Τα μαθητικά συσσίτια στις περασμένες δεκαετίες
Τα μαθητικά συσσίτια είναι ένα από τα πιο παλιά έργα κοινωνικής πρόνοιας και είχαν σκοπό να δώσουν, είτε δωρεάν είτε με μικρό τίμημα, την απαραίτητη τροφή στους μαθητές που δεν τρέφονταν όσο και όπως έπρεπε. Οι μαθητές λόγω ανάπτυξης του οργανισμού τους και λόγω των απαιτήσεων των εργασιών του σχολείου πρέπει να τρέφονται ποσοτικά και ποιοτικά καλά. Οι εποχές, όμως, ήταν δύσκολες και το καθημερινό φαγητό δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένο, ειδικά σε ορφανά ή άπορα παιδιά ή παιδιά πολυμελών οικογενειών ή παιδιά γονιών που εργάζονταν πολλές ώρες έξω από το σπίτι. Ο υποσιτισμός ήταν φανερός, ιδιαίτερα στην Κατοχή αλλά και στην περίοδο του Εμφυλίου σε αρκετά παιδιά. Αποτέλεσμα; Να μην έχουν δυνάμεις τα παιδιά, να στέκονται μαραμένα σαν άρρωστα, να μην αναπτύσσονται, να μην αντέχουν σε λοιμώξεις, να είναι πνευματικά νωθρά. Και σε κάποιες περιπτώσεις ενοχοποιούταν για την εκδήλωση φυματίωσης.
Τα μαθητικά συσσίτια ως εκπαιδευτικός θεσμός ιδρύθηκαν το 1937 με την εγκύκλιο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων 240/102366, της 6ης Δεκεμβρίου 1937, «Περί οργανώσεως και λειτουργίας μαθητικών συσσιτίων». Τη χρονιά 1940-1, όπως ήταν εύλογο, τα μαθητικά συσσίτια δε λειτούργησαν λόγω του συνθηκών του πολέμου και της Κατοχής. Στα πρώτα χρόνια όμως μετά τη λήξη του Πολέμου. Μετά την Κατοχή δόθηκε μεγάλη σημασία στα μαθητικά συσσίτια, για την αποκατάσταση της υγείας των παιδιών της Ελλάδας, τα οποία δοκιμάσθηκαν σκληρά. Μέχρι κι έρανοι γίνονταν υπέρ των μαθητικών συσσιτίων. Όπου λειτουργούσαν οι δάσκαλοι διαπίστωναν αξιόλογη σωματική και πνευματική βελτίωση των συμμετασχόντων σ’ αυτά μαθητών. Εκτός από αυτό όμως, είχαν κι άλλα οφέλη. Καλύτερη απόδοση στα μαθήματα αλλά και μάθημα υγιεινής και οικιακής οικονομίας. Στα συσσίτια οι δάσκαλοι έδιναν οδηγίες: πώς τρώμε, πώς μασάμε, πώς πλένουμε τα χέρια μας, πώς συντηρούμε κάποια τρόφιμα κ.α.π. Αυτές τις πληροφορίες τις μετέφεραν μετέπειτα και στην οικογένειά τους.
Επί Μεταξά πραγματοποιήθηκε έρανος για τα μαθητικά συσσίτια κι έγινε ραδιοφωνική επίκληση προς το λαό για την ενίσχυση του αγώνα κατά του μαθητικού υποσιτισμού μέσω των μαθητικών συσσιτίων. Σε αυτή συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, η Λέλα Ι. Μεταξά (αντιπρόεδρος της Κ.Ε.Μ.Σ.). Η ομιλία καταλήγει: «Έλληνες και Ελληνίδες. Απαντήσατε εις την έκκλησιν του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Ενισχύσατε τα μαθητικά συσσίτια. Βοηθήστε το έργον. Δεν πρέπει να υπάρχουν μαθηταί νηστικοί. Αυτό επιβάλλει το συμφέρον της κοινωνίας και του Έθνους»
Η δοκιμασία του πληθυσμού κατά την περίοδο πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου κατέστησε αναγκαία τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού. Ο υποσιτισμός και οι ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης είχαν ως αποτέλεσμα την έξαρση και μετάδοση ασθενειών και στους μαθητές. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι υποσιτιζόμενοι μαθητές ανέρχονταν στο 20% περίπου στα προπολεμικά χρόνια, ενώ μετά τον πόλεμο φτάνουν στο 50% ή και σε ακόμα υψηλότερα ποσοστά στις φτωχές, ορεινές ή κατεστραμμένες περιοχές της χώρας. Ως προς τις ασθένειες, παρατηρήθηκε αύξηση στα κρούσματα της φυματίωσης, στις νευροψυχικές διαταραχές, στην ελονοσία και στα δερματικά νοσήματα (Λεβεντάκης, 2009: 86).
Οι συνθήκες υγιεινής στα διδακτήρια ασφαλώς συνέβαλλαν στη μετάδοση των νοσημάτων. Ο συνωστισμός και η πλημμελής καθαριότητα, σε συνδυασμό με το κρύο και τις ελλείψεις στη θέρμανση, θεωρούνται οι κυριότερες αιτίες για την εξάπλωση των
ασθενειών μεταξύ των μαθητών. Σε έκθεση της UNESCO για την κατάσταση της υγείας των μαθητών γίνεται λόγος για τις φρικτές συνθήκες στα σχολεία που δεν επιτρέπουν ούτε τη βελτίωση της νευρικής και ψυχικής τους υγείας, αφού εξακολουθούν να υποφέρουν από τις διαταραχές που προκάλεσε ο πόλεμος και από τον υποσιτισμό. Τα παιδιά είναι ευέξαπτα και ανίκανα να συγκεντρωθούν, έχουν ανεπαρκή σωματική ανάπτυξη και σκυθρωπά πρόσωπα χωρίς χαμόγελο. Ως εκ τούτου, η παροχή τροφής για τα παιδιά του δημοτικού κρίνεται ως ένα από τα επιτακτικότερα αιτήματα της χώρας (Διδασκαλικόν Βήμα, τ. 61: 6).
Μετά την απελευθέρωση το κράτος έλαβε μέτρα για την αντιμετώπιση της προαναφερθείσας κατάστασης. Με τη συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας και του Υπουργείου Προνοίας προχώρησε στην οργάνωση των μαθητικών συσσιτίων και των μαθητικών εξοχών. Την οικονομική ενίσχυση για τις δαπάνες των συσσιτίων και των κατασκηνώσεων ανέλαβαν ξένες οργανώσεις και κυρίως η UNRA.
Η UNRRA ιδρύθηκε το 1943 με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσει οικονομικά τις χώρες που είχαν πληγεί από τις δυνάμεις του Άξονα. Και η Ελλάδα ήταν η χώρα που επλήγη περισσότερο από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη σε πείνα. Εκπρόσωποι της εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και από την 1η Απριλίου 1945 ως το Μάιο του 1947 εισήγαγαν στη χώρα μας τρόφιμα, μηχανήματα και φάρμακα.
Το γεύμα στο συσσίτιο περιλάμβανε γάλα με ζάχαρη και κακάο, καθώς και ένα σταφιδόψωμο, ενώ υπολογίζονται ακριβώς τα υλικά που απαιτούνται για την παρασκευή τους και η θρεπτική και θερμιδική τους αξία. Θεωρήθηκε η προσφορότερη λύση, καθώς συγκεντρώνει σε μικρή ποσότητα μεγάλη θρεπτική αξία, παρασκευάζεται εύκολα, ακόμη και σε δυσμενείς συνθήκες, χωρίς να απαιτείται ειδικό προσωπικό και η διανομή του γίνεται εύκολα και γρήγορα (Διδασκαλικόν Βήμα, τ. 54: 8).
View/Open
Με εγκύκλιό του 1946, η οποία επαναλαμβάνεται και το 1949 το υπουργείο απαγόρευε τη διανομή απαρασκεύαστων τροφίμων, «διότι δέν συμβιβάζονταν αὐτὴ πρὸς τοὺς ἐπιδιωκόμενους διά τῶν μαθητικῶν συσσιτίων σκοποὺς καὶ διότι δι’ αὐτῆς διευκολύνονταν ἡ διαρροὴ τῶν τροφίμων πρὸς τὴν ἀγορὰ καὶ ἡ διαρπαγὴ ἐκ μέρους συμμοριῶν καὶ ἡ μὴ χρησιμοποίησή τοὺς ἐν γένει παρὰ τῶν μαθητῶν, διὰ τοὺς ὁποίους ἀποκλειστικὰ αὐτὰ προορίζονταν». Έτσι, το γάλα και το σταφιδόψωμο διανέμονταν στους μαθητές παρασκευασμένα και καταναλώνονταν εντός του σχολικού χώρου
(Λεβεντάκης, 2009: 279).
Το 1947 επαναλειτούργησαν τα μαθητικά συσσίτια σε όλη την χώρα. Υπολογίζεται ότι σιτιζόταν το 75% των μαθητών, όσοι δηλαδή ήταν αποδεδειγμένα άποροι, ενώ μια μερίδα δικαιούνταν οι δάσκαλοι, το σχολιατρικό προσωπικό και το προσωπικό που επιμελούνταν την παρασκευή του συσσιτίου. Οι σιτιζόμενοι μαθητές όφειλαν να εισφέρουν ένα χρηματικό ποσό μηνιαίως, καθοριζόμενο από τις επιτροπές μαθητικών συσσιτίων, οι οποίες είχαν τη δυνατότητα να απαλλάξουν τους εντελώς απόρους μαθητές από αυτή την εισφορά. Οι επιθεωρητές στοιχειώδους εκπαίδευσης είχαν υπό την εποπτεία και τον έλεγχό τους τις επιτροπές και τις εφορείες των μαθητικών συσσιτίων και γενικότερα την ορθή λειτουργία τους (Λεβεντάκης, 2009: 282-285).
Κατά το σχολικό έτος 1946-47 χορηγήθηκαν τρόφιμα που αναλογούσαν κατ’ είδος και
ποσότητα σε κάθε μαθητή κατά μήνα (26 συσσίτια) ως κάτωθι:
Κάθε μαθητής ελάμβανε:
α) Καθ’ εκάστη ένα κύπελλο γάλα (είτε εβαπορέ ή σε σκόνη) μετά ζαχάρεως, γλυκόζης και κακάο.
β) 10 συσσίτια μηνιαίως από κρέας με χόρτα ή χοιρινό με αυγά ή κρέας κονσέρβα (αναλόγως των υπαρχόντων στα Διαμερίσματα και Κέντρα Διανομών αποθεμάτων εκ των ως άνω ειδών).
γ) 10 συσσίτια από όσπρια, παρασκευαζόμενα με ορισμένη ποσότητα σούπας, λίπους και ντομάτας.
δ) 6 συσσίτια από τυρί.
ε) Επί 11 ημέρες μηνιαίως μαρμελάδα ή γλυκό μήλο (πουρέ) και
στ) Επί 10 ημέρες κατά μήνα βούτυρο φιστικιών, το οποίο χορηγούνταν με τηνμαρμελάδα.
Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης η λειτουργία των συσσιτίων κρίνεται σε γενικές γραμμές αποτελεσματική, παρ’ όλο που την πρώτη χρονιά μετά την απελευθέρωση άργησαν να ξεκινήσουν. Την καλή λειτουργία του συγκεκριμένου θεσμού φαίνεται να «μακαρίζουν» και οι μητέρες των παιδιών, κυρίως όσες κατοικούν στην ύπαιθρο. Η σίτιση των παιδιών στο σχολείο ανακούφιζε τις αγρότισσες μητέρες, που έπρεπε να απουσιάζουν πολλές ώρες εκτός της οικίας τους (Φιλιππίδης, 1946: 23, 1948: 24).
Παρά τις προβλέψεις, όμως, για διανομή μόνο παρασκευασμένων τροφίμων, φαίνεται πως υιοθετήθηκε και διαφορετική τακτική. Η παροχή των πρώτων υλών, αντί για κάποιο έτοιμο γεύμα, δεν είχε κάποια άμεση, θετική επίδραση στην υγεία των μαθητών, όπως τονίζει ο ίδιος. Επιπλέον, το αντίτιμο που έπρεπε να καταβάλουν οι μαθητές στον δάσκαλο καθιστούσε τον ίδιο τον δάσκαλο αντιπαθή. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως τα χρήματα που εισπράττονταν από τα συσσίτια χρησιμοποιούνταν από τις σχολικές εφορείες σε αδικαιολόγητα έξοδα. Για τους λόγους αυτούς, οι επιθεωρητές θεωρούν προτιμότερο να μη λειτουργεί ο θεσμός του συσσιτίου ή να επωφελούνται από αυτόν οι πραγματικά άποροι και υποσιτιζόμενοι μαθητές. Έτσι, θα επιδίδονται και οι δάσκαλοι απρόσκοπτα στο έργο τους, καθώς θα απαλλαγούν από τις επιπρόσθετες ευθύνες.
Αυτού του είδους οι παρατυπίες εμφανίζονται και κατά τις επόμενες χρονιές. Οι επιθεωρητές αναφέρουν πως τα τρόφιμα διανέμονταν απαρασκεύαστα, ως πρώτες ύλες, γεγονός που οφείλεται σε άλλα προβλήματα. Ένας μειοδοτικός διαγωνισμός, για παράδειγμα, για την παρασκευή αρτοσκευάσματος απέβη άκαρπος, ενώ και η συνεργασία με αρτοποιεία της πόλης δε λειτούργησε θετικά. Η απόφαση, λοιπόν, ήταν να διανέμεται στους μαθητές αλεύρι ως πρώτη ύλη για την παρασκευή ψωμιού στο σπίτι (Φιλιππίδης). Δίνονταν στους μαθητές γάλα και τυρί, ενώ αντί για σταφιδόψωμο τους παρέχονταν αλεύρι και γάλα σε σκόνη για την παρασκευή αρτοποιήματος κατ’οίκον.
Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας για το σχολικό έτος 1947-48 κατήρτισε το κάτωθι πρόγραμμα συμπληρωματικής διατροφής των μαθητών. Το πρόγραμμα, καταρτισθέν επί τη
βάσει των δυνάμενων να διατεθούν τροφίμων, συνίστατο για κάθε μαθητή:
1) Σε ένα κύπελλο ημερησίως γάλακτος μετ’ αναλόγου ποσότητας ζαχάρεως και κακάου ή σοκολάτας (γάλα σε σκόνη 10 δράμια, ζάχαρη 4 δράμια και κακάο ή σοκολάτα ή τούτσι 1 δράμι).
2) Σε ένα τεμάχιο σταφιδόψωμο ημερησίως, συγκείμενο από αλεύρι 20 δράμια, σταφίδα 5 δράμια, γάλα σε σκόνη 5 δράμια, έλαιο ή λίπος 2 δράμια και αλάτι 1 δράμι. Το ως άνω διαιτολόγιο απέδιδε 540 θερμίδες ημερησίως και λεύκωμα 23 γραμμάρια, από τα οποία τα 17 ζωικό. Στα μαθητικά συσσίτια μετείχαν μαθητές Στοιχειώδους και Μέσης εκπαιδεύσεως σε ποσοστό 75%, αποκλειομένων των αποδεδειγμένως ευπόρων μαθητών. Περί των Ιδιωτικών σχολείων το 30%. Και αυτό διότι δεν δικαιολογούνταν η δωρεάν, με τις τότε δυσχερείς οικονομικές συνθήκες του τόπου, διατροφή εκ μέρους του Κράτους των παιδιών των ευπόρων οικογενειών. Μπορούσαν επίσης να συμμετάσχουν των συσσιτίων με το αυτό ποσοστό οι μαθητές των μειονοτικών σχολείων, των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, της Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής και των Ιερατικών Σχολών. Δικαιούνταν μιας μερίδας οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί, το σχολιατρικό προσωπικό και το προσωπικό που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή. Τρόφιμα στα μέλη των οικογενειών των εκπαιδευτικών δεν χορηγούνταν. Οι μαθητές των νηπιαγωγείων μετείχαν των συσσιτίων των δημοτικών σχολείων εφ’ όσον συστεγάζονταν ή των πλησιέστερων τέτοιων.
Προκειμένου περί των άνευ διδασκάλου σχολείων τα παιδιά σχολικής ηλικίας (7-12 ετών) δικαιούνται συμπληρωματικής διατροφής. Για την χορήγηση αυτής, σύμφωνα με το ανωτέρω διαιτολόγιο, δέον να συγκροτηθούν, όπου αυτό καθίσταται δυνατόν, με μέριμνα των οικείων επιθεωρητών οι κατά νόμο σχολικές εφορείες. Ο επιθεωρητής Παπαθεοδώρου (1951) ισχυρίζεται πως με τον τρόπο αυτό εξοικονομήθηκαν πολλά χρήματα, τα οποία διαφορετικά θα δίνονταν για την παρασκευή του σταφιδόψωμου.
Ο αριθμός των μαθητών που συμμετέχουν στα συσσίτια εξακολουθεί να είναι μεγάλος, αν και αισθητά μειωμένος από τις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Στα μαθητικά συσσίτια δεν συμμετείχαν εύποροι μαθητές. Μπορούσαν επίσης να συμμετάσχουν των συσσιτίων οι δάσκαλοι, η Επιτροπή και η μαγείρισσα. Τρόφιμα στα μέλη των οικογενειών των εκπαιδευτικών δεν χορηγούνταν. Από το 1963 ο θεσμός γενικεύτηκε για όλο το σχολείο και προσφέρονταν κανονικό μεσημεριανό γεύμα.
Από το 1963 προστέθηκε και μεσημβρινό γεύμα. Τα μαθητικά συσσίτια αποτελούσαν πλέον δραστηριότητα της καθημερινής λειτουργίας του σχολείου, το οποίο είχε και την ευθύνη της αγοράς τροφίμων και της παρασκευής και διανομής των γευμάτων μέσα στους χώρους τους (Γ.Γ.Ν.Γ. 2005). Επίσης παγιοποιείται ο θεσμός των συσσιτίων και καθιερώνεται η συμμετοχή εις αυτά παντός μαθητού, ώστε να εκλείψει οιαδήποτε κοινωνική διάκριση και αποφευχθεί το αίσθημα μειονεκτικότητας εκ της ανίσου μεταχειρίσεως των μαθητών.
Για το συσσίτιο ορίζονταν από την Εφορεία ένας εκ των διδασκάλων του σχολείου (ή των σχολείων στην περίπτωση του κοινού συσσιτίου) για το έργο αυτό. Οι ώρες της απασχολήσεώς του θεωρούνταν ώρες σχολικής εργασίας. Σ’ αυτόν χορηγούνταν ανάλογη κατά μήνα αποζημίωση. Τα έργα τού επί του συσσιτίου διδασκάλου ήταν τα κάτωθι:
1) Παρακολουθούσε καθ’ εκάστη την λειτουργία του συσσιτίου δια την εκ μέρους του προσωπικού τήρηση του Κανονισμού.
2) Αναφέρονταν προς την Εφορεία υποδεικνύοντας τις εκάστοτε ελλείψεις και ανάγκες του συσσιτίου.
3) Τηρούσε βιβλίο αποθήκης τροφίμων, στο οποίο καταχωρούσε την κατ’ είδος τροφίμων εισαγωγή και εξαγωγή, το τιμολόγιο κ.λπ. και το οποίο έκλινε στο τέλος κάθε μήνα, έχοντας την ευθύνη για κάθε ανωμαλία στην αποθήκη.
4) Εισήγαγε στην αποθήκη τρόφιμα τα οποία προμηθεύονταν εγκαίρως είτε κατόπιν προηγουμένου μειοδοτικού διαγωνισμού, τον οποίο ενεργούσε η Εφορεία, είτε ελευθέρως εκ της αγοράς.
5) Μεριμνούσε για την καλή συντήρηση των τροφίμων και των υλικών εν γένει και για την κατάλληλη τοποθέτηση αυτών.
6) Παρέδιδε καθ’ εκάστη εκ της αποθήκης, παρουσία των επί του συσσιτίου Κυριών και Δεσποινίδων της ημέρας, στο μάγειρα τις αναγκαίες ποσότητες τροφίμων για την παρασκευή του συσσιτίου, μετά προηγουμένη ζύγιση βάσει του ακριβούς αριθμού συσσιτούντων και του διαιτολογίου.
7) Τηρούσε το πρόχειρο βιβλίο συσσιτίου μετά των εκ περιτροπής οριζομένων επί του συσσιτίου Κυριών και Δεσποινίδων, στο οποίο κατέγραφε λεπτομερώς τα χρησιμοποιούμενα καθ’ εκάστη τρόφιμα προς παρασκευή του συσσιτίου, την αξία αυτών κατά μονάδα και ποσότητα και την καθ’ εκάστη συνολική δαπάνη.
8) Ευθύνονταν μετά της Εφορείας για κάθε παρουσιαζόμενο έλλειμμα ή και πλεόνασμα τροφίμων στην αποθήκη.
Tο 1964 η σίτιση, όπως και η φοίτηση, έγινε δωρεάν (κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου).
Από το έτος 1965-1966 τα συσσίτια θα επεκταθούν εις αριθμόν μαθητών 600.000 (πρωϊνό ρόφημα και μεσημβρινό φαγητό), θα τεθούν δε ταύτα μονίμως υπό την απόλυτον καθοδήγηση και εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας, ασκούμενη υπό των περιφερειακών υπηρεσιών του (Στεφάνου, 1964:σσ. 1-2). Από το 1966 γενικεύτηκε η λειτουργία μαθητικών συσσιτίων σ’ όλα σχεδόν τα δημοτικά σχολεία. Τα συσσίτια προορίζονταν κυρίως για τους άπορους και αδύνατους μαθητές (Γ.Γ.Ν.Γ. 2005).
Με την εγκύκλιο 195575/23 Δεκεμβρίου 1967 «Μαθητικά συσσίτια σχολικού έτους 1967 – 68, κατόπιν αναθεωρήσεως του θεσμού των μαθητικών συσσιτίων υπό τη μορφή και το τύπο της μέχρι τότε λειτουργίας αυτών, το Εθνικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής ( Ε.Σ.Ο.Π.) αποφάσισε τα κάτωθι:
Τα μαθητικά συσσίτια θα λειτουργούσαν υπό μορφή παρασκευαζομένου συσσιτίου, βάσει βελτιωμένου διαιτολογίου, μόνο στα σχολεία στα οποία υπάρχουν οι προϋποθέσεις καλής παρασκευής και παραθέσεως αυτού με συμμετοχή όλων των απόρων, ως και των επιθυμούντων εκ των μη ανηκόντων στην κατηγορία αυτή. Στα λοιπά σχολεία θα διανέμονταν 5δραχμος οικονομική ενίσχυση κατά μαθητή ημερησίως στους κηδεμόνες των
απόρων μαθητών μετ’ απαρασκεύαστων τροφίμων των αποστελλομένων υπό των Αμερικανικών Οργανώσεων Βοηθείας. Στα σχολεία της Πρωτευούσης δεν θα λειτουργούσαν συσσίτια, καθώς επίσης δεν θα καταβάλλονταν η 5δραχμος ενίσχυση στους μαθητές, ούτε διανομή απαρασκεύαστων τροφίμων. Στα σχολεία των πόλεων άνω των 20.000 κατοίκων δεν θα καταβάλλονταν η 5δραχμος ενίσχυση στους μαθητές, θα διανέμονταν όμως απαρασκεύαστα τρόφιμα προελεύσεως Αμερικανικής Βοηθείας.
Σταδιακά και λόγω της βελτίωσης των όρων διαβίωσης των Ελλήνων η λειτουργία των συσσιτίων άρχισε να χάνει τη σημασία της.
Παράλληλα, με την καθιέρωση της δωρεάν παιδείας καταργήθηκαν οι επιβαρύνσεις των μαθητών για τα δίδακτρα και τα βιβλία και καθιερώθηκαν μαθητικά συσσίτια, με ευθύνη της τοπικής αυτοδιοίκησης (Καραφύλλης, 2002).
Σχετικά άρθρα
Σχετικά άρθρα: