Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Βασίλειος Μαγκριώτης
Ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Βασίλειος (1877-1968) ήταν Έλληνας ιεράρχης.
Ο κατά κόσμον Βασίλειος Μαγκριώτης γεννήθηκε το 1877 στο Ευκάρυο. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1903, αφού υπέβαλε διατριβή με τίτλο "Περί της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας μέχρι της πτώσεως του Βυζαντίου". Διάκονος χειροτονήθηκε το 1903 και Πρεσβύτερος το 1906. Το 1907 διορίστηκε Αρχιερατικός Επίτροπος Γιαννιτσών της Μητροπόλεως Βοδενών. Το 1920 διορίστηκε Αρχιερατικός Επίτροπος στης Σαράντα Εκκλησιές.
Στις 4 Απριλίου 1926 χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Θεσσαλονίκης τιτουλάριος Επίσκοπος Απαμείας, Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Δαρδανελλίων Ειρηναίος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Αριστείας Ιερόθεο και Απολλωνιάδος Ιωακείμ.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1930 εξελέγη Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου. Στις 24 Ιανουαρίου 1967 απεχώρησε της ενεργού υπηρεσίας λόγω ορίου ηλικίας. Εκοιμήθη στο Σιδηρόκαστρο στις 24 Ιουνίου 1968.
Γεννήθηκε το 1877 στο Ευκάρυο των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης. Φοίτησε σε γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης και έπειτα εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1903. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και τοποθετήθηκε αρχιδιάκονος στην μητρόπολη Διδυμότειχου. Αργότερα στάλθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην επαρχία Πρέβεζας ως επιθεωρητής σχολείων και το 1906 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στα Γιαννιτσά όπου συνέδραμε τα σώματα των Ελλήνων μακεδονομάχων που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Το 1911 υπηρετούσε στην Πρίγκηπο όπου συνελήφθη από τις αρχές εξαιτίας αντιβουλγαρικού κηρύγματος με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για οκτώ μήνες. Το 1913 μετέβη για περαιτέρω σπουδές στη Γενεύη και αργότερα έζησε για μικρό χρονικό διάστημα στο Λονδίνο. Το 1922 ορίστηκε πρωτοσύγκελος της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, ενώ το 1926 χειροτονήθηκε επίσκοπος Απαμείας, θέση που διατήρησε ως το 1930 όταν και εξελέγη μητροπολίτης Σιδηροκάστρου[. Την περίοδο της βουλγαρικής Κατοχής απομακρύνθηκε βίαια από την έδρα του και απελάθηκε από τη βουλγαροκρατούμενη ζώνη. Επιπλέον, κατά την απέλασή του κακοποιήθηκε από τους άνδρες της βουλγαρικής αστυνομίας. Εντέλει επέστρεψε στην έδρα του μετά την Απελευθέρωση.
Κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του, ο Βασίλειος διακρίθηκε για την εκκλησιαστική και κοινωνική του δράση. Συγκεκριμένα προχώρησε στην ανέγερση ή ανακατασκευή αρκετών ναών, οργάνωσε συσσίτια και δώρισε σημαντικά χρηματικά ποσά προερχόμενα από την περιουσία και τη μισθοδοσία του σε φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα του Σιδηροκάστρου, των Σερρών και της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος ιεράρχης ο οποίος μεταξύ άλλων συνέταξε πλείστα άρθρα και υπομνήματα εκκλησιαστικής και κοινωνικής φύσης, ενώ γνώριζε αγγλικά, γαλλικά, τουρκικά και της βουλγαρικά. Αποχώρησε από τον επισκοπικό θρόνο το 1967 λόγω ηλικίας και απεβίωσε στις 25 Ιουνίου του 1968.