Στήριξη του Προσκοπισμού βάση των εθνικών επιταγών στις Νέες Χώρες μετά την Μικρασιατική καταστροφή
Η θέση της Κομουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) για μια «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία» εδραίωνε έναν από τα κάτω, λαϊκό, αντικομουνισμό, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Β. Γούναρη η απόφαση της Κομιντέρν ήταν ο βασικός λόγος που μετά τη μικρασιατική καταστροφή επανήλθε δριμύτερος ο πατριωτισμός, ενώ η διαβάθμιση των πολιτικών κομμάτων γινόταν πλέον με γνώμονα την εθνικοφροσύνη.
Η έννοια του πατριωτισμού, όπως δομήθηκε στη συνέχεια από το καθεστώς Μεταξά, στηρίχτηκε στη μεσοπολεμική Μακεδονία λόγω της εξοικείωσης που προϋπήρχε απέναντι στην αντικομουνιστική ρητορική . Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που το ΣΕΠ κατέβαλε συνεχές αγώνα για ίδρυση νέων προσκοπικών ομάδων και ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών. Μέσα από τον Προσκοπισμό οι νέοι θα μάθαιναν να απέχουν από τα κομουνιστικά κηρύγματα και συγχρόνως να προστατεύουν την πατρίδα από τους σλάβους γείτονες και τον εσωτερικό κομουνιστικό κίνδυνο.
Ο Δ. Χαριτόπουλος, τέως αρχηγός Πρόσκοπος, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα Μακεδονία έδωσε την δική του εκδοχή για την ανυποληψία του Σώματος την περίοδο μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Θεωρούσε πως ο λόγος που ναυάγησε ο ελληνικός Προσκοπισμός ήταν ότι δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στα ελληνικά ήθη και έθιμα για να εδραιωθεί. Αντιθέτως αντέγραψε με επιπόλαιο τρόπο το βρετανικό μοντέλο και δεν κατάφερε να ευδοκιμήσει, διότι παρέμεινε κάτι ξενόφερτο. Έπρεπε να αποβάλει κάθε διεθνιστικό χαρακτήρα για να καταστεί φορέας εθνικών ιδεωδών. Άσκησε κριτική στην προηγούμενη γενιά Προσκόπων που έβαζαν πάνω από όλα τη συμφιλίωση των εθνών και την αδελφική σχέση μεταξύ των αλλοεθνών Προσκόπων. Μάλιστα ο αρχηγός της
προσκοπικής ομάδας της περιοχής Σούγγοβον του Σιδηροκάστρου παραπέμφθηκε ως κομουνιστής επειδή προέτρεπε τους Προσκόπους του να επισκεφτούν τους αδελφούς τους βούλγαρους Προσκόπους. Ο Χαριτόπουλος θεωρούσε ότι δεν έκανε κάτι το μεμπτό∙ απλά εφάρμοζε κατά γράμμα τον προσκοπικό Νόμο, ο οποίος όμως, δεδομένων των νέων συνθηκών, έπρεπε να αναθεωρηθεί. Θυμόταν τον δικό του αρχηγό να λέει στην ομάδα τους πως αν ποτέ η χώρα εμπλεκόταν σε πόλεμο με τη Βουλγαρία και συναντούσαν βούλγαρο Πρόσκοπο στο αντίπαλο στρατόπεδο θα όφειλαν να «τείνουν το χέρι αντί της ξιφολόγχης». Η ανάμνηση αυτή τον έκανε να διαπιστώσει την αφέλεια της διδασκαλίας του Αρχηγού του, καθώς κανένας Βούλγαρος δε θα έκανε ποτέ το ίδιο.
Συμπεραίνουμε ότι την περίοδο αυτή οι Πρόσκοποι περνούσαν μια περίοδο αναθεώρησης των προσκοπικών ιδεωδών καθώς υπήρχε η αίσθηση ότι η εθνική ανάγκη επέβαλε να είναι πρώτα Πρόσκοποι του έθνους τους και μετά αδελφοί των αλλοεθνών Προσκόπων. Σε αυτή την κατεύθυνση οδήγησε η καλλιέργεια του σλαβικού κινδύνου
καθώς από την παραπάνω περίπτωση διαφαίνεται ότι παλαιότερα δεν υπήρχε η ίδια καχυποψία απέναντι σε μέλη της παγκόσμιας προσκοπικής κίνησης. Όμως μέσα στο κλίμα του Μεσοπολέμου, οι βούλγαροι Πρόσκοποι παρέμεναν Βούλγαροι που καιροφυλακτούσαν για την απόκτηση της μακεδονικής γης.