Γκαίτε Τζοβαρόπουλος
Γκαίτε Τζοβαρόπουλος 1908. Επεξεργασμένη φωτογραφία.
Γιώργος (Γκαίτε) Γ. Τζοβαρόπουλος ο επι 2 φορές υποδιοικητής του Σιδηροκάστρου (Δεμίρ Ἱσσάρ).
Ο Γκαίτε Γ. Τζοβαρόπουλος (Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας, 1882 - Θεσσαλονίκη, 8 Μαρτίου 1949) ήταν Έλληνας Μακεδονομάχος, εκπαιδευτικός και πολιτικός. Πολέμησε προσφέροντας μεγάλες υπηρεσίες στην Ημαθία και στη Θεσσαλονίκη.Ανέπτυξε και εκπαιδευτικό έργο, κυρίως ως διευθυντής της Ελληνοβλαχικής Σχολής Σελίου (Άνω Βερμίου) Βερροίας. Μεταξύ άλλων υπηρέτησε ως νομάρχης, ενώ ίδρυσε και τον Σύλλογο Μακεδονομάχων "Ο Παύλος Μελάς".
Πρώτα χρόνια και όνομα
Γεννήθηκε στο Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1882 και ήταν βλαχόφωνος Έλληνας. Το βαπτιστικό του όνομα Γιώργος (θρακιώτικα: Γκέτας) το έγραφε ο ίδιος ως "Γκαίτε" και έτσι έγινε επίσημα γνωστός. Παρότι καταγόταν από αρχοντική οικογένεια με ιατρούς και εμπόρους, ωστόσο έζησε φτωχικά χρόνια και η ζωή του ήταν περιπετειώδης. Μετά την προσάρτηση της γενέτειράς του από τους Βουλγάρους, υποχρεώθηκε να υπηρετήσει στον βουλγαρικό στρατό από το 1903 ως το 1905.
Μακεδονικός Αγώνας και τουρκική αιχμαλωσία
Εν συνεχεία μετέβη στην Αδριανούπολη και στη Θεσσαλονίκη, όπου εντάχθηκε στον Μακεδονικό Αγώνα, έχοντας υπηρετήσει ως εκπαιδευτικός (είχε σπουδάσει δάσκαλος στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης[εκκρεμεί παραπομπή]). Για την εκπαιδευτική και αγωνιστική του δραστηριότητα στο Σέλι και Άνω Βέρμιο Βεροίας φυλακίστηκε από τους Τούρκους στη Βέροια, όμως σύντομα αφέθηκε ελεύθερος έπειτα από αμνηστία. Εργάστηκε ως δάσκαλος στη Γευγελή αλλά σύντομα ξαναπήρε τα όπλα, ηγούμενος σώματος ανταρτών στο πλευρό του Προξένου Κορομηλά. Συνελήφθη ξανά από τους Τούρκους και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) όπου βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε ποινή 101 ετών και στη συνέχεια η ποινή μετατράπηκε σε καταναγκαστικά έργα.
Απελευθέρωση
Η υπόθεσή του - καθώς ήταν ο μοναδικός κρατούμενος από την ομάδα στον οποίο δεν είχε δοθεί αμνηστία - έλαβε διεθνείς διαστάσεις και τελικά του δόθηκε αμνηστία από τον Σουλτάνο με τον όρο να εγκαταλείψει τη χώρα. Το 1912 έφτασε στον Πειραιά. Εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως δεν πρόλαβε να σπουδάσει, καθώς ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος και σύντομα αναχώρησε για το μέτωπο της Ηπείρου με ένα σώμα από προσκόπους.
Διοικητικές θέσεις
Το 1913 η πρώτη διοικητική θέση που του ανατέθηκε ήταν η ίδρυση δήμων στον Σοχό (υπήρξε ο πρώτος διορισμένος δήμαρχος Σοχού).[2] Δύο χρόνια αργότερα ήταν γραμματέας της Νομαρχίας Σερρών. Υπηρέτησε ως υποδιοικητής Σιδηροκάστρου δύο φορές, υποδιοικητής Κιλκίς (1922), Λαγκαδά (1924), και τελευταία Νομάρχης Πέλλης (1927-1929) και Φλωρίνης (1933). Το 1916 με την βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας ο Τζοβαρόπουλος χρησιμοποιήθηκε ως διερμηνέας λόγω της άριστης γνώσης των βουλγαρικών.
Βουλγαρική αιχμαλωσία
Το 1917 ο Γκαίτε αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους και οδηγήθηκε στη Βουλγαρία μαζί με χιλιάδες άλλους ανατολικορωμυλιώτες. Μετά την ήττα των Βουλγάρων το 1919, ο Τζοβαρόπουλος επαναδιορίστηκε υποδιοικητής Σιδηροκάστρου.
Μετέπειτα πολιτική σταδιοδρομία
Για πρώτη φορά ήταν υποψήφιος βουλευτής Πέλλης στις εκλογές του 1926, με την Ένωση Φιλελευθέρων χωρίς επιτυχία, λαμβάνοντας 911 σταυρούς προτίμησης.
Εξελέγη βουλευτής Θεσσαλονίκης το 1933 με το Λαϊκό Κόμμα σε επαναληπτική εκλογή στις 5 Ιουλίου. Έπειτα από το κίνημα του 1935 συνελήφθη και εγκλείστηκε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωσή του με την αμνηστία που δόθηκε, έζησε περιπλανώμενος ανά τη Μακεδονία, προσπαθώντας να βιοποριστεί μαζί με την οικογένειά του.
Θάνατος
Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Μαρτίου 1949. Κατατάχθηκε ως Πράκτορας Α΄ Τάξεως στον Μακεδονικό Αγώνα.
Οικογένεια
Απέκτησε παιδιά από τον γάμο του. Ο γιος του, Νικόλαος, σκοτώθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του, έπειτα έκρηξη νάρκης στις επιχειρήσεις του Βόρα, στις 5 Ιουλίου 1949
Ιστορικό
Για τις αγωνιστικές δραστηριότητές του εκεί συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίστηκε, αλλά ελευθερώθηκε με την αμνηστία των Νεοτούρκων. Αμέσως, τοποθετήθηκε δάσκαλος στη Γευγελή, αλλά με την αλλαγή συμπεριφοράς τών Νεοτούρκων ξανάρχισε ο αγώνας και με υπόδειξη του Προξένου Κορομηλά συγκροτήθηκε αντάρτικο σώμα με αρχηγούς τον Γκαίτε Τζοβαρόπουλο και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη (από την Μπογδανίτσα).
Το 1909, το Σάββατο του Λαζάρου, συνελήφθη πάλι από τις οθωμανικές αρχές και μετά τέσσερις μήνες καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο — μόνον αυτός από 16 κατηγορούμενους — σε θάνατο, ως αρχηγός.
Αλυσοδεμένος στο Επταπύργιο, πάλευε με τον θάνατο ( όπως γράφει στο Ημερολόγιό του) επί ένα και πλέον έτος. Κατά τη διέλευση του νέου Σουλτάνου Ρεσάν του Ε΄ από τη Θεσσαλονίκη,
όλοι οι πολιτικοί κατάδικοι κάθε εθνικότητας απολύθηκαν, πλην του Τζοβαρόπουλου, του οποίου η ποινή μετατράπηκε σε φυλάκιση 101 ετών! Το 1911, η ποινή του μετατράπηκε σε 15 χρόνια καταναγκαστικά έργα, πάντα αλυσοδεμένος. Όμως ήδη η υπόθεσή του είχε γίνει γνωστή τόσο στην τουρκική όσο και την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, εκτός άλλων, και η εφημερίδα «Temps» του Παρισιού έγραφε άρθρα για την άδικη καταδίκη του και για τις αδικίες τών τουρκικών δικαστηρίων. Έτσι άρχισαν να τον επισκέπτονται στη φυλακή διακεκριμένοι δημοσιογράφοι Γάλλοι, Άγγλοι και Γερμανοί, μεταξύ τών οποίων και ο πολύς Μπάουτσερ με τη σύζυγό του.
Οι ελληνικές και διεθνείς πιέσεις στον Σουλτάνο ήταν μεγάλες και
έτσι του δόθηκε χάρη με την υποχρέωση να εγκαταλείψει τη χώρα,
οπότε στις 2 Μαΐου 1912 αυστριακό πλοίο τον έφερε στον Πειραιά.
Επειδή, τότε, οι σχέσεις Ελλάδας—Βουλγαρίας ήταν εγκάρδιες,
επισκέφτηκε τη γενέτειρά του Καβακλή στη Βουλγαρία και επιστρέφοντας γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, για να υλοποιήσει την αρχική επιθυμία του.
Όμως ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος και ασυγκράτητος εντάχθηκε σε σώμα προσκόπων και έφυγε για το μέτωπο της Ηπείρου.
Στις αρχές τού 1913, του ανατέθηκε η ίδρυση Δήμων στον τομέα τού Σοχού. Τον Νοέμβριο του 1914 προήχθη σε διοικητικό αντιπρόσωπο Νώτιας. Τον Ιούνιο του 1915, τοποθετήθηκε Γραμματέας Β΄ Τάξεως στη Νομαρχία Σερρών και Υποδιοικητής Σιδηροκάστρου.
Με την κατοχή τής Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους, από τον Αύγουστο του 1916, χρησιμοποιήθηκε από τους Βουλγάρους ως διερμηνέας λόγω της άριστης γνώσης του της βουλγαρικής γλώσσας. Στις 22 Ιουνίου 1917 συνελήφθη και με τις χιλιάδες άλλους Ανατολικομακεδόνες οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη
Βουλγαρία, κυρίως στο στρατόπεδο κοντά στην πόλη Σιούμεν και για ένα μικρό ενδιάμεσο χρονικό διάστημα υποχρεώθηκε να δουλέψει στα κτήματα κάποιου Βούλγαρου κτηματία Αποστόλ Χρήστωφ. Στο στρατόπεδο της Σιούμεν, λόγω τής γνώσης τής βουλγάρικης γλώσσας, χρησιμοποιήθηκε στα γραφεία για τους αιχμαλώτους, σε καίρια θέση και έτσι απέκτησε πληροφορίες και γνώση τής κατάστασης των στρατοπέδων και των αιχμαλώτων.
Το 1919, μετά την ήττα τών Βουλγάρων και την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, ο Τζοβαρόπουλος επανατοποθετήθηκε Υποδιοικητής Σιδηροκάστρου Σερρών. Εκεί, το 1920 παντρεύτηκε τη μνηστή του Δέσποινα Κουκοράβα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Νίκο (που πέθανε τριών ετών), τον μετέπειτα επίσης Νίκο (που σκοτώθηκε 25 ετών το 1949, κατά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου) και την Καλλιόπη, μετέπειτα σύζυγο του Δικηγόρου Θεσσαλονίκης Νικ. Πετρόπουλου.
Στη συνέχεια στρατεύεται στον ελληνικό στρατό αυτή τη φορά, όμως ασθενεί βαρειά, αποστρατεύεται και τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη, στο Κτηματικό Γραφείο ως διευθύνων το Τμήμα Επιτάξεως Οικημάτων. Το 1922 διορίστηκε Υποδιοικητής Κιλκίς και το 1924 Υποδιοικητής Λαγκαδά. Τότε, ασθένησε και πέθανε ο τρίχρονος πρωτότοκος γιος του Νίκος. Λόγω της μεγάλης θλίψης του
και της συζύγου του δεν μπορούσε να διαμένει πλέον στον Λαγκαδά, οπότε ζήτησε μετάθεση και τοποθετήθηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης.
Το 1930 εκλέχθηκε μέλος τής Επιτροπής εκδικάσεως των δικαιολογητικών τών Μακεδονομάχων. Το 1933 πείθεται από τον Καφαντάρη και αναλαμβάνει Νομάρχης Φλώρινας, αλλά σε δύο μήνες — στις εκλογές του Ιουλίου — εκλέχθηκε βουλευτής Θεσσαλονίκης τών Φιλελευθέρων. Με το κίνημα του 1935, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ως επαναστάτης. Αποφυλακίστηκε με την αμνηστία τών πολιτικών κρατουμένων και περιπλανιέται στη Μακεδονία με την οικογένειά του σε μία εναγώνια προσπάθεια επιβίωσης.
Ο Γκαίτε Τζοβαρόπουλος — ο οποίος υπήρξε από τους ιδρυτές τού
συλλόγου τών Μακεδονομάχων «ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ» και διετέλεσε
για πολλά χρόνια Πρόεδρός του — πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 8
Μαρτίου 1949, έχοντας πάντα τα υψηλά πατριωτικά του ιδανικά.
Το προσωπικό του Ημερολόγιο — στο οποίο έγραφε όταν μπορούσε, από το 1906 έως το 1943, και στις 199 σελίδες τού οποίου καταγράφονται σημαντικότατα γεγονότα — και το επίσης χειρόγραφο εγχειρίδιό του, με τίτλο «Ανατολική Ρωμυλία. Λεκανοπέδιον Κάτω Τόντζου "Μηλεώνες". Επαρχία Ιαμπόλεως—Ελχόβου—Καβακλή. 1945» φυλάσσονται, ως πολύτιμα κειμήλια και ντοκουμέντα, από την εγγονή του Θεοδώρα Σπ. Μηνούδη.
Στο Μουσείο τού Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη, είναι καταχωρισμένος στους Μακεδονομάχους Πράκτορες Α΄ Τάξεως με τον αριθμό 58, σε σύνολο 63.
Οι Δήμοι Θεσσαλονίκης, Κουφαλίων και Κίτρους Πιερίας έδωσαν το όνομά του σε οδούς τών πόλεών τους.
Την 1η Ιουνίου 2015, το Ιερό Ίδρυμα «Αγία Τριάδα» τών απανταχού Ελλήνων τής Ανατολικής Ρωμυλίας—Βόρειας Θράκης διοργάνωσε, με τη συμπαράσταση των Δήμων Χαλκηδόνας και Πέλλας και τη συνεργασία τών Πολιτιστικών Συλλόγων Ανατολικής Ρωμυλίας (ΠΟΣΑΡ), στη θέση Λειβαδίτσα Ραχώνας τής περιοχής Κουφαλίων Πέλλας εκδηλώσεις, κατά τις οποίες έγιναν και τα αποκαλυπτήρια μνημείου τού Γκαίτε Τζοβαρόπουλου.
Ας μας είναι παράδειγμα εντιμότητας και πατριωτισμού.