Η συνάντηση τριών ιστορικών οικογενειών: Οικονόμου, Χατζηπέτρου και Χατζηλαζάρου, 17ος - 19ος αιώνας

 Η συνάντηση τριών ιστορικών οικογενειών: Οικονόμου, Χατζηπέτρου και Χατζηλαζάρου

Την περίοδο που ο παπά-Ιωάννης είναι “οικονόμος” της Μητρόπολης αποκτά τον τέταρτο γιο του, τον Ανδρέα (28/5/1790). Ο Ανδρέας είναι σχεδόν συνομήλικος με τον Μηνά Μηνωίδη, τον γνωστό μας Εδεσσαίο λόγιο από το άρθρο για τις Μαγεμένες. Αφού παρακολουθήσουν μαθήματα στο Ελληνομουσείο που είχε ιδρύσει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Μητροπολίτης Μελέτιος, ξαναβρίσκονται στις Σέρρες σε μεγαλύτερη ηλικία. Η πόλη των Σερρών κάτω από την αυστηρή αλλά δίκαιη διοίκηση του Ισμαήλ μπέη – του άσπονδου ανταγωνιστή του επίσης Αλβανού Αλή πασά των Ιωαννίνων – είχε αναδειχτεί σε μεγάλο εμπορικό κέντρο της Μακεδονίας με επίκεντρο την παραγωγή και εμπορία βαμβακιού και δευτερευόντως καπνού. Ο ιστορικός της πόλης Πέτρος Πέννας στο βιβλίο του “Ιστορία των Σερρών” (Β’ έκδοσις, Αθήναι, 1966) αναφέρει, παραφράζοντας τα γραφόμενα από τον φίλο του Ισμαήλ, Γάλλο πρόξενο Κουζινερύ (Voyage dans la Macédoine, 1ος τόμος, σελ. 149) : «Με μίαν σταθεράν και φρόνιμον διοίκησιν, πλουτίζων διαρκώς, ο Ισμαήλ κατόρθωσε όχι μόνον να συγκρατή την τιμή, αλλά και να προσελκύη εις την πόλιν των Σερρών πλήθος εμπόρων και κυρίως εξ εκείνων οι οποίοι είχαν καταστήματα εις Βιέννην και να προστατεύση την βιομηχανίαν των. Εξ άλλου ο Ισμαήλ εδέχετο εις την πόλιν και την περιοχήν του πλην των εμπόρων και όλους εκείνους τους οποίους η τυραννία του Αλή πασά των Ιωαννίνων ηνάγκαζε να εγκαταλείψουν τα μέρη των και να ζητήσουν άσυλον και προστασίαν εις την υπό την εξουσίαν του περιοχήν». Και ο Κουζινερύ συνεχίζει ότι “για πάνω από τριάντα χρόνια η πόλη γνώρισε μια σημαντική ανάπτυξη σε πλούτο και πληθυσμό. Ο Ισμαήλ φάνταζε σαν ο νέος ιδρυτής της πόλης”. Πράγματι στις αρχές του 19ου αιώνα οι Σέρρες είχαν 30.000 κατοίκους όταν η Θεσσαλονίκη είχε 60.000, η Έδεσσα 12.000 και η Βέροια 8.000. Στις Σέρρες του Ισμαήλ ο φωτεινός νέος μητροπολίτης από το Κάτω Γραμματικό Έδεσσας Χρύσανθος – πρώην Βεροίας και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – επιθυμεί να δώσει νέα ώθηση στα ελληνικά γράμματα. Τη χρονιά κιόλας της εκεί ενθρόνισης του, το 1811, καλεί τον συμπατριώτη του Εδεσσαίο Μηνωίδη, που στο μεταξύ έχει κάνει λαμπρές σπουδές δίπλα στον Αθανάσιο τον Πάριο, να μεταβεί και να διδάξει Φιλοσοφία και Γραμματική. Με την αναχώρηση μάλιστα του σχολάρχη Ιγνάτιου Σκαλιώρα για τη Λειψία, ο Μηνωίδης αναλαμβάνει την διεύθυνση της Σχολής. Κάπου μεταξύ 1812 και 1814 ο Ανδρέας Οικονόμου μεταβαίνει κι αυτός στις Σέρρες όπου διαμένουν οι δυο λαμπροί Εδεσσαίοι. Εκεί θα συναντήσει την γυναίκα της ζωής του, την Μαρία Χατζηπέτρου.

Οι Χατζηπετραίοι
Το 1811 στέλνει δυο από τα παιδιά του, τον Ιωάννη (1774 – 1871) και τον Χριστόδουλο (1794 – 1869) στις Σέρρες και ο βαθύπλουτος προεστός και μεγάλος γαιοκτήμονας Βλαχ-Μπέης Γούσιος (Γεώργιος) Χατζηπέτρος (1709 – 1813) από το Νεραϊδοχώρι Ασπροποτάμου των Τρικάλων. Το Νεραϊδοχώρι – παλιά Βετερνίκο – ήταν κτισμένο στις πλαγιές του Κόζιακα της Θεσσαλίας, τοπωνύμια που συναντάμε και στην δικιά μας οροσειρά, στο Βόρρα, πάνω από τα χωριά Λουτράκι και Προμάχους. Τους στέλνει να σπουδάσουν στη σερραϊκή Σχολή και να αναλάβουν ακολούθως τις εκεί εμπορικές δραστηριότητες της οικογένειας. Στη πραγματικότητα ο Γούσιος Χατζηπέτρος, ιδιοκτήτης πολλών τσιφλικιών και 8000 αιγοπροβάτων και 1000 αλογομούλαρων, νοιώθει έντονα την πίεση του σκληροτράχηλου και παμπόνηρου Αλή Πασά. Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Γούδα (Βίοι Παράλληλοι, τόμος Η, 1876) “κτήμα αυτού ήτο το Βαθύρευμα, παρέχον ετήσιον εισόδημα δέκα τρεις χιλιάδες γροσίων. Κτήματα αυτού ήσαν και το Βαρδάρι και η Μίστιτζα. Μετείχε δε και του Καρνεσίου και της Βαλτιάς. Ιδιόκτητον κτήμα είχε και το Λογκίτσι εν τη πεδιάδι των Τρικάλων. Είχε δε προς τούτοις δύο μεγαλοπρεπείς οικίας μίαν εν Βετερνίκω και ετέραν εν Πόρταις. Είχε προς τούτους τρεις υδρόμυλους, εν μαντάνι, δύο ντριστέλας, ογδοήκοντα στρέμματα αμπέλων και δύο μανδριά προς παραχείμασιν ποιμνίων“. Ο Αλή φαίνεται ότι είχε βάλει στόχο τη μεγάλη περιουσία του. Την εποχή εκείνη ο πασάς των Ιωαννίνων ήταν από τους ισχυρότερους και ίσως ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Βαλκανική. Σύμφωνα με έρευνες (Ι. Γιαννοπούλου, Τα τσιφλίκια του Βελή πασά υιού του Αλή πασά, 1972) ο Αλή με τους γιους του είχε καταφέρει να οικειοποιηθεί με δόλο 935 τσιφλίκια στη τεράστια ημιανεξάρτητη επικράτεια που κυβερνούσε. Οι Σέρρες λοιπόν με τον Ισμαήλ μπέη αποτελούν μια κάποια διέξοδο στο πρόβλημα του Χατζηπέτρου. Χωρίς αμφιβολία σκέφτεται να μεταφέρει εκεί, μακριά από τον Αλή πασά, μέρος των εμπορικών του δραστηριοτήτων. Τα παιδιά του όμως δεν θα διαπρέψουν ούτε στα γράμματα ούτε και στο εμπόριο. Θα διαπρέψουν στους αγώνες για την απελευθέρωση του Έθνους.
Ο Ιωάννης το 1860 

Ας αναφέρουμε για την ιστορία ότι ο Ιωάννης Χατζηπέτρος θα παραμείνει στις Σέρρες και θα γίνει υπασπιστής του Εμμανουήλ Παπά συμμετέχοντας μαζί του στην Επανάσταση της Χαλκιδικής το 1821. Στην αγκαλιά του θα πεθάνει ο Εμμανουήλ Παππάς από στενοχώρια μέσα στο καΐκι που τους μετέφερε από το Άγιον Όρος στην Ύδρα όπου και ετάφη μετά την αποτυχία της Επανάστασης. Ο Ιωάννης θα γίνει αργότερα γερουσιαστής ενώ θα βρει τραγικό θάνατο, 97 ετών, στη πυρκαγιά του ατμοπλοίου “Ευνομία” μεταξύ Σπετσών και Ύδρας την 21η Ιουνίου 1871. “Μεταξύ των 25 ή 30 απωλεσθέντων επιβατών, διότι εισέτι δεν εξηκριβώθη ο αριθμός των θυμάτων, καταλέγονται ο γηραιός Ιωάννης Χατζή Πέτρος, πρώην γερουσιαστής και πατριώτης αγωνιστής, αδελφός πρεσβύτερος του μακαρίτου στρατηγού Χατζή Πέτρου” θα γράψει η αθηναϊκή εφημερίδα Αιών την Πέμπτη 24 Ιουνίου 1871. Λέγεται ότι ο μικρότερος αδελφός Χριστόδουλος, ένα χρόνο μετά την άφιξη του στις Σέρρες, θα μεταβεί στη Βιέννη για να ζητήσει από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, χωρίς αποτέλεσμα βέβαια, να στραφεί προς νότο για να βοηθήσει τους σκλαβωμένους Έλληνες. Θα επιστρέψει στη γενέτειρα του το 1813 με τον θάνατο του πατέρα του. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης θα τρέξει να βοηθήσει στον αγώνα με δικό του σώμα 400 παλικαριών και θα λάβει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου διασπώντας τις τουρκικές γραμμές με βαρύτατες απώλειες – μόλις 94 καταφέρνουν να επιζήσουν. Σε όλο τον αγώνα της ανεξαρτησίας θα πολεμήσει πλάι στον Καραϊσκάκη από τον οποίο υιοθετεί και το πλούσιο λεξιλόγιο του. Με την ανεξαρτησία θα γίνει υπασπιστής του Καποδίστρια και μετά του Όθωνα και του Γεωργίου του Α’ και θα φτάσει στο βαθμό του στρατηγού. Ο ερωτικός δεσμός του με την πλούσια και θερμή Τζέην Ελίζαμπεθ Ντίγκμπυ, Λαίδη Έλλενμπορω (Jane Elisabeth Digby, Lady Ellenborough), γνωστής στην Αθήνα ως Κόμισσα Τζένη Θεοτόκη, θα δημιουργήσει αίσθηση στην υψηλή κοινωνία της Αθήνας. Θα πεθάνει από αποπληξία στις 29 Οκτωβρίου 1869. Ο γιος του Ευθύμιος (1833 – 1890) ήταν και αυτός στρατιωτικός. Διετέλεσε επίσης υπασπιστής του Γεωργίου Α’ όπως ο πατέρας του. Είχε δυο γιους, τον Κωνσταντίνο (Κόκος) και τον Χρήστο. Ο Κόκος σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική, εξελέγη βουλευτής Τρικάλων από το 1892 μέχρι και το 1902. Το 1905 σκοτώθηκε σε μονομαχία από τον πρώην υπουργό και βουλευτή Κυθήρων Σπύρο Στάη. Την θέση του στη Βουλή πήρε ο αδελφός του Χρήστος ο οποίος μέχρι τότε ήταν συνταγματάρχης του πεζικού. Όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, σε συνάντηση το 1900 που είχε στο Παρίσι ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τον Έκτορα Οικονόμου, ανιψιό του βαρώνου Ιωάννη Οικονόμου, ήταν παρών – σαν ταγματάρχης τότε – και ο Χρήστος Χατζηπέτρου υπασπιστής του Κωνσταντίνου. Αργότερα έγινε και αυτός υπασπιστής του Γεωργίου Α’, λίγο πριν αποστρατευθεί για να πάρει την βουλευτική έδρα του αδελφού του.

Τα παιδιά του Ανδρέα Οικονόμου

Στις Σέρρες ο Ανδρέας Οικονόμου θα παντρευτεί την Μαρία Χατζηπέτρου. Είναι τυχαία γνωριμία μέσω του συμμαθητή του Μηνωίδη, του δασκάλου των αδελφών της; είναι συνοικέσιο που κανόνισε ο Χρύσανθος; Άγνωστο. Το σίγουρο είναι ότι ο γάμος αυτός είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρος για τον Ανδρέα. Αποκτά σαν προίκα μεγάλα τσιφλίκια στη Θεσσαλία εκ των οποίων δυο μας είναι γνωστά: το τσιφλίκι του Βλοχού μεταξύ Τρικάλων και Λάρισας και το τσιφλίκι Μπουχλάρ (= σιταρότοπος, σημερινός Άγιος Γεώργιος του Δήμου Κιλελέρ) κοντά στα Φάρσαλα. Τα δυο αυτά τσιφλίκια θα καταλήξουν στον γιο του Ιωάννη όπως θα δούμε στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον τοπικό ερευνητή κ. Παναγιώτη Πούσια, το Μπουχλάρ μετρούσε πάνω από 25000 στρέμματα μαζί με το γειτονικό Σουλέτσι (Κυπάρισσος). Πιθανότατα τα δυο χειμαδιά που αναφέρει πιο πάνω ο Αν. Γούδας (δύο μανδριά προς παραχείμασιν ποιμνίων) να ήταν η προίκα της Μαρίας.

Ο Ανδρέας Οικονόμου μετά τον γάμο επιστρέφει στην Έδεσσα και εγκαθίσταται στο χωριό Αγία Φωτεινή (τότε Όσλιανη) στις ανατολικές πλαγιές του Βερμίου. Παραμένουν άγνωστοι οι λόγοι της εκεί εγκατάστασης. Ίσως κάποιος από τους γονείς του να είχε περιουσία ή καταγωγή από εκεί. Σε πρόσφατη επίσκεψη στο χωριό ήταν αδύνατο να βρεθεί κάποιο στοιχείο. Φυσικό άλλωστε γιατί όπως θα δούμε το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς τον καιρό της επανάστασης της Νάουσας. Οι σημερινοί του κάτοικοι προέρχονται κυρίως από τα χωριά Άνω Κορυφή και Καρυδιά που μετοίκησαν κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Η Αγία Φωτεινή ήταν τότε ένα πλούσιο και πολυπληθές χωριό με αναπτυγμένη κτηνοτροφία. Όπως το Κάτω Γραμματικό στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου έτσι και η Αγία Φωτεινή είχε εμπορικές δοσοληψίες με τις παραδουνάβιες περιοχές της Μολδοβλαχίας και της Αυστροουγγαρίας με κύρια δραστηριότητα τις εξαγωγές μαλλιού και δερμάτων. Τα εμπορεύματα μεταφέρονταν στο Κάτω Γραμματικό και από εκεί στους Πύργους (τότε Κατράνιτσα) από όπου περνούσαν μεγάλα καραβάνια που μέσω Αμυνταίου, Μοναστηρίου και Περλεπέ έφταναν στο Σεμλίνο (Zemoun) στις όχθες του Δούναβη, σήμαρα προάστειο του Βελιγραδίου. Από εκεί κατέληγαν στις παραδουνάβιες αγορές, από την Βιέννη βόρεια έως το Ιάσιο και Οδησσό ανατολικά, με ποταμόπλοια Ελλήνων καραβοκύρηδων που σχεδόν μονοπωλούσαν τις μεταφορές στο Δούναβη. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Πύργοι ήταν δεύτεροι μετά τη Μοσχόπολη – και σημαντικότεροι από την τρίτη Κοζάνη και την τέταρτη Βλάστη – σε αριθμό Ελλήνων εμπόρων που είχαν εγκατασταθεί στις παραδουνάβιες περιοχές (Traian Stoianovich, “Between East and West”, Vol 2, 1992). Ο Ανδρέας ασχολήθηκε στην Αγία Φωτεινή με το εμπόριο. Σίγουρα θα είχε συνεργασία με τον μεγαλύτερο αδελφό του Γεώργιο που βρισκόταν ήδη στο Βουκουρέστι. Γεώργιο μάλιστα βαφτίζει και τον πρωτότοκο γιο του ο οποίος γεννιέται στην Αγία Φωτεινή το 1816. Ακολουθούν το 1818 η Χρυσάνθη (1818 – 1907) – προφανώς προς τιμήν του μητροπολίτη Χρύσανθου που τον πάντρεψε –  και η Κατερίνα το 1820 η οποία πεθαίνει σε πολύ μικρή ηλικία. Η σύζυγος του Μαρία κυοφορεί το τέταρτο παιδί όταν ξεσπά η Επανάσταση της Νάουσας τέλη Φεβρουαρίου 1822. Οι νέοι της Αγίας Φωτεινής με επικεφαλής τον συγχωριανό τους Καραμήτσο – σύμφωνα με τον Ν. Γ. Φιλιππίδη, “Η Επανάστασις και καταστροφή της Ναούσης”, 1881 – όπως και αυτοί του Κάτω Γραμματικού και πολλών γειτονικών χωριών, λαμβάνουν μέρος στην εξέγερση των Ναουσαίων εναντίον των Τούρκων. Ο Μαχμούτ Εμίν Αβδούλ Αμπούντ πασάς, γνωστότερος σαν Εμπού Λουμπούτ πασάς – “ο ροπαλοφόρος” πασάς – ένας εξισλαμισμένος ορθόδοξος χριστιανός από την Γεωργία, καταπνίγει στο αίμα την Νάουσα τον Απρίλιο του 1822. Αμέσως μετά αρχίζει τα αντίποινα πυρπολώντας δεκάδες χωριά που υποστήριξαν την εξέγερση όπως μοιρολογά και το δημοτικό τραγούδι: “Χαλάστηκεν η Νιάουστα μαζί με την Κασσάνδρα, Λουμπούτ πασιάς τις πάτησε, τις ρήμαξαν Κονιάροι”. Ο Ανδρέας Οικονόμου μαζί με την ετοιμόγεννη γυναίκα και τα παιδιά του προλαβαίνει να διαφύγει στην Έδεσσα όπου γεννιέται η Καλλιόπη (14/5/1822). Από εκεί πηγαίνει στις Σέρρες, τόπο εμπορίου, με τον μητροπολίτη Χρύσανθο να αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για πολλούς κυνηγημένους της ξεσηκωμένης περιοχής. Ο συμμαθητής του Μηνωίδης είχε ήδη φύγει από τις Σέρρες για το Παρίσι το 1819.

Οι Χατζηλάζαροι
Μια ανάλογη πορεία διαγράφει και η οικογένεια Χατζηλαζάρου από το Κάτω Γραμματικό Έδεσσας. Οι Χατζηλάζαροι εμπορεύονταν τόσο με την Αυστροουγγαρία όσο και με την Ρωσία. Λογικά θα πρέπει να είχαν σχέση με τον Ανδρέα Οικονόμου λόγω των συναφών εμπορικών τους δραστηριοτήτων. Μετά την καταστροφή της Νάουσας ο Χρήστος Χατζηλαζάρου με τα τέσσερα παιδιά του – Ιωάννη, Αδάμ, Γρηγόριο και Σταύρο – διαφεύγει κι αυτός στην Έδεσσα για να καταλήξει στις Σέρρες του συγχωριανού Χρύσανθου πριν ο τελευταίος εκλεγεί πατριάρχης Κων/πόλεως. Η περιπετειώδης φυγή από τo Γραμματικό θα περιγραφεί σε επόμενο κεφάλαιο μέσα από τις αφηγήσεις του Σταύρου. Τόπος κατ’εξοχήν παραγωγής και εμπορίου, η πόλη των Σερρών είναι το ιδανικό μέρος για την επιτυχή ανάπτυξη των οικονομικών τους δραστηριοτήτων. Τότε ιδρύεται η Εταιρεία “Αφών Χατζηλαζάρου” η οποία αναλαμβάνει τις επικερδείς εμπορικές δραστηριότητες της οικογένειας και τις εύστοχες επενδύσεις των κερδών σε γη και ακίνητα. Τα κέρδη των πλούσιων εμπορικών οικογενειών, ελληνικών κυρίως, επενδύονταν τότε σε μεγάλα αγροκτήματα. Η διαδικασία κτήσης περιγράφεται από τον Ιωάννη Γιαννόπουλο στη μελέτη του για τα τσιφλίκια του Βελή πασά: “κατά τα τέλη του 18ου αιώνος και τας αρχάς του 19ου επεκράτει η τάσις πλούσιοι άλλοτε (Τούρκοι) γαιοκτήμονες να εκποιούν τας περιουσίας των δια την μειωμένην απόδοσιν αυτών και την ελλειψιν ασφαλείας εις την περιοχήν των και να εγκαθίστανται εις Κωνσταντινούπολιν ή εις αλλά μεγάλα αστικά κέντρα. Η μειωμένη παραγωγή ωφείλετο εις την ελλειψιν εργατικών χειρών και εις καταστροφάς της παραγωγής ένεκα αντίξοων καιρικών συνθηκών και ληστρικών επιδρομών”. Δεν ήταν σπάνιο όμως και το φαινόμενο να εξαγοράζονται τσιφλίκια αγάδων οι οποίοι είχαν δανειστεί από Έλληνες εμπόρους και αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Η αγροτική γη και τα αστικά ακίνητα ήταν οι μόνες δυνατές επενδύσεις τότε. Έτσι και η εταιρεία Αφών Χατζηλαζάρου αποκτά το μεγάλο τσιφλίκι Γιάννες (σήμερα Μεταλλικό Κιλκίς), και τέσσερα στην ευρύτερη περιοχή της Κερκίνης: τρία κοντά στο Σιδηρόκαστρο {Τζουμά Μαχαλέ (Λιβαδιά), Μπαχτιάρ (Δενδρόφυτο), Λάτροβο (Χορτερό)} και ένα κοντά στη Νιγρίτα Κοπάτσι (Βέργη). Η ταχεία συσσώρευση κεφαλαίου και η ύπαρξη μεγάλης ρευστότητας οδηγεί την εταιρεία και σε δραστηριότητες τραπεζικής φύσεως (καταθέσεις και δάνεια). Έτσι συχνά αναφέρονται σαν μεγαλέμποροι, μεγαλοκτηματίες και τραπεζίτες. Έχουν εγκαταλήψει την οθωμανική υπηκοότητα υπέρ της ρωσικής, της ορθόδοξης Μεγάλης Δύναμης που έχει υποπροξενείο στις Σέρρες, πράγμα που τους παρέχει μια μεγαλύτερη ασφάλεια έναντι αυθαιρεσιών των μπέηδων και πασάδων της περιοχής. 

Στις Σέρρες θα γεννηθεί το πέμπτο παιδί του Ανδρέα Οικονόμου, ο Δημήτριος (18/8/1825), ο οποίος πεθαίνει μικρός. Δημήτρη θα βαφτίσει όμως και το έκτο του παιδί που γεννιέται δυο χρόνια αργότερα (4/10/1827). Αυτός θα γίνει ο πρώτος πυλώνας της μεγάλης δυναστείας των Οικονόμων στη Τεργέστη. Το 1830 γεννιέται το έβδομο του παιδί, η Ελένη, η οποία θα παντρευτεί αργότερα τον Ιωσήφ Κωνσταντά. Είναι άγνωστο αν ο Ιωσήφ Κωνσταντάς είχε συγγενική σχέση με τον διδάσκαλο του γένους, τον Πηλιορείτη Γρηγόριο Κωνσταντά. Το 1831, ο Ανδρέας Οικονόμου συγγενεύει με τους συμπατριώτες Χατζηλαζάρους παντρεύοντας σε μικρή ηλικία την κόρη του Χρυσάνθη  με τον Ιωάννη Χατζηλαζάρου (1807 – 1873). Μετά τον γάμο ο Ανδρέας Οικονόμου θα μετακομίσει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη αφού οι εκεί διώξεις των Ελλήνων μετά την επανάσταση του ‘21 έχουν κοπάσει. Έχει επέλθει ήδη η συμφωνία της Κων/πολης του 1832 μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πολλοί φυγάδες Θεσσαλονικείς αρχίζουν να επιστρέφουν στη μισοάδεια από Έλληνες πόλη. Θα τον ακολουθήσουν μετά από λίγα χρόνια και ο Ιωάννης Χατζηλαζάρου με την Χρυσάνθη.
Η Χρυσάνθη το 1860 

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος