Ο μύθος των Αμαζόνων και η σύνδεσή του με την Κοττούσα
Οι Αμαζόνες, όπως αναφέρει ο Ε. Π. Φωτιάδης (Εγκυκλ. Λεξικό Ηλίου) ήταν μυθικό έθνος μάχιμων γυναικών, οι οποίες σύμφωνα με τους Ελληνικούς μύθους πολεμούσαν ηρωικά. Ο Όμηρος τις ονομάζει «αντιάνειρες» και αναφέρει στην Ιλιάδα ότι τις φόνευσε ο Βελερεφόντης. Ο χαρακτηρισμός «Αντιάνειρες», κατά τον Αρίσταρχο, σημαίνει όμοιες με άνδρες, και κατ’ άλλους ερμηνευτές αντίπαλες των ανδρών. Ο Αισχύλος αποκαλεί το στρατό τους «στυγάνορα», δηλαδή μίσανδρο, ενώ κατά τον Πίνδαρο, ο Βελερεφόντης φόνευσε τον «τοξότη», γυναικείο στρατό των «Αμαζονίδων», ο οποίος καβαλούσε φτερωτό Πήγασο και σημάδευε με το τόξο του από ψηλά «βάλλων υψόθεν».
Σε άλλο σημείο της «Ιλιάδος» αναφέρεται ότι ο Πρίαμος, αφού συμμάχησε με τους Φρύγες (Βρύγες), πριν από τον Τρωικό πόλεμο, πολέμησε κατά των Αμαζόνων. Στο Τρωικό πεδίο μάλιστα υπήρχε υψηλός «Κολωνός», τον οποίο οι Θεοί ονόμαζαν τάφο της Μυρίνης (σήμα Μυρίνης), της Αμαζόνας εκείνης από την οποία πήρε τ’ όνομά της και η πόλη Μύρινα της Λέσβου. Για τους παλαιότατους αυτούς μύθους περί Βελλερεφόντη και για τον πόλεμο των Αμαζόνων προς τους Φρύγες, ίχνη των οποίων, όπως αναφέρεται πιο πάνω, εντόπισε ο N. Hammond και στο Σιδηρόκαστρο, πολύ λίγα μνημονεύουν οι μετά τον Όμηρο συγγραφείς. Αντίθετα πολυθρύλητοι είναι οι μύθοι για συμμετοχή των Αμαζόνων στον Τρωικό πόλεμο, για την εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον τους και περί της επιδρομής τους στην Αττική.
Για τη συμμαχία των Αμαζόνων με τους Τρώες, στον Τρωικό πόλεμο, μνημονεύει πρώτος ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος στο έπος του «Αιθιοπίς», όπως μας το παραδίδει ο Πρόκλος: «Αμαζών Πενθεσίλια παραγίνεται Τρωσί συμμαχήσουσα. Άρεως μεν θυγάτηρ, Θράσσα (Θρακιώτισσα) δε το γένος. Και κτείνει αυτήν αριστεύουσαν Αχιλλεύς, οι δε Τρώες αυτήν θάπτουσι. Και Αχιλλεύς Θερσίτην αναιρεί λοιδορηθείς προς (υπό) αυτού και ονειδισθείς τον επί την Πενθισιλεία λεγόμενον έρωτα». (Η Αμαζών Πενθισίλεια ήταν θυγατέρα του Θεού Άρη καταγόμενη από τη Θράκη. Πήγε να συμπολεμήσει με τους Τρώες και την φόνευσε, ενώ πολεμούσε γενναία, ο Αχιλλέας, την οποία έθαψαν οι Τρώες. Κατόπιν ο Αχιλλέας φόνευσε το Θερσίτη, επειδή τον περιέπαιξε και τον κατηγορούσε, για τον φημολογούμενο προς την Πενθισίλεια έρωτα του).
Το μύθο αυτό τον επαναλαμβάνουν οι μεταγενέστεροι επικοί, ο Κόϊντος ο Σμυρναίος στο Α΄ βιβλίο των «Μεθ’ Όμηρον» και ο Τζέτζης στο προοίμιο των «Μεθομηρικών». Στις παραδόσεις αυτές, αλλά και στη μαρτυρία του Διόδωρου του Σικελιώτη, οι οποίοι αναφέρουν ότι οι Αμαζόνες ήκμασαν λίγο πριν των Τρωικών, όπως και στα γραφόμενα των πολύ μεταγενέστερων ιστορικών Ορωσίου και Ιορδάνου βασίστηκαν κάποιοι νεώτεροι αρχαιολόγοι, δεχόμενοι τις Αμαζόνες ως ιστορικό έθνος. Αυτοί διατύπωσαν και τη θεωρία, που δεν έτυχε όμως ευρείας αποδοχής, ότι οι Αμαζόνες πρέπει να ταυτιστούν με τους Χετταίους ή Χεττίτες.
Ο ένατος άθλος του Ηρακλή, ο οποίος σπάνια συναντάται και ως έκτος, αναφέρεται στην εκστρατεία του κατά των Αμαζόνων. Σύμφωνα με το μύθο αυτό ο Ηρακλής διατάχθηκε από τον Ευρυσθέα βασιλιά των Αχαιών να του φέρει τη ζώνη της Βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης, την οποία επιθυμούσε η κόρη του Αδμήτη. Ο Ηρακλής έπλευσε στη χώρα των Αμαζόνων, κατ’ άλλους μύθους μόνος και κατ’ άλλους αφού παρέλαβε εθελοντές ήρωες ως συμμάχους. Μόλις έφθασε στο λιμάνι της χώρας των Αμαζόνων τον πλησίασε η Ιππολύτη και τον ρώτησε για το λόγο της επίσκεψης του, υποσχεθείσα να του δώσει την ζώνη, την οποία είχε λάβει από τον Άρη, ως σύμβολο πρωτείων. Μόλις όμως η Ήρα κάλεσε τις Αμαζόνες «την Βασιλίδα (τη βασίλισσα) αρπάζουσιν οι προσελθόντες ξένοι». Τότε έσπευσαν εκείνες εναντίον του πλοίου του έφιππες και ένοπλες με τόξα αμφίστομους πελέκεις και στρόγγυλες ασπίδες. Όταν τις είδε ο Ηρακλής «καθωπλισμένας» και αφού θεώρησε ότι η ενέργεια αυτή υπέκρυπτε δόλο, φόνευσε την Ιππολύτη, πήρε τη ζώνη και αφού αγωνίσθηκε κατά των άλλων απέπλευσε. Μαζί με τον Ηρακλή αναφέρεται ότι συνεξεστράτευσε και ο Θησέας, ο οποίος ως «γέρας αριστειών», έλαβε την Αντιόπη. Σύμφωνα με άλλους μύθους ο Θησέας έπλευσε με τον Ηρακλή «ιδιόστολος», με δικό του στόλο και πήρε την Αντιόπη αιχμάλωτη ή με δόλο την απήγαγε. Ο τάφος της Αμαζόνας αυτής επιδεικνύονταν μετά από αυτό το μύθο στα Μέγαρα.
Για να εκδικηθούν την αρπαγή της Αντιόπης οι Αμαζόνες, επέδραμαν στην Αττική, κυρίευσαν τη χώρα και στρατοπέδευσαν μέσα στην πόλη της Αθήνας παρά την Πνύκα και το Μουσείο, αλλά σε συναφθείσα μάχη ηττήθηκαν από το Θησέα. Οι φονευθείσες στη μάχη Αμαζόνες ετάφησαν στην Αθήνα, οι δε τραυματισθείσες εστάλησαν κρυφά από την Αντιόπη στη Χαλκίδα, όπου έτυχαν φροντίδας. Όσες από αυτές πέθαναν, ετάφησαν εκεί περί την θέση, που ονομάστηκε Αμαζόνειο. Σε ένδειξη τιμής γι’ αυτή τη νίκη, η οποία επιτεύχθηκε κατά το μήνα Βοηδρομίωνα (μέσα Σεπτεμβρίου- μέσα Οκτωβρίου) θυσίαζαν οι Αθηναίοι «Βοηδρόμια», ενώ μνημονεύεται και παλιά θυσία των Αθηναίων στις Αμαζόνες, τελούμενη προ της ημέρας κατά την οποία γιορτάζονταν τα «Θήσεια».
Τον πόλεμο των Αμαζόνων στην Αττική τον θεωρούσαν οι αρχαίοι ως αναμφισβήτητο γεγονός. Είναι δε πιθανό οι μύθοι αυτοί ν’ αναφέρονται στην επιδρομή κάποιου Θρακικού φύλου κατά τους προϊστορικούς χρόνους, διότι η συνάφεια που υποδηλώνεται στους επιχώριους μύθους των Αμαζόνων με ορισμένους τόπους, όπως και τα μνημεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουν κάποια ιστορική βάση τα περί αυτών μυθεύματα. Κατά τη μαρτυρία του Πλουτάρχου («Βίος Θησέως» 27), επιδεικνύονταν τάφοι των Αμαζόνων στη Θεσσαλία (στην περιφέρεια της Σκοτουσσαίας εντός της αρχαίας ταύτης πόλεως και στις Κυνός Κεφαλές), όπως και στην περιοχή της Χαιρώνειας. Εξ αυτών των πηγών πιθανόν προέρχεται και η αναφορά του Στράβωνα, για την Σκοττούσα την Πελασγιώτιδα και το μαντείο της. Όπως εκτιμούν πολλοί, υπήρξε κάποια μυθολογική κάθοδος των Αμαζόνων από τη Θράκη στην Αττική δια της Θεσσαλίας και Βοιωτίας, αλλά δεν διευκρινίζεται η σχέση τους με τις ιστορούμενες εποικήσεις των Θρακών στη Βοιωτία και την Αττική.
Σύμφωνα με εικασίες κάποιων ερευνητών, οι Αμαζόνες πιθανόν ήταν ιέρειες και οι εκστρατείες τους συνδέονται με κτίσεις πόλεων απ’ αυτές. Η εκδοχή αυτή συνδέεται με την προσπάθεια τους, για τη διάδοση και εγκατάσταση της λατρείας σεληναίων ασιατικών θεοτήτων. Δεν φαίνεται όμως να συμφωνούν μ’ αυτήν σε όλα πολλοί μύθοι. Μόνο στην Έφεσο παριστάνονται οι Αμαζόνες ως ιερόδουλες, αλλά για τη σχέση τους με τη λατρεία της Εφεσίας Αρτέμιδας (Της Φρυγίας μεγάλης μητέρας των Θεών), τα στοιχεία είναι συγκεχυμένα και αντιφατικά. (Παυσανίας 7,2 Καλλιμάχου «Ύμνος εις την Άρτεμιν» 237-9). Από αυτό και μόνο συνεπώς συνάγεται ότι οι Αμαζόνες θεωρούνταν ως Θρακικό έθνος.
Κατά μία παλαιότατη μαρτυρία για την πατρίδα τους, η οποία μας παραδίδεται από τον Αρκτίνο και μνημονεύθηκε πιο πάνω, οι Αμαζόνες ήταν «Θράσαι», (Θρακιώτισσες). Kατά την παράδοση σέβονταν περισσότερο απ’ όλους τους Θεούς και κατ’ εξοχή τον Άρη, ο οποίος ήταν εθνικός Θεός των Θρακών. Γι’ αυτό και πολλές από τις Αμαζόνες μυθολογούνται ως θυγατέρες του. Τα σχετικά με τον τόπο της κατοικίας τους σε χώρα ή κατ’ άλλους πόλη καλούμενη Θεμίσκυρα, περί τον ποταμό Θερμώδοντα (κατά τον Πλούταρχο Κρύσταλλον, σήμερα Τερμετσάϊ, στον Πόντο της Μικράς Ασίας), που γράφει ο Θεόδωρος ο Σικελιώτης και άλλοι Λατίνοι, όπως οι Τρώγος και Ιορδάνης, οι οποίοι αναφέρουν για τους αγώνες των Αμαζόνων κατά των Σκυθών, φαίνεται να είχαν ως απώτερη πηγή τους την απωλεσθείσα «Ιστορία των Βασιλέων του Τιμαγένους». Οι μύθοι αυτοί πλάσθηκαν πιθανόν βραδύτερο σε χρόνους κατά τους οποίους η ακριβέστερη γνώση της ιστορίας των Θρακών καταδείκνυε απίθανη την ύπαρξη σ’ αυτήν γυναικείου στρατού και γυναικοκρατούμενης πολιτείας. Για τον ίδιο λόγο μετά από κάπως πληρέστερη εξερεύνηση μετατέθηκε μετέπειτα η χώρα των Αμαζόνων στην Σκυθία, περί τη Μαιώτιδα λίμνη στον Καύκασο (κατά μαρτυρία του Στράβωνα), ενώ για εξήγηση των παλαιότερων μύθων επινοήθηκε ή υποτέθηκε η κάθοδος τους στη Θεμίσκυρα.
Μερικοί μυθολόγοι εικάζουν ότι αφετηρία των αναφερόμενων στους μύθους των Αμαζόνων είναι τα έθιμα μερικών Σκυθικών γενών, τα οποία κατά μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων γυναικοκρατούνταν. Έχουμε όμως, όπως είναι γνωστό και στο Νομό μας σχετικό έθιμο, το έθιμο της γυναικοκρατίας, το οποίο έχουν φέρει οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Το έθιμο αυτό, το οποίο συνδέθηκε και με τη γονιμότητα, γιορτάζεται με παραλλαγές σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας, ως Έθιμο της Μαμμής (Μπάμπω).
Τη θρυλούμενη ομοιότητα Σκυθικών εθίμων με το μυθολογούμενο βίο των Αμαζόνων επιβεβαιώνει και ο Νικ. Πολίτης, ο οποίος αποδεικνύει ότι, τα περί «νομίμων» των Σκυθών ιστορούμενα, πλάστηκαν κατά το πρότυπο των περί της πολιτείας των Αμαζόνων μυθευμάτων και δεν είναι αντίθετα μ’ αυτά. Από ακριβέστατες εθνολογικές έρευνες, κατά τον περασμένο αιώνα, έχει διαπιστωθεί υπεροχή των γυναικών σε κάποια φύλα (ερμηνευμένη από τη συνεχή απουσία των ανδρών στο κυνήγι για λόγους συντήρησης ή στους πολέμους, με αποτέλεσμα ν’ αναγκάζονται οι γυναίκες ν’ ασχολούνται με ανδρικά έργα). Υπάρχουν όμως και στρατευμένες γυναίκες, αλλά πουθενά δεν συναντάται Πολιτεία, που να γυναικοκρατείται, όπως η μυθολογούμενη των Αμαζόνων, ούτε αποδείχθηκε, έστω και με κάποια πιθανότητα, να υπήρξε ποτέ.
Κατά την αρχαιότητα ο μαθητής του Ευήμερου, Παλαίφατος (3ος π.Χ αι), ο οποίος ορθολογικά ερμήνευε τους μύθους, υποστήριξε ότι ουδέποτε υπήρξαν τέτοιες πολεμικές γυναίκες συγκροτημένες σε πολιτεία – κράτος. Ως τέτοιες γυναίκες εκλήφθηκαν βάρβαροι άνδρες, οι οποίοι φορούσαν ποδήρη φορέματα και είχαν ξυρισμένο το μουστάκι και τα γένια. Στην αρχαϊκή Ελληνική τέχνη των ιστορικών χρόνων, παράσταση των Κιμμερίων πολεμιστών (σε ανάμνηση των εκστρατειών των Κιμμερίων στις Μικρασιατικές χώρες και των εναντίον των Κιμμερίων αμυντικών αγώνων των Ελλήνων της Ασίας) εξηγεί ίσως επαρκώς την εμφάνιση στην αρχαιότατη Ελληνική ποίηση των ιδεωδών των Αμαζόνων ως μορφών και την αξιόλογη ερμηνεία του Παλαιφάτου. Οι συνυφασμένες με τόσες ποιητικές διακοσμήσεις παραδόσεις γι’ αυτές, δείχνουν ότι: Εκπροσωπούν ποιητικά, όχι όπως εκτέθηκε, αλλά κατά τρόπο ιστορικά γνήσιο, τον πολεμικό, θρησκευτικό και πνευματικό βίο των Θρακοφρυγικών και Θρακοποντικών λαών, υπενισσόμενες εκστρατείες από τον Πόντο προς διάφορες κατευθύνσεις, όχι μόνο στη Μικρά Ασία, αλλά και πέραν του Αιγαίου στον κύριο κορμό της Ελλάδος μέχρι την Πελοπόννησο. Οι παραδόσεις περί των Αμαζόνων τελικά, όπως προκύπτει από την έρευνα, τίποτα άλλο δεν παριστάνουν παρά μόνο τη μεγάλη πολεμική δύναμη και αλκή των περί τον Πόντο λαών, που ανακάλυψαν και επεξεργάσθηκαν το σίδηρο και τα πολεμικά όπλα.
Οι εκστρατείες τους, κυρίως προς τη Μικρά Ασία είχαν ως ένα βαθμό και εκπολιτιστικό χαρακτήρα, διότι συνοδεύονταν και με τη διάδοση των Φρυγοπελασγικών Θεοτήτων του Πόντου. Είναι πολύ πιθανό πάντως, όπως προκύπτει από τις συγκεχυμένες παραδόσεις ότι, ιδρύθηκαν από τις Αμαζόνες πόλεις και ιερά των Θεών. Τα ονόματα των πόλεων Σμύρνης, Εφέσου, Κύμης, Μυρίνης εκτιμάται ότι προέρχονται από τα ονόματα των Αμαζόνων, οι οποίες τις ίδρυσαν (Στράβων 12, 550).
Το περιεχόμενο συνεπώς των μυθολογικών δοξασιών περί των Αμαζόνων, ερμηνευμένο από άποψη ιστορίας του πολιτισμού, μαρτυρά την επίδραση των εκπροσωπουμένων υπό των Αμαζόνων πολεμικών Θρακικών φύλων του Πόντου επί του βίου όλου του Πελασγικού κόσμου και επί της Ελληνικής αρχαϊκής τέχνης. Μέσα στη μυθολογική διάσταση αυτού του μύθου, απλώνεται και η προϊστορική ζωή των κατοίκων της Αρχαίας Κοττούσας, όπως αναφέρεται και σ’ άλλα κεφάλαια.