Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Πανορμίτης της Σύμης, στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Σιδηροκάστρου (Βίντεο)
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Πανορμίτης της Σύμης, στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Σιδηροκάστρου, 2022
Ἡ ἐφέστια θαυματουργή ὑπερμεγέθης Εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανορμίτη, προκαλεῖ δέος καί κατάνυξη σέ κάθε εὐσεβῆ ψυχή. Βρίσκεται ἐντοιχισμένη στήν δεξιά ἐσωτερική πλευρά τοῦ Καθολικοῦ, δίπλα ἀπό τήν νοτία θύρα τοῦ Ἱεροῦ καί περιβάλλεται ἀπό ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο εἰκονοστάσι. Πρόκειται γιά ξύλινη φορητή Εἰκόνα, ἡ ὁποία κατέχοντας ὑπερφυσικές διαστάσεις (2.20X1.30 m) ἐπισκοπεῖ καί λαμπρύνει τό χῶρο τοῦ Καθολικοῦ. Ἱστορικές πηγές καί γραπτές μαρτυρίες γιά τόν χρόνο κατασκευῆς καί τόν δημιουργό της, δυστυχῶς δέν σώζονται σήμερα καί ὡς ἐκ τούτου μόνο εἰκασίες μποροῦμε νά κάνουμε περί αὐτῶν.
Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι κατασκευάστηκε ἴσως ἀπό τόν καταξιωμένο ἁγιογράφο Στελιανό Γενίτη τοῦ Ἰωάννου καταγόμενον ἀπό τόν Χάνδακα τῆς Κρήτης (σημερινό Ἡράκλειο). Ὁ Γενίτης πιθανολογεῖται πώς ἦρθε στήν Σύμη μετά τό ἔτος 1618 κατόπιν προσκλήσεως τῆς ἄλλης μεγάλης Μονῆς τοῦ νησιοῦ, αὐτῆς τοῦ Ρουκουνιώτη. Στήν Μονή αὐτή, κατασκεύασε τήν «λατρευτική» Εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ, καθώς καί μιά Εἰκόνα τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ. Τό πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο εἶναι βέβαια, ὅτι καί στίς δύο ἐνυπογράφως διασώζει τό ὄνομά του. Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Σ. Καρανικόλας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἶναι δέ εἰκών τοῦ ἰδίου μεγέθους μέ τήν θαυματουργόν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τήν εὑρισκομένην εἰς τό Καθολικόν τῆς μονῆς Πανορμίτου…. Ἐπειδή καί ἡ ὁμοιότης περί τήν ζωγραφικήν τέχνην μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν εἰκόνων τῶν δύο τούτων Ἱερῶν Μονῶν εἶναι καταπληκτική, ἀγόμεθα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι αὗται εἶναι ἔργα τοῦ ἰδίου ἁγιογράφου, ἡ ὑπογραφή τοῦ ὁποίου δέν ἀποκλείεται νά ὑπάρχῃ κάτωθι τῆς ἐπαργυρώσεως». Τήν ἄποψη τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου, συμμερίζεται καί ὁ Συμαῖος θεολόγος Γεώργιος Ἀσκητής στήν σχετική μελέτη του γιά τήν Μονή Ρουκουνιώτη, «Ἡ ἐν Σύμῃ Ἱερά Σταυροπηγιακή καί Πατριαρχική Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τοῦ Ρουκουνιώτου». Τοῦτο δέν εἶναι ἀπίθανο νά ἰσχύει, διότι τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ἡ διαφορετικῆς μορφῆς Μονή τοῦ Πανορμίτη, εἶχε δική της ἀκμή καί δόξα. Ἔτσι θέλοντας νά «συναγωνισθεῖ» ἁμιλλωμένη εὐγενῶς τήν Μονή Ρουκουνιώτη, ἀνέθεσε ἴσως στόν ἴδιο ἁγιογράφο, τήν ἱστόρηση τῆς μεγάλης Εἰκόνας τοῦ Πανορμίτη.
Ἐπίσης, μιά ἐπιπλέον ἔνδειξη προκύπτει ἀπό τήν σύγκριση τῶν ὅσων μέχρι σήμερα γνωρίζουμε γιά τίς δύο αὐτές Εἰκόνες, πού οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἐπιδεικνύουν «βίους παράλληλους». Κατ’ ἀρχήν εἶναι ἴσως οἱ παλαιότερες, μεγαλύτερες καί μοναδικές φορητές Εἰκόνες τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ πού ὑπάρχουν στή Σύμη καί ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ σέ ξύλινη ἐπιφάνεια. Οἱ διαστάσεις τους εἶναι σχεδόν παρόμοιες, μέ μικρότερη αὐτή τοῦ Πανορμίτη. Ὁ Ἀρχάγγελος καί στίς δύο, εἰκονίζεται ὁλόσωμος, ἐπιβλητικός καί θριαμβευτής, ἔχοντας ἀποτυπωμένη στήν θεϊκή μορφή του οὐράνια γαλήνη καί ὑπερκόσμια γλυκύτητα. Κάτω ἀπ’ τά πόδια του κείτεται ἀνθρώπινο πτῶμα, τήν ψυχή τοῦ ὁποίου μέ μορφή βρέφους κρατᾶ, ὑπενθυμίζοντας ἔτσι τήν ἰδιότητά του ὡς ψυχοπομποῦ Ἀγγέλου. Στό δεξιό χέρι ὁ Ταξιάρχης ὡς δεῖγμα δυνάμεως καί τῆς παρά Θεοῦ ἐξουσίας Του, βαστᾶ δίστομο ξίφος.
Ἐπίσης ἡ ἐπαργύρωσή τους ἔγινε ἀποδεδειγμένα ἀπό τόν ἴδιο τεχνίτη. Αὐτή τοῦ Πανορμίτη προηγεῖται κατά μία δεκαετία. Τό χρονικό τῆς ἐπαργυρώσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: Τό ἔτος 1724 ἡ Μονή τοῦ Πανορμίτη εὑρισκομένη σέ μεγάλη ἀκμή καί δόξα, καλεῖ πρώτη τόν διάσημο ἀργυροχρυσοχόο Ἰωάννη Πελοποννήσιο γιά νά ἐπαργυρώσει τήν μεγάλη Εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ὁ ξακουστός αὐτός τεχνίτης ἀνέλαβε πράγματι τό ἔργο καί μέ δαπάνες ὅλης τῆς κοινότητας τῆς Σύμης πολύ σύντομα τό ὁλοκλήρωσε, καταλίποντας στούς μεταγενεστέρους ἕνα δημιούργημα ὑψηλῆς καλλιτεχνικῆς καί θρησκευτικῆς ἀξίας. Οἱ σημαντικότατες αὐτές πληροφορίες μέ τήν μορφή ἰαμβικοῦ ἐπιγράμματος, διασώζονται σμιλεμένες στό ξίφος τοῦ Ταξιάρχη, καί ἐδῶ παραθέτουμε τό ἐπίγραμμα τοῦτο αὐτούσιο:
«Ζῶ ἐν τῷ ἄνω ποιοῦντα σε ἀρχέτη.
Ὤ τῆς Σύμης ἅπαντες δῶρα προσῆξαν
Ναυκράται, ἱερεῖς τε καί οἱ Κοινότης
Ἀργυράν προσάγουσι δ’ εἰκόνα τήν δε.
Σύ δ’ αὐτός περίσωζε τό οἴκημα
Τοῖς ἐμοῖς χρόνοις ἠξίωσ(α)ς ἰδεῖν με
Ὤ ἀρχηγέτα Κυρίου Ταξιάρχα
Ἀργυράν καί πάντιμον τήν σήν εἰκόνα
ὁ Νεόφυτος ἀρχιερεύς τῆς Ρόδου
Ἀλλ’ ὧ στρατηγέ τοῦ Θεοῦ τῶν ἁπάντων
Ψυχήν ἐμήν φύλαττε ὡς προ(τ)οστάτης
Καί γραμματοποιόν τοῦτον τόν θεῖον
Μέμνησθε πάντες Ἰωάννου Πελοπονήσου.
ΑΨΚΔ Μαρτίου ΙΘ΄». (sic)
Ἀπό τήν πολύτιμη αὐτή ἐπιγραφή, καθίσταται δυνατή ἡ ἐξακρίβωση τόσον τῆς ταυτότητος τοῦ δημιουργοῦ, ὅσον καί τῆς χρονολογίας κατασκευῆς τοῦ ἀσημένιου ἐπικαλύμματος. Ὁ Ἰωάννης Πελοποννήσιος, σύμφωνα μέ τήν σχετική μελέτη τῆς κ. Ἑλένης Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα «Ἡ μεγάλη Εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τοῦ Ρουκουνιώτη στή Σύμη», δραστηριοποιήθηκε στήν περιοχή τοῦ νοτιοανατολικοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό 1722 ἕως τό 1753. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν αἰσθητική του ἀντίληψη καί τήν ἰδιαίτερη ποιότητα τῶν ἔργων του, ὑπῆρξε κορυφαῖος μεταξύ τῶν ἀργυροχρυσοχόων τῆς ἐποχῆς του, πρᾶγμα πού ὁδήγησε τούς Μοναχούς τοῦ Πανορμίτη στήν ἐπιλογή του. Δέν γνωρίζουμε βέβαια τόν τόπο πού ὁ τεχνίτης αὐτός εἶχε ἐπιλέξει ὡς βάση του καί εἶχε ἐγκαταστήσει τό ἐργαστήριό του. Υἱοθετοῦμε ὅμως τήν ἄποψη περί Ρουκουνιώτη τῆς κ. Ἑλ. Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα καί θεωροῦμε πώς ἰσχύει καί γιά τόν Πανορμίτη, ὅτι δηλ. λόγῳ τοῦ μεγάλου μεγέθους τῆς Εἰκόνας, ὁ Πελοποννήσιος θά ἐγκαταστάθηκε γιά ἕνα διάστημα στήν Σύμη, ὅπου μελετῶντας τό χῶρο τοῦ Ναοῦ, τόν φυσικό φωτισμό καί τά χαρακτηριστικά τῆς συγκεκριμένης ἐπιβλητικῆς Εἰκόνας, ἄρχισε τήν κατασκευή τῆς ἀργυρόχρυσης ἐπικάλυψης. Ἔχοντας πλούσια ἐμπειρία, ἀκριβῶς δέκα ἔτη ἀργότερα, δηλ. τό 1734 ἐπανέρχεται στήν Σύμη, ὅπου κατόπιν προσκλήσεως τῆς Μονῆς Ρουκουνιώτη, ἐπαργυρώνει τήν ἐφέστια ὁμώνυμη Εἰκόνα της.
Στήν περίπτωση τῆς Εἰκόνας τοῦ Πανορμίτη, ἡ ἀρχική μορφή γιά ἄγνωστο λόγο ὑπέστη καταστρεπτική καί ἴσως ἀνεπανόρθωτη φθορά, πού μέχρι σήμερα διαπιστώνει κανείς νά ὑφίσταται σέ τμῆμα τοῦ ἀκαλύπτου λαιμοῦ τοῦ Ταξιάρχου. Ἰδιαιτέρως κατατοπιστική γιά τήν γενεσιουργό αἰτία φθορᾶς τέτοιου εἴδους, εἶναι ἡ περιγραφή τῆς πανηγύρεως τοῦ Πανορμίτη τοῦ ἔτους 1901 ὑπό τοῦ Δ. Χαβιαρᾶ. Ἐξ αὐτῆς καθίσταται σαφής ἡ καταστροφική συνέπεια τῆς ἀφελοῦς συνήθειας τῶν προσκυνητῶν, νά ἐπικολλοῦν «ἐπί τοῦ προσώπου τοῦ Ἀρχιστρατήγου νομίσματα ἀργυρᾶ καί χρυσᾶ». Καί ἄν τοῦτο συνεχιζόταν καί τό 1901, ἀντιλαμβάνεται κανείς τί θά συνέβαινε ἐνωρίτερα…
Γιά νά ἐπουλωθεῖ ἡ φθορά τῆς Εἰκόνας, φαίνεται πώς δέν ἦταν δυνατόν. Ἔτσι, κάποιος ταλαντοῦχος ζωγράφος ἐκλήθη ἀπό τήν Μονή καί ἀνέλαβε νά ζωγραφίσει ἐξ ἀρχῆς ἕνα νέο πρόσωπο, μία καινούργια μορφή, πού θά ὑποκαθιστοῦσε τήν φθαρεῖσα πρωτότυπη. Ὅπως εἶναι γνωστόν ἄλλωστε, ἐκεῖνα τά χρόνια ἦταν ἀρκετά συνηθισμένη πρακτική οἱ ἐπιζωγραφίσεις τῶν παλαιοτέρων Εἰκόνων. Πολλοί ζωγράφοι διέρχονταν τά μέρη τῆς πατρίδας μας καί κάλυπταν τίς κατά τόπους ἀνάγκες, δημιουργῶντας νέα ἔργα, τίς περισσότερες φορές ὅμως εἰς βάρος τῶν προγενεστέρων. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται ὅτι καί ὁ ζωγράφος τοῦτος συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αὐτῶν καί ἐάν κρίνουμε ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας του, ἀνάμεσά τους κατεῖχε ἰδιαίτερη θέση.
Ἡ τεχνοτροπία τῆς νέας μορφῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου αὐτή τή φορά κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἀκολούθησε δυτικά Ἀναγεννησιακά πρότυπα καί φιλοτεχνήθηκε μέ λάδι σέ μουσαμᾶ, ὁ ὁποῖος τοποθετήθηκε ἐπάνω τῆς ἀρχικῆς μορφῆς. Ἡ ἀκριβής χρονολογία τῆς ρηξικέλευθης τούτης παρεμβάσεως μᾶς εἶναι ἄγνωστη. Ἡ προσεκτική ὅμως παρατήρηση τοῦ καμβᾶ ἐπί τοῦ ὁποίου ζωγραφίστηκε ἡ σημερινή νεότερη μορφή τοῦ Ταξιάρχου καί ἰδιαιτέρως ὁ τρόπος προσαρμογῆς της, πιστοποιεῖ τήν τοποθέτησή της μετά τήν ἐπαργύρωση τῆς Εἰκόνας ἀπό τόν Πελοποννήσιο τό ἔτος 1724. Τό ἀργυρό φωτοστέφανο τοῦ Ταξιάρχου ἔχει ἀφαιρεθεῖ πρός στιγμήν ἀπό τήν ἀρχική του θέση, προφανῶς γιά νά τοποθετηθεῖ τό νέο δημιούργημα καί πάλι τοποθετήθηκε, πλήν ὅμως λίγο πιό ἀριστερά. Ἡ ἐλάχιστη αὐτή μετακίνηση, τεκμαίρεται ἀπό ὁρισμένες ὀπές τῶν στερεωτικῶν καρφιῶν του, πού παραμένουν ἀνοικτές μέχρι σήμερα. Ἀκόμη στό κενό πίσω ἀπ’ αὐτό, διακρίνεται τό ἐλαφρῶς φθαρμένο τελείωμα τοῦ μουσαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ τό σχῆμα καί τό μέγεθος τοῦ φωτοστεφάνου, ἀλλ’ ὅμως εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητος ἀπό τήν ὑπόλοιπη ξύλινη ἐπιφάνεια τῆς Εἰκόνας. Ἐπίσης εἶναι σαφῶς ὁρατό, ὅτι ὁ μουσαμᾶς μέ τήν ἐλαιογραφία τῆς μορφῆς τοῦ Ταξιάρχου, περιορίζεται μόνο στό ἄνοιγμα πού ἀφήνει ἡ ἀσημένια ἐπικάλυψη στήν περιοχή τοῦ προσώπου καί δέν ἐπεκτείνεται στό ἐλάχιστο κάτω ἀπ’ αὐτήν.
Ἐρωτήματα βεβαίως προκύπτουν πολλά καί δέν φιλοδοξοῦμε πώς μέ τήν παρουσίαση τῶν νέων αὐτῶν στοιχείων, θά ἀπαντηθοῦν ὅλα. Δέν μένει παρά εἰδικοί ἐπιστήμονες νά ἐξετάσουν μέ τίς σύγχρονες διαγνωστικές μεθόδους πού ἀφήνουν ἀνέπαφη τήν Εἰκόνα τό ὅλο ζήτημα, καί νά δώσουν ἔγκυρη καί ἀντικειμενική ἀπάντηση στό σημαντικότατο τοῦτο θέμα. Ὅπως καί νά ἔχει τό πρᾶγμα ὅμως, ἡ εὐσέβεια τοῦ Λαοῦ ἔχει γνωρίσει καί ἀποδεχθεῖ τόν Πανορμίτη μέ τήν γλυκύτατη αὐτή μορφή Του. Δι’ αὐτῆς πλήθη ἀνθρώπων ἑλκύονται καθημερινά στήν ἱστορική Μονή Του λαμβάνοντας ψυχική καί σωματική ἀνάπαυση, θάρρος καί δύναμη στόν ἀγῶνα τους γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀντιξοοτήτων τῆς πολυτάραχης αὐτῆς ζωῆς. Τέλος ἡ οὐράνια τούτη θωριά Του, ἐμπνέει καί ἐνισχύει κάθε φιλόθεη ψυχή στόν ὡραιότερο καί οὐσιαστικότερο τῶν ἀγώνων, ἔπαθλο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ μετοχή τοῦ νικητῆ στό ἄκτιστο καί αἰώνιο φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι κατασκευάστηκε ἴσως ἀπό τόν καταξιωμένο ἁγιογράφο Στελιανό Γενίτη τοῦ Ἰωάννου καταγόμενον ἀπό τόν Χάνδακα τῆς Κρήτης (σημερινό Ἡράκλειο). Ὁ Γενίτης πιθανολογεῖται πώς ἦρθε στήν Σύμη μετά τό ἔτος 1618 κατόπιν προσκλήσεως τῆς ἄλλης μεγάλης Μονῆς τοῦ νησιοῦ, αὐτῆς τοῦ Ρουκουνιώτη. Στήν Μονή αὐτή, κατασκεύασε τήν «λατρευτική» Εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ, καθώς καί μιά Εἰκόνα τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ. Τό πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο εἶναι βέβαια, ὅτι καί στίς δύο ἐνυπογράφως διασώζει τό ὄνομά του. Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Σ. Καρανικόλας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἶναι δέ εἰκών τοῦ ἰδίου μεγέθους μέ τήν θαυματουργόν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τήν εὑρισκομένην εἰς τό Καθολικόν τῆς μονῆς Πανορμίτου…. Ἐπειδή καί ἡ ὁμοιότης περί τήν ζωγραφικήν τέχνην μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν εἰκόνων τῶν δύο τούτων Ἱερῶν Μονῶν εἶναι καταπληκτική, ἀγόμεθα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι αὗται εἶναι ἔργα τοῦ ἰδίου ἁγιογράφου, ἡ ὑπογραφή τοῦ ὁποίου δέν ἀποκλείεται νά ὑπάρχῃ κάτωθι τῆς ἐπαργυρώσεως». Τήν ἄποψη τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου, συμμερίζεται καί ὁ Συμαῖος θεολόγος Γεώργιος Ἀσκητής στήν σχετική μελέτη του γιά τήν Μονή Ρουκουνιώτη, «Ἡ ἐν Σύμῃ Ἱερά Σταυροπηγιακή καί Πατριαρχική Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τοῦ Ρουκουνιώτου». Τοῦτο δέν εἶναι ἀπίθανο νά ἰσχύει, διότι τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ἡ διαφορετικῆς μορφῆς Μονή τοῦ Πανορμίτη, εἶχε δική της ἀκμή καί δόξα. Ἔτσι θέλοντας νά «συναγωνισθεῖ» ἁμιλλωμένη εὐγενῶς τήν Μονή Ρουκουνιώτη, ἀνέθεσε ἴσως στόν ἴδιο ἁγιογράφο, τήν ἱστόρηση τῆς μεγάλης Εἰκόνας τοῦ Πανορμίτη.
Ἐπίσης, μιά ἐπιπλέον ἔνδειξη προκύπτει ἀπό τήν σύγκριση τῶν ὅσων μέχρι σήμερα γνωρίζουμε γιά τίς δύο αὐτές Εἰκόνες, πού οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἐπιδεικνύουν «βίους παράλληλους». Κατ’ ἀρχήν εἶναι ἴσως οἱ παλαιότερες, μεγαλύτερες καί μοναδικές φορητές Εἰκόνες τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ πού ὑπάρχουν στή Σύμη καί ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ σέ ξύλινη ἐπιφάνεια. Οἱ διαστάσεις τους εἶναι σχεδόν παρόμοιες, μέ μικρότερη αὐτή τοῦ Πανορμίτη. Ὁ Ἀρχάγγελος καί στίς δύο, εἰκονίζεται ὁλόσωμος, ἐπιβλητικός καί θριαμβευτής, ἔχοντας ἀποτυπωμένη στήν θεϊκή μορφή του οὐράνια γαλήνη καί ὑπερκόσμια γλυκύτητα. Κάτω ἀπ’ τά πόδια του κείτεται ἀνθρώπινο πτῶμα, τήν ψυχή τοῦ ὁποίου μέ μορφή βρέφους κρατᾶ, ὑπενθυμίζοντας ἔτσι τήν ἰδιότητά του ὡς ψυχοπομποῦ Ἀγγέλου. Στό δεξιό χέρι ὁ Ταξιάρχης ὡς δεῖγμα δυνάμεως καί τῆς παρά Θεοῦ ἐξουσίας Του, βαστᾶ δίστομο ξίφος.
Ἐπίσης ἡ ἐπαργύρωσή τους ἔγινε ἀποδεδειγμένα ἀπό τόν ἴδιο τεχνίτη. Αὐτή τοῦ Πανορμίτη προηγεῖται κατά μία δεκαετία. Τό χρονικό τῆς ἐπαργυρώσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: Τό ἔτος 1724 ἡ Μονή τοῦ Πανορμίτη εὑρισκομένη σέ μεγάλη ἀκμή καί δόξα, καλεῖ πρώτη τόν διάσημο ἀργυροχρυσοχόο Ἰωάννη Πελοποννήσιο γιά νά ἐπαργυρώσει τήν μεγάλη Εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ὁ ξακουστός αὐτός τεχνίτης ἀνέλαβε πράγματι τό ἔργο καί μέ δαπάνες ὅλης τῆς κοινότητας τῆς Σύμης πολύ σύντομα τό ὁλοκλήρωσε, καταλίποντας στούς μεταγενεστέρους ἕνα δημιούργημα ὑψηλῆς καλλιτεχνικῆς καί θρησκευτικῆς ἀξίας. Οἱ σημαντικότατες αὐτές πληροφορίες μέ τήν μορφή ἰαμβικοῦ ἐπιγράμματος, διασώζονται σμιλεμένες στό ξίφος τοῦ Ταξιάρχη, καί ἐδῶ παραθέτουμε τό ἐπίγραμμα τοῦτο αὐτούσιο:
«Ζῶ ἐν τῷ ἄνω ποιοῦντα σε ἀρχέτη.
Ὤ τῆς Σύμης ἅπαντες δῶρα προσῆξαν
Ναυκράται, ἱερεῖς τε καί οἱ Κοινότης
Ἀργυράν προσάγουσι δ’ εἰκόνα τήν δε.
Σύ δ’ αὐτός περίσωζε τό οἴκημα
Τοῖς ἐμοῖς χρόνοις ἠξίωσ(α)ς ἰδεῖν με
Ὤ ἀρχηγέτα Κυρίου Ταξιάρχα
Ἀργυράν καί πάντιμον τήν σήν εἰκόνα
ὁ Νεόφυτος ἀρχιερεύς τῆς Ρόδου
Ἀλλ’ ὧ στρατηγέ τοῦ Θεοῦ τῶν ἁπάντων
Ψυχήν ἐμήν φύλαττε ὡς προ(τ)οστάτης
Καί γραμματοποιόν τοῦτον τόν θεῖον
Μέμνησθε πάντες Ἰωάννου Πελοπονήσου.
ΑΨΚΔ Μαρτίου ΙΘ΄». (sic)
Ἀπό τήν πολύτιμη αὐτή ἐπιγραφή, καθίσταται δυνατή ἡ ἐξακρίβωση τόσον τῆς ταυτότητος τοῦ δημιουργοῦ, ὅσον καί τῆς χρονολογίας κατασκευῆς τοῦ ἀσημένιου ἐπικαλύμματος. Ὁ Ἰωάννης Πελοποννήσιος, σύμφωνα μέ τήν σχετική μελέτη τῆς κ. Ἑλένης Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα «Ἡ μεγάλη Εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τοῦ Ρουκουνιώτη στή Σύμη», δραστηριοποιήθηκε στήν περιοχή τοῦ νοτιοανατολικοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό 1722 ἕως τό 1753. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν αἰσθητική του ἀντίληψη καί τήν ἰδιαίτερη ποιότητα τῶν ἔργων του, ὑπῆρξε κορυφαῖος μεταξύ τῶν ἀργυροχρυσοχόων τῆς ἐποχῆς του, πρᾶγμα πού ὁδήγησε τούς Μοναχούς τοῦ Πανορμίτη στήν ἐπιλογή του. Δέν γνωρίζουμε βέβαια τόν τόπο πού ὁ τεχνίτης αὐτός εἶχε ἐπιλέξει ὡς βάση του καί εἶχε ἐγκαταστήσει τό ἐργαστήριό του. Υἱοθετοῦμε ὅμως τήν ἄποψη περί Ρουκουνιώτη τῆς κ. Ἑλ. Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα καί θεωροῦμε πώς ἰσχύει καί γιά τόν Πανορμίτη, ὅτι δηλ. λόγῳ τοῦ μεγάλου μεγέθους τῆς Εἰκόνας, ὁ Πελοποννήσιος θά ἐγκαταστάθηκε γιά ἕνα διάστημα στήν Σύμη, ὅπου μελετῶντας τό χῶρο τοῦ Ναοῦ, τόν φυσικό φωτισμό καί τά χαρακτηριστικά τῆς συγκεκριμένης ἐπιβλητικῆς Εἰκόνας, ἄρχισε τήν κατασκευή τῆς ἀργυρόχρυσης ἐπικάλυψης. Ἔχοντας πλούσια ἐμπειρία, ἀκριβῶς δέκα ἔτη ἀργότερα, δηλ. τό 1734 ἐπανέρχεται στήν Σύμη, ὅπου κατόπιν προσκλήσεως τῆς Μονῆς Ρουκουνιώτη, ἐπαργυρώνει τήν ἐφέστια ὁμώνυμη Εἰκόνα της.
Στήν περίπτωση τῆς Εἰκόνας τοῦ Πανορμίτη, ἡ ἀρχική μορφή γιά ἄγνωστο λόγο ὑπέστη καταστρεπτική καί ἴσως ἀνεπανόρθωτη φθορά, πού μέχρι σήμερα διαπιστώνει κανείς νά ὑφίσταται σέ τμῆμα τοῦ ἀκαλύπτου λαιμοῦ τοῦ Ταξιάρχου. Ἰδιαιτέρως κατατοπιστική γιά τήν γενεσιουργό αἰτία φθορᾶς τέτοιου εἴδους, εἶναι ἡ περιγραφή τῆς πανηγύρεως τοῦ Πανορμίτη τοῦ ἔτους 1901 ὑπό τοῦ Δ. Χαβιαρᾶ. Ἐξ αὐτῆς καθίσταται σαφής ἡ καταστροφική συνέπεια τῆς ἀφελοῦς συνήθειας τῶν προσκυνητῶν, νά ἐπικολλοῦν «ἐπί τοῦ προσώπου τοῦ Ἀρχιστρατήγου νομίσματα ἀργυρᾶ καί χρυσᾶ». Καί ἄν τοῦτο συνεχιζόταν καί τό 1901, ἀντιλαμβάνεται κανείς τί θά συνέβαινε ἐνωρίτερα…
Γιά νά ἐπουλωθεῖ ἡ φθορά τῆς Εἰκόνας, φαίνεται πώς δέν ἦταν δυνατόν. Ἔτσι, κάποιος ταλαντοῦχος ζωγράφος ἐκλήθη ἀπό τήν Μονή καί ἀνέλαβε νά ζωγραφίσει ἐξ ἀρχῆς ἕνα νέο πρόσωπο, μία καινούργια μορφή, πού θά ὑποκαθιστοῦσε τήν φθαρεῖσα πρωτότυπη. Ὅπως εἶναι γνωστόν ἄλλωστε, ἐκεῖνα τά χρόνια ἦταν ἀρκετά συνηθισμένη πρακτική οἱ ἐπιζωγραφίσεις τῶν παλαιοτέρων Εἰκόνων. Πολλοί ζωγράφοι διέρχονταν τά μέρη τῆς πατρίδας μας καί κάλυπταν τίς κατά τόπους ἀνάγκες, δημιουργῶντας νέα ἔργα, τίς περισσότερες φορές ὅμως εἰς βάρος τῶν προγενεστέρων. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται ὅτι καί ὁ ζωγράφος τοῦτος συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αὐτῶν καί ἐάν κρίνουμε ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας του, ἀνάμεσά τους κατεῖχε ἰδιαίτερη θέση.
Ἡ τεχνοτροπία τῆς νέας μορφῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου αὐτή τή φορά κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἀκολούθησε δυτικά Ἀναγεννησιακά πρότυπα καί φιλοτεχνήθηκε μέ λάδι σέ μουσαμᾶ, ὁ ὁποῖος τοποθετήθηκε ἐπάνω τῆς ἀρχικῆς μορφῆς. Ἡ ἀκριβής χρονολογία τῆς ρηξικέλευθης τούτης παρεμβάσεως μᾶς εἶναι ἄγνωστη. Ἡ προσεκτική ὅμως παρατήρηση τοῦ καμβᾶ ἐπί τοῦ ὁποίου ζωγραφίστηκε ἡ σημερινή νεότερη μορφή τοῦ Ταξιάρχου καί ἰδιαιτέρως ὁ τρόπος προσαρμογῆς της, πιστοποιεῖ τήν τοποθέτησή της μετά τήν ἐπαργύρωση τῆς Εἰκόνας ἀπό τόν Πελοποννήσιο τό ἔτος 1724. Τό ἀργυρό φωτοστέφανο τοῦ Ταξιάρχου ἔχει ἀφαιρεθεῖ πρός στιγμήν ἀπό τήν ἀρχική του θέση, προφανῶς γιά νά τοποθετηθεῖ τό νέο δημιούργημα καί πάλι τοποθετήθηκε, πλήν ὅμως λίγο πιό ἀριστερά. Ἡ ἐλάχιστη αὐτή μετακίνηση, τεκμαίρεται ἀπό ὁρισμένες ὀπές τῶν στερεωτικῶν καρφιῶν του, πού παραμένουν ἀνοικτές μέχρι σήμερα. Ἀκόμη στό κενό πίσω ἀπ’ αὐτό, διακρίνεται τό ἐλαφρῶς φθαρμένο τελείωμα τοῦ μουσαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ τό σχῆμα καί τό μέγεθος τοῦ φωτοστεφάνου, ἀλλ’ ὅμως εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητος ἀπό τήν ὑπόλοιπη ξύλινη ἐπιφάνεια τῆς Εἰκόνας. Ἐπίσης εἶναι σαφῶς ὁρατό, ὅτι ὁ μουσαμᾶς μέ τήν ἐλαιογραφία τῆς μορφῆς τοῦ Ταξιάρχου, περιορίζεται μόνο στό ἄνοιγμα πού ἀφήνει ἡ ἀσημένια ἐπικάλυψη στήν περιοχή τοῦ προσώπου καί δέν ἐπεκτείνεται στό ἐλάχιστο κάτω ἀπ’ αὐτήν.
Ἐρωτήματα βεβαίως προκύπτουν πολλά καί δέν φιλοδοξοῦμε πώς μέ τήν παρουσίαση τῶν νέων αὐτῶν στοιχείων, θά ἀπαντηθοῦν ὅλα. Δέν μένει παρά εἰδικοί ἐπιστήμονες νά ἐξετάσουν μέ τίς σύγχρονες διαγνωστικές μεθόδους πού ἀφήνουν ἀνέπαφη τήν Εἰκόνα τό ὅλο ζήτημα, καί νά δώσουν ἔγκυρη καί ἀντικειμενική ἀπάντηση στό σημαντικότατο τοῦτο θέμα. Ὅπως καί νά ἔχει τό πρᾶγμα ὅμως, ἡ εὐσέβεια τοῦ Λαοῦ ἔχει γνωρίσει καί ἀποδεχθεῖ τόν Πανορμίτη μέ τήν γλυκύτατη αὐτή μορφή Του. Δι’ αὐτῆς πλήθη ἀνθρώπων ἑλκύονται καθημερινά στήν ἱστορική Μονή Του λαμβάνοντας ψυχική καί σωματική ἀνάπαυση, θάρρος καί δύναμη στόν ἀγῶνα τους γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀντιξοοτήτων τῆς πολυτάραχης αὐτῆς ζωῆς. Τέλος ἡ οὐράνια τούτη θωριά Του, ἐμπνέει καί ἐνισχύει κάθε φιλόθεη ψυχή στόν ὡραιότερο καί οὐσιαστικότερο τῶν ἀγώνων, ἔπαθλο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ μετοχή τοῦ νικητῆ στό ἄκτιστο καί αἰώνιο φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.