Το Π8, ο ήρωας Ιωάννης Κοζάρτσης και η πραγματικότητα
Η αποκαλυπτική αυτή μαρτυρία του κ. Ιωάννη Κοζάρτση, ο οποίος είναι ακόμα εν ζωή,.
Πληροφορίες από την *Συνέντευξη στη Δέσποινα Βογιατζόγλου (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Μακεδονία της Κυριακής" 26/10/2019) και από το υπό έκδοση βιβλίο του κ. Ηλία Κοτρίδη, με τίτλο “Μπέλες, το όρος της Θυσίας”
O κ. Ηλία Κοτρίδης, Αντισυνταγματάρχη (ε.α.), συγγραφέας και ερευνητςή της Μάχης των Οχυρών, ο οποίος με συστηματική επιτόπια έρευνα και μιλώντας στον κ. Ιωάννη Κοζάρτση, που ήταν στο πολυβολείο με το λοχία Ίτσιο, έφερε στο φως τη συγκλονιστική μαρτυρία του συμπολεμιστή του λοχία Ίτσιου, περιγράφοντας τόσο τη μάχη, όσο και τον τρόπο με τον οποίο φονεύθηκε ο λοχίας Ίτσιος.
Ο κ. Ιωάννης Κοζάρτσης αναφέρει:
“Τον Οκτώβριο του΄40, όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση, ήμουν στο χωριό. Επιστρατεύθηκα και πήγα με τον αδερφό μου στο στρατόπεδο των Άνω Ποροΐων και καταταχθήκαμε.
Ο Ίτσιος είχε πιστόλι και εγώ με τον γεμιστή αραβίδα. Δουλειά μου ήταν να επισκευάσω το πολυβόλο σε περίπτωση βλάβης. Όλο το χειμώνα τον βγάλαμε σ΄ ένα αμπρί, που φτιάξαμε, με αφάνταστες στερήσεις. Μια νύχτα έφυγα και πήγα στο σπίτι μου.
Άλλαξα ρούχα και αυτά που φορούσα τα έβαλε η μάνα μου και τα έβρασε σ΄ έναν τενεκέ.Πέρασα από επιτροπή και με βάλανε ως τεχνίτη στο πολυβολείο Π8 όπου συνάντησα τον συγχωριανό μου, επίσης επιστρατευμένο, λοχία Ίτσιο Δημήτριο ως διοικητή, τον κληρωτό στρατιώτη πολυβολητή Παπαβασιλείου, από την Κέλη Φλώρινας και έναν συγχωριανό του γεμιστή (σ.σ. στρατιώτης Τάσκας).
Πήρα ρούχα και για τον αδερφό μου, που ήταν πάνω στα σύνορα, στα χαρακώματα, με τον λοχαγό μας τον Μαρούδη, που σκοτώθηκε στις μάχες, και του τα έστειλα.
Την άνοιξη επανδρώσαμε το πολυβολείο και κάναμε υπολογισμούς αποστάσεων και αναγνωρίσεις των χώρων, ώστε όταν άρχιζε ο πόλεμος να είμαστε γνώστες.
Αποστολή μας ήταν να καλύψουμε την σύμπτυξη των τμημάτων μας σε περίπτωση που τους ανέτρεπαν οι Γερμανοί. Ήμασταν σε καλή θέση και θα χτυπούσαμε απέναντι στην πλαγιά, όπως και το Π7, που ήταν στα χίλια μέτρα περίπου και το διοικούσε και αυτό ο Ίτσιος και είχε για πολυβολητή τον χωριανό μας δεκανέα Κορδένη.
Το χωριό μας, όπως και τα γύρω χωριά, άδειασαν λίγο πρίν χτυπήσουν οι Γερμανοί και πήγαν στα χωριά του Κιλκίς.
Ξημερώματα της 6ης Απριλίου άρχισε ο πόλεμος και από τη θέση μας παρακολουθούσαμε όλο τον τομέα μας, για τυχόν διεισδύσεις. Στα βουνά, μπροστά μας, οι εκρήξεις δεν είχαν σταματημό. Κάπου κάπου μας θυμόταν κι εμάς και μας έριχναν βόμβες με τα αεροπλάνα.
Σε κάποια στιγμή, λίγο πριν το μεσημέρι, εμφανίζεται ένας αγγελιοφόρος, από τα χαρακώματα πάνω και μας λέει: «παιδιά, πάνω εκεί στα φυλάκια δεν έμεινε ούτε κεραμίδι». Κοιτάζουμε έξω, στην πλαγιά, και τι να δούμε ! Μιλιούνια κατέβαιναν.
Ήταν τόσοι πολλοί που δεν ξεχώριζες αν ήταν δένδρα ή Γερμανοί. Οι δικοί μας, όσοι μείνανε, πολεμούσαν με ό,τι τους απόμεινε και οπισθοχωρούσαν. Πάνω εκεί πέσανε πολλοί δικοί μας, αλλά και συχωριανοί μου. Ανάμεσά τους και ο Χουρσουτίδης Παναγιώτης, που ήταν διαβιβαστής σε παρατηρητήριο.
Ο Ίτσιος δίνει εντολή στον Παπαβασιλείου και παίρνει τηλέφωνο στον Κορδένη, να αρχίσουν να ρίχνουν. Άρχισε και ο δικός μας πόλεμος. Ξαναρωτώ τον αγγελιοφόρο για το τι έγινε εκεί πάνω και να μου πεί λεπτομέρειες.
Επανέλαβε όσα και νωρίτερα μας είπε. Με έπιασαν οι λυγμοί, αλλά και θύμωσα πολύ -είχα αδερφό εκεί πάνω, τον Δημήτρη. Πιάνω τον Παπαβασιλείου, του λέω να κατέβει και ανεβαίνω εγώ στη θέση του.
Θέριζα! Ξέρεις τι θα πει θέριζα; Δεν ξέρεις. Έεε…ρε …που ΄ναι τα νιάτα εκείνα! Κατέβαιναν την πλαγιά κι εγώ θέριζα. Από τους συνεχείς πολυβολισμούς ζεστάθηκε πολύ η κάνη και με βρεγμένες πετσέτες την έβγαλα και έβαλα την ανταλλακτική.
Οι Γερμανοί πεζοί δεν γνώριζαν την ύπαρξη μας. Ξαναβάζω μπρός το θέρισμα. Ακούω φωνές από έξω «έρχονται τα στούκας». Μας βομβάρδιζαν και οι πεζοί τους κατέβαιναν.
Πάει ο χωριανός μου ο Κορδένης, ξέρω ακριβώς πού σκοτώθηκε.
Ο Παπαβασιλείου πήρε τη θέση του και πάλι. Οι Γερμανοί όλο και πλησίαζαν χωρίς, μερικούς, να τους δούμε γιατί το πολυβολείο μας δεν είχε θυρίδα στα πλάγια ή πίσω. Έτσι πλησίασε κάποιος από πίσω-Έλληνας ήταν, Γερμανός ήταν δεν ξέρω- και μιλώντας Ελληνικά μας είπε :
«Παιδιά παραδοθείτε, οι Γερμανοί δεν θα σας κάνουν τίποτε. Παραδοθείτε. Κατέβηκαν στον κάμπο και πάνε για τη Σαλονίκη».
Ο Ίτσιος δεν ήθελε να το πιστέψει και αρπάζοντας την αραβίδα μου χύμηξε έξω ουρλιάζοντας, γεμάτος από πατριωτισμό και πάθος.
Οι Γερμανοί ήταν πάνω και γύρω από το πολυβολείο. «Μπάγκ…».
Ανοίγω περισσότερο την πόρτα και τον βλέπω πεσμένο μπρούμυτα. Το κράνος του έπεσε κάτω. Τον χτύπησαν στο κεφάλι. Βγαίνω έξω με τα χέρια ψηλά και πάω κοντά του. Ήταν γεμάτος αίματα.
Τον γύρισα να «βλέπει» ουρανό- είναι κρίμα να βλέπει χώμα ο νεκρός- σκούπισα τα αίματα και τον σκέπασα με την χλαίνη του.Βγήκαν και οι άλλοι. Οι Γερμανοί πλησίασαν και συζητούσαν μεταξύ τους.
Δεν μας πείραξαν. Ένας από αυτούς μας έκανε νόημα να φύγουμε. Είχε περάσει το μεσημέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε προς το χωριό γιατί γύρω μας γινόταν ακόμη χαλασμός.
Λίγο παρακάτω συναντήσαμε το διοικητή μας ταγματάρχη Καλλονά, με ένα οπλοπολυβόλο στο χέρι, να μάχεται ακόμη. Μας είπε να φύγουμε γρήγορα και ότι θα μας έβρισκε μετά.
Συνεχίσαμε την κάθοδό μας και σε κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, τραυματίστηκε στο χέρι ο Παπαβασιλείου που έδεσε το τραύμα με τον επίδεσμό του, αλλά φαίνεται ότι δεν ήξερε σωστά τη χρήση του και αιμορραγούσε.
Ο Θεός με φώτισε εκείνη τη στιγμή και βγάζοντας τον δικό μου επίδεσμο τον τυλίγω σφιχτά λίγο πάνω από το τραύμα και σταμάτησα το αίμα. Είχα ακούσει ότι ο τραυματίας δεν κάνει να πιεί νερό και έτσι σε όλη τη διαδρομή δεν του το επέτρεψα. Φθάσαμε αργά στη Ροδόπολη. Τι να δούμε! Παντού Γερμανοί, σε πορεία προς το Κιλκίς.
Μόλις είδαν τον τραυματία ήρθαν κοντά μας και τον πήραν σε ασθενοφόρο και αργότερα τον πήγαν σε νοσοκομείο των Αθηνών όπου συναντήθηκε με έναν συγχωριανό μου, τραυματία από το Αλβανικό μέτωπο και του είπε να μεταφέρει τις ευχαριστίες του, διότι με το δέσιμο που του έκανα γλύτωσε το χέρι του.”
«Όταν επιχειρήσαμε να βγούμε από το πολυβολείο, δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε την πόρτα από τους κάλυκες» λέει ο κ. Ιωάννης Κοζάρτσης περιγράφοντας την στιγμή που ο Δημήτρης Ίτσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να φύγουν για να γλιτώσουν, λίγο πριν τα πυρομαχικά του τελειώσουν. Τον ηρωισμό των μαχητών πλήρωσε ο Δημήτριος Ίτσιος. Οι Γερμανοί τον δολοφόνησαν κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών. «Εμάς δεν μας πείραξαν» πρόσθεσε ο Ιωάννης Κοζάρτσης, ο οποίος γύρισε τότε πίσω και διηγήθηκε τα δραματικά γεγονότα.
«Εγώ ήμουν γεμιστής στο Πολυβολείο Π8. Ο αδελφός μου Δημήτρης ήταν στο Π7. Πολεμήσαμε απέναντι στους Γερμανούς. Είχαμε ένα πολυβόλο και όταν εκείνοι έκαναν να πλησιάσουν δεν τα κατάφερναν. Είχαν και Στούκας. Ήμουν μέρες εκεί μέσα, θυμάμαι το παραθυράκι του πολυβολείου. Εκεί κοιτούσα για μέρες, μόνο εκεί…» λέει.
«Όταν φύγαμε από το πολυβολείο και κατευθυνόμασταν προς το χωριό, ο συμπολεμιστής μου Παπαβασιλείου τραυματίστηκε με μία σφαίρα των Γερμανών στο χέρι. Αμέσως τον σήκωσα στους ώμους μου και τον μετέφερα μέχρι που είδαν τον τραυματία και ήρθαν κοντά μας για να τον πάρουν με ασθενοφόρο» θυμάται ο μαχητής του Πολυβολείου 8.
Ο ήρωας Ιωάννης Κοζάρτσης
Γεννημένος στις 30 Ιουνίου 1917, ο Ιωάννης Κοζάρτσης έμεινε ορφανός από πατέρα λίγες μέρες πριν ο ίδιος έρθει στη ζωή. Έχει βιώσει τα δύσκολα και σκληρά χρόνια της φτώχειας και του πολέμου. Η θέση του στο Π8 προκάλεσε πολύ μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς εισβολείς. Οι Έλληνες μαχητές βγήκαν από το οχυρό μόνο όταν τέλειωσαν οι 38.000 σφαίρες τους.
Στην Ημαθία βρέθηκε λίγους μήνες μετά τη μάχη του Ρούπελ προς αναζήτηση δουλειάς σε χωράφια σιτηρών. Η ιστορία και η πορεία του στον Ελληνικό Στρατό συνεχίστηκε. αφού επελέγη από το τεχνικό τμήμα και εντάχθηκε στο ελληνικό τάγμα του Καϊρου που υπηρέτησε για τρία χρόνια. Οι συγγενείς του τον είχαν «ξεγράψει» από τη ζωή και μόνο όταν τον είδαν πάλι πίσω, πίστεψαν πως είναι ζωντανός…
Παρά τα χρόνια του μεταφέρει το μήνυμα του ηρωϊσμού και της περηφάνειας στα εγγόνια και τα δισέγγονά του.
Τον Οκτώβριο του 2016 ο πολεμιστής της Μάχης της Ομορφοπλαγιάς έζησε συγκινητικές στιγμές. Βρέθηκε στα πολυβολεία και παρέστη στο μνημόσυνο του ήρωα λοχία Δημήτριου Ιτσιου.
Θυμήθηκε, δάκρυσε και κατέθεσε όσες στιγμές είχαν χαραχθεί και χαράξει τη ζωή του. Μπήκε μέσα στο Π8 ύστερα από 76 χρόνια και λίγο αργότερα τιμήθηκε από τον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Πάνο Καμμένο.