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη κ.ά. 2012 υπό έκδοση: Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη / Ι. Ασλάνης / I. Vajsov / H. Todorova / M. Βάλλα, «Γεωφυσική έρευνα και αρχαιολογική πραγματικότητα στον νεολιθικό οικισμό Προμαχών-Τοpolnica», Εκατό Χρόνια Έρευνας στην Προϊστορική Μακεδονία, Διεθνές Συνέδριο, Θεσσαλονίκη Νοέμβριος 2012 (υπό έκδοση).
Κουρτέση-Φιλιππάκη 1999: Πρβλ. πρώτη συνοπτική έκθεση μελέτης λίθινων πελεκτητών εργαλείων ενταγμένη στην ανασκαφική έκθεση 1999 Το Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη (ΑΕΜΘ) 13 (1999), σ. 114-115, σημ. 13-14.
Lazarovici 1989: Ch. Lazarovici, «Das neolithische Heiligtum von Parta», Varia Archaeologica Hungarica II (Neolithic of Southeastern Europe and its Eastern Connections, International Conference 1987, Szolnok-Szeged) 1989, σ. 149-174.
Иaneв/Cпacoв 2007: Н. Иaneв, Н. Cпacoв, «Komпaрaтивнo изcлдaнe нa дивитe и дoмaшни җивoтни oт ceктor Тoпoлниџa», στο H. Todorova / M. Stefanovich, G. Ivanov (επιμ.), The Struma/Strymon River Valley in Prehistory, Proceedings of the International Symposium Strymon Praehistoricus, Kjustendil-Blagoevgrad (Bulgaria) and Serres-Amphipolis (Greece), 27.9.-1.10.2004, Sofia 2007, σ. 509-522.
Παλαιολόγου 2007: Μ. Παλαιολόγου, «Προμαχώνας–Topolnica. Κοσμήματα και μαρμάρινα αγγεία: μια πρώτη προσέγγιση», Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 21 (2007), Θεσσαλονίκη 2010, σ. 347-354.
Papa κ.ά. 2004: M. Papa / P. Halstead / D. Urem-Kotsou / K. Kotsakis, «Evidence for large scale feasting at Late Neolithic Makrygyalos, N. Greece», στο J.C. Barrett and P. Halstead (επιμ.), Food, Cuisine and Society in Prehistoric Greece, Sheffield Studies in Aegean Archaeology 2004, σ. 16-44.
Pernicheva 1983: L. Penicheva, «Prehistory of the Strumesenica», στο M. Domaradski / J. Sliwa (επιμ.), The Lower Strumesnica Valley in Prehistoric, Ancient and Early Medieval Times, Krakov 1983, σ. 11-31.
Stordeur κ.ά. 2000: D. Stordeur, M. Brenet, G. der Aprahamian, J.C. Roux, «Les bâtiments communautaires de Jerf el Ahmar et Mureybet Horizon PPNA (Syrie)», Paleorient 26/1, 2000, σ. 29-43.
Todorova/Vajsov 1993 : H. Todorova/I. Vajsov, The Neolithic in Bulgaria, Sofia 1993.
Τρανταλίδου/Γκιώνη 2006: Κ. Τρανταλίδου / Γ. Γκιώνη, «Προμαχών-Topolnica - Τα βούκρανα του μεγάλου υπόσκαφου χώρου: ζωοολογικός προσδιορισμός και πολιτιστικά παράλληλα από την Ανατολική Μεσόγειο», Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 20 (2006), Θεσσαλονίκη 2008, σ. 217-228.
Trantalidou 2010: Κ. Trantalidou «Bovid sculls in Southeastern European Dwellings. The case of the Subterranean Circular Room at Promachon-Topolnica in the Strymon Valley, Greece», στο D. Campana / P. Grabtree / S.D. de France / J. Lev-Τov and A. Choyke (επιμ.), Anthropological Approaches to Zooarcheology, Oxford 2010, σ. 213-219.
Τρανταλίδου/Θεοδωρογιάννη 2010 (υπό έκδοση): Κ. Τρανταλίδου / Ο. Θεοδωρογιάννη, «H διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου στην κοιλάδα του Στρυμόνα. Δειγματοληπτική έρευνα στο αρχαιοζωολογικό υλικό του Προμαχώνα», Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 24 (2010), (υπό εκδοση).
Treuil/Darcque 1998: R. Treuil / P. Darcque, «Un "bucrane" néolithique a Dikili Tash (Macédoine Orientale): parallèles et perspectives d’interprétation», Bulletin de Correspondance Hellénique (BCH) 122, 1998, σ. 1-25.
Valamoti 2007: Sultana-Maria Valamoti, «Agriculture and Use of Space at Promachon-Topolnica», στο H. Todorova / M. Stefanovich, G. Ivanov (επιμ.), The Struma/Strymon River Valley in Prehistory, Proceedings of the International Symposium Strymon Praehistoricus, Kjustendil-Blagoevgrad (Bulgaria) and Serres-Amphipolis (Greece), 27.9.-1.10.2004, Sofia 2007, σ. 523-529.
Vajsov 2007: I. Vajsov, «A typology of painted decoration and its use as a chronological marker», στο H. Todorova / M. Stefanovich, G. Ivanov (επιμ.), The Struma/Strymon River Valley in Prehistory, Proceedings of the International Symposium Strymon Praehistoricus, Kjustendil-Blagoevgrad (Bulgaria) and Serres-Amphipolis (Greece), 27.9.-1.10.2004, Sofia 2007, σ. 78-120.