Σύμφωνα με τις σχετικές πληροφορίες, που είδαν το φως της δημοσιότητας δύο εικοσιτετράωρα αργότερα, περί τις μεσημβρινές ώρες της 19ης Οκτωβρίου και ημέρα Δευτέρα, το 69ο συνοριακό φυλάκιο στο όρος Κερκίνη (Μπέλλες) παρά τη διάβαση Δεμίρ Καπού δέχθηκε αιφνίδια πυρά από Βούλγαρους στρατιώτες του έναντι φυλακίου, από τα οποία φονεύτηκαν δύο Έλληνες στρατιώτες. Ανταποδίδοντας τα πυρά Έλληνες στρατιώτες φόνευσαν τρεις Βούλγαρους. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς ο προϊστάμενος του φυλακίου και διοικητής του λόχου προκαλύψεως λοχαγός (ΠΖ) Χ. Βασιλειάδης, που είχε έδρα στο μεθοριακό χωριό Άνω Πορόια Σερρών, έσπευσε αμέσως στο φυλάκιο και κρατώντας λευκή σημαία εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος προς διαπραγμάτευση, όπου και δέχθηκε θανάσιμη σφαίρα στο στήθος. Ακολούθησε συμπλοκή, όπου καταλήφθηκε το φυλάκιο από Βούλγαρους στρατιώτες.
Λαμβάνοντας γνώση του όλου συμβάντος ο διοικητής του οικείου τάγματος προκαλύψεως αντισυνταγματάρχης Α. Σέργιος έθεσε σε συναγερμό όλα τα παρακείμενα φυλάκια. Τις απογευματινές ώρες το υπό τον υποστράτηγο Ν. Ζαφειρίου Γ΄ Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη) και το Δ΄ Σώμα Στρατού (Καβάλα), καθώς και η υπό τον συν/ρχη ΠΒ Παπαϊωάννου 6η Μεραρχία (Σέρρες), ήταν ήδη ενήμερες, έχοντας τεθεί σε ετοιμότητα απώθησης πιθανής βουλγαρικής προσβολής, ενημερώνοντας σχετικά τον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού υποστράτηγο Π. Σαρρηγιάννη, ο οποίος με τη σειρά του έσπευσε και ενημέρωσε τον πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών Θ. Πάγκαλο. Κατά τη συνεργασία αυτή, όπου συμμετείχε και ο υφυπουργός Στρατιωτικών Κ. Νίδερ, αποφασίσθηκε τελικά όλες οι παραπάνω στρατιωτικές μονάδες να λάβουν "πάντα τα ενδεικνυόμενα μέτρα", με δεδομένο ότι δεν υπήρξε συνέχεια εκ μέρους των Βουλγάρων.
Ελληνική αντιμετώπιση
Την επομένη του επεισοδίου περιήλθαν στην ελληνική κυβέρνηση πληροφορίες περί κινήσεων βουλγαρικών στρατευμάτων κοντά στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Πολεμικό αεροσκάφος που απογειώθηκε από τη Θεσσαλονίκη και διενήργησε κατόπτευση της περιοχής ανέφερε παρουσία μικρής σχετικά δύναμης βουλγαρικού τακτικού στρατού στα μετόπισθεν των συνόρων, που αφορούσε το βουλγαρικό τάγμα προκάλυψης, αντίστοιχο με το ελληνικό, ενώ μια περιορισμένη ομάδα είχε καταλάβει τη διάβαση του Δεμίρ Καπού. Μέχρι τις βραδυνές ώρες η βουλγαρική πρεσβεία στην Αθήνα δήλωνε άγνοια του επεισοδίου και ότι δεν είχε καμία ενημέρωση από τη Σόφια, γεγονός που οδήγησε τον Πάγκαλο στην άποψη -όπως δήλωσε σε δημοσιογράφους- ότι η εν λόγω επίθεση στο ελληνικό φυλάκιο ήταν πράξη παρακυβερνητικής οργάνωσης Βουλγαρομακεδόνων αυτονομιστών, καταλήγοντας στις δηλώσεις του «ελπίζω ότι το επεισόδιο δεν θα έχει έκτασιν, αλλά πάντως δεν θα μείνει άνευ συνεπειών». Παράλληλα και ο τότε νεοδιορισθείς Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, πρώην υπουργός Εσωτερικών Α. Παναγιωτόπουλος δήλωσε: "Η επίθεσης των Βουλγάρων ήταν εντελώς αδικαιολόγητος. Ελάβαμεν πάντα τα μέτρα όπως επιβάλωμεν αμέσως τον σεβασμόν εις τους προδοτικώς φονεύσαντας τον αξιωματικόν μας. Η κοινή γνώμη ας είναι απολύτως ήσυχος. Η Κυβέρνησις είναι εις θέσιν να συντρίψει ανοικτιρμόνως τοιαύτας αποπείρας και να επιβάλη τον σεβασμόν των ξένων προς την χώραν μας".
Ελληνική διακοίνωση
Τις μεσημβρινές ώρες της μεθεπομένης του επεισοδίου (21 Οκτωβρίου), ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Σόφια επέδωσε στη Βουλγαρική κυβέρνηση ελληνική νότα, η οποία προτάσσοντας το ιστορικό του επεισοδίου κατέληγε επιτακτικά στην άμεση ικανοποίηση τριών όρων:
Την έκφραση λύπης και συγνώμης εκ μέρους της Βουλγαρίας για τη γενόμενη προσβολή.
Την καταβολή αποζημίωσης δύο εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (έξι εκατομμυρίων δραχμών) στις οικογένειες των φονευθέντων.
Την παραδειγματική τιμωρία του αξιωματικού εκείνου που διέταξε την προσβολή του ελληνικού φυλακίου.
Αντίγραφο της παραπάνω διακοίνωσης επιδόθηκε και στον στρατιωτικό ακόλουθο της βουλγαρικής πρεσβείας στην Αθήνα, Ντάντσες, που αντικαθιστούσε τον απουσιάζοντα πρέσβη και που φερόταν να αγνοούσε επίσημα το συμβάν, υποστηρίζοντας ότι τούτο μπορεί να προήλθε από κομιτατζήδες, προτείνοντας τη σύσταση μικτής επιτροπής για την εξέταση των αιτίων, πρόταση μη γενόμενη δεκτή, αφού τα στοιχεία που είχε στο μεταξύ συγκεντρώσει το ΓΕΣ απέκλειαν τη συμμετοχή κομιτατζήδων, σύμφωνα και με τις σχετικές δηλώσεις του Α/ΓΕΣ. Ακολούθησε κοινοποίηση της διακοίνωσης σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες κυρίως της Ευρώπης, καθώς και στις πρεσβείες στην Αθήνα. Σημειώνεται ότι πρώτοι πρέσβεις που έδειξαν ενδιαφέρον και ζήτησαν πληρέστερη ενημέρωση προσερχόμενοι στο υπουργείο Εξωτερικών ήταν οι πρέσβεις της Σερβίας και της Τουρκίας. Επίσης σημειώνεται ότι την ίδια ημέρα υπουργός εξωτερικών ανέλαβε ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, διατηρώντας παράλληλα το υπουργείο των Ναυτικών, μετά την ιδιαίτερα επεισοδιακή παραίτηση του Κ. Ρέντη, εγκαταλείποντας το υπουργείο το πρωί της προηγουμένης.
Παράλληλα με τα παραπάνω μετά από ευρεία σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα υπό την προεδρία του Πάγκαλου, όπου συμμετείχε και ο υπουργός Συγκοινωνιών Ι. Γρηγοράκης, διατάχθηκε η διακοπή της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας με τη Βουλγαρία και η προετοιμασία στρατιωτικών μονάδων για μεταφορά και προέλαση εντός του βουλγαρικού εδάφους. Τις εσπερινές ώρες η ελληνική κυβέρνηση έλαβε τηλεγράφημα της ελληνικής πρεσβείας της Σόφιας, δια του οποίου ο υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας Κάλφωτ προέβαλε τη διευθέτηση του ζητήματος με σύσταση μικτής επιτροπής για την εξεύρεση των πρωταιτίων και τον καταλογισμό ευθυνών, το οποίο τηλεγράφημα φέρεται τελικά από ελληνικής πλευράς να αγνοήθηκε.
Εισβολή στο βουλγαρικό έδαφος
Η ανατολή του ηλίου στις 22 Οκτωβρίου βρήκε σε εξέλιξη ελληνική στρατιωτική επιχείρηση εντός του βουλγαρικού εδάφους, όπου δύο στρατιωτικές φάλαγγες δύναμης ενός συντάγματος η κάθε μία και ενισχυμένες με στοιχεία πυροβολικού, κινούμενες παράλληλα μεταξύ τους, ακολουθούσαν βορειοδυτική κατεύθυνση σε βάθος 10 χλμ. από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Τις εν λόγω φάλαγγες συγκροτούσαν το 19ο και 21ο σύνταγμα πεζικού, αμφότερα της VIης Μεραρχίας Πεζικού (Σερρών), που τις βραδυνές ώρες της προηγουμένης είχαν συγκεντρωθεί παρά το οχυρό Ρούπελ. Κατά το λυκαυγές εκτελώντας διαταγή προέλασης, διαβαίνοντας τη γέφυρα Κούλα του Στρυμόνα που βρίσκεται ανατολικότερα της διάβασης Δεμίρ Καπού, εισήλθαν στο βουλγαρικό έδαφος με αντικειμενικό σκοπό (όπως έγινε αργότερα γνωστό) αφενός την περικύκλωση του βουλγαρικού μεθοριακού τάγματος προκάλυψης και αφετέρου την κατάληψη επίκαιρων υψωμάτων περί την κωμόπολη του Πετριτσίου. Τις μεσημβρινές ώρες αμφότεροι οι σκοποί είχαν επιτευχθεί πλήρως. Βέβαια η όλη επιχείρηση που σχεδιάστηκε και οργανώθηκε από το Γ΄ Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκης) πραγματοποιήθηκε γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι στην εν λόγω περιοχή δεν υπήρχε αξιόλογος βουλγαρικός στρατιωτικός σχηματισμός και συνεπώς δεν θα προβαλλόταν ουσιαστική αντίσταση.
Συγκεκριμένα η δεξιά φάλαγγα υπό τον συνταγματάρχη Θεόφιλο Βουτσινά έχοντας προελάσει 25 χλμ. εντός του βουλγαρικού εδάφους, περί το μεσημέρι κατέλαβε τα επίκαιρα υψώματα ανατολικά του Πετριτσίου και στη συνέχεια, αφού ορίσθηκαν προφυλακές, στάλθηκαν ανιχνευτικές περίπολοι στα γύρω χωριά. Η ανιχνευτική περίπολος που εισήλθε στο Πετρίτσι ήρθε αντιμέτωπη με μια διλοχία, που μόλις είχε φθάσει στο σιδηροδρομικό σταθμό για την ενίσχυση του βουλγαρικού τάγματος προκάλυψης. Ακολούθησε σθεναρή μάχη με κανονιοβολισμό των βουλγαρικών θέσεων, γεγονός που ανάγκασε τη διλοχία να τραπεί σε φυγή. Από την εν λόγω μάχη οι ελληνικές απώλειες ήταν 5 νεκροί (1 αξιωματικός και 4 οπλίτες, μεταξύ των οποίων ο σαλπιγκτής της περιπόλου) και 9 τραυματίες (1 αξιωματικός και 8 οπλίτες). Παράλληλα το βουλγαρικό τάγμα προκάλυψης προκειμένου ν΄ αποφύγει περικύκλωση από την υπό τον συν/ρχη Παπαϊωάννου έτερη φάλαγγα, υποχώρησε βορειοδυτικότερα στο εσωτερικό του βουλγαρικού εδάφους. Ομοίως η βουλγαρική ομάδα που είχε καταλάβει το ελληνικό φυλάκιο τράπηκε σε φυγή. Όταν έγιναν τούτα γνωστά στην Αθήνα, δόθηκε εντολή από τον Θ. Πάγκαλο προς τις δύο φάλαγγες να σταματήσουν την προέλαση και να παραμείνουν στη θέση τους αναμένοντας διαταγές.
Βουλγαρική αντίδραση
Η παραπάνω αιφνίδια και απροκάλυπτη ελληνική προέλαση - εισβολή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων εντός του βουλγαρικού εδάφους, πριν ακόμα εξακριβωθούν τα πραγματικά αίτια του επεισοδίου, ήταν επόμενο να προκαλέσει αρχικά την έκπληξη της βουλγαρικής κυβέρνησης. Μόλις ενημερώθηκε σχετικά ο Βασιλεύς Βόρις Γ΄ κάλεσε τον πρωθυπουργό Αλεξάντερ Τσανκόφ για τη διευθέτηση του ζητήματος διά της διπλωματικής οδού και μόνο, εφιστώντας την προσοχή του υπουργού των Εξωτερικών, πρώην συνταγματάρχη, Χρίστο Βολκόφ για αποκλεισμό προς το παρόν οποιασδήποτε στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Ουσιαστικά την τακτική αυτή υπαγόρευε η δεινή κατάσταση που είχε περιέλθει η Βουλγαρία μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ, που έφθανε ακόμα και στην αποστρατιωτικοποίησή της.
Ακολούθησε πολύωρο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο υιοθετώντας την άποψη του βασιλιά αποφάσισε τη μεσολάβηση της Ρουμανίας, όπου ο Τσακόφ τηλεγραφώντας στον Ρουμάνο υπουργό Εξωτερικών Δούκα, ζήτησε επίσημα τη μεσολάβησή του στην Αθήνα για συγκρότηση μικτής ανακριτικής επιτροπής
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας το βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων άρχισε να μεταδίδει το γεγονός της εισβολής των Ελλήνων, χαρακτηρίζοντας εξ εαυτού τη ρηματική διακοίνωση ως τελεσίγραφο, αναφέροντας ότι το επεισόδιο ξεκίνησε από τους Έλληνες που πρώτοι άρχισαν να πυροβολούν και κάνοντας μνεία στην επίμονη άρνηση της ελληνικής πλευράς για σύσταση μικτής επιτροπής έρευνας των αιτίων. Επίσης συμπλήρωνε ότι οι εισβολείς Έλληνες, αφού βομβάρδισαν το Πετρίτσι, παρέμεναν στρατοπεδευμένοι στη γύρω περιοχή. Η βουλγαρική αυτή θέση όπως ήταν φυσικό έστρεψε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από το μεθοριακό επεισόδιο στα γεγονότα του Πετριτσίου -εξ ου και το ομώνυμο ζήτημα- που βεβαίως θορύβησε πρώτιστα τις κυβερνήσεις των όμορων χωρών.
Λίγες ώρες μετά την παραπάνω μετάδοση έσπευσαν στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών τόσο οι πρέσβεις της Αγγλίας, Αλβανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ισπανίας, Ιταλίας και Ρουμανίας προκειμένου να ενημερωθούν σχετικά, όσο και ο πρέσβης της Σερβίας Γαβρίλοβιτς, ο οποίος και δήλωσε στη συνέχεια ότι η Σερβία παραμένει πιστή σύμμαχος της Ελλάδας. Ο δε στρατιωτικός ακόλουθος της τουρκικής πρεσβείας Χουσνή-μπεης μετέβη στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, όπου και ενημερώθηκε σχετικά από τον ίδιο τον αρχηγό. Ακολούθως ο επιτετραμμένος της Βουλγαρίας στην Αθήνα επικοινωνώντας τηλεφωνικά με τον Α/ΓΕΣ διαβεβαίωσε, σύμφωνα με νεότερο τηλεγράφημα από Σόφια, ότι η βουλγαρική κυβέρνηση ήδη διέταξε την κατάπαυση του πυρός σε όλα τα σημεία επαφής βουλγαρικού με ελληνικού στρατού, ζητώντας όμοια ενέργεια εκ μέρους της Ελλάδας. Στη συνέχεια ο Α/ΓΕΣ καλώντας τους δημοσιογράφους έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις: «Το στρατιωτικόν ημών έργον έληξε. Κατόπιν κυβερνητικής αποφάσεως τα προελάσαντα ελληνικά στρατεύματα διέκοψαν την προέλασίν των αναμένοντα νέας διαταγάς, παραμένοντα στις καταληφθείσες θέσεις δια λόγους ασφαλείας, όσο θα συνεχίζονται αι διπλωματικαί συνεννοήσεις». Τις βραδυνές ώρες ο πρωθυπουργός Θ. Πάγκαλος αντικρούοντας τους βουλγαρικούς ισχυρισμούς επανέλαβε τις δηλώσεις που είχε κάνει νωρίτερα σε κατ΄ ιδίαν συνάντηση στον Βούλγαρο επιτετραμμένο, ότι η ρηματική διακοίνωση μπορεί να είχε αυστηρό χαρακτήρα, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν επείχε θέση τελεσιγράφου και ότι δεν βομβαρδίστηκε το Πετρίτσι, αλλά μόνο ο χώρος του σιδηροδρομικού σταθμού με δύο βολές.
Προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών
Τις πρωινές ώρες της 23ης Οκτωβρίου ο Βούλγαρος διπλωμάτης Ντάντσες ενημέρωσε τον υπουργό Εξωτερικών για την πρόθεση της χώρας του να καταφύγει στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Στη Σόφια το βουλγαρικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε και επέδωσε στον εκεί Έλληνα πρέσβη βουλγαρική αντι-διακοίνωση, απορρίπτοντας έτσι την ελληνική. Στην εν λόγω αντι-διακοίνωση, όπου γινόταν πολύ επιγραμματική αναφορά στο μεθοριακό επεισόδιο, η βουλγαρική κυβέρνηση απέκρουε κάθε ευθύνη για το συμβάν, υπενθυμίζοντας ότι επειδή οι απόψεις Βουλγαρίας και Ελλάδας αντικρούονταν ως προς τη γένεσή του, η βουλγαρική κυβέρνηση πρότεινε τη διενέργεια έρευνας επ΄ αυτού, ότι η πρόταση αυτή επαναλήφθηκε δύο φορές και ότι η βουλγαρική κυβέρνηση ζήτησε την άμεση κατάπαυση του πυρός. Δυστυχώς όμως, συνέχιζε η αντι-διακοίνωση, οι βουλγαρικές προτάσεις παρέμειναν χωρίς απάντηση, αντίθετα σημαντικά ελληνικά στρατεύματα διάβηκαν τα σύνορα και κατέλαβαν βουλγαρικό έδαφος σε πλάτος 32 χλμ. και βάθος 12 χλμ. Η εν λόγω εισβολή στο έδαφος της Βουλγαρίας, μέλους της ΚτΕ και χώρας ως γνωστόν αφοπλισμένης, διενεργήθηκε από εχθροπραξίες πεζικού, πυροβολικού και αεροπλάνων. Κατόπιν αυτών η βουλγαρική κυβέρνηση εξέφραζε τη λύπη της, που δεν μπόρεσε να έλθει σε απευθείας διαπραγματεύσεις και βεβαίωνε την επιθυμία της Βουλγαρίας για αναμονή της αποφάσεως του Συμβουλίου της ΚτΕ.
Η τηλεγραφική προσφυγή της Βουλγαρίας στην ΚτΕ, με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1925 (βραδυνές ώρες), ανέφερε τα ακόλουθα (σε λόγια μετάφραση εκ της γαλλικής):
«Την 19ην τρέχοντος, περί την 5ην μ.μ. ώραν, εις Έλλην στρατιώτης διέβη τα μεθόρια και επυροβόλησε κατά του Βουλγάρου σκοπού, εν Δεμίρ Καπού επί του όρους Μπελασίτσα. Ο Βούλγαρος σκοπός απήντησε και εφόνευσε τον επιτιθέντα, όστις έπεσεν επί του βουλγαρικού εδάφους, μεθ΄ο ελληνικόν απόσπασμα υπό τας διαταγάς του διοικητού του οικείου μεθοριακού σταθμού προήλασεν εις το βουλγαρικόν έδαφος, όπως παραλάβη το σώμα του Έλληνος στρατιώτου. Οι άνδρες του βουλγαρικού φυλακίου αντέστησαν κατά της ενεργείας ταύτης γενομένης προ των συνήθων διαπιστώσεων όπου και ήρχισε τυφεκιοβολισμός εκατέρωθεν διαρκέσας μέχρι της εσπέρας της 20ης τρέχοντος. Ευθύς ως η Βουλγαρική Κυβέρνησις έλαβε γνώσιν του επεισοδίου, ανέθεσεν εις την εν Αθήναις βουλγαρικήν πρεσβείαν να προτείνη εις την Ελλάδαν τον διορισμόν μικτής επιτροπής προς καθορισμόν των ευθυνών. Η αυτή πρότασις επανελήφθη τρις, δια της εν Σόφια ελληνικής πρεσβείας. Πριν ή δώση απάντησιν εις την πρότασιν ημών, η ελληνική κυβέρνησις έδωκεν εις τα ελληνικά στρατεύματα διαταγάς να προχωρήσουν εις το βουλγαρικόν έδαφος. Η διαταγή εξετελέσθη υπό πολυαρίθμων στρατιωτικών αποσπασμάτων υποστηριζομένων υπό πυροβολικού, άτινα ήρχισαν την πορείαν αυτών εντός της ημέρας της 21ης όπου και εισέδυσαν ήδη εις βάθος 8 χλμ. Η βουλγαρική κυβέρνησις έδωκε διαταγήν εις τους μεθοριακούς σταθμούς να μη αντιστώσι ενόπλως εις την εισβολήν ταύτην. ούτω δε τα ελληνικά στρατεύματα ηδυνήθηκαν να καταλάβουν διαφόρους βουλγαρικούς σταθμούς εν τη κοιλάδι του Στρυμώνος. Η προέλασις αυτών εξακολουθεί, το δε ελληνικόν πυροβολικόν έρριψε πολλάς οβίδας επί της πόλεως Πετριτσίου και του σιδηροδρομικού σταθμού Μαρνοπόλε, επί της γραμμής Ραδομίρ - Πετριτσίου. Ελληνικόν αεροπλάνον έρριψε την πρωίαν ταύτης της σήμερον πολλάς βόμβας επί της γεφύρας παρά το χωρίον Λιβούνοβον. Πέντε Βούλγαροι στρατιώται επληγώθησαν.
Διαμαρτυρομένη εντονότατα εναντίον της καταφώρου ταύτης εισβολής εις το έδαφος χώρας εκδήλως αφωπλισμένης υπό στρατού, χώρας η οποία είναι μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και παραβαίνει τας στοιχειώδεις αυτής υποχρεώσεις, δυνάμει του 10ου και 11ου άρθρου του Συμφώνου της ΚτΕ, η βουλγαρική κυβέρνησις παρακαλεί υμάς να συγκαλέσητε επειγόντως το Συμβούλιον όπως λάβητε τα επιβαλλόμενα μέτρα. Πεπεισμένη δε ότι το Συμβούλιον θα εκτελέση το καθήκον του, η βουλγαρική κυβέρνησις διατηρεί την εις τα βουλγαρικά στρατεύματα δοθείσαν διαταγήν να μη αντιτάξωσιν αντίστασην τινά κατά του επιδραμόντος εις το εθνικόν έδαφος.»
Το μεσημέρι ο διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών Λυσίμαχος Καυταντζόγλου παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο, που συνεδρίαζε στο πολιτικό γραφείο του Πάγκαλου, τηλεγράφημα του Έλληνα επιτετραμμένου στη Βέρνη Β. Δενδραμή, που επιβεβαίωνε τη δήλωση του Ντάντσες περί προσφυγής της Βουλγαρίας στην ΚτΕ. Προηγουμένως οι εν Αθήναις πρέσβεις Αγγλίας, Βελγίου, Γερμανίας, Ιταλίας, Σερβίας και Τουρκίας είχαν επισκεφθεί τον υπουργό Εξωτερικών προκειμένου να ενημερωθούν επί της εξελίξεως του συμβάντος, συστήνοντας την ειρηνική διευθέτηση. Ο δε υπουργός Χατζηκυριάκος τους διαβεβαίωσε την αυτή πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης για ικανοποιητική λύση, σύμφωνα με την ελληνική διακοίνωση. Στο μεταξύ μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη 15 Βούλγαροι αιχμάλωτοι, εκ των οποίων 2 ήταν υπαξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού, 6 Βούλγαροι στρατιώτες που αποτελούσαν τη φρουρά του 13ου βουλγαρικού φυλακίου και 7 ένοπλοι Κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ που μάχονταν σε χαρακώματα, οι τέσσερις εκ των οποίων είχαν μεταναστεύσει εσχάτως από τη Μακεδονία. Από τις ομολογίες των παραπάνω αποκαλύφθηκε ότι τρεις ημέρες προ του επεισοδίου είχαν συγκεντρωθεί στο σημείο εισβολής κάποια στρατιωτικά αποσπάσματα και είχαν προσκληθεί και οι πολιτοφύλακες των βουλγαρικών χωριών της γύρω περιοχής. Χαρακτηριστικό επίσης υπήρξε το ακόλουθο τηλεγράφημα των Ποντίων προσφύγων της Γουμένισσας προς τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας και το Γ΄ Σώμα Στρατού: "Συγκινηθέντες δολίων ενεργειών Βουλγάρων παραμεθόριον, τασσόμεθα πρόσφυγες Πόντιοι Γουμενίσσης πλευρό υμών από 15 - 80 ετών ανυπομόνως συμεθέξεως εκδικήσεως".
Τις βραδυνές ώρες της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκε μακρά κυβερνητική σύσκεψη, στην οποία έλαβαν μέρος ο πρωθυπουργός Θ. Πάγκαλος, ο Α. Χατζηκυριάκος, ο Ι. Κούνδουρος, ο Λ. Ρούφος, ο Ι. Γρηγοράκης, ο Α. Ταβουλάρης, ο αρχηγός του Επιτελείου Π. Σαρρηγιάννης και ο μέραρχος Χ. Λούφας, μετά το πέρας της οποίας ο Χατζηκυριάκος δήλωσε ότι η Ελλάδα έχει όλα τα δίκαια και στην επικείμενη συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών θα επιμείνει στους όρους της ελληνικής διακοίνωσης.
Ο ευρωπαϊκός τύπος
Γενικά ο ευρωπαϊκός τύπος της εποχής, σχετικά με το επεισόδιο όπως αυτό είχε εξελιχθεί, αποδεχόμενος την ελληνική εκδοχή και αγνοώντας τη βουλγαρική προπαγάνδα, τασσόταν υπέρ της ειρηνικής διευθέτησης με επίδειξη μετριοπάθειας αμφοτέρων των πλευρών ενώπιον του Συμβουλίου της ΚτΕ (ύστερα μάλιστα και από τις ελληνικές διαβεβαιώσεις), μη θεωρώντας το άξιο λόγου για επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Συγκεκριμένα:
Η γαλλική φιλελεύθερη εφημερίδα "Παρισινή Μεσημβρία" (Paris-Midi), παλαιότερη έκδοση της Paris-Soir, αναφερόμενη στο ζήτημα εξέθετε παράλληλα τις βουλγαρικές βλέψεις επί της Θράκης, της Θεσσαλονίκης και της διεξόδου στο Αιγαίο, ενώ έκανε και σχετική μνεία στο ατυχές πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, που είχε αναγάγει ο δεύτερος στη Γενεύη σε ζήτημα μειονοτήτων και το οποίο είχε επιφέρει αποτελέσματα αντίθετα μιας εξομάλυνσης των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων. Κατέληγε στο συμπέρασμα, ότι οι βαλκανικές χώρες δεν ήταν ακόμα ώριμες για ειρηνική οργάνωση και ότι καθίστατο αναγκαία η συνέχιση των συζητήσεων επί του "Βαλκανικού Συμφώνου", την πρωτοβουλία του οποίου είχε ο πρόσφατα παραιτηθείς Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Κ. Ρέντης, συστήνοντας τέλος την επίλυση από την ΚτΕ.
Η "Εφημερίδα των Συζητήσεων" (Journal des Débats), δια του συντάκτη της Γκωβαίν, εξέφραζε τη λύπη της για το ότι η Ελλάδα στην προκειμένη περίπτωση δεν περιορίστηκε μετά το επεισόδιο σε έντονη διαμαρτυρία, επικαλούμενη το άρθρο 12 του συμφώνου της ΚτΕ, αλλά προτίμησε τη δυναμική παρουσία με στρατιωτική απειλή χωρίς να διατρέχει κίνδυνο από την ήδη αποστρατιωτικοποιημένη Βουλγαρία. Παρά ταύτα ο συντάκτης θεωρούσε πιθανούς υπαιτίους τους Βουλγαρομακεδόνες προκειμένου "να κορέσουν τα πάθη τους".
Η επίσης γαλλική εφημερίδα "Έργο" συνιστούσε μετριοπάθεια και άμεση αποκλιμάκωση - επίλυση του ζητήματος χωρίς αναζήτηση ευθυνών.
Ο "Παρισινός Χρόνος" χαρακτήρισε το επεισόδιο ανάξιο λόγου εμπλοκής των Μεγάλων Δυνάμεων, προτείνοντας την προσφυγή στο Συμβούλιο της ΚτΕ.
Ο αγγλικός "Ημερήσιος Τηλέγραφος" διατεινόταν ότι οποιοδήποτε επεισόδιο μεταξύ των χωρών της Βαλκανικής θα πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων σοβαρό, λόγω των ρευστών ακόμα υφιστάμενων μεταξύ τους σχέσεων.
Η "Daily Mail" έχοντας αποδεχθεί την ελληνική εκδοχή συνιστούσε επίσης την επίλυση από το Συμβούλιο της ΚτΕ.
Τις παραπάνω γενικές θέσεις επαναλάμβαναν και άλλες ευρωπαϊκές εφημερίδες καθώς και ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Επέμβαση της ΚτΕ
Άμεσες εντολές - προσκλήσεις
Την περίοδο εκείνη Γενικός Γραμματέας της ΚτΕ ήταν ο Βρετανός ευπατρίδης και διπλωμάτης Ερρίκος Ντράμοντ (Eric Drummond), 16ος κόμης του Περθ, ο οποίος μόλις έλαβε γνώση της βουλγαρικής προσφυγής (23 Οκτωβρίου, ημέρα Παρασκευή), δραστηριοποιήθηκε τάχιστα καλώντας τηλεγραφικά από τη Γενεύη τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας να απόσχουν από κάθε πολεμική συμπλοκή, να αποχωρήσουν άμεσα τα όποια στρατεύματα και επιστρέψουν στα εθνικά εδάφη τους, ορίζοντας στη συνέχεια έκτακτη σύσκεψη του Συμβουλίου της ΚτΕ στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών στο Παρίσι για την επικείμενη Δευτέρα (26 Οκτωβρίου).
Του τηλεγραφήματος αυτού ακολούθησε δεύτερο προς την Ελλάδα, δια του οποίου ο ΓΓ της ΚτΕ εκδήλωνε τη λύπη του, διότι δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τη ζωηρή επιθυμία του να επισκεφθεί την Ελλάδα, όπως είχε προγραμματίσει για την 1η Νοεμβρίου λόγω της έκτακτης σύγκλησης του Συμβουλίου της ΚτΕ. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο τότε Γάλλος υπουργός των Εξωτερικών Α. Μπριάν, που ασκούσε καθήκοντα προέδρου του Συμβουλίου, απέστειλε από το Παρίσι δια των Γάλλων πρεσβευτών στους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας και Βουλγαρίας την ακόλουθη κοινή τηλεγραφική πρόσκληση για τη συμμετοχή τους στην επικείμενη συνεδρίαση:
Κατά την προσεχή Σύνοδον το Συμβούλιον θα εξετάσει μετά των αντιπροσώπων της Ελλάδος και της Βουλγαρίας το σύνολο της υποθέσεως. Εν τω μεταξύ είμαι βέβαιος ότι ερμηνεύω την επιθυμίαν των συναδέλφων μου υπομνήσκων εις τας δύο κυβερνήσεις τας υποχρεώσεις τας βαρύνουσας αυτάς ως μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, τας πανηγυρικάς αυτών υποχρεώσεις, τας απορρέουσας εκ του 12ου άρθρου, να μη προσφύγουν εις πόλεμον και τας βαρείας συνεπείας, αίτινες συνωδά τω Συμφώνω θα πηγάσουν εκ της παραβιάσεως αυτών.
Εξορκίζω τας δύο Κυβερνήσεις να δώσουν άνευ αναβολής τας δέουσας οδηγίας, ούτως ώστε διαρκούσης της εξετάσεως της διαφοράς των ενώπιον του Συμβουλίου, όχι μόνον καμμία στρατιωτική επιχείρησις να μη λάβει χώραν, αλλά και τα στρατεύματα εκατέρας των Κυβερνήσεων αποσυρθώσι αμέσως εις τα οικεία εδάφη των. Α. Μπριάν.
Την παραπάνω πρόσκληση επέδωσε στον Έλληνα ΥΠΕΞ Α. Χατζηκυριάκο ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα Ντι Σαμπραίν, αργά το απόγευμα της 23ης Οκτωβρίου, οπότε και ακολούθησε το υπουργικό συμβούλιο υπό τον Θ. Πάγκαλο που αναφέρθηκε παραπάνω.
Οι δε εντολές και προσκλήσεις αυτές γενόμενες γνωστές χαιρετίστηκαν με ιδιαίτερα ευνοϊκά σχόλια από τον ευρωπαϊκό τύπο.
Απαντήσεις του ΥΠΕΞ
Και τα δύο τηλεγραφήματα των διεθνών παραγόντων (του Γ.Γ. και του προέδρου του Συμβουλίου) έτυχαν ομοίως θετικών τηλεγραφικών απαντήσεων εκ μέρους της Ελλάδας, παρότι αντιφρονούσε στην βουλγαρική εκδοχή, αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα και την αρμοδιότητά τους στην επίλυση της ελληνοβουλγαρικής διένεξης.
1. Η απάντηση του ΥΠΕΞ Λ. Χατζηκυριάκου προς τον Ντράμοντ, ΓΓ της ΚτΕ, όπως δόθηκε στον ημερήσιο τύπο είχε ως ακολούθως (μονοτονικά):
«Έχω την τιμήν να γνωρίσω υμίν την λήψιν των τηλεγραφημάτων σας από 23ης τρέχοντος.
Λυπούμαι διαπιστών ότι η βουλγαρική εκδοχή προσκρούει προς την μάλλον προφανή πραγματικότητα. Είναι κατάφωρος ο αιφνίδιος χαρακτήρ και άνευ προηγουμένης προκλήσεως της βουλγαρικής επιθέσεως. Το πυρ το προκαλέσαν τον θάνατον ενός στρατιώτου και ενός λοχαγού ηνοίχθη παρά των Βουλγάρων. Η Ελληνική κυβέρνησις ενώπιον αχαρακτηρίστου διαγωγής ηναγκάσθη να επιτρέψη εις την στρατιωτικήν διοίκησίν της όπως λάβη παν αναγκαίον μέτρον προς προστασίαν και ενδεχομένως προς αποκάθαρσιν του εθνικού εδάφους, του οποίου ορισμένα μέρη κατέχονται εισέτι παρά των τακτικών βουλγαρικών στρατευμάτων. Πλευρική προώθησις των ελληνικών αποσπασμάτων μέχρι του σημείο εις ο εσταμάτησαν ήτο αποτέλεσμα της προηγηθείσης ταύτης εισβολής.
Η Κυβέρνησις της Ελληνικής Δημοκρατίας εφρόντισε να συστήση όπως προληφθή κατά το δυνατόν η χύσις αίματος και όπως περιφρουρηθούν τα δικαιώματα των πληθυσμών εάν τα μέτρα αμύνης εις τα οποία η διοίκησις ήθελε αναγκασθή να καταφύγη ήθελον αναγάγη τα στρατεύματά μας να ενεργήσουν επί βουλγαρικού εδάφους. Κατά την παρούσαν στιγμήν το αντίθετον πυρ εξακολουθεί κατά τρόπον καθιστώντα αδύνατον την ανακατάληψιν των δύο παραμεθορίων φυλακίων μας. Ευθύς ως τα φυλάκιά μας καταστή δυνατόν να ανακαταληφθώσι και το έδαφός μας ν΄ απελευθερωθή εντελώς, τα στρατεύματά μας θ΄ αποχωρήσουν εκ της μεθορίου γραμμής εκτός αν νέα επέμβασις τακτικών στρατευμάτων ή συμμοριών ήθελε σημειωθεί.
Όθεν είναι προφανές ότι πάντα τα μέτρα τα οποία η στρατιωτική διοίκησις ηναγκάσθη να λάβη έχουσιν αναμφισβήτητον χαρακτήρα νομίμου αμύνης και δεν θα ηδύναντο να χαρακτηρισθούν ως εχθρικαί πράξεις δυνάμεναι να συνεπαγάγουν ρήξιν επί τη βάσει του άρθρου 12 του συμφώνου, αι οποίαι επομένως δεν έχονται εφαρμογής επί του προκειμένου. Παρά την αντίληψιν ταύτην η κυβέρνησις πεπεισμένη επί το δίκαιον αυτής και εκ σεβασμού προς την Κοινωνίαν των Εθνών θέλει δεχθή επί του προκειμένου την αρμοδιότητα του Συμβουλίου αυτής. - Α. Χατζηκυριάκος.»
2. Η δε απάντηση του Λ. Χατζηκυριάκου προς τον Α. Μπριάν, πρόεδρο του Συμβουλίου της ΚτΕ, στον οποίο και επιδόθηκε από τον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Α. Καραπάνο, που επίσης δόθηκε στον ημερήσιο τύπο είχε ως ακολούθως (μονοτονικά):
«Έχω την τιμήν να γνωρίσω υμίν την λήψιν του υμετέρου τηλεγραφήματος από 23ης τρέχοντος, του οποίου εξετίμησα την υψηλήν σημασίαν.
Προ της βουλγαρικής επιθέσεως της οποίας ο αιφνίδιος και απρόκλητος χαρακτήρ είναι κατάφωρος, η ελληνική κυβέρνησις ηναγκάσθη να επιτρέψη εις την στρατιωτικήν διοίκησιν αυτής, όπως λάβη πάντα τα μέτρα, τα οποία ήθελε θεωρήσει αναγκαία προς προστασίαν και ενδεχομένως προς αποκάθαρσιν του εθνικού εδάφους από της εισβολής των τακτικών στρατευμάτων και της διεισδύσεως βουλγαρικών συμμοριών. Τμήματα του ελληνικού εδάφους εξακολουθούν κατεχόμενα εισέτι και το βουλγαρικό πυρ εξακολουθεί καθιστών αδύνατον την ανακατάληψιν των δύο μεθοριακών φυλακίων μας.
Ευθύς ως τα φυλάκια ταύτα θα καταστή δυνατόν ν΄ ανακαταληφθώσι και το ημέτερον έδαφος απελευθερωθή εντελώς, τα στρατεύματά μας θ΄ αποσυρθώσιν εις την μεθοριακήν γραμμήν. Εν τούτοις η διαταγή της αποχωρήσεως θα ανεστέλλετο και το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών θα ειδοποιείτο εν περιπτώσει νέας αναμείξεως τακτικών στρατευμάτων ή κομιτατζήδων.
Η Ελληνική κυβέρνησις επιθυμεί να τονίση από τούδε ότι πεπεισμένη περί του δικαίου της και εκ σεβασμού προς την Κοινωνίαν των Εθνών, δεν θέλει αρνηθή εν προκειμένω την αρμοδιότητα του Συμβουλίου καίτοι παραμένει πεπεισμένη ότι το άρθρον 12 δεν μπορεί να εφαρμοσθή, διότι τα μέτρα εις τα οποία η ελληνική διοίκησις ηναγκάσθη να προσφύγη έχουσι προφανήν χαρακτήραν νομίμου αμύνης και δεν θα ηδύναντο να χαρακτηρισθούν ως εχθρικαί πράξεις δυνάμεναι να συνεπαγάγουν ρήξιν επί τη βάσει των διατάξεων του 12ου άρθρου του Συμφώνου - Α. Χατζηκυριάκος.»
Από τις παραπάνω απαντήσεις, στη σύνταξη των οποίων φέρεται να βοήθησε ο τότε διευθυντής του ΥΠΕΞ, δόθηκε βαρύτητα στην αναγκαιότητα της προσωρινής εισόδου των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στο βουλγαρικό έδαφος για την ευρύτερη αποκατάσταση της ασφάλειας της μεθοριακής γραμμής χωρίς να γίνεται μνεία στη ρηματική διακοίνωση, αλλά και της βουλγαρικής εμμονής στη συγκρότηση μικτής επιτροπής εξέτασης του συμβάντος, θεωρώντας δεδομένη την απρόκλητη βουλγαρική επίθεση και κατάληψη ελληνικού μεθοριακού εδάφους. Και ενώ στο δεύτερο τηλεγράφημα τίθεται ως χρονικό ορόσημο της απόσυρσης η ανακατάληψη των ελληνικών φυλακίων, χαρακτηριστική τυγχάνει η πρόβλεψη αναστολής της σε περίπτωση συμπλοκής με ανταρτικές ομάδες κομιτατζήδων. Σημείο ιδιαίτερα αποκαλυπτικό των πληροφοριών που είχαν οι ελληνικές Αρχές για τη δράση της ΕΜΕΟ στη περιοχή του Πετριτσίου.
Διαμεσολάβηση Ρουμανίας
Σε συνέχεια των παραπάνω η ελληνική κυβέρνηση σε ένδειξη ειρηνικής διάθεσης αποδέχθηκε τη διαμεσολάβηση της Ρουμανίας στην ελληνοβουλγαρική διένεξη, αίτημα που υπέβαλε ο πρέσβης της Ρουμανίας στην Αθήνα Λάντα ντι Ρασκάνο μετά την επί τούτου επίσκεψη του στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών, για συγκρότηση μικτής εξεταστικής ελληνοβουλγαρικής επιτροπής. Επ΄ αυτού ορίσθηκαν άμεσα και οι εκατέρωθεν στρατιωτικοί επιτελείς της εξεταστικής επιτροπής, που θα μετέβαιναν στο χώρο του επεισοδίου.
Εργασίες Συμβουλίου
Σύμφωνα με προγενέστερη απόφαση της ΚτΕ (22 Σεπτεμβρίου του 1922) το Συμβούλιο της ΚτΕ ήταν δεκαμελές, οριζόμενο από διαπιστευμένους τεσσάρων μόνιμων μελών (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιαπωνίας και Ιταλίας) και έξι παροδικών (μη μόνιμων) χωρών μελών, με τριετή θητεία. Έτσι την περίοδο της εξέτασης της ελληνοβουλγαρικής διένεξης (1925) το Συμβούλιο της ΚτΕ απάρτιζαν τα ακόλουθα πρόσωπα κατά χώρα: ο ΥΠΕΞ της Γαλλίας, πρόεδρος του Συμβουλίου, ο Ν. Τσάμπερλεν (Αγγλίας), ο Σταλόγια (Ιταλίας), ο Ιαχύι (Ιαπωνίας), ο Ύμανς (Βελγίου), ο Φράνκο (Βραζιλίας), ο Κινόνες ντε Λεόν (Ισπανίας), ο Γκιούνι (Ουρουγουάης), ο Ούντεν (Σουηδίας) και ο Οζοβύκι (Τσεχοσλοβακίας).
Χώρος συνεδριάσεων ήταν το Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας, γνωστότερο ως "Κε ντ΄ Ορσέ", εκ της θέσης του επί της ομώνυμης προκυμαίας του Σηκουάνα, στο Παρίσι.
Οι εργασίες - συνεδριάσεις του Συμβουλίου ορίστηκαν σε δύο χρονικά στάδια, ένα προκαταρκτικό για το διήμερο 26 και 27 Οκτωβρίου για την τυπική γνωριμία των μελών και την απαραίτητη σχετική ενημέρωση επί του ζητήματος και από τις 28 Οκτωβρίου το κύριο στάδιο με την παρουσία των επίσημων εκπροσώπων της Ελλάδας και Βουλγαρίας.
The Greek ambassador to France, Karapanos, during the discussions at the League of Nations over the Greco-Bulgarian conflict in 1925.
Απόφαση Συμβουλίου - ΚτΕ
Μετά το επεισόδιο η Ελλάδα αξίωσε από τη Βουλγαρία ηθική και υλική αποζημίωση. Η Βουλγαρία απέρριψε το ελληνικό διάβημα και προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία ζήτησε άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών και αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από το βουλγαρικό έδαφος. Η ΚτΕ υποχρέωσε την Ελλάδα να πληρώσει 30 εκατομμύρια λέβα ως αποζημίωση και τη Βουλγαρία να αποζημιώσει την οικογένεια ενός Έλληνα αξιωματικού που είχε δολοφονηθεί. Επίσης εισηγήθηκε τη λήψη μέτρων για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων, μεταξύ των οποίων την τοποθέτηση ξένων παρατηρητών. Ο Πάγκαλος στα απομνημονεύματά του ισχυρίζεται ότι μετά από αυτό το "ράπισμα" οι βουλγαρικές επιδρομές σταμάτησαν και υπήρξε ασφάλεια στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο επί δεκαπενταετία. Πράγματι τα επεισόδια ελαττώθηκαν και η κρίση μεταξύ των δύο κρατών εκτονώθηκε. Η αποζημίωση καταβλήθκε από την Ελλάδα και οι Σουηδοί παρατηρητές αποχώρησαν στο τέλος του 1927. Οι συνολικές απώλειες του πολέμου ήταν περίπου 50 άτομα. Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε για την ανισότητα μεταχείρισης σε σχέση με εκείνη της Ιταλίας κατά την εισβολή ιταλικών δυνάμεων στην Κέρκυρα το 1923, ως αντίποινα για το φόνο του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι, καθώς επιθεωρούσε τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Παραλειπόμενα
Παρότι ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης είχε επιστρέψει στην Αθήνα από την Ύδρα με πολεμικό πλοίο ανήμερα του επεισοδίου, τίποτε δεν δημοσιεύτηκε που να πιστοποιεί ότι ενημερώθηκε είτε συγκάλεσε ή έλαβε μέρος σε συμβούλιο περί αυτού. Κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα την εποχή εκείνη στην Ελλάδα ήταν ο προσδιορισμός της διενέργειας ελεύθερων εκλογών για τις 7 Μαρτίου του 1926, απόφαση που λήφθηκε από τον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο, εν απουσία όμως κάποιων υπουργών που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη (Κ. Ρέντης, Α. Ταβουλάρης και Γ. Μπούμπουλης) στα εγκαίνια της "Ελεύθερης ζώνης Θεσσαλονίκης". Στην Αθήνα ο Σ. Μερκούρης είχε ξεκινήσει τον προεκλογικό του αγώνα για τις επικείμενες δημοτικές εκλογές, έχοντας κύριους αντιπάλους τους Α. Κανελλόπουλο και Σ. Πάτση, ενώ στη διεθνή σκηνή δέσποζε η δημοσίευση των κειμένων των συνθηκών του Λοκάρνο, όπου Αγγλία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία συνομολόγησαν την εγγύηση τόσο των βελγογερμανικών, όσο και των γαλλογερμανικών συνόρων. Στη Βουλγαρία καταγγέλθηκε η κυβέρνηση για εσωτερικές αυθαιρεσίες, ενώ παράλληλα υπεγράφη βουλγαρο-τουρκική συνθήκη ειρήνης, εμπορίου και ελεύθερης διακίνησης των πολιτών τους. Στην Κωνσταντινούπολη η ημιεπίσημη εφημερίδα "Δημοκρατία" με άρθρο της, μεμφόμενη την ελληνική κυβέρνηση για τη μεγάλη βραδύτητα στο ζήτημα των τουρκικών κτημάτων και διεγείροντας την κοινή γνώμη, προκαλούσε την τουρκική κυβέρνηση, εφόσον συνεχισθεί αυτό, να προβεί στην κατάληψη των κτημάτων των Ελλήνων στην Τουρκία. Στην Ιταλία ο Μουσολίνι απειλούσε με εξαφάνιση τα πολιτικά κόμματα, κάνοντας λόγο για χειρουργική μάχαιρα.. Τέλος οι Δωδεκανήσιοι Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων με ψήφισμά τους ζητούσαν την απελευθέρωση της πατρίδας τους από την ιταλική κατοχή.
Όταν έγινε γνωστή η παραίτηση του Κ. Ρέντη κατά την εξέλιξη του επεισοδίου του Πετριτσίου, άρχισε να διαδίδεται στην Αθήνα ευρύτατα ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης του Πάγκαλου άρχισαν να παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλο. Το γεγονός αυτό θορύβησε ιδιαίτερα τον Θ. Πάγκαλο, ο οποίος και έδωσε εντολή για δίωξη και κλείσιμο οποιασδήποτε εφημερίδας δημοσίευε τέτοιες διαδόσεις.
Στις 25 Οκτωβρίου διενεργήθηκαν δημοτικές εκλογές. Τις πρώτες πρωινές ώρες συνελήφθη στην Αθήνα ο καταζητούμενος πρώην αρχηγός της Επανάστασης Νικόλαος Πλαστήρας, που οδηγήθηκε αρχικά στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας, απ΄ όπου κατ΄ εντολήν του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου απελάθηκε εντός της ημέρας στην Ιταλία. Η τουρκική κυβέρνηση του Ισμέτ Πασά σε αντίποινα της μη εισέτι επικύρωσης εκ μέρους της Ελλάδας των ελληνοτουρκικών συμφωνιών, διέταξε τη δήμευση των περιουσιών των απουσιαζόντων Ελλήνων τουρκικής υπηκοότητας, χαρακτηρίζοντας αυτούς ως "φυγάδες".