Το Σιδηρόκαστρο από το 1800 έως το 1878. Υπομνηματικαι Τινες Σημειωσεις περι Δεμιρ Ισσαρίου, περιοδικό Παρνασσός,
Παρνασσός,
Υπομνηματικαι Τινες Σημειωσεις περι Δεμιρ Ισσαρίου
Διαβάστε το ΕΔΩ σε μορφή pdf , σελ 537
Δημητριάδης Σωτήριος, “Υπομνηματικαί τινές σημειώσεις περί Δεμίρ Ισσαρίου”, στο περιοδικό Παρνασσός, 1878,
Υπάρχουν λάθη στην ορθογραφία λόγω κρυπτογράφησης
Τεσσαρας ώρας ΒΔ τών Σερρών, μίαν δέ καΐ ήμίσειαν μακράν τής άριστεράς όχθης τοϋ Στρυμόνος (έκ τοΰ σημείου Δερβέντ-Χάν, βορειοδυτικού
κλείθρου τής πεδιάδος τών Σερρών) κεϊται ή κωμόπολις Δεμΐρ Ίσσάρ. Είνε
έκτισμένη έπ’ άμφοτέρων τών πλευρών ομαλής χαράδρας, πρός μέν τήν πεδιάδα βαθυτέρας κάπως καΐ εύρείας, βαθμηδόν δέ άνυψουμένης καί καταληγούσης έπ'ι λόφων, έξ άριστερών μέν τώ άναβαίνοντι ομαλών καί άμπελό-7
φύτων, έκτεινομένων ΒΔ μέχρι συντόμου άποστάσεως άπό τής κωμοπόλεως
καί συνεχομένων ΒΔ καί Β μετά τοΰ έκ Βορρά κατερχομένου ορούς, έκ δεξιών δέ βραχωδών άποτόμων καί αμέσως συνεχομένων μετά τοΰ επικειμένου
όρους, ού ή σειρά άπό τοϋ ΒΔ πρός τό ΒΑ περιζώνει τήν πεδιάδα τών Σερ;
ρών. Τήν χαράδραν έν αριστερή μέν —τώ άναβαίνοντι πρός τό βόρειον στόμ.ιον αυτής—χαρακώνει λόφος πετρώδης, πάντοθεν εύπρόσιτος, μόλις ύψούμενος 50 περίπου πόδας ύπέρ τό βάθος τής χαράδρας, άπό τοΰ όποιου, άρχεται ή σειρά τών άμπελοφύτων βορειοδυτικών λόφων’ έν δεξι$ δέ κατ’ άρχάς μέν μικρός τις πετρώδης δλως όγκος, εκτεινόμενος καθ’ ρλον τό βόρειον
ήμισυ τής χαράδρας, πρός τήν πόλιν μόλις έξέχων τοΰ εδάφους, έκ τοΰ-αντιθέτου όμως μέρους σχηματίζων ύψος άπό 30—60 ποδών καί κατερχόμενος καθέτως σχεδόν εις στενόν βάραθρον —, έπειτα δέ έτερος δμοίως πετρώδης όγκος υψηλός όμως μέχρι 250—300 ποδών, ή κορυφή τοΰ όποιου
είνε επίπεδος καΐ άποτελεϊ τήν συνέχειαν τών ανατολικών λόφων τών τούς
πρόποδας τοϋ ύπερκειμένου χαμηλοΰ όρους σχηματιζόντων. Μεταξύ τόΰ χα*
μηλοτέρου πετρώδους όγκου καΐ τούτου τοΰ ύψηλοΰ καί πολλάχοΰ μέν σχεδόν άπροσίτου, ένιαχοΰ δέ δλως άπροσβάτου διέρχεται μικρόν’ ποτάμιον7
(τσάι τουρκιστί), διαιροΰν τήν κωμόπολιν εις δυο όσα σχεδόν μέρη, εχοντα σχήμα ισοσκελούς τριγώνου (τήν θέαν ταύτην λαμβάνει τις έκ τής
κορυφής τοΰ άριστεροΰ λόφου). 'Ρέει δέ τό ποτάμιον άπό βορρά, 5 ώρας μά*
κράν τοΰ Δεμΐρ Ίσσάρ πηγάζον καΐ διερχόμενον άπό τών πηγών του μέχρι τοΰ τέλους τής τοΰ Δεμΐρ Ίσσάρ χαράδρας μόνον, φάραγγας ή λάκκους,
εξέρχεται έ'πειτκ εις τήν άνοικτήν πεδιάδα, ήν ωφελεί μέν διότι, ποτίζει
πολλάς γαίας της,βλάπτει όμως ενίοτε ούκ ολίγον κατά τάς πλημμύρας του,
καΐ έπειτα εκβάλλει εις τόν Στρυμόνα, μεσημβρινώς τής Τζίουμαγιάς, εις
ήν καΐ δίδει τό μόνον σχεδόν πόσιμον ύδωρ της. *0 λάκκος 8ν διέρχεται τό
ποτάμιον, μίαν ώραν βορείως τοΰ Δεμΐρ Ίσσάρ, καθ’ ολον τοΰτο τό μήκος
Εκατέρωθεν έχει ωραίους κήπους όπωροφόρο.υς, πολλούς δέ καί συκομοριών.ας
εις άπόστασιν δέ '/j ώρα; άπό τοϋ Δεμ.'.ρ 'ίσσάρ διακόπτεται ύπό γηίνου
όγκου, ύπό τόν.όποϊον δι’ άφανοΰς υπογείου διόδου διέρχεται, τό ποτάμιον. Ό
γηίνος ουτος όγκος καλείται (/.έ τό τουρκικόν ό'νομκ γέρ-κιοπρυ ήτοι γΎΐ'ιννχ
γέφυρα, καί πρός μέν τό βόρειον στόμιον εΐνε πετρώδη; κάπως καί καθέτως
κατερχόμενος εις ύψος 30 περίπου ποδών, πρός δέ τό νότιον, ένθα άποτελεϊται ή διέξοδος τοϋ ποταμίου, εΐνε μέχρι τίνος κοίλος μέ πληθύν μικρών σταλπκτιτών, κατοικημάτων νυκτερίδων καί πλήθους περιστερών. Ή αφανής
αίτη υπόγειο; δίοδος συμβαίνει ενίοτε νά κλείσν) έκ τών σωρέυομένων ύπό
τοΰ ρεύματος εις τό λίαν στενόν, ώς φαίνεται, βόρειον στόμα της ξύλων καί
μεγάλων κορμών δένδρων καί τότε άνωθεν όγζοΰται φοβερά τό ποτάμιον *
άφ’ έαυτής όμως έκφράσσεται ή κλειόμενη οπή, καί τότε μετά δυνάμεως
διεκχεόμενον τό ρεϋμα γίνεται πρόξενον ενίοτε κινδυνωδών πλημμυρών. Καθ’
δλον τό μήκος τής κοίτης τοϋ ποταμίου, εντός και ολίγον έξω τής κωμοπόλεως, ύπάρχουσι πολλοί μόλοι καί υδρόμυλοι. Βήματα δέ τινα ολίγον δεξιά
της γηΐνη; ταύτης γέφυρας, ύπό την ρίζαν υψηλότατου βραχώδους άποτόμου
λόφου έσκ'ι ίσσάρ (=παλαιόκαστρον) τουρκιστί λεγομένου (κατ’ άντίθεσιν πρός
τόν άναφερθέντα δεξιόν βουνώδη λόφον, ίσσάρ .λεγόμενον),εξέρχεται άνά μέσον
πετρών ύδωρ ικανόν, ουδέποτε πηγνύμενον, ζεστόν σχετικώς πρός τό ψυχρότερον καί τόν χειμώνα πηγνύμενον ποτάμιον,γλυφόν την γεϋσιν, περιέχον ίχθΰς
μικρούς, δι’ ού κινούνται 5 μύλοι ολίγα βήματα κατωτέρω της πηγή; του,
ένθα καί χύνεται εις τό ολίγον περαιτέρω εις τό βάθος τοΰ λάκκου ρέον ποτάμιον. Τό ύδωρ τοΰτο καί τό μέρος έ'νθα πηγάζει λέγεται ζεστό ζεμό. Το
δεξιόν τρίγωνον τή; κωμοπόλεως κεϊται ύπό την Μ ρίζαν τοϋ ίσσάρ, έπο»
μένω; ΜΑ τοϋ αριστερού, άφ’ οδ χωρίζεται διά τοΰ ποταμίου, εκατέρωθεν
τοϋ όποιου εκτείνονται είς πλάτος 3—4 στρεμμάτων καί είς μήκο; μιάς
ώρας ΜΑ κήποι ωραίοι λαχάνων,. οπωρών λίαν άφθονων καί συκομορεών.-
Ύπό την ρίζαν δέ τοΰ βουνώδους λόφου ίσσάρ σχηματίζεται μικρός λάκκος, 8ν διέρχεται χείμαρρος, ριαϊμονδα λεγόμενος, καί έν τφ όποίφ εΐνε κήποι πολλοί, φέροντες όνομαστά ρόιδα.
Ή κωμόπολις περιλαμβάνουσα 700 περίπου οικογένειας, κατοικεΐται ύπό
'Ελλήνων (έν οΐ; καί όλίγιστοι Βούλγαροι έκ τών πέριξ χωρίων μετοίκησαντες, γεωργοί καί κηπουροί ό'ντες, έζελληνισθέντες κατά τό ήμισυ), Τούρκων,
Κιρκασιών καί Γύφτων. Οί Τούρκοι εΐνε πολυπληθέστεροι, συμποσούμενοι είς’
300 περίπου οικογένειας' οί "Έλληνες (συμπεριλαμβανομένων καί τών εξελληνιζόμενων Βουλγάρων) εϊ;· 200' οΐ Κιρκάσιοι είς 50 καί οί Γύφτοι (Χριστιανοί καί Μωαμεθανοί) είς 150. Οί Τούρκοι κάτοικοι εΐνε οί παλαιότατοι,
ώς και οΐ Γύφτοι * οί Κιρκάσιοι (Τσερκέζιδες) συνωκίσθησαν προ 10 ετών. Οί
δέ “Έλληνες πρό 40 ετών συνεποσοϋντο μόλις-είς 60 οικογένειας’ προ 60
δέ η 70 ετών είς όλιγίστας, 5-—10. Οί Τούρκοι τότε ήσαν πολύ πολυπληθέστεροι, διπλάσιοι τουλάχιστον τών νϋν, φθοράν, παθόντε; μεγάλην ενωρίς
ήδη ύπό τοϋ θανατικού, πανώλους δηλονότι, ήτι; ώς άκουω παρά γερόντων
είσβαλοϋσα τφ 1816 διάρκεσε μέχρι τοϋ 1820 ή 1822' ωσαύτως δ’ έπελθοϋσα τώ 1836 έξωλόθρευσε περί τούς 1000 Τούρκους, μόλις δέ 5 ί, 6
Χριστιανούς ! Τότε καί ολόκληρος συνοικία Μαύρων (Άράπιδων) έξωλοθρεύθη
μέχρι ενός. Τότε, λέγουσιν οΐ γέροντες, μάλιστα αΐ γραΐαι,’ζ«κσιτίσΛ/καΓ τά
άπιστα σκυλιά (οί Μωαμεθανοί). Οί “Έλληνες έπληθύνθησαν κυρίως άπό
τοΰ τελευταίου, τώ 1836, θανατικού, τοΰ μέγαν έπενεγκόντος εις τους μή
προφυλαττομένους Τούρκους όλεθρον, δι’ άποίκων έκ τοϋ έλληνικωτάτου Με *
λενίκου (Β. 8 ώρας) ά οικογενειών, τούτων όμως ολίγων, ά μόνον γυναικών
ύπανδρευομένων τούς πλεονάσαντας άλλαχόθεν (καί έκ Βουλγαρικών χω»
ρίων) συνελθόντας δι’ έμπόριον καί διαφόρους βιοποριστικά; εργασίας άνδρας
τοϋ Δεμίρ “ίσσάρ. “Ο Μελενίκιος ουτος γυναικείος άποικισμός ήτο πολύ συ»,
νήθεις καί έν Δεμίρ “ίσσάρ καί κατά τά λοιπά χωρία καί κωμοπόλεις, εγγύς
πως τοΰ Μελενίκου κείμενα;’ καί τώρα δέ ό Μελένικος ώς καλλιγύναιξ φημίζεται καί αΐ γυναίκες αύτοΰ έξακολουθοϋσι διά τοΰτο νά ζητώνται άλλαχόθεν-.
Έκ τούτων ή κωμόπολις Δεμίρ “ίσσάρ δυναταί τις νά εΐ'πγ ότι κατά τάς
άρχά; τη; έκατονταετηρίδο; ταύτης ήτο σχεδόν καθαρώς τουρκική’ όλίγφ
ύστερον ήρξατο λαμβάνων ζωήν τινα ό αφανής καί ασήμαντος ελληνισμός
της, μόλις δέ πρό 30 έτών ένισχύθη ουτος άρκούντως, ώστε ν’ άποτελέσγι
κοινότητα αυτοτελή ελληνικήν καί κατά την συνοικίαν έντελώς σχεδόν χωριζομένην τοΰ τουρκικοΰ οικισμού, νϋν δέ δυναμένην δικαίως νά θεωρηθή ώς
επίκαιρον κέντρον τοΰ έν τώ μέρει τούτφ τής Μακεδονίας Ελληνισμού;;
Πρό τ-?5ς άρχκιοτέρας όμως εκείνη; τουρκικής έποχής της βεβαίως σχεδόν δύ*
ναται νά είκάσν] τις δτι η κωμόπολις αυτή ητο πολύ μεγαλειτέρα ά νϋν;
εκτεινόμενη καί έκεϊ, όπου σήμερον έφ’ ικανή; έκτάσεως εΐνε αμπελώνες,
καί δη ελληνική. Τφ δντι όλίγφ περαιτέρω τής βορείου εξόδου τής χαρά *
δρας, είς ικανόν έ'κτασιν πρό ολίγων έτών ήδύνατο νά ΐδν; τι; τά ΐ'χνη θεμελίων οικιών πολλών, . σωρούς συντετριμμένων κεράμων, άφ’ ων πάντων
έκκθαρίσθη νϋν τό έ’δαοος, κατ’ επιφάνειαν τούλάχ ιστόν, καί έν αύτφ έφυ *
τευθησαν άμπελοι" παράδοσις δέ τις καθαρά λέγει ότι «έκεϊ ήτο χριστιανικό; μαχα2ας'ϋ. Έν τφ αύτφ χώρφ νϋν .Ιαγονιι-μ-ζαΐρ τουρκιστί λεγομένφ
καί πρό μιΚς πεντηκονταετία; κατά τούς λόγους τών γερόντων συνδένδρφ,
ύψοϋται έπί τή; αριστερά; τφ άναβαίνοντί ό'χθης τοΰ ποταμίου λοφίσκος τυμβοειδής, καλούμενος 'Άγιο; Ήλίας, έφ’ ου νϋν, τό νεκροταφείου τών Γύφτων?
καί όλίγφ κατωτέρω ναός μικρός, έρείπιον νϋν, τής Παναγίας, περί 8ν νεκροταφείου τών Χριστιανών. Ούδέν ίχνος τουρκικού νεκροταφείου, όποιον βεβαίως
θά έσώζετο, έάν υπήρχε ποτέ, ούδ’.άλλο τι ένθυμίζον Τούρκους’ μόνον δ “Άγιος ’Ηλίας, ναός βέβαια καί ουτος κατά τόν ελληνικόν τρόπον έπΓκα *
ταλληλου χώρου, έπί πορμφθς δηλονότι λοφίσκου. Περί Βουλγαρισμοϋ τίνος
δέν εΐνε άνάγκη ν’ άναφέρωμεν, διότι όλοι st πέριξ Βουλγαρόφωνοι εΐνε μα
νον γεωργοί, άνευ πόλεώς τίνος η κωμοπόλεως, καί τοιοΰτοι επομένως 8εν
εΐχόν τι νά ζητησωσιν έν Δεμΐρ Ίσσάρ, έν οΐ'κοις μεγάλοις, όποιους προϋπάρξ«γτας έδείκνυον τά ερείπια.
*0 φιλάρχαιος εύλόγως έκ τούτου όρμώμενος θά έρωτησφ τί άρά γε ^το
νϋν κωμόπολις, ητις και έν στρατιωτικώς έπικαίρφ τινί χώρω ζεϊται, καί
πρό της έποχ^ς έζείνης, 2ν και κατά τούς πλειοτέρους, τούς πρό της ύπό
τδν Τούρκων κατακτησεως χρόνους, ητο χωρίον κατφκημένον, πόλις τις
κτλ., ώς μάλιστα παρακινείται τις νά ύποθέση έκ τών σωζομένων πολλών
ερειπίων παλαιού φρουρίου. Έκ τοϋ νϋν ονόματος της δέν δύναται τις νά
συμπεράνν) τι περί της ελληνικής αρχαιότητάς της' τοΰτο εΐνε καθαρώς τουρκικόν, Δεμ.ίρ Ίσσάρ (Πεμϊρ, ώς προφέρεται, ώς δέ γράφεται τουρκιστί.τεμοίρ
=σίδηρος, καί Ιιισσάρ=βράχος,οίονεί βουνώδης λόφος η ζαίφρούριον, οτε τοΰτο
εΐνε έπί άκροπόλεως, βράχου), ίσως σημαίνον σιδηράν κλείδα (άτε επίκαιρον
βράχον). Δέν μοι φαίνεται πιθανόν νά ώνομάσθη ουτω διά τό σίδηρου άμμον
σύρον ποτάμιον, τούλάχισταν τό πρώτον πιθανώτερον, διότι φυσικώτερον νομίζω νά έδόθη τό όνομα έκ της ίδιότητος αύτοΰ τοΰ ισσαμέου, δπερ τφ ό'ντι
εινε σιδηροΰν, δυσάλωτον δηλονότι' εις τοΰτο μάλιστα ένισχύομαι έκ τοϋ
δτι πολλά ομοίως όνομασθέντα χωρία έν τη τουρκική επικράτεια ύπάρχουσΓ
π. χ. Άβρέτ Ίσσάρ, ’Άχ Ίσσάρ κλ. Δέν γνωρίζω δέ άρχαιόν τι χωρίον περί
την αύτην θέσιν κείμενον, εί καί άλλως τοΰτο μοι φαίνεται πολύ -πιθανόν,
ού μόνον διότι εις τό ΒΑ άκρον της πεδιάδας τών Σερρών, παρά τ$ Σίρει η
ταϊς Σερραις, έπρεπε νά εινε ε’ις τόσον έπίκαιρον εισβολήν καί εύφορον πεδίον
χωρίον τι οϊκούμενον, ελληνικόν, άφοΰ μάλιστα πολύ βορειότερον έν Πετριτσίφ ην ή Πέτρα, ελληνικόν πόλισμα, αλλά καί διότι έντός αύτνίς τνίς τοϋ
Δεμΐρ Ίσσάρ περιφερείας παρά την δ/θην τοΰ ποταμίου, ΜΔ έν έρειπίοις
παρασυρθεΐσιν νίδη ύπό τών ρευμάτων του, άνευρέθη πρό τινων ετών καλώς
είργασμένον άγαλμα γυναικός, δπερ ύπό τοΰ εύρόντος * Τούρκου έπωληθη τφ
έν Σέρραις Σλαύω άποστόλφ Στεφάνφ Βέρκοβιτς, πρός δέ τούτοις καί επιγραφή, ητις πρό ολίγου εύρέθη έν τρ νϋν Κιρκασιακγ συνοικίγ, έλληνικη επιτύμβιος, ή έξης :
έξ' ων βεβαίως δέν δύναται τις % ελληνικού πολίσματος προύπαρξιν νά ύποθέση. Σημειώτέον δέ δτι καί έν άλλφ χώρω, 3/4 της ώρας ΒΔ τού Δεμΐρ
Ίσσάρ παρά τώ Βουλγαρικω χωρίφ Πούλιοβο, εύρέθη κατά τύχην έπΐπ
τύμβιος έλληνικη (έπί 'Ρωμαίων) επιγραφή, ην δέν έ'χω πρόχειρον νά μετά-,
γράψω, καί ό χώρος ούτος, γεωργούμενος νϋν, Βουλγαριστί καλείται Graditsa,
δ έ. πολιχνών. Έκ δέ τών σωζομένων έπί της εύρείας καί επιπέδου κορυφές τοΰ άνατολικώς χαρακοΰντος την χαράδραν άποτόμου βουνώδους λόφου
τοϋ Ίσσαρίου, μακρών καί ισχυρών ερειπίων φρουρίου δύναται ωσαύτως νά
είκάση τις ασφαλώς καί περί της κατά τούς Βυζαντιακούς χρόνους ύπάρξεως
αύτόθι πολίσματός τίνος η τούλάχιστον φρουρίου. Έπί της κορυφές ταύτης
πλην άλλων θεμελίων έρειπιωμένων τειχών, περιβόλων, είνε καί έρείπιόν
πύργου δυνατού καί ύψηλοϋ άκριβώς σχεδόν έπί τίνος τοΰ βράχου κατά
τό άποτομώτατον αύτοΰ μέρος, έπί ενός έκ τών τειχών τοϋ όποιου ενθυμούμαι δτι εΐδον άλλοτε (ταύτό δέ καί άλ.λοι μέ βεβαιοΰσι) τά έξ·ης τρία
γράμματα, τό έν κατόπιν τοϋ άλλου, σημειούμενα διά πλίνθων έρυθρών έπιτετειχισμένων : Μ Π X’ σώζονται δέ καί σήμερον ταϋτα. Πρός δέ τούτφ
κάλλιστα σώζεται πρός τό δυτικόν τοΰ βράχου ολίγον ύψηλά έκ τοΰ εδάφους, άνωθεν τών κήπων τών ροϊδιών, έν τώ βοάχφ λελατομημένος ναός χριστιανικός, πρός ον άναβαίνει τις μόνον διά κλίμακος προστιθεμένης, καΐ εισέρχεται διά μικράς εισόδου, εκατέρωθεν της όποιας σώζονται εί καί έφθαρμέναι ύπό τοΰ χρόνου, μάλλον δ’ ύπό λιθοβολημάτων, εικόνες αγίων, όποϊαι
καί εντός αύτοΰ, εις σχήμα θολωτόν λελατομημένου, σώζονται έπί τών τοιχωμάτων του πολλαί έφθαρμέναι. Ό .ναός-ούτος, απλούς κατά τό σχέδιον,
διότι σύγκειται έξ ενός μόνον μικροΰ κοιλώματος, εΐνε βεβαίως Βυζαντιακνίς
έποχ·ης καΐ δύναται νά μαρτυρηστ) ωσαύτως οτι ύπηρξε ύπό την ρίζαν τοΰ
βράχου του χριστιανικός οικισμός, αλλά τίποτε περισσότερον παρά τοΰτο
καί μόνον.
Πλην τών ερειπίων δμως τούτων, πλην τών παρηγόρων λειψάνων τίίς
άρχαιοτάτης αύτοΰ έποχής καί τών έξ αύτών άναμνησεών, τίποτε πλειότερον δέν φέρει σήμερον τό Δεμΐρ Ίσσάρ έξ έκείνης. Εΐνε δλως διόλου, ώς
προεϊπον, νέον πόλισμα, τό όποιον δμως έν τη νέ^ αύτοΰ υπάρξει δέν φαίνεται στερούμενον σημαντικότητός τίνος. Σήμερον περιλαμβάνει κοινότητα
ελληνικήν (καί έ'ν τινι μέρει έξελληνιζομένην νυν), ητις εί καί μικρά, άλλ’
δμως ανέκαθεν καί μέχρι τοϋδε δεικνύει ενεργητικότητα καΐ ζηλόν τινα
δλως αύθύπαρκτον πρός άνάπτυξιν καί μόρφωσιν ελληνικήν τών μελών της,
καί ητις δι’ αύτό τοΰτο τό πλεονέκτημά της εΰελπι προδεικνύει καί τό μέλλον της. Ουσα δέ κέντρον διοικητικόν (καϊμακαμΛηκι) εύρείας περιφερείας
χρησιμεύει καί ώς άποθηκη τις έμπ’ορικη καί βιομηχανική καί άγορά αύτής,
εί καί ώς πρός τοΰτο σημαντικώς υστερεί ετέρου κέντρου έν τφ αύτφ κύκλω,
της Τζίουμαγιάς. Διά τούς δυο τούτους λόγους η σπουδαιοτης αύτ^ς δεί-
κνυται 'λόγου άζία,.-όταν βέβαια λώβη τις νπ' δψιν ότι καί- εν τοιουτο μί«»
κρόν κέντρον, κείμενον. μόνον μεθ’ ενός άλλου, τής Τζ’ουμαγιάς, έν τώ Iΰγκτ<>) άκρφ της πλουσιωτάτης καί εύρυτάτης τών. Σερρών πεδιάδος και
άποτελέσαν έσως κατά τό μέρος τούτο έν τών εσχάτων πυργωμάτων, άν
μή αυτό τό έσχατον, της άδιαφιλονεικήτου ελληνικής κτήσεως έν τγ μεγάλη, ταυτν) εμπορική και εύφορωτάτγ) ·χώρορ τοΰ Στρυμόνος, ού μόνον νά.περιφρονηθΰ) δέν πρέπει, άλλα τουναντίον νά τύχγι όσον ένεστι πλείονος προσοχές. Α’υτη δ’ εννοείται πρέπει νά ρυθμισθή διά τοϋ κανόνος, δν θά δώσνι
ήμϊν ή έκτίμησις καί γνώσις τής «ρύσεως κα.Ι καταστάσεως τών κατοίκων,
της φύσεως τοΰ τόπου, τών δυνατών καί αναγκαίων νά γείνωσι. Περί τούτου
δ’ άς ρηθώσιν ύλίγα τινά.
Έκ τών τετραγενών κατοίκων τής κωμοπόλεως οί Τούρκοι .εινε ώς πάντες
οί ομόφυλοί των δεσποτικοί, υπερήφανοι, σφοδρά τούς χριστιανούς μισοΰντες,
άμαθεστατοι, άγράμ.ματοι πλήν ολίγων, τών αιατά,τιόωα (γραμματέων έν
τω διοικητηρίω) καί τών μο.Ιάδων (τών «διαβασμένων»), οϊτινες εινε
πολλοί, βάρβαροι άκόμη και άγριοι, μη κατέχοντες καί της έλαφρας τουλάχιστον εκείνης εύπρεπείας τών τρόπων, ητις φαίνεται παρά τοϊς Τούρκοις τών
πόλεων, -ητις όμως και παρ’ έκείνοις επικαλύπτει μ.όνον.κάπως τό έσω οίκουν
και έμπεφυτευμένον βάρβαρον μισοχριστιανιζόν καί άγριον τοϋ ήθους των, τό
όποιον αδύνατον εινε νά έξαλειφθη άπό παντός Τούρκου οίασδήποτε τάξεως
καί άναπτύξεως. Κατοικοΰσι κυρίως μέν τόν λεγόμενον «κάτω- μαχα.Ιαν»
(έν τώ δεξιω τριγώνω) της κωμοπόλεως, οστις εκτείνεται νοτίως μέν πρός
την ομαλήν πεδιάδα καί τούς πρώτους λαμπρούς κήπους της, ΒΑ δέ ύπό
την μεσημβρινήν ρίζαν τοΰ ίσσαρίου εντός λάκκου, δστις, ώς εί'πομεν, έχει
κήπους όνομαστών ροϊδιών. ‘Ολόκληρος ή συνοικία αύτη άναπτυσσομένη κατά
τό πλεϊστον έζω τής χαράδρας, έχει πολύ καθαρώτερον τόν άέρα καί δρόσε -
ρώτερον καί έλευθέρως πνέοντα, καί υδατα δ’ έχει άφθονώτερα καί καλλίτερα της χριστιανικής συνοικίας’ ύδραγωγεΐόν δέ τι 'αυτής, φέρον τό ύδωρ έξ
άποστάσεως 4 ωρών κατ’ άρχάς μέν μόνον δι’ αύλακίου, έπειτα δέ ολίγον
άνωτέρω τής συνοικίας διά σωλήνων πήλινων (κιούγχ τουρκιστί), οί Τούρκοι βεβαιοϋσι ό'τι Σουλτάνος τις Μο.υράτ (αλλά δέν λέγουσι, διότι δέν δύνανται νά γνωρίζωσι, τις Μουράτης) διερχόμενος, άπό εκστρατείας πιθανώς,
φκοδόμησε’ τοΰτο μάλιστα βεβαιουται έκ τοΰ δτι πρό τοϋ ζανζιματίον
37 ετών; φόρος τις,, 3-—4 χιλ. γροσίων, χωρίου τίνος της επαρχίας Δεμ,ίρ 'Ισσάρ, ΛέδοΕνιτσας, ήτο προσδιωρισμένος την διατήρησιν τοΰ ύδραγωγείου τουτου. Τούρκοι όμως τινές, περί τάς 25 οικογένειας, κατοικοΰσι καί έν
'Γ’ίϊ ελληνική συνοικία (ήτις καλείται ώς παντού έν ταΐς Τουρκικαϊς πόλεσι
«βαρόοΗθ»=άστυ, ούτως είπεϊν) πρός τό νότιον άκρον αυτής, έν μέρει άναμεμιγμένοι μετά τών χριστιανών.’Έχουσι 5 τζαμία, τό έν μεταξύ τών έν τή
έλληνικ^ συνοικί^ τουρκικών οικιών, τούτων δέ τά 4 έχουσι jurafttrhc;' έις
δε μιναρές έρειπιωμένος σώζεται έν μικρφ τινι άδεσπότω ύπαίθρφ έντός τής
ελληνικής συνοικίας, λείψανου της καί έν αύτφ προΰπάρξεως, όχι πολύ πρό
πολλοΰ, Τούρκων μόνον, χωρίς όμως νά χρησιμεύη νΰν ώς ιερόν αύτών. Περίεργον είνε δτι άντί τοΰ τουρκικού άστέρος καί τής ημισελήνου βλεπει τϊς
έπί τ^ς κορυφής τοΰ έν τω άκρω της ελληνικής συνοικίας έν χρησει μιναρέ
σταυοόν μικρόν μεταξύ τών κεράτων της ήμίσεληνου,πρός δν εννοείται οι Τοΰρκοι,δέν ήξεύρω διά ποιαν παράδοσιν,προσποιούνται δτι δέί προσέχουσι.Έχουσιν ώσκύτως δύο άναβρυτηρια («ο1ΐ8δριβαν»),Με(Ιρεσεδες, δηλ. ιερατικά σχολεία 5, μέ 30—40 μαθητάς («σοφτάδες»),οϊτινες άλλοτε έφθαυον τούς 150'
οί σοφτάδες δ’ουτοι λαμβάνουσι σιτηρεσίου έκ τοΰ ταμείου της κυβερνήσεως
εύτελέστατου, μίαν όκ.5όν άρτου καθ’ ημέραν' τά εισοδήματα δμως τών Μεδρ,εσέδων καρποΰνται οί διδάσκαλοι αυτών (οι «χοτζαδες»). Σχολεία δια .τους
παϊδας αύτών ύπάργουσι δυο, εν οϊς διδασκουσι χοτζαδες αγράμματοι καί αμαθέστατοι μόνον άυάγυωσιν έκ τοΰ αλφαβηταρίου, έπί σειράν έτών τό αύτό
βιβλίου μεταχειριζόμενοι,χωρίς νά διδάσκωσι καί την γραφήν, ήτις παρά Τούρχ,οις,ώς γνωστόν,εινε δυσκολωτάτη. Τά κοράσια κατ’ άρχάς φοιτώσι μετά τών
άρρένων είς τοΰ χότζα τό μεχτέτι (σχολείου), έπειτα όμως άποχωρίζουται
αυτών καί διδάσκονται μακράν τινα άνάγνωσιν παρά διδασκαλίσσν), ητις τά
ωφελεί μόνον ΐυα άποστηθίσωσι την τοΰ Μωαμεθανοί? προσευχήν, χωρίς εννοείται καινά τήν έννοώσι. Εινε δέ έκ τών Τούρκων τούτων οί μεν γεωργοί,
οί δέ άπλοι έργάται, οί δέ μεταπράται, -οί δέ κτηματίαι, κατέχοντες τούς
πλείστους όπωροφόρους κήπους, οΰς μόνοι περιποιούνται, ώς καί τούς πλείστους μύλους, οΰς άπαντας ένοικιάζουσι, οί δέ, προσοδοΰχοι μπέηδες, οί δε
τέλος βυρσοδέψαι («ταμπάκηδες») οϊτινες άποτελοΰσι συντεχνίαν μεγάλην
καί πλουσίαν, περιλαμβάνουσαυ και τούς άγριωτέρους Τούρκους. Εινε δέ ή
βυρσοδεψική αύτών λίαν έπικερδής, διότι καταναλίσκονται τά προϊόντα της
μέχρις ’Επάνω Τζ’ουμάγιάς (τής Βουλγαρικής), Ίστιπίου, Στρουμνίτσης, ’Ρα·
δοβιτσίου, έξασκεϊται δέ μόνον ύπό Τούρκων καί μετά φιλοπονίας. Τά εργαστήριά των έχουσιν άκριβώς έν τω μέσφ τής κωμοπόλεως έπί τοΰ ποταμίου
παρά τγί λιθίνν) στερεή γεφύρα, ητις ενώνει τάς δύο συνοικίας, μεθ’ ήν άπό
τής έλ.ληνικής συνοικίας κατέρχεται τις άμέσως είς τήν έν τώ κέυτρφ τής
κωμοπόλεως άγοράν («τσαρσίιύ»), ένθα πάντα τά εργαστήρια Τούρκων καί
Χριστιανών, δλως κεχωρισμένα τών οικιών. Τήν τέχνην των δέ ταύτηυ. δέν
διδάσκουσιυ ούδένα χριστιανόν, άλλά καί τίς τοιοΰτος τολμ^ υάπροσέλθη
είς αυτούς; 'Ένεκα τών πλεονεκτημάτων τών διά τοΰ ποταμίου παρεχόμενων ή τέχνη αυτή θά ήτο δυνατόν νά γείν-ρ πλούτου καί εύπορίας πάροχος
είς τήν ελληνικήν κοινότητα, άν άνεπτύσσετο άνταγωνισμός τις ύφ’Έλλήνων" δυστυχώς όμως ανταγωνισμοί καί άμίλλης πνεΰμα δέν ήτο δυνατόνέως
τοϋ νΰν νά κυριεύ-ρ τόν λαόν μας, στερούμενου έλευθέρας έυεργείας καί άνίΖ.ανον διά τήν άμάθειαν νά νεωτερίσγ; σπουδαίως. "Αλλως δ’έν τοϊς τόιόύ-
τοις πρέπει νά δίδωσι την ώθησιν καί νά διέυθύ.νωσι την κίνησιν άλλοι τϊνές
γενναιότερα τά φρονήματα καί τολμηρότερον τό πνεύμα άσκήσαντες καί διά
τοΰτο ώς οδηγοί δυνάμενοι εις τόν 'λαόν νά χρησιμεύσωσι. Καί ουτοι μέν
δυσεύρετοι εΐνε, τό ζήτημα δμως δέν πρέπει νά παύση ύφιστάμενον, ό'τι τό
άναγεννητικόν της μορφώσεώς μας πνεύμα δέον νά πνευση μεθ’ όλων τών
ζωογόνων στοιχείων του εις την πολύ μακράν σημαντικής τίνος προόδου διατελοΰσαν κοινωνίαν ημών. ’Αλλά περί αύτών όλίγαι λέξεις θά ρηθώσι κατωτέρω.-— Τοιοΰτοι δ’ οντες οί κάτοικοι τνίς κωμοπόλεως πρέπει τις νά ύποθέσνι
δτι διά της άριθμητιζής υπεροχές των καί τών τυραννικών τρόπων των έπηρεάζουσιν αρκετά την ελληνικήν κοινότητα ώς πρός την έλευθέραν αυτής
άνάπτυξιν έν τή εθνική φρονηματίσει τοΰ λαοΰ, δστις. έξ ανάγκης είθισμένος
εις τό νά δεικνύη έν πάση περιπτώσει σημεία δουλικής υποταγής τοϊς δεσπόταις αύτοΰ καί παρ’ αύτοϊς ηναγκασμένος νά κρΰψη έπιμελώς καί την
έλαχίστην έκδήλωσιν έλευθερωτέρων αισθημάτων, δσα τούλάχιστον έμφυτα
πως είνε εις τόν "Ελληνα, λησμονεί έν μέρει την ιδίαν του φόσιν καί κατά
τι συμμορφοΰται βαθμηδόν, χωρίς βεβαίως νά τό θέλη καί νά. τό έννοή, πρός
τόν άχρεϊον τύραννόν του. Καί έν τούτω σημειώτέον ό'τι ό Τουρκισμός τής
κωμοπόλεως φέρει μέν προσκόμματα τινα ε’.ς την οργανικήν άνάπτυξιν της
ελληνικής κοινότητος έν τη της υλικής ιδίως προόδου όδφ της (καθ’ ην έποψιν λαμβάνω ταύτην έν τοϊς γραφομένοις μου), επιδρά δέ κατά τι έπιβλαβώς
έίς την καθαρότητα τών ελληνικών τρόπων της. — Κουρεΐς καί πεταλωταΐ
τών ίππων ώσαύτως άποκλειστικώς εινε οί Τούρκοι.
Μετά τούς Τούρκους, όμοιοι οντες κάπως κατά τά ήθη καί την αύτην
θρησκείαν έ'χοντες, πρέπει νά ταχθώσιν οί Κιρκάσιοι ή Τσερκέζιδες. Ή
τουρκική κυβέρνησις πρό δωδεκαετίας έδέχθη πολλούς τοιούτους εις τό
κράτος της, έκδιωχθέντας έκ τής 'Ρωσικής έπικρατείας, καί διεμοίρασεν
αύτούς εις τάς διαφόρους επαρχίας μέ την ύποχρέωσιν νά ξενίσωσι τούς νέους
κατοίκους τής άτυχους ταύτης χώρας οί Μουσουλμάνοι. Εις τό Δεμΐρ 'ίσσάρ
ήλθον περί τούς 500, οίτινες' μετ’ όλίγας ημέρας διεμοιράσθησαν εις τάς
πέριξ κώμας, λαβόντες κατοικίας δωρεάν καί γαίας πρός καλλιέργειαν. Οί
πλεϊστοι τότε έξηφανίσθησαν ύπό νόσων, ύστερον δμως ή κυβέρνησις, νέον
φόρον πρδς τοΰτο έπιβαλοΰσα, έ'κτισεν αύτοϊς οικίας έν Δεμΐρ 'ίσσάρ έπί τοϋ
κατωτέρου μέρους τοΰ άριστεροΰ λόφου τής χαράδρας, καί έκεϊ κατ’ ολίγον
συνωκίσθησαν περί τάς 50 οικογένειας. Είνε φιλόπονοι καί ενεργητικοί, κατά
τούτο εντελώς ανόμοιοι οντες πρός τούς Τούρκους, ένασχολ.οΰνται δ’ άπαντες
εις την γεωργίαν, καλλιεργοΰντες τάς καλλίστας τών γαιών πέριξ τής κωμοπόλεως, άς, άνηκούσας πρότερον πρός βοσκήν τών ζώων εις τάς κώμας, έχάρισεν αύτοϊς ή Τουρκική κυβέρνησις. "Απαντες σχεδόν εύποροΰσι, πλουτήσαντες έκ.τής γεωργίας καί τής κλοπής πρόσθες, ην ώς τέχνην συνήθη επιτηδεύονται μετά τόλμης μεγάληςκκί ελευθερίας, διότι τίς ραγιάς δύναται νά
εύρη δίκαιον δικαζόμενος πρός Μουσουλμάνον ; Οί άνδρες είνε εύσωμοι, πάντοτε σχεδόν σιδηροφοροΰντες, ιππείς επιτήδειοι' αί δέ γυναίκες των, α'ίτινες νϋν μόνον παρά τών τουρκισσών έ'μαθον νά κρυπτωσι τό πρόσωπόν. των
ύπό τόν <ρεμετζ«Γ καί τό γιασιιάχιον, ώραϊαι, λευκαί, μεγαλόφθαλμοι, έπίτηδεύουσκι μετ’ έπιδεξιότητος καί φιλοπονίας τήν οικιακήν βιομηχανίαν,
δηλ. ύφαντικήν, ραπτικήν καί σανδαλοποιίαν' τά ελαφρά σανδάλια τών άνδρών των αύταί μόναι κατασκευάζουσιν,άγοράζουσαι μόνον τήν δλην. Οί άνδρες είνε καΐ οπλοποιοί καί άμαξοπηγοί' αί ύπ’ αύτών κατασκευαζόμεναι
άμαξαι ^ίνε πολύ μάλλον έντέχνως κατεσκευασμέναι ή αί τών Βουλγάρων
χωρικών. Πάντες είνε αγράμματοι, μ.όνον δέ άπό τής τελευταίας στενής
μετά τών Τούρκων έπιμιξίας των έ'μαθον νά έκτελώσι τά χρέη τοϋ Μουσουλμάνου. Οί παϊδές των έ'μαθον νά έκτελώσι τά χρέη τοΰ Μουσουλμάνου.
Οί παϊδές των δμως ή'ρχισαν νά φοιτώσιν εις τά τουρκικά σχολεία. Γλώσσαν όμιλοΰσι τήν Κιρκασιακήν’ οί άνδρες μόνον μανθάνουσι νά λαλώσι καί
Τουρκιστί, άλλ’ ούδέποτε καθαρώς * πολύ χειρότερα ή ό'πως συνήθω'ς οί Εύρώπαϊοι μανθάνουσι τήν ήμετέραν γλώσσαν. Διά τής ισοτιμίας ήν εχουσι πρός
τούς Τούρκους, τής βαρβαρότητός των καΐ τής κλοπής, ήν μικροί καί μεγάλοι άνέτως άσκοΰσιν, οί νεήλυδες ούτοι κάτοικοι τής κωμοπόλεως είνε άρκούντως οχληροί καί είς τούς "Ελληνας αύτής κατοίκους καί εις τούς τών
πέριξ χωρίων Βουλγάρους.
Οί πολλαχοΰ τής Τουρκίας άπαντώμενοι Άτσιγγάνοι ή Γύφτοι εύρίσκονται καΐ έν Δεμΐρ Ίσσάρ. ’Ενταύθα οί μέν είνε Μωαμεθανοί, όσον είνε δυνατόν νά έ'χν) θρησκείαν ό Γύφτος, οί δέ Χριστιανοί. Οί πρώτοι κατοικοΰσιν άναμεμιγμένοι μετά τών Τούρκων ύπηρετοΰντες αύτούς, ή καταγινόμενοι εις
σιδηρουργικήν ή χρησιμεύοντες είς τά τσιφλίκια ώς άλωνισταί κτλ., ή δντες χαλάτσηδες' οί δεύτεροι κατοικοΰσιν ολίγον άνωτέρω τής ελληνικής συνοικίας, άποτελοΰντες ιδίαν δλως συνοικίαν, οντες πάντες σχεδόν μυλωθροί
ή σιδηρουργοί. Οί πρώτοι έμιμήθησαν άρκετά τά ήθη τών Τούρκων, αί γυναίκες των όμως δέν κρύπτονται' έφ’ όσον δέν μιμούνται αύτούς, εινε καθαροί Γύφτοι, δμοιάζοντες τού; χριστιανούς ομοφύλου; των, πλήν ότι αί γυναίκες των σχεδόν άπασαι είνε άνευ αίδοΰ; διεφθαρμένα γύναια. Κατά τήν
μορφήν άσχημοι μέν δέν είνε, ύπομέλανες όμως, άνδρες καί νυναϊκες. Γλώσσαν όμιλοΰσιν. ιδίαν τήν Γυφτικήν (τά Γ>οί’<ρτικα, διότι ούχί Γύφτους, άλλά
Γ’ούφτους τού; λέγομεν κοινώς, τό υ δηλ. ώς τό γαλλικόν ιι σχεδόν). Σημειώ
ένταΰθατινάς λέξεις αύτής'χ<αγό ψωμί, μασγΐδ ψάρι, πανί νερό, ι.ί'ο.Ι κρασί,
τατδ ζεστό, σικτρδ κρύο, ριποκογίδ κολλούσα, rardt ό'χι, άκατκάσε εδώ,
σόσκε τί κάμνεις; ε.1α καρ'ι ή ε.Ια κανά έλα έδώ,σ'κοΛί.τορ.έ’άκ τόσους παράδες,
άτζι.τ πάνες παρά άπό πέντε παράδες,rdsche σήκου, νακαρώ δέν θέλω, γαν·
τΐ,ϊάρα γαϊδοΰρα, περ περιπάτει, rardi όβοΛδς δέν έχω παράν (ούδ’ οβολόν),
ntaasche ή'μισυ, άσε κοράσιον, μπα.1ο χοϊρος, τσοκά,Ι σκύλος, Λαγγδ χωλός.
ΪΌΜ02 Β', 7. — Ι0ΤΛ102 1878. 35
Άριθμοϋσι δ’ ουτω : tr 1, νϊοΰι 2, τσίν 3, αταρ 4, παντς 5, c7ioy> 6, εφτά 7,
οχ-ίώ 8, errla 9, disclie 10, bischc ίΟ-ΟίΈλληνες καλοΰσιν αύτούς Γύφτους,
οί Τοΰρκοι Τσεγγενέ (δέν ομοιάζει προς τό ’Ινδικόν Tsandala)” και οί "Ελ.ληνες καλοΰσι τους ομοφύλους τών τούς έπιτηδεύοντας τήν γανωτικήν σκηνίτας, Τσιγγατάριόες’ οί δέ Βούλγαροι guptin” οί Τούρκοι όμως γράφοντες
καλοΰσιν αυτούς καί Kuptis, Kuptian (τό αυτό μέ τό Κόπτης (;), Γύφτος),
’Αλλ’ αυτοί ούτοι οί παράδοξοι άνθρωποι καλοΰσιν εαυτούς ’Ρώμ\ Εΐνε δειλοί, δεινότατοι, ταπεινοί δούλοι καί ύποκλινέστατον (λέγομεν φοβείται 'crar
τδ Γύφτο}’ τρέμοντες καί όδυρόμενοι καί ένα παράν άν χάσωσι ή δέν δύνανται νά λάβωσι (λέγομεν αύτδς είκε Γύφτος, έπί τοϋ λίαν υπερβολικού
φειδωλού). Δόλιοι δέν εΐνε, εΐνε πολύ περισσότερον περιποιητικοί καί ιλαρότεροι τών Βουλγάρων, ή'υ,εροι καί εύάγωγοι. Οί Χριστιανοί έξ αύτών συχνάζουσϊ είς την εκκλησίαν, οί Τουρκόγυφτοι δέν πατοϋσι τό Τζαμί. Έκτελοϋσι
τά τυπικά χρέη τοΰ Χριστιανοϋ’ αί γυναίκες των μετ’ εύλαβείας φοβέρας
φυλάττουσι τό τριήμερον της Μ. Τεσσαρακοστής. Ζώσι βίον οικογενειακόν
οπωσδήποτε χρηστόν. Μέχρι τοΰδε γράμματα ποτέ δέν έμάνθανον” άπό τίνος
όμως ήρχισαν νά στέλλωσι τούς παΐδάς των εις τό ελληνικόν δημοτικόν σχολεϊον. Σχετίζονται πολύ μετά τών Ελλήνων, στέλλουσιν ό'μως τά κοράσια
των ώς ύπηρέτιδας και είς τά τουρκικά χαρέμια. Καθόλου Θεωρούνται ώς
τά άκαθαρτότατα της κοινωνίας όντα, χωρίς ό'μως νά μισώνται. Ούδείς δέ
υπάρχει δστις νά λάβη πρόνοιαν τινα βελτιώσεως τής καταστάσεώς των. Εΐνε
ό'λως διόλου αβλαβείς καί είρηνικώς ζώσι μετά πάντων.
Τό κύριον ό'μως μέρος τοΰ οίκισμοΰ τοΰ Δεμίρ Ίσσάρ τό όποιον διανοητικώς τε πολλω ποοέχει τοΰ κατά τόν πληθυσμόν επικρατέστερου τουρκικοϋ
καί τό ένεργητικώτατον καί ζωτικόν σώμα τής κοινωνίας άποτελεϊ, έξόχως
δ* ύπάρχει τό άντικείμενον της ιδιαιτέρας προσοχής ημών, είναι τό Ελληνικόν. Ώς πανταχοΰ τό ελληνικόν στοιχεϊον, καί έν ταύτγι τγί κωμοπόλει διακρίνεται ούσιωδέστατα άπό τών άλλων έν πάσαις ταϊς σχέσεσι τοΰ κοινωνικού καί ίδιωτικοΰ βίου, βαθμηδόν έ'τι μάλλον άπομακρυνόμ,ενον άπό τοΰ
πεοιστοιχίζοντος αυτό βαρβαρισμοΰ διά της έπί τά καλά φιλοτιμίας καί της
εύγενοΰς άμίλλης, ϊνα φθάση εις τελειοτέραν τινά πνευματικήν έπίδοσιν. Ή
φιλότιμος δ’ αΰτη σπουδή αύτοΰ, κοινή άλλως ουσα σήμερον είς πάντα "Ελληνα, παρατηρεΐται καί ιδιαιτέρως έμφυτος τρόπον τινά έν πάση τη έαυτοΰ
γενείγ, έξης καί έκληρονόμ-ησεν αυτήν” διότι, ώς προείπομεν, οί Δεμίρ ·Ίσσαρηνοί "Ελληνες κατάγονται πάντες σχεδόν έκ τών έλληνικωτάτων Μελενικίων, ών γνωστή εΐνε ή εύστροφία τοΰ πνεύματος, ή λεπτότης περί τούς
τρόπους, ή ζωηρότης καί ένεργητικότης, ή φιλομάθεια, ή φιλοτιμία. Ό Μελένικος ήτο άλλοτε τό μόνον ελληνικόν καί σπουδαϊον κέντρον τής κοιλάδος
ταύτης τοΰ Στρυμόνος, αί Σέρραι τότε ήσαν άσημοι, οί δέ Μελενίκιοι, τοϋ
(Ελληνισμού τών οποίων ή καθαρότης εΐνε προφανέστατη, διεκρίνοντο ώς εύ
παίδευτοι, καλώς άνατρεφόμενοι, έμποροι μεγάλοι καί φιλομαθείς καί φιλότιμοι. Αί γυναίκες μάλιστα αί Μελενίκιαι, αΐτινες εΐνε μητέρες τών νυν
Δεμίρ Ίσσαρηνών Ελλήνων, πάντοτε διακρίνονται διά τήν ώραιότητά των,
τήν ελληνικήν φυσιογνωμίαν των, τό λάλον τής γλώσσης των, τήν αγχίνοιαν, τούς περιποιητίκωτάτους τρόπους καί τό φιλότεχνον καί φίλερνον αύτών, τό όποιον ώοαίαν τινά καί προσοχής αξίαν αρμονίαν άποτελεϊ πρός τήν
πνευματικήν ευφυΐαν των. Είς τούς Δεμίρ Ίσσαρηνούς δέν δύναται βέβαια νά
ί'δη τις εντελή ομοιότητα πρός τούς Μελενικίους, διότι καί ή φύσις τοΰ τόπου άλλη ό'λως διόλου καί ή έπιμιξία άλλη καί τά έπιτηδεύματα έν πολλοϊς διάφορα. Ή Ελληνική γλώσσα έν Δεμ.1ρ Ίσσάρ παραφέοει μέν ολίγον
τής Μελενικίας προφοράς, ήτις εΐνε μαλακωτέρα, άγαπ^ δέ κατά κόρον τά
υποκοριστικά είς xovlor (π. χ. ξυλόπ[ου]λο( ψωμόπ[ου]λο, γατόπ[ου]λο, άμπελόπ[ου]λο — τό μπ προφέρεται ώς b μόνον μή άκουομένου τοΰ μ — κτλ.),
διαφέρει δέ καί τής Σερραϊκής, μεθ’ ής κοινόν έχει τάς πολλάς (παρά τώ
καθόλου λαώ έννοώ) τουρκικάς λέξεις διά τήν συχνήν μετά τών Τούρκων επιμιξίαν, δέν γνωρίζει όμως τήν παρ’ έκείνη τοΰ σ ώς sch προφοράν. Περίεργον εΐνε οτι έν τη Μελενικίιγ διαλέκτω ύπάρχουσιν έν χρήσει όλίγισταί τινες
Βουλγαρικαί λέξεις, τούτων δ’ όλιγώτεραι έν Δεμίρ Ίσσάρ, εί καί αύται ά·
φαιροΰνται εύθύς έν άμφοτεραις ταϊς κωμοπόλεσι, δτε ή ομιλία γίνεται καθαρωτέρα κάπως, φαίνονται δέ σαφώς προστεθειμένα! μόνον διά τήν συχνήν
πρός Βουλγάρους εμπορικήν επιμιξίαν, ούχί δ’ έξ επιμιξίας τοΰ γένους. Ούτως
ό ξυλοφόρος έν Μελενίκω, οστις εΐνε πάντοτε Βούλγαρος χωρικός, δέν εΐνε
παράδοξον άν καλήται μέ τό Βουλγαρικόν ό'νομα άαρβάρης, καί τό σκάψιμον
τών άμπέλων π^άδε/ΐισχια, διότι Βούλγαροι εΐνε κυρίως οί τοΰτ’ έργαζόμενοι.
Έν γένει ό'μως έν Δεμ-ίρ Ίσσάρ σπανίως μέν λέγεται Βουλγαρική τις λέξις,
πολλάκις δμως ακούει τις τουρκικάς λέζεις καί φράσεις ακόμη ολοκλήρους,
μόριά τινα, τό άστεϊον εζάζοιγζ=ψυχή μου! (τοΰτο καί έν Μελενίκω καί έν
Σέρραις). ’Αλλά καί μεθ ό'λα ταΰτα ή γλώσσα εΐνε καθαρά ελληνική, ή'τις
μάλιστα βαθμηδόν καθαρίζεται, καθ’ δσον τά γράμματα γίνονται περισσοτέρων κτήμα. Παρά δέ τοϊς παιδίοις βλέπει τις πολλήν τινα φιλοτιμίαν, ώς
φαίνεται, εις τοΰτο, άφοΰ τό τρυφερώτερον μάνα ! άντικατεστάθη παρ’ αύτοϊς
διά τοΰ κοινοΰ μητέρα, μόνον διότι τοΰτο έθεωρήθη εύγενές ελληνικόν, έκεϊνο
δέ χυδαϊον.
Προς τη όμοιότητι δέ τοΰ διαλεκτικού ιδιώματος καί κατά τά λ.οιπά δέν
,παραλλαττουσιν οί Δεμίρ Ίσσαρηνοί τών Μελενικίων πολύ. Εΐνε ζωηροί, ώς
εκείνοι’ εύ'στροφοι, ενεργητικοί, σχεδόν δμως μή μετέχοντες δλως διόλου τής
πανουργίας έκείνης, ήτις εΐνε χαρακτηριστικόν αρκετά σύνηθες τών Μελενικίων, ούς επόμενον εΐνε τοιούτους νά καταστήση ή γλισχρότης τών πόρων
των διά τήν ξηράν καί γλίσχρον γήν των καί ή ήλιθιότης τών ίίουλγάρων,
μεθ’ ών τάς συναλλαγάς ποιούνται. Εΐνε μάλλον αξιοπρεπείς εκείνων, έπειδή
καί αί ενασχολήσεις των γίνονται έν μείζονι κυζ.λφ διά την συχνήν επιμιξίαν προς τάς Σέρρας καί την Θεσσαλονίκην καί ή γη των πλούσια καί μεγαλοπρεπής’ εινε δμως όλιγώτερον λεπτοί τούς τρόπους καί όλιγώτερον άγχίνοι, λείπει δ’ ένεκα της διαφοράς τοϋ κλίματος και τό τόσον ανθηρόν εκείνο
τοϋ προσώπου, δπεο εΐνε χαρακτηριστικόν τοΰ Μελενικίου. Αί γυναίκες δμως
φυλάττουσι πάντα τά χαρακτηριστικά αυτών, μάλιστα δέ την φιλοτεχνίαν
καί φιλεργίαν, ένφ συνάμα άποβάλλουσι τό μέτριον εκείνο περί τό φρόνημ.α
καί γλίσχοον, δπερ φαίνεται εις τούς Μελενικίους συνήθως μέ τό μικρούτσικο
και καλούτσικο καί τό ^ωμόπ\μν\λο καί φαγόπ[ου\λι>, Ε’νε ακούραστοι οίκοδέσποιναι,φιλόστοργοι μητέρες, χρησταί σύζυγοι, άμαθεϊς δ’δμως καί λίαν περιωρισμένου κύκλου γνώσεων’ θεοσεβείς, ούχί πολύ δεισιδαίμονες.
Οί δέ άνδρες ένασχολοϋνται είς ποικίλας, εργασίας’ εινε μικρέμποροι, πραγματευταί, μεταπράται, κτηματίαι, κηπουροί τινες καί ολίγοι γεωργοί (οί τελευταίοι ουτοι άμφότεροι εινε οί συνοικιζόμενοι Βούλγαροι, οί πλειότεροι κατοικοΰντες είς τό άκρον της τουρκικής συνοικίας τοΰ κάτω μαχαλα}, τραπεζΐται, οϊτινες πάντοτ’ έχουσι καλόν κέρδος, επειδή οί φόροι της επαρχίας
δλης εισέρχονται είς τό κυβερνητικόν ταμεΐον τοΰ Δεμίρ Ίσσάρ, άφοΰ πρώτον τά ποικίλα συναθροιζόμενα ύπό τών είσπρακτόρων νομίσματα άνταλλαχθώσι πρός τό συμφερώτερον δι’ αύτούς νόμισμα παρά τοϊς τραπεζίταις' τεχνϊται διάφοροι, π. χ. παποντσήδες, ράπται, οϊτινες δμως άμφότεροι εινε
ολίγοι καί πάμπτωχοι,διότι οί μέν πρώτοι γινώσκουσι μόνον άθλιά τινα παπούτσια νά κατασκευάζουσιν, οποία τώρα η νεολαία δέν φορεΐ ποτέ, την δέ
τέχνην των νά βελτιώσωσι δέν ητο δυνατόν νά διανοηθώσι ποτέ, οί δέ δεύτεροι,διότι τά γυναικεία φορέματα αί γυναίκες μόναι άπό πολλοΰ η'δη έ'μαθον
νά κόπτωσι καί νά ράπτωσι,οί δέ άνδρες φορέσαντες ηδη οί πλείστοι τά πανταλόνια, ζητοΰσιν αυτά παρά τοϊς έν Σέρραις φραγκορράπταις η έν τνί πανηγύρει (κερδάν) τών Σερρών. Έν γένει μετ’ άθυμίας παρατηρεί τις ού μόνον
έν Δεμίρ Ίσσάρ, αλλά καί έν Σέρραις, βεβαίως δέ καί άλλαχοΰ, δτι ή έκ
τών χειροτεχνιών ύπάρχουσα πρώτα είς τούς κατοίκους εύπορία έ'λειψε σήμερον όλοτελώς σχεδόν, τά άλλοτε δ’ εύποροΰντα ΐσνάφια τών ραπτών, κα~
φταντζ,ήδων, ύφαντών, άλατζατζήδων, βαφέων, μπογιατζήδων, τώρα έσβέσθησαν σχεδόν, ασθενή δέ μόνον λείψανα αύτών πτωχά καί αφανέστατα
σώζονται εδώ και έκεί. Έκ τούτου δέν εινε παράδοξον πώς ή φτώχια πλάκωσε ’ς τόν καιρό μας, άφοΰ τάξεις μέν τινες ολόκληροι τνίς κοινωνίας έστερηθησαν της έργασίας των καί δέν δύνανται νά εύρωσιν άλλην, αί δέ λοιπαί, παύσασαι νά κοσμώνται μέ τά λιτά καί εύωνα προϊόντα τ^ς εγχωρίου
τέχνης, έξοδεύουσι τά χρήματά των πολύ άφειδεστερον είς τά προϊόντα
της εύρωπαϊκης βιομηχανίας καί την εύτεχν.ίαν τών φράγκων. Ή στάσιμό-·
της τοϋ εμπορίου, η ολίγη καί εύθηνη εξαγωγή τών προϊόντων της χώρας
μας.καί ή τελευταία έπί 5 ετη σχετική άφορία δέν εινε η μία μόνον αίτιος
της υλικές καχεξίας τοΰ τόπου, τουλάχιστον διά τάς πόλεις καί τάς κωμόπόλεις,, καί ΐ'σως ούχί η μεγίστη. "Οταν κάνέν μέν προϊόν ένταΰθα δέν κατεργάζεται, η, καί Sv κατεργάζεται, τοΰτο γίνεται η άτελώς % μετά τέχνης μέν αλλά δέν έσυνείθισαν οί άνθρωποι νά τό τιμώσι, αί παλαιαϊ δέ
τέχναι, αϊτινες παρεΐχον την ενδυμασίαν είς τόν κάτοικον πάσαν λίαν ευωνον καί άφθαρτον (ό άλατζας εινε τοιοΰτος, άς μοι συγχωρηθνί η υπερβολή),
έξέλιπον νΰν, τά δέ ολίγα έκ τοΰ εμπορίου καί τών προϊόντων τοϋ τόπου
προερχόμενα χρήματα δαπανώνται είς τόν εύρωπαϊκόν ιματισμόν, δστις καί
ακριβός εινε καί εύκολώτατα φθείρεται, βελτίωσις δέ τις της εγχωρίου τέΧ
χνης, κατά την πρόοδον τϋς εποχής, ούδ * έν διανοίιγ υπάρχει—, πώς εινέ
δυνατόν νά προσδοκά τις ευημερίαν τών κατοίκων ύλικην, δύναμαι δέ νά
εΐ'πω καί πολλην πνευματικήν, διότι δέν εινε ανάγκη νά λεχθΰ) δτι ή ύλικη
καχεξία σπουδαίως επηρεάζει την πνευματικήν πρόοδον. ’Αλλά τό ζητημα
εινε πολύ σπουδαϊον καί, ώς προεδηλωσα έν τινι σημείω ανωτέρω, όταν δμιλώμεν περί της άναγεννησεως τοΰ τόπου μας καί τοΰ πολιτισμού τ·ης χώρας μας δέν πρέπει νά λησμονώμεν οτι η έ'λλειψις εγχωρίου τέχνης καί βιομ.ηχανίας καί ζωηρότητάς τίνος αύτ^ς, ή ολίγη, όλιγίστη εξαγωγή καί πολύ1
τελης εισαγωγή δέν δύναται πολύ νά συστητν) τόν πολιτισμόν τοΰ τόπου,
δσον καί Sv εί'πη δτι η πνευματική άνάπτυξις προβαίνει έπί τά πρόσω. Δέν
ηξεύρω, μά την αλήθειαν, τί θά είπγ περί τοΰ πολιτισμού μας ό άπαιτητικός εύρωπαΐος, δταν ί'δνι ημάς πολύ ύστερίζοντας κατά ταύτην την δψιν
της προόδου τών βαρβάρων Βουλγάρων, οϊτινες τοσοϋτον επικερδή την εγχώριον τέχνην των ησκησαν. Άφ’ δ',τι νίθελα είπα περισσοτέρας λέξεις περί
τοΰ ούσιώδους τούτου αντικειμένου της προόδου ημών. Εννοώ κάλλιστα δτι
μέ γενικότητας καί λόγους άπλοΰς δέν επιτυγχάνεται τό σκοπούμενον καί
δτι ειδική ύπό τών δυναμένων μόνον μελέτη πρέπει νά γείνν) έπ’ αύτοϋ, τείνουσα άμέσως πρός ώρισμένα τινά σημεία, έφ’ ών η πρώτη προσοχή ανάγκη
νά δοθγ. Εϊνε δέ τά σημεία ταΰτα, τά πρώτον τών άλλων,εννοώ, έπασχόλησαντα, ικανά, καί νομίζω δτι εί'ς τινα έξ αύτών ταχέως δύναται νά γείνη
η άρχη. Ένταΰθα τού λόγου λαμβάνω αφορμήν νά εΐ'πω δτι τοιοΰτον ώρισμένον καί αύτοτελη σκοπόν επιδιώκει μετά σταθεράς έργασίας καί αρχικού
σχεδίου, βαθμηδόν είς πραγμάτωσή τείνοντας η έν Σέρραις Φιλελεήμων
Αδελφότης. Περί αύτης όμως άλλαχοΰ τόπος εϊνε νά λεχθώσι τά δέοντα.
Επανέρχομαι είς τό θέμα μου.
Έν Δεμίρ Ίσσάρ καθόλου άπαντ$ τις σήμερον καχεξίαν ύλικην, ώς αυτή
παρατηρεϊται πανταχοΰ τώρα έν τΰ) ϊδικνί μας χώργ’ άλλ’ δμως πάλιν δύναταί τις νά είπ-ρ δτι εινε κοινότης έχουσα όπωσδηποτε ύλικούς πόρους τόσους
δσοι διατηροΰσι τούς κατοίκους έκαστον έν τγ θέσει του. Πρό έτών τινών -ητό
βεβαίως έν εύτυχεστέρα καταστάσει, καί μετά πόθου ένθυμοΰμαι την τότ11
ευθυμίαν τών άνθρώπων, τά; διασκεδάσεις, τό άφροντι αυτών’ άλλ’ ή κατά»
στάσις έκείνη, κοινή κατ’ έχ-είντιν την εποχήν εις πάσας τάς ήμετέρας κοινότητας, καΐ δι’ αύτάς παρήλθεν ήδη’ διότι καΐ ό Κριμαϊκές καΐ ό Αμερικανικός πόλεμος δέν ήδύνατο πρός χάριν μας νά έξακολουθή ακόμη. Ή ποθητή ύπό πάντων τοιαύτης τίνος περιστάσεως επάνοδος, ΐνα εύημερίση ή
έκπεσοΰσα άρκετά της πρφην εύημερίας της χώρα, εΐνε ανόητος εύχή, άνθ’
ής οΐ όρθώς φρονοΰντες πρέπει νά εύχηθώσιν ΐνα τραπώμεν νέαν τινά οδόν διά
την άνάπτυξιν τοΰ τόπου μας, ώς έσημείωσα άνωτέρω.
Ή δέ ηθική της ελληνικής κοινότητος κατάστασις δύναμαι νά εί'πω οτι
εΐνε άρκετά καλή. Ή οικογένεια εΐνε πάντοτε χρηστή καΐ χρηστή τις πάντοτε άνατροφή, όσην δηλονότι έν τγ αμαθείς τών ανθρώπων υποθέτει τις,
δίδεται είς τά τέκνα, τά όποια άλλως ό γονεύς φροντίζει νά στείλγι εις τό
σχολεϊον’ ό'ταν δ’ ή οικογένεια εΐνε τοιαύτη, βεβαίως καΐ έκ της όλης κοινωνίας μένει τις ευχαριστημένος. Ποοεδήλωσα ό'μως άνωτέρω οτι ώς πρός
την καθαρότητα τών ελληνικών τρόπων αυτής έπιδρφ κάπως έπιβλαβώς η
τουρκική άχρειότης καΐ τυραννία, τοΰθ’ δπερ σημειώ ό'χι ώς σπουδαϊόν τε,
άλλά μ.άλλον ώς σημειώσεως άξιον καΐ δεικνύον πόσον δύναται νά μάς
βλάψν] η πρός τούς Τούρκους προσέγγισες ημών’ π. χ. ή τουρκική μουσική
μόνη ηχεί εύαρέστως εις τά ώτα τών Ελλήνων κατοίκων, καΐ τά τουρκικά
τραγούδια, τά όποια σημειώτέον δτι πάντα εΐνε άκόλαστα, εύκρεστοΰσι μόνον’ τοΰτο δμως πιστεύω δτι παρατηρεϊται παντοΰ δπου οί Τούρκοι πλεονάζουν. Ή κατάχρησις τοΰ ρακιού μετεδόθη καΐ εί'ς τινας τών Ελλήνων, όλιγίστους εύτυχώς, κτλ. Παρακαλώ δέ νά μη εΐπγ τις δτι πολλά λέγω καΐ
περί ασήμαντων τινών πραγμάτων. Έν κοινότητι τόσον μικρφ, έν ή δμως
δέον νά ριζωθν) άκραιφνής Ελληνισμός, νομίζω δτι πρέπει νά προσέχω τις
καΐ είς τά μικρότατα, διότι έκ της ένισχύσεως καΐ άναπτύξεως μικρών τινων
μόνον στοιχείων έλπίζομεν νά μορφωθή ύγιές τι σώμα’ άλλως δέ τότε είς
τίποτε δέν πρέπει ν’ άποβλέψωμε.ν, αν ζητησωμεν μόνον μεγάλα, διότι ταϋτα
δλως έλλείπουσι.
Ό χαρακτηρ δέ καθόλου της κοινωνίας ταύτης, διότι μερικών τινων έμνησθημεν άνωτέρω, εύτυχώς παρατηρεί τις δτι εΐνε άρκετά προοδευτικός καΐ
εθνικός. Οί άνθρωποι είναι εύάγωγοι, εύκόλως ένθουσιώσι διά τό καλόν
τοΰ τόπου των, αισθάνονται την άνάγκην τών γραμμάτων, καΐ όταν όδηγησγι τις αύτούς, πράττουσιν ο,τι δύνανται υπέρ τής βελτιώσεώς των. 'Ράθυμοι δέν εΐνε, τουναντίον ενεργητικοί’ τούς της κατωτάτης μόνον τάξεως
βλέπει τις οχι πολύ τοιούτους. Τινές μέν, οί ευπορότεροι, έ'τυχον καΐ παιδείας τινός καΐ διά τοΰτο περισσότερα έννοοΰσιν καΐ φιλομουσότεροι εΐνε, καταγίνονται δέ είς τά κοινά των πράγματα, τών οποίων την διαχείρισιν κάμνουν πάντοτε μετά τιμιότητος, εί καΐ άνευ πολλής τάξεως’ οί δέ πολλοί
δεικνύουσιν άπλοϊκώτερον ενθουσιασμόν διά την πρόοδον της πατρίδος των
καΐ προσέρχονται είς τάς περί τών κοινών φροντίδας των μέ ζωηρόν πως έν-
'διαφέροιι “Ώστε έν γένει ήμπορεϊ νά έμπιστευθή τις άσφαλώς είς τόν χαρακτήρα τοΰτον, δτι αναπτυσσόμενος καΐ κραταιούμενος Θά φέργ άφ’ έαυτοϋ
είς πρόοδον την κοινωνίαν. Καΐ ή φιλοτιμία αΰτη καΐ ένεργητικότης τών
κατοίκων ένίσχυσεν ίκανώς την ελληνικήν κοινότητα, ώστε αυτή καίπερ
ευαριθμοτέρα νά ύπερισχύσν; μέν τής Τουρκικής, μέγα μέρος τής οποίας.ολίγον κατ’ ολίγον έξεκοίτισε (ΐνα μεταχειρισθώ την μητρικήν μου λέξιν) καΐ
άποκατεστάθη αύτή(ή νϋν συνοικία τοϋ /Sapcsche πρώην άνήκεν είς τούς Τούρκους, νϋν έδρα τής 'Ελληνικής κοινότητος ούσα), νά μεταβάλν) δέ την πρφην
καθαρώς Τουρκικήν κωμόπολιν είς Ελληνικήν, δυναμένην νϋν σημαντικώς νά
χρησιμοποιηθώ ύπέρ τοΰ παρ’ήμϊν ένταΰθα Έλληνισμοΰ.
Κατόπιν τούτων βεβαίως περιμένει τις παραλληλως. βαδίσασάν καΐ την.
διά τών σχολείων έκπαίδευσιν τής κοινωνίας’ καΐ τοΰτο εΐνε άληθές, ε’-ς
αύτό δέ νϋν μεταβαίνω.
Τώ 1832 έκτίσθη σχολεϊον άλληλοδιδακτικόν εύρύχωρον έν τώ περιβόλω.
τής εκκλησίας, ήτις άδείιγ: τοΰ τότε Άγιάνη (ηγεμονίσκου, τυραννίσκου) τοϋ
Δεμΐρ Ίσσάρ έκτίσθη τώ 1813 έπί παλαιοτέρου έρειπίου καΐ κατά τό σχέδιον καΐ τό μέγεθος σώζεται τοιαύτη όπως τότε έγένετο. Τό παγκάλιον τής
έκκλησίας είχεν άρκετήν πρόσοδον (2—3 χιλ. γροσίων, κατά τήν τότε αξίαν τών χρημάτων, κατ’ έτος) ΐνα κτισθή τό σχολεϊον. Έγένετ’ δμως ή
δαπάνη μεγαλειτέρα ή δσον έξήρκεσεν ό πόρος έκεϊνος, καΐ ή πρόσθετος
αΰτη έγένετο ύπό τών έπιτρόπων τοΰ Κοινοΰ, οΐτινες μετ’ ολίγον έκ τής
προσόδου τοΰ παγκαλίου έπληρώθησαν. Διδάσκαλος Μελενίκιος έδίδαξε. πρώτον έν αύτφ, έπί μισθφ έτησίφ 600 —1000 γροσίων’ περιελάμβανε δέ τό
σχολεϊον 40—50 μαθητάς, τούς πλείστους ηλικιωμένους έως 18 έτών ηλικίας. Έδιδάσκοντο έννοεϊται τά κοινά λεγάμενα γράμματα τοΰ νάρθηκας, οκτώηχος καΐ ψαλτήριον κτλ. Μετά τετραετή αύτοΰ διδασκαλίαν έδίδαξεν
έτερος έκ Τερλιζίου έπί πέντε έ'τη τά αύτά γράμματα. Κατόπιν όμοια κατάστασις έξηκολούθησε μέχρι τοΰ 1861, δτε νέος Δεμΐρ Ίσσαρηνός γνωρίσεις τήν αλληλοδιδακτικήν μέθοδον έν Σέρραις, είσήγαγεν αύτήν είς τό σχολεϊον τοΰ Δευ.ΐρ Ίσσάρ διδάξας έν αύτώ έπί τρία έ'τη. Άποθανόντα αύτόν
διεδέχθη νέος Δεμΐρ Ίσσαρηνός επίσης, ό είσέτι διδάσκαλος έν αύτφ ών, κ:.,
Δανιήλ Δ. Τάκος. Άμφότεροι οί τελευταίοι έξήλθον έκ τής τοΰ Δεμΐρ Ίσσάρ
ελληνικής σχολής. Παραλληλως δέ τοΰ αλληλοδιδακτικού ίδρύθη τφ 1844
καΐ ελληνικόν σχολεϊον. Μελενίκιος έπίσης διδάσκαλος πρώτος έδίδαξεν έν
αύτφ έπί τρία έ'τη, περιλαμβάνοντι τότε περί τούς. 1 5 μαθητάς. Μετ’ αυτόν έτερος έπίσης Μελενίκιος ήλθε διδάξας τρία έ'τη. Μετ’ αύτόν εις Ήπει .·
ρώτης (Ζαγορίσιος)’ εΐτα Μελενίκιος τις, μεθ’ δν πέντε άλληλοδιαδόχως. Ζαγορίσιοι Ήπέιρώται, ών ό τελευταίος εΐνε ό νϋν διδάσκαλος, κ. ’Ιωάννης Δ.
Ζήκος. Μεταξύ αύτών έμεσολάβησε καΐ εις Δεμΐρ Ίσσαρηνός μέχρις ού συμφωνηθή, άλλος διδάσκαλος, εΐτα δέ έπί ολόκληρον το έτος. Τό ελληνικόν σχο
λεϊον επί τών δύο ΊΙπειρωτών διδασκάλων κ. Αναστασίου Γ. Κωτσίου, παρ *
ω και ό ταΰτα γραφών έδιδάχθη, ναι Μιχαήλ Δ. Γρατσίου, τελειόφοιτων
της Ζωσιμαίας σχολής έπί τοΰ όνομαστοΰ διευθυντοΰ αύτής’Αναστασίου Σακελλαρίου, ητο είς τήν άρίστην αύτοΰ κατήστασιν, καθ’ δσον τότε κα'ι οί άνθρωποι ήσαν εύπορώτεροι, καί επ’ αύτών έπαιδεύθη ό'λη ή σημερινή φιλότιμος
καί φιλόμουσος νεολαία τοΰ Δεμίρ Ίσσάρ. Έπ’ αύτών οί μαθηταί ήσαν άπό
25—30. Άμφότερα δέ τά σχολεία σήμερον περιλαμβάνοντα το μέν δημοτικόν περί τούς 70 μαθητάς, τό δ’ελληνικόν 19, εύρίσκονται έν καλή καταστάσει. Τό μέν δημοτικόν ή στοιχειωτικόν μετά τήν Α' έν Σέρραις συγκροτηδεϊσαν τών διδασκάλων Σύνοδον (τώ 1873, Όκτωβρίφ), έν ω έρρίφθησαν νέαι ό'λως ίδέαι περί τοΰ διοργανισμοΰ τών σχολείων καί τοΰ συστήματος καί τής μεθόδου τής δημοτικής έκπαιδευσεως, διωργανώθη κατά τάς
βάσεις, αϊτινες έτέθησαν τότε περί τής μεταρρυθμίσεως τών σχολείων, μετ’
έπιμελείας ύπό τοΰ νοήμονος νέου καί ζωηρού πατριώτου κ. Δανιήλ Τάκου.
"Εκτοτε δέ πάντοτε κατά τήν αύτήν χαραχθεϊσαν οδόν βαδίζει, καί νΰν
εΐνε έν καταστήσει λίαν εύαρέστω. Τό δέ Ελληνικόν καί αύτό ομοίως αύτοτελέστερον καί κατά τάς αύτάς παιδαγωγικού συστήματος βάσεις διωργανώθη ύπό τοΰ κ. Ζήκου, νέου εύφυοΰς, χρηστότατου καί φιλοπόνου’ εΐνε
δ’ έπίσης έν καλή καταστήσει. Οί μαθηταί άμφοτέρων τών σχολείων δείκνύουσι ζωηρότητα καί θερμόν ζήλον διά τήν άνάπτυξίν των. Τά πατριωτικά ι^σματα, άτινα έκ τοΰ έν Σέρραις διδασκαλείου είσήχθησαν, ένθουσιάζουσιν αύτούς καί ένισχύουσι τό εθνικόν των φρόνημα’ είς τούτο δέ κυριωτάτη δίδεται προσοχή. Καί ή τοιαυτη τών παίδων έκπαίδευσις μεταδίδει
ζωηρότητά τινα καί είς τήν λοιπήν κοινωνίαν, ήτις θερμαίνεται ύπό τοΰ καινοφανούς τών μαθητών ζήλου καί μετ’ αγάπης τινός ίδιαζούσης προσβλέπει
είς τήν νεαράν γενεάν της. Μετά ζωηροτέρας τινός αγάπης καί έκτιμήσεως
όμιλοΰσι καί περί τών διδασκάλων οί άνθρωποι καί παύουσι πλέον έχοντες
τήν παλαιάν ιδέαν δ'τι οί διδάσκαλοι πρέπει νά μή λαμβάνωσιν ούδέν μέρος έν τφ πολιτικφ κύκλφ τής κοινωνίας. 'Γούναντίον ήρξαντ’ όπωσδήποτ’
αισθανόμενοι ότι ό διδάσκαλος ΐ'σα ί'σα έν τοιαύταις κοινότησι, παρ’ αΐς λείπουσιν ό'λως διόλου οί λόγιοι κάπως καί άνωτέρφ τινί παιδείρι καί πλειοτέραις γνώσεσι πεπροικισμένοι, πρέπει νά έχτ) λίαν ενεργόν μέρος έν τή καθόλου κινήσει τής κοινωνίας, έχούσης έννοεΐται άμεσον ανάγκην οδηγών τινων
καί συμβουλών της.’Εν τή νέα μάλιστα διευθόνσει τοΰ κοινωνικού βίου, τείνοντας είς νεωτερισμούς τινας προοδευτικούς, ό διδάσκαλος βέβαια δέν δύναται ή αύτός νά εΐνε τό κέντρον πάσης σχεδόν ένεργείας, οστις λίαν επωφελώς δύναται νά συγκέντρωσή διά τών ομιλιών καί προτροπών του τά προοδευτικά στοιχεία τοΰ τόπου ύπέρ κοινής τίνος εργασίας. ’Ενταύθα δ άμβων
τής εκκλησίας καί τό βήμα τοΰ σχολείου έπίσης εΐνε δυο κατάλληλα μέσα
είς φωτισμόν τοΰ λαού καί φρονημάτισιν αύτοΰ.
Είς ταΰτα δέ τά σχολεία φοιτώσι μετά τών άρρένων καίΐά κοράσια, εφέτος 30, διότι ιδιαίτερον παρθεναγωγεϊον δέν ύπάρχει, ούδ’ ιδέα δέ τις ίδρύσεως τοιουτου έρρίφθη ποτέ εως τώρα. Βεβαίως όμως πρόνοιά τις περί τούτου νά γείνγι πρέπει, καί πιστεύω ό'τι μετ’ ολίγον θά γείνν) ή δέουσα ενέρ
γεια.
Διατηρούνται δέ άμφότερα τά σχολειά έκ τοϋ κοινοτικού ταμείου, τοΰ
άοίΓοϋ. Ναί μέν ή Κοινότής δέν έ'χει τακτικόν τινα οργανισμόν ού'τε ώς πρός
τήν περί τών κοινών πραγμάτων πρόνοιάν της, ούτε ώς πρός τήν περιουσίαν
αύτής’ καί συνελεύσεις ό'μως κοιναί γίνονται δι’ έκεΐνά καί άρχαί τινες κατ’
έτος εκλέγονται διά τήν τών κοινών έπιμέλειαν καί κοινόν τι ταμεϊον υπάρχει. ’Επειδή μία μόνη έκκλησία εΐνε, έντός τής ελληνικής συνοικίας κείμενη,
τά μέν έξοδα αύτής εΐνε ολίγα, ικανά δέ τά είσοδήματά της. Κατ’ έτος
πλεονάζουσι νΰν έκ τοΰ παγκαλίου έξω τών εξόδων τής υπηρεσίας καί τοϋ
κόσμ,ου τοΰ ναού τρεις χιλιάδες γροσίων. ’Άλλοτε ό'μως έπλεόναζον πλειότερα καί έξ εκείνων αφού έπληρώνετο δ εύτελής μισθός τών πρώτων διδασκάλων, τά λοιπά, προστιθεμένων καί τών έξ εργαστηρίων τινών, κτημάτων τής έκκλησίας, ένοικίων, κατετίθεντο χωριστά καί έτοκίζοντο. Ουτω
λοιπόν κατεσκευάσθη ή πρώτη κοινή περιουσία διά τήν διάτήρησιν τών σχολείων, αύξήσασα βαθμηδόν διά τών τόκων τοσοϋτον,ώστε νά διατηρώνται οι
τοΰ ελληνικού καί δημοτικού σχολείου διδάσκαλοι. Νϋν έκ τών τόκων αυτής πληρώνονται οί δύο ούτοι, έκ δέ τοϋ περισσεύματος τοΰ παγκαλίου δ
βοηθός τοΰ δημοδιδασκάλου, ό'στις καί ψάλτης συνάμα εΐνε. ΛαμβάνΟυσι δέ’
μισθόν έτήσιον εφέτος ό μέν τοΰ Ελληνικού σχολείου διδάσκαλος λίρας 65,
ό δέ τοϋ δημοτικού διευθυντής 40, καί ό βοηθός αύτοΰ 30. Υπάρχει δ’ ή
περιουσία αυτή δεδανεισμένη είς πολλούς τών πολιτών καί συμποσοΰται
κατά τά βιβλία τοΰ ταμείου εις 360 χιλιάδας γροσίων ! Έκ τούτων έπρεπε
νά συναθροίζωνται τόκοι τούλάχιστον 40 χιλ. γροσίων, κατά τόν ένταΰθχ
συνήθη τόκον’ δυστυχώς όμως τοΰτο δέν γίνεται, διότι πλεϊστα έκ τών κεφαλαίων εΐνε χαμένα, δ'σων οί όφειλέται έπτώχευσαν ή άπέθαναν. Συνάγον-·
ται όμως τόκοι περί τάς 15 χιλιάδας. Τοιουτοτρόπως δύναται νά εί'πνι τις
οτι τοκοφόρα κεφάλαια είναι μόνον περί τάς 120 χιλιάδας. Τά δέ λοιπά
τί γίνονται; Τά λοιπά άλλα μέν έντελώς εΐνε χαμένα, άλλα δέ άνείσπρα-'
κτα, άν μή χαμένα, τό μέν διά τήν δυστυχίαν τών ανθρώπων, τό δέ διότι
παραμεληθείσης τής είσπράξεώς των καί δι’ άλλας αταξίας έγεννήθησαν είς
τά ομόλογα τόκοι τόσον πολλοί (πενταπλάσιοι τών κεφαλαίων), ώστε ή
πότισις αυτών εΐνε αδύνατος πλέον. Καί έκ τών λοιπών δέ τοκοφόρων κεφαλαίων πολλά ώς κεφάλαια εΐνε δυσείσπρακτα διά τήν δυστυχίαν, οχι
κακήν πίστιν τών οφειλετών. ’Αλλά μεθ’ δλην ταύτην τήν άταξίαν τής διεύθετήσεως τής δημοσίου περιουσίας πάλιν οί πόροι τής κοινότητας δέν εΐνε
ολίγοι’ δύναται δέ έκκαθάρισίς τις ακριβής τών λογαριασμών καί κατάταξίς-
των χρημάτων άσφαλής νά παραδώση πάλιν εις την κοινότητα αρκετά· σημαντικήν περιουσίαν, δυναμένην πολλαχώς νά χρησίμευα·/;. Περ'ι αύτοϋ δέ
τούτου πολλάκις έσκέφθην νά παρουσιασθη σχέδιόν τι όργανιστικόν τοΰ ταμείου, πάντως δμως μετ’ ού πολύ πιστεύω Θά γείνη τοΰτο. Και τότε θά
ύπάρξη μέσον ισχυρόν νά προοδεύση έν πολλοϊς η Κοινότής. —— Τό ύπάρχον
δέ, ώς έ'χει νΰν, ταμεϊον τοϋ Κοινοΰ διαχειρίζεται ό κατ’ έτος εκλεγόμενος
έν γενική συνελεύσει "Εφορος ΐοΰ κοινού, δστις μετά την λήςιν τής διαχειρίσεώς του παρκδίδει έν γενική πάλιν συνελεύσει λογαριασμόν. Κατ’ έτος
ωσαύτως εκλέγεται ομοίως καί έχίεροπος ΐής εκκλησίας, διαχειριστής τοΰ
παγκαλίου και κοσμητωρ της έκκλησίας. Συγκροτούνται δέ αί συνελεύσεις
έν τφ οίκήματι τοϋ αρχιερατικού έπιτρόπου (τό Δεμίρ Ίσσάρ εινε μία τών
τριών έπαρχιών τοΰ Μητροπολίτου Μελενίκου), δστις καί προεδρεύει αύτών
καί συγκαλεϊ’ αύτάς. Κανονισμός τις δμως όργανιστικός αύτών καί τάτοιαΰτα
λείπουσι παντελώς.’Άλλη τις άρχη δέν ύπάρχει ούδέ εινε περιζήτητοι αύταΓ
γίνονται δέ τοιαΰται συνήθως δταν ύπάρχη διχόνοιά τις έν τη κοινότητι, όποϊαι, ώς γνωστόν, δέν εινε σπάνιαι έν ταΐς έλληνικαϊς κοινότησι.
Πρός τφ Ιίοινοτικφ δέ τούτφ όργανισμφ, δστις εί καί άνευ συντάγματος
τίνος ύπηρετεϊ δμως την πρόοδον τής κοινωνίας, υπάρχει καί έτερός τις οργανισμός ό της Φι.Ιο.π’ϋοουεντικης ΆδεΛφότητος, πρός τόν αύτόν σκοπόν γενόμένος, Τόν’ΙανουάριΟν τοΰ 1874 συνέστη η Φιλοπρόοδος Αδελφότης μέ τόνδιπλοΰν σκοπόν, τοΰ νά έπιταθη δι’ αύτής καί προστατευθί; καί άλλως η έκπαίδευσις τοΰ λαοΰ έν Δεμίρ Ίσσάρ, εί δυνατόν δέ καί έν τοϊς πέριξ χωρίοις, δεύτερον δέ 'ίνα ληφθη πρόνοιά τις περί τών έν ταΐς φυλακαϊς πτωχών κρατουμένων. Μετ’ άγαλλιάσεως πάντοτε καί εύαρέστων έντυπώσεων
ένΟυμοΰμαι πώς οί άνθρωποι τότε διά δραστήριας τίνος ένεργείας καί ενθουσιώδους προτροπής έδέχοντο την καινοφανή ιδέαν, πώς προθύμως έπείθοντο
νά προσφέρωσι τόν οβολόν των είς την κοινήν εισφοράν. Όλιγώτερον δμως
προσέχω είς τοΰτο, άλλά μάλλον είς την ζωηρότητα καί εύαρέσκειαν τών
ανθρώπων δ'τε ή'κουον άναπτυσσομένην κατά τόν πρακτικώτερον και καταλληλότερου τρόπον την έπαγωγόν ιδέαν ό'τι πάντες εί'μεθα αδελφοί καί
ισότιμα τέκνα της πατρίδος, δτι πάς τις πρέπει νά γνωρίση δτι διά την πατρίδα ή ενός έκαστου καί τοΰ μικρότατου εισφορά εινε σημαντική, δτι πάς
τις πρέπει νά έ'χη ύπ’ δψιν δτι ό μέν διά τοΰ νοός, ό δέ διά της πείρας, ό
δέ διά τοΰ λόγου, ό δέ μόνον διά τοΰ ειλικρινούς αισθήματος καί της καθαράς καρδίας έπίσης δύναται νά καταστη ωφέλιμος είς την πατρίδα του, δτι
έκαστος έ'χει καθήκοντα πρός αύτήν καί δικαίωμά τι έν τη έξασκήσειέκείνων. Πνέΰμά τι ζωογόνον έφαίνετο δτι έγεννάτο είς τόν λαόν έκ τών λόγων
τούτων καί ζωηρά τις τάσις είς κοινήν τινα σύμπραξιν * Κυριώτατος δέ διά
τοΰτο σκοπός της συστάσεως της Αδελφότητος έθεωρήθη, και άρκετός τά;
κατ’ άρχάς, ή δσον τό δυνατόν έμπρακτος διδασκαλία τοϋ λαού δτι παντός
άλλου θερμότερου πρέπει ν’ άγαπφ την έλευθέραν άνάπτυξίν του καί ενέργειαν, οτι είς έκαστος πρέπει νά σέβηται την Οέσιν τοΰ άλλου καί νά μη
καταχράται την ίδικήν του, δτι ουδέποτε πρέπει νά λείπη συνεισφέρων έστω
καί μικρόν τι καί έλάχιστον διά λόγου η έ'ργου εις την πρόοδον της πατρίδος του. Τών προσπαθειών δέ τούτων ταχέως έφάνησαν καί τάποτελέσματα * διότι ένφ πολύ μείζων έδόθη προσοχή είς την ύπέρ τών κοινών μέριμναν καί διά τοΰ τακτικού της 'Αδελφότητος οργανισμού αισθητή έγενετο ή
άνάγκη τοιούτου καί δι’ εκείνα, συνάμα καί χρηματικά τινα κεφάλαια ηρχισαν νά συνάγωνται έκ τών συνδρομών καί δωρεών ίνα χρησιμευσωσι ταΰτα
ύπέρ τοΰ σκοπού της 'Αδελφότητος. Ουτω δ’ έβάδισεν η έογασία όλόκληρον τό πρώτον έ'τος, πολύ δέ σκοπιμώτερον καί όριστικώτερον θά βαδίσν;
καί έν τφ μέλλοντι, διότι κατά τό τρέχον έ'τος ένεκα άνωμαλίας τινός έν
τη διοικήσει πολύ όλιγώτερον τοΰ πρέποντος έγένετο. Είς τό μέλλον έγενέτο
σκέψις δτι καταλληλότατα θά ώφεληση την κοινότητα ή Αδελφότης, άν
αύτη ίδρύση νηπιαγωγείου έυ αύτγ, καί, άν τοΰτο ώς ελπίζω γείνη,βεβαίως
επιτυγχάνεται εις κάλλιστος καί θετικώτατος σκοπός.
'Η άνωτέρω λεπτομερής κάπως έ'κθεσις της καταστάσεως τής κωμοπόλεως Δεμίρ Ίσσάρ δίδει πιστεύω τάς κυριωτέρας άφορμάς είς την όσον έ'νεστι άκριβεστέραν γνώσιν αύτής, ητις πάντως εινε άρκούντως ένδιαφέρουσα,
δν, ώς προεϊπον, έν τνί όλιγότητί μας δέν κρίνομεν περιττόν οπού ευρωμέν
τι άγαθόν στοιχείου έθνικης σημασίας νά περιποιηθώμεν καί ένισχύσωμεν
αύτό. Ένφ δέ η 'Ελληνική αΰτη κοινότής δείκνυται ήμϊν μετά τίνος ζωής
καί ένεργείας αύθυπάρκτου καί είς προοδευτικήν τινα όδόν μάλλον τείνουσα
διά της καλλιέργειας τοΰ πνεύματος καί της κατ’ ολίγον έθνικης διαπλάσεώς
της, άφ’ ετέρου καί κατ’ άλλην τινά έκδοχην τής κοινωνικής ημών προόδου
φαίνεται άξίαν τινά έ'χουσα διά τε την έαυτης φύσιν, περί ής δμως δέν εννοώ δτι έξαιρετικόν τι πρέπει νά περιμένωμεν, άλλά μόνον χρήσιμόν τι, και
την της χώρας ην κατοικεί. Προεσημείωσα δτι άνάγκη μεγίστη ΐνα μετά
της προόδου τοΰ πνεύματος, μετά της προόδου, νά εί'πω ουτω,τών σχολείων
τών γραμμάτων νά συμβαδίσγ ή πρόοδος τοΰ σώματος ούτως είπεϊν, η πρόοδος τοΰ κοινοΰ έπίσης σχολείου της έγχωρίου τέχνης καί βιομηχανίας, άνευ
τής όποιας κατά την μίαν ό'ψιν τοΰ πολιτισμού μας θά παρουσιάζωμεν σκοτ
τεινήν μόνον σκιάν καί θά διατηρώμεν πάντοτε την ύλικην ημών καχεξίαν
ητις δέν δύναται ν’ άρνηθη τις δτι ούσιωδώς καί την πνευματικωτέραν ημών
πρόοδον επηρεάζει. Τό Δεμίρ Ίσσάρ κατέχει φυσικά τινα πλεονεκτήματα,
διά τών οποίων είς σπουδαϊον βαθμόν δύναται νά προκόψν; ή ύλικη αύτοϋ
εύημερία, μεθ’ ην πολλά πράγματα πρέπει νά έλπίζή τις κατόπιν, άτινα άσκοπον εινε νά σημειώνται τώρα. Δέν εΐνε λοιπόν τάχα δυνατόν είς τούτο
προσοχή τις επιτεταμένη νά δοΟή καί ενέργεια πρακτική νά γείνγ ; Ουτω
π· χ. πόσον διαφορετικήν θά έ'καμνε τήν όψιν της κωμοπόλεως, αν ή κα-
τωτέρκ τάξις, ητις τώρα. πειν^, έτρέπετο εις ανταγωνισμόν τινα, είς 8ν έξάτ
παντός Θά νικήσγ, πρός την βυρσοδεψικήν τών Τούρκων, ητις καί 50 οικογένειας δύναται νά θρέψη; Ωσαύτως άν εις μόνον κλίβανος προς κατασκευήν
τοϋ σίδηρου έκ της άφθόνΰυ τοϋ σιδηρούχου τοϋ ποταμίου άμμου —οποίους,
ατελέστατους δμως, εχουσι νυν οί Βούλγαροι άνωθεν τοΰ Δεμΐρ ‘Ισσάρ—καί
έν μόνον χωνευτηρίου δι’ οούτόν κατεσκευάζετο, πόσος άρά γε πλοΰτος Θά
είσέρρεεν είς την κοινότητα εκείνην; Τό ποτάμιον έχει ύδωρ άφθονου * δέν
ήτο δυνατόν τάχα νά κινώνται δι’ αύτοΰ άπλούσταταί τινες μηχαναί διά
τό κτύπημα μάλλινων εγχωρίων ύφασμάτων, ώς νϋν κινοΰνται οί άνευ τής
παραμικρά; τέχνης κατεσκευασμένοι αλευρόμυλοι; Ούχί δέ ολίγον θά προ-
■ήγε την εύπορίαν της κοινωνίας, άν οί ωραίοι χρωματιστοί καί πεπαικιλμέναι
μάλλινοι τάπητες, οΰς κατασκευάζουσι μέ. τούς συνήθεις αρραγούς νϋν αί
γυναίκες, έλαμβάνετο φροντίς νά διαδοθώσι περισσότερον καί έκτιμηθώσι,
διότι καί άξιοι έκτιμησεως είνε. Μήπως δέν εΐνε εύκολου νά δοθή κίνησίς
τις είς την κατασκευήν κοινών τινων ύφασμάτων, τά όποια οί Βούλγαροι
εχουσι τόσην εύφυ'ίαν ΐνα τά κατασκευάζωσιν; ’Αλλ’ ή ενέργεια αύτη πώς δύναται νά γείνη $ μάλλον πώς ν’ άρχίση\ Δέν εννοώ δτι είς τάς ερωτήσεις
ταύτας αμέσως εΐνε δυνατόν ν’ απαντήσω καί τρόπον τινά λύσεως νά δώσω
εγώ διά πάσας, ούτε δέ, καί άν τοΰτο γίνεται εύθύς, δτι πολύ ταχέως θά
έπέλθη η πραγματοποίησις. Έσημείωσα δμως τκνωτέρω διά δύο λόγους *
πρώτον διότι διά τών παρατηρήσεων τούτων ηθελον νά συμπληρώσω άκριβη
τινα όπωςδηποτε εικόνα τής καταστάσεως καί της σημασίας, ύφ’ έκατέραν
της προόδου έποψιν, της κωμοπόλεως ταύτης, δεύτερον δέ διότι νομίζω δτι
άν τις προσοχή δοθνί είς αύτην έξωθεν πρός ένίσχυσιν καί ενθάρρυνσή της
έσωθεν ένεργητικότητος, καί ύπό την δευτέραν ταύτην έ'ποψιν θά εΐνε δυνατόν κάτι νά διαπραχθη. "Αν π. χ. έξ ’Αθηνών κατάλληλός τις νηπιαγωγός
σταλνί, ης τό μεγάλε ίτερον μέρος τοϋ μισθοϋ η κοινότης θά πληρώνη, δέν
ώμφιβάλλω δτι θά δοθη ιδιαιτέρα τις ζωηρότης είς την γυναικείαν χειροτεχνίαν, ητις εΐνε άρκετά προσοδοφόρος. Είς τοΰτο δέ κατόπιν δτι καί άλλη
τις προοδευτική ένέργεια θά έπακολουθήση, σχεδόν διόλου δέν άμφιβάλλω.
’Αλλά τότε τίθεται αρχή τις, ή'τις πάντως εΐνε θεμέλιον οικοδομάς τίνος. "Ας
γείνρ λοιπόν τοΰτο πρώτον, καί τότε θά εΐ'μεθα είς θέσιν περί τοϋ μέλλοντος μάλλον εύέλπιδες νά εΐ'μεθα,
τάχ’ αύρων εσσετ’ ά'μεινον.
Σ.