Μετακινήσεις πληθυσμών από τον Πόντο προς το Ν. Καύκασο. Μεταναστευτικές διεκδικήσεις Ρωσικού και Ελληνικού κράτους επί των πληθυσμών του Πόντου κατά τον 19ο αιώνα.
Μετακινήσεις πληθυσμών από τον Πόντο προς το Ν. Καύκασο. Μεταναστευτικές διεκδικήσεις Ρωσικού και Ελληνικού κράτους επί των πληθυσμών του Πόντου κατά τον 19ο αιώνα. - του Μιχάλη Παναγιωτίδη)
Μετακινήσεις πληθυσμών από τον Πόντο προς το Ν. Καύκασο.
Εκτός από τις ομαδικές εγκαταστάσεις των αρχαίων Ελλήνων και στη συνέχεια των
Βυζαντινών στο βόρειο και ανατολικό Εύξεινο Πόντο, ο Καύκασος, η Γεωργία, η νότια και μεσημβρινή Ρωσία αλλά και οι παραδουνάβιες περιοχές, μετεξελίχθηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε καταφύγια των καταπιεζομένων υπόδουλων Ελλήνων.
Ένα πολύ μεγαλύτερο κύμα μετοικεσιών αφορά τους Έλληνες του μικρασιατικού χώρου και κυρίως του ευάλωτου γεωγραφικά Πόντου.
Οι συνεχείς και αφόρητες πιέσεις των Οθωμανών, κυρίως των τοπικών τιμαριούχων Ντερεμπέηδων (Dere Beyler) και ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων, σε συνδυασμό με την πολιτική της ανοικτής φιλοξενίας των ρωσικών αρχών, τροφοδότησαν ένα μεγάλο κύμα φυγής των Ελλήνων του Πόντου.
Η πρώτη ουσιαστικά οργανωμένη μετοικεσία Ελλήνων Ποντίων σε κοινότητες πραγματοποιήθηκε από τις περιοχές Χαλδίας (νότια της Τραπεζούντας, περιοχή Αργυρούπολης) και του Ερζερούμ.
Με την έλευση του 18ου αιώνα είχαμε νέες μετοικεσίες ποντιακών ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Καυκάσου. Τότε χτίστηκε από Έλληνες μεταλλωρύχους το χωριό Μισχανά, στο οποίο υπήρχαν χαλκούχα μεταλλεία.(1)
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι η λογική του εγχειρήματος με μια πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια διαδεδομένη πρακτική των προ-εθνικών κρατών. Η Βυζαντινή και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συχνά μετακινούσαν πληθυσμούς από μια επαρχία σε μια άλλη. Η Αυστρία εποίκισε από τον 17ο αιώνα τις περιοχές των στρατιωτικών συνόρων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία με Σέρβους, η Ρωσία από τα τέλη του 18ου αιώνα εποίκισε τη «Νέα Ρωσία» και τις κατά πλειονότητα μουσουλμανικές επαρχίες του Καυκάσου με χριστιανούς από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη σειρά της υποδέχθηκε τους μουσουλμάνους πρόσφυγες του Καυκάσου. Όλες αυτές οι μετακινήσεις είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν ότι οι νεοκατακτηθείσες ή συνοριακές επαρχίες κατοικούνταν από νομιμόφρονες πληθυσμιακές ομάδες.
Με αυτό τον τρόπο εξυπηρετούσαν άλλοτε οικονομικά συμφέροντα και άλλοτε την εθνική ή θρησκευτική ομοιογένεια των περιοχών, που θεωρούνταν απαραίτητη για την ασφάλειά τους.(2)
Το 1762 πραγματοποιήθηκε μια μαζική μετανάστευση 800 οικογενειών Ελλήνων Ποντίων μεταλλουργών από την περιοχή της Αργυρούπολης στην επαρχία Αχταλά της Γεωργίας, μετά από πρόσκληση του Γεωργιανού βασιλιά Ηρακλή του 2ου.
Κατά το 1795 στο χωριό Αλαβερτί κατοικούσαν ήδη 500 οικογένειες Ελλήνων μεταλλουργών. Εδώ η μετανάστευση έγινε όχι για πολιτικούς, αλλά για οικονομικούς λόγους, δηλαδή για την εξόρυξη και κατεργασία μετάλλων από ειδικούς σ’ αυτό το έργο, των οποίων η εργασία συνοδευόταν και από την παραχώρηση σ’ αυτούς ειδικών προνομίων. (3)
Σημαντικό ρεύμα φυγής Ελλήνων του Πόντου προς τη Γεωργία έχουμε καθ’ όλο το 18ο και 19ο αιώνα, παρά τα προβλήματα που συνεπάγονταν οι συχνές και άγριες επιθέσεις σ’ αυτούς Μουσουλμάνων της περιοχής, όπως του Ομάρ Χάν Αβέρσκη (1785) και κυρίως του Αγά Μοχαμέτ Χαν (1796), κατά την οποία 700 Έλληνες σκοτώθηκαν και άλλοι 836 αιχμαλωτίστηκαν. (4)
Η ένωση της Γεωργίας με τη Ρωσία το 1801, σε συνδυασμό με την τσαρική πολιτική
της αντιπαράθεσης με την οθωμανική αυτοκρατορία, δημιούργησαν προϋποθέσεις
νέων εγκαταστάσεων Ελλήνων στη Γεωργία, γεγονός που επιδίωξαν οι τσάροι, με
στόχο να εμπλουτίσουν την περιοχή αυτή των ρωσικών συνόρων με χριστιανικούς
πληθυσμούς, εχθρικά διακείμενους έναντι των Οθωμανών, στα εδάφη στα οποία
μέχρι τότε κατοικούνταν από μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Η εγκατάσταση δε από τις οθωμανικές αρχές αυτών των μουσουλμάνων της Ρωσίας στις περιοχές του ανατολικού Πόντου, και το αίσθημα έντονης ανασφάλειας που δημιούργησε στους Έλληνες, αποτέλεσε ένα επί πλέον παράγοντα ενίσχυσης του ρεύματος μετοικεσιών των Ελλήνων του Πόντου κατά το χρονικό διάστημα 1800-1814. (5)
Το 1810 συγκροτήθηκε στην Τιφλίδα με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης ειδική επιτροπή για την οργάνωση των μετακινήσεων και εγκατάστασης των Ελλήνων του Πόντου στον Καύκασο. Το 1813 ιδρύθηκε στην τοποθεσία Τσισνγγαρό χωριό αμιγές ελληνικό από 120 οικογένειες των περιοχών Ερζερούμ και Αργυρούπολης, που ενισχύθηκαν από άλλες 100 οικογένειες το 1822. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και τα ελληνικά χωριά Γκομαρέτη, Μαγκλίση και Τετριτσκαρό (6)
Οι περιοχές των νοτιοανατολικών ρωσικών στεπών (και κυρίως των περιφερειών Ανάππα, Γελεντζίκ, Κρασνοντάρ, Σταυρούπολης, κλπ) άρχισε να εμπλουτίζεται με ελληνικούς πληθυσμούς από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Περιλάμβανε εκπατρισμένους Έλληνες του Πόντου αλλά και άλλων μικρασιατικών περιοχών, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν γεωργοί και ένα μέρος τους έμποροι και βιοτέχνες (7).
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29, με την προέλαση του ρωσικού στρατού προς το Ερζερούμ και την Αργυρούπολη και τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στους τοπικούς ελληνικούς πληθυσμούς αλλά και τη συμφωνία ειρήνης που ακολούθησε με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή, ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων (περί τις 42.000) ν’ ακολουθήσει τον υποχωρούντα ρωσικό στρατό, για το φόβο αντιποίνων, επειδή φανέρωσε τα αντιτουρκικά του αισθήματα.
Η ρωσική κυβέρνηση με απόφασή της, μετά από εισήγηση του στρατηγού Πασκέβιτς, τους εγκατέστησε στην περιοχή της Τσάλκας, όπου ίδρυσαν 27 αμιγή ελληνικά χωριά: Ιμέρα, Μπεστασέν, , Μπασκόφ, Λιβάδ, Καρακόμ, Κιαριάκ, Σάντα, Αχαλίκ, Χαραμπά, Νέο Χαραμπά, Παρμαξίζ, Σιπιάκ, Σαναμέρ, Χαμπίκ, Γκούνια Καλά, Τσισνγγαρό, Γετί Κιλσέ, Τσινίς, Ολιάγκ, Αβρανλό, Κιουμπάτ, Ταρσόν, Χαντό, Ρεχά, Κλεϊτίζ και Τσάλκα. Ίδρυσαν επίσης τρία χωριά στην περιοχή Γκομαρέτη και άλλα τρία χωριά στην περιοχή Μπεσκετσέτ.
Οι ρωσικές αρχές επεξεργαζόμενες μια πολιτική μόνιμης εγκατάστασης των ελληνικών αυτών πληθυσμιακών μαζών στην περιοχή, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν ως τείχος απέναντι από τα οθωμανικά σύνορα, τους χορήγησαν ειδικά προνόμια, όπως π.χ. τίτλους ευγενείας ή και το αποκλειστικό προνόμιο των Ελλήνων μεταξύ όλων των εθνοτήτων της ρωσικής αυτοκρατορίας να υπηρετούν στην προσωπική λεγεώνα του τσάρου.(8)
Κατά την ίδια περίοδο ένας σημαντικός αριθμός μεταλλουργών της ποντιακής επαρχίας Χαλδίας (2.000 οικογένειες), μετά την ατόνηση του ενδιαφέροντος του Σουλτάνου για τα μεταλλεία και τη συνακόλουθη κατάργηση των σχετικών προνομίων που τους είχαν από παλαιά χορηγηθεί, μετανάστευσε επίσης στη Γεωργία και το νότιο Καύκασο. (9)
Η οικονομία της περιοχής Χαλδίας
Το έδαφος της Μικράς Ασίας είναι πλούσιο σε μέταλλα και ορυκτά, γεγονός που οδήγησε στην ίδρυση μεταλλείων πολύ νωρίς. Ιδιαίτερης σημασίας, ειδικά για την περιοχή του Πόντου, ήταν τα πλούσια κοιτάσματα αργυρούχου μολύβδου. Υπήρχαν επίσης μεταλλεία χαλκού, στυπτηρίας και λίγα μεταλλεία χρυσού. Τα περισσότερα όμως είχαν σύμμεικτα μεταλλεύματα με πιο συνηθισμένα αυτά που παρήγαν αργυρούχο μόλυβδο. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση μεταλλείων παρατηρήθηκε στην ορεινή περιοχή της Χαλδίας. Η πρωτεύουσά της, η Αργυρούπολη (Gümüşhane), εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο μεταλλουργίας. Στην πόλη και στα περίχωρα λειτουργούσαν στις αρχές του 18ου αιώνα 17 μεταλλεία.(10)
Η οικονομική άνθηση κυρίως κατά τον 18ο αι. και η αύξηση του ελληνικού -χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής σε συνδυασμό με τα προνόμια που απέσπασε από το οθωμανικό κράτος, επέδρασαν σημαντικά στην κοινοτική, πολιτιστική και εκκλησιαστική διαμόρφωση της περιοχής.
Τα μεταλλεία της Μικράς Ασίας, όπως άλλωστε και εκείνα των Βαλκανίων, τελούσαν υπό ιδιαίτερο φορολογικό καθεστώς. Σημαντικό μέρος, κάποτε και το σύνολο της παραγωγής τους, ανήκε στο κράτος, το οποίο είτε εκμεταλλευόταν τα εκάστοτε μεταλλεία απευθείας, μέσω ειδικών αξιωματούχων, των εποπτών των μεταλλείων (maden emini), είτε τα ενοικίαζε σε ιδιώτες με τη μέθοδο του ιλτιζάμ.(11)
Τα προνόμια
Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία, μη μουσουλμάνοι στην πλειονότητά τους, ήταν απαλλαγμένοι από τακτικούς και έκτακτους φόρους. Υποχρεώνονταν μόνο να καταβάλλουν τον κεφαλικό φόρο (cizye). Ήταν επίσης απαλλαγμένοι από τη στρατολογία. Αντίστοιχα προνόμια ίσχυσαν και για τα γύρω χωριά, που ήταν επιφορτισμένα με την παροχή ξυλείας και κάρβουνου για τις ανάγκες των μεταλλείων, καθώς και για τους σιδεράδες, προφανώς επειδή έφτιαχναν τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά και για όσους ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια των περιοχών (ντερμπεντζή).
Τόσο τα προνόμια όσο και η μεγάλη ακμή των μεταλλείων έγιναν πόλος έλξης μεταναστών από τα παράλια του Πόντου.
Γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις
Υπάρχει η άποψη ότι η σταδιακή παρακμή των μεταλλείων της Χαλδίας, επήλθε το 19ο αιώνα, κυρίως λόγω της εξάντλησης των αποθεμάτων τους,.
Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν τελικά με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ.(12)
Ως κατευθυντήριες γραμμές του Τανζιμάτ θεωρούνταν ο σεβασμός της ασφάλειας, της τιμής και της περιουσίας των υπηκόων ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους και η ισότητά τους απέναντι στο νόμο. Aναγγέλλονταν επίσης μεταρρυθμίσεις σχετικά με την κατάργηση των μονοπωλίων.
Δεν είναι τυχαίο ότι το διάταγμα εκδόθηκε σε μια εποχή που η Αυτοκρατορία χρειαζόταν την υποστήριξη των ευρωπαϊκών Δυνάμεων για να αντιμετωπίσει τον αιγύπτιο υποτελή της Μοχάμετ Αλί, με τον οποίο είχε εμπλακεί εκ νέου σε έναν καταστροφικό γι’ αυτήν πόλεμο.
Το διάταγμα κατευθύνονταν από τις ίδιες τις Μεγάλες Δυνάμεις, βεβαίως με τους υποστηρικτές της πολιτικής τους εντός του οθωμανικού κράτους, που επεδίωκαν τις μεταρρυθμίσεις αυτές προκειμένου να φιλελευθεροποιήσουν τις δομές του κράτους, να εξαλείψουν τις θρησκευτικές διακρίσεις και να διευκολύνουν έτσι την διείσδυση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, θεωρώντας πως η εδαφική ακεραιότητα του κράτους ήταν εξασφαλισμένη από τις ίδιες.
Έτσι συνέβαλαν στην αύξηση των εισαγωγών δυτικών βιομηχανικών προϊόντων, με συνέπεια οι ντόπιες βιοτεχνίες των μεγάλων αστικών κέντρων που συναλλάσσονταν με τη Δύση να παρακμάσουν. Αυτό είναι και το πρώτο στάδιο της οικονομικής διείσδυσης των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων στον οσμανικό χώρο. (13)
Στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα απέτρεπαν τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, η Πύλη μπορούσε να λογαριάζει ευθέως στη συμπαράσταση των Δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης και κυρίως της Βρετανίας.
Ορόσημο στη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας της Αυτοκρατορίας και στο άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς αποτελεί ένα χρόνο νωρίτερα, η εμπορική συνθήκη του Μπαλταλιμάν (Baltaliman), το 1838.
Βάσει αυτής της εμπορικής συνθήκης καταργούνται τα κρατικά μονοπώλια στην οσμανική επικράτεια και έτσι χάνεται και ο κρατικός έλεγχος στη διεξαγωγή του εμπορίου.
Υπ αυτές τις συνθήκες, η οθωμανική επικράτεια μετατράπηκε με τον καιρό σε χώρο εξαγωγής πρώτων υλών για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και εισαγωγής ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων, εξέλιξη που κορυφώθηκε τον 19ο αιώνα. Από την άλλη, έγινε αντικείμενο της επεκτατικής δράσης των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο πλαίσιο των ανταγωνιστικών μεταξύ τους ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων.
Ο συνδυασμός της εξάντλησης των αποθεμάτων, της διείσδυσης των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και των πολιτικών εξελίξεων στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, οδήγησε στην αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών του Πόντου σε περιοχές του Ν. Καυκάσου.
Μεταναστευτικές διεκδικήσεις Ρωσικού και Ελληνικού κράτους επί των πληθυσμών του Πόντου κατά τον 19ο αιώνα
Στα μέσα του 19ου αιώνα τέθηκε το ζήτημα των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τους «απόδημους» και τους «αλύτρωτους» Έλληνες, δύο ομάδες με ρευστά όρια.
Το ελληνικό κράτος είχε ως στόχο να αποτελέσει το σημείο αναφοράς όλων των Ελληνορθόδοξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· πόσο όμως ήταν σε θέση να πετύχει τον στόχο αυτό και παράλληλα να εξασφαλίσει την προστασία των πληθυσμών αυτών από τις αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης, συχνά ανταγωνιζόμενο την ομόδοξη Ρωσία;
Στο πλαίσιο του προβληματισμού αυτού εντάσσονται και τα διαδοχικά σχέδια για τον εποικισμό της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Κρήτης με Ελληνορθόδοξους του Πόντου και της νότιας Ρωσίας. Η ιδέα αυτή διατυπώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος άρχισε να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τον Πόντο και τον «αρχέγονο ελληνικό πληθυσμό» του και εντασσόταν στους προβληματισμούς και άλλων εθνικών κρατών και εθνικιστικών κινήσεων της εποχής.
Οι έλληνες διπλωμάτες υποστήριζαν ότι οι χριστιανοί κάτοικοι του Πόντου αποτελούσαν ένα χρήσιμο πληθυσμιακό δυναμικό που μπορούσε να αξιοποιηθεί, αν μεταφερόταν σε άλλες περιοχές. Υποστήριζαν ότι καθώς η μετανάστευση των Ποντίων στη Ρωσική Αυτοκρατορία θα οδηγούσε αναπόφευκτα στον εκρωσισμό τους, η οργανωμένη μετανάστευσή τους στον ελλαδικό χώρο αποτελούσε τη μόνη εναλλακτική λύση, ώστε να αποφευχθεί η απώλεια της πληθυσμιακής αυτής ομάδας από το ελληνικό έθνος.
Στις αναφορές τους διέκριναν σαφώς το καλλιεργημένο αίσθημα του «Ελληνισμού» των κατοίκων των παραλίων από το αίσθημα του «εθνισμού», της αντίληψης της θρησκευτικής και γλωσσικής ιδιαιτερότητας των Ελληνορθόδοξων της ενδοχώρας, η οποία όμως δεν είχε απαραίτητα ως σημείο αναφοράς το ελληνικό κράτος. Υπογράμμιζαν με τον τρόπο αυτό την ανάγκη διάδοσης της ελληνικής παιδείας, ζητούμενο που ίσχυε και στην περίπτωση άλλων περιοχών του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, γιατί αλλιώς ο «μη εμπεδωθείς εθνισμός» των κατοίκων της ενδοχώρας κινδύνευε να απολεσθεί σε περίπτωση μετανάστευσης αυτών των πληθυσμών στη Ρωσία.(14)
Στη Ρωσία ή στην Ελλάδα;
Αν, λοιπόν, η πλειονότητα των ελληνορθόδοξων κατοίκων του Πόντου δεν αντιμετώπιζε την Ελλάδα ως «εθνικό κέντρο», θα ατένιζε προς τη Ρωσία, την ισχυρή ορθόδοξη δύναμη, ο στρατός της οποίας είχε ήδη καταλάβει στη διάρκεια του Ρωσο -Οθωμανικού Πολέμου του 1828 την περιοχή ως το Ερζερούμ.
Η προσωρινή αυτή κατοχή αποτέλεσε και την αφορμή για να μετοικήσει στη Ρωσική Αυτοκρατορία ένα μέρος του πληθυσμού του Πόντου, λόγω της υποστήριξης που είχε παράσχει στα ρωσικά στρατεύματα.(15)
Το μεγαλύτερο κύμα μετανάστευσης των Ποντίων στη Ρωσία, ωστόσο, ξεκίνησε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πληθυσμιακών μετακινήσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίες είχαν οικονομικά αλλά και πολιτικά αίτια.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο αυξήθηκε η μετανάστευση από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας προς τα μεγάλα αστικά κέντρα των παραλίων και εντάθηκαν οι μετακινήσεις αφενός των μουσουλμάνων από τη Βουλγαρία και τη Ρωσία προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αφετέρου των Ελληνορθόδοξων του Πόντου και της Καππαδοκίας προς τη νότια Ρωσία και τον Καύκασο.(16)
Η μετανάστευση των Ποντίων στη Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις διπλωματικές πηγές, τόσο της μη εφαρμογής από τις τοπικές αρχές των διατάξεων του Τανζιμάτ, οι οποίες είχαν εγγυηθεί την ισονομία των Οθωμανών υπηκόων, όσο και των δυνατοτήτων που προσέφερε η Ρωσία στους χριστιανούς εποίκους.
Πέρα από την κακοδιοίκηση, οι βιαιοπραγίες των «εποίκων και ιθαγενών μουσουλμάνων» κατά των χριστιανών κατοίκων της Μικράς Ασίας ήταν ένας βασικός λόγος για το κύμα μετανάστευσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη Ρωσία.(17)
Σύμφωνα, μάλιστα, με τους έλληνες διπλωμάτες, οι Ρώσοι είχαν αποστείλει στον Πόντο πράκτορες, οι οποίοι προπαγάνδιζαν τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η μετεγκατάσταση στα ρωσικά εδάφη.(18)
Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης αυτής οι ρώσοι διπλωμάτες, αξιοποιώντας την ισχύ της χώρας τους και την παραδοσιακή επιρροή τους στους ορθόδοξους κατοίκους της Μικράς Ασίας, απειλούσαν το κύρος των εκπροσώπων του μικρού ελληνικού κράτους, το οποίο διεκδικούσε να συμπεριλάβει ως αλύτρωτους Έλληνες το σύνολο των ορθοδόξων, ανεξαρτήτως της μητρικής τους γλώσσας.
Όπως σημείωνε ένας λόγιος από την Κρώμνη του Πόντου, «Ματαίως ήθελε προσπαθήση τις να αποδείξη αυτοίς ότι η Ρωσσία είναι εχθρά του Ελληνισμού, ενόσω διώκει την ελληνίδα γλώσσαν και τα ελληνικά γράμματα. Θα ελάμβανε την απάντησιν ότι ουδέν σημαίνει, αφού αύτη έχει την αυτήν με ημάς θρησκείαν».(19)
Η αναγνώριση της Ρωσίας ως προστάτιδας δύναμης, αντί της Ελλάδας και η μετανάστευση στις ρωσικές επαρχίες του Καυκάσου απειλούσε με τον τρόπο αυτό άμεσα την εικόνα του ελληνικού κράτους ως εθνικού κέντρου των Ελληνορθόδοξων της Μικράς Ασίας και την εμπέδωση της αντίληψης ότι ο Ελληνισμός βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον πανσλαβισμό, πολιτική που αποτελούσε στο εξής προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ήταν αναγκαίο, λοιπόν, να επιταχυνθεί η διαδικασία της μετατροπής του «εθνισμού»
σε νεοελληνική εθνική συνείδηση.
Το 1872 οι έλληνες υπήκοοι στην Τραπεζούντα διαμαρτυρήθηκαν για την καθυστέρηση διορισμού έλληνα προξένου στην πόλη επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «μόνον λοιπόν διά της ταχείας εκπαιδεύσεως της χώρας ταύτης αναζωπυρουμένου του εθνικού αισθήματος θα προληφθώσιν οι μετοικισμοί ούτοι προς την όμορον επικράτειαν, ματαιουμένων των του εκρωσισμού σχεδίων αυτής, διότι παιδευόμενοι οι κάτοικοι θα αναπτύξωσι την γεωργίαν και κτηνοτροφίαν και ευημερούντες δεν θα σκεφθώσιν πλέον περί του μετοικισμού, μετοικούντες δε ουδέποτε θα αποβάλωσι την συναίσθησιν του εμπεδωθέντος εθνισμού των». (20)
Αντιλαμβάνονταν ότι το μεταναστευτικό ρεύμα θα είχε ως αποτέλεσμα την εκκένωση του ιστορικού Πόντου από τους ελληνορθόδοξους κατοίκους του και έκαναν έκκληση στην ελληνική κυβέρνηση να λάβει μέτρα, ώστε να πείσει τους κατοίκους να παραμείνουν στις παραδοσιακές εστίες τους στο πλαίσιο μιας «εθνικής αποστολής».
Αρχικά καταβλήθηκαν κάποιες προσπάθειες να παραχωρηθούν γαίες από την εκκλησία, ώστε να σταματήσει το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Ρωσία.
Όταν φάνηκε ότι οι ενέργειες αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να μιμηθεί τη ρωσική πολιτική του οργανωμένου εποικισμού και να συστήσει ένα δίκτυο που θα κατηύθυνε τους Ποντίους να μεταναστεύσουν όχι μόνο στα εδάφη του Ελληνικού Βασιλείου αλλά και σε οθωμανικές επαρχίες, οι οποίες θα αποτελούσαν στο μέλλον μέρος μιας ελληνικής αυτοκρατορίας.
Κατά συνέπεια, τα σχέδια οργανωμένης μετανάστευσης δεν αποσκοπούσαν μόνο στην αποτροπή της ηγεμονίας της Ρωσίας στην ορθόδοξη οικουμένη αλλά και στην ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου σε περιοχές που διεκδικούσε η Ελλάδα.
Βέβαια, τα σχέδια αυτά υποδήλωναν και την παραδοχή ότι ήταν αναπόφευκτη η εγκατάλειψη του ιστορικού Πόντου από τους ελληνορθόδοξους κατοίκους του.
Με το δεδομένο αυτό, η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από το διαθέσιμο πληθυσμιακό δυναμικό, για να καλύψει κενά σε άλλες «ευαίσθητες» για το εθνικό όραμα επαρχίες.
Συμπερασματικά
Η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο εξαιρετικά πολύπλοκο που λαμβάνει χώρα αδιάκοπα στην ανθρώπινη ιστορία, έχοντας κάθε φορά διαφορετικά χαρακτηριστικά και επηρεάζοντας με ποικίλους τρόπους χώρες, τόπους, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές δομές και τις ζωές των ανθρώπων.
Οι γεωγραφικές επιπτώσεις της μετανάστευσης είναι σημαντικές και προφανείς, αφού μεταβάλλει ταυτόχρονα τόσο τους χώρους και τους τόπους αποστολής όσο και τους χώρους και τους τόπους υποδοχής.
Στην περίπτωση των πληθυσμών του Πόντου βλέπουμε ένα λαό που βρέθηκε στον κυκλώνα πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων κατά τον 19ο αιώνα, να προσπαθεί μέσω των μετοικήσεων ή των προθέσεων για μετανάστευση να επιβιώσει διατηρώντας τα ιδιαίτερα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά.
Στην προσπάθειά του αυτή, η δυναμική της επιβίωσης αποδεικνύεται ισχυρότερη από τους δεσμούς με το χώρο, παρόλο που συνδέεται με αυτόν από αιώνες, με τελικό αποτέλεσμα να αποκοπεί από αυτόν παρ όλες τις τραυματικές συνέπειες.
Μιχάλης Παναγιωτίδης
Θεσσαλονίκη 6-3-2020
Παραπομπές
(1) Κάλφογλου Ιωαν., Οι Έλληνες εν Καυκάσω (1908), σελ. 100
(2) Παπαδόπουλος Γ., Σχέδια εποικισμού πριν από την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, Μνήμων, Τομ. 32, 2012
(3) Φωτιάδης Κ., (1991) Ο ποντιακός ελληνισμός της Μαύρης Θάλλασας Θεσ/νίκη, σελ.6.-Πανάρετος Βαζελιώτης (1910) Οι Έλληνες του Καυκάσου από την «Εκκλησιαστική Αλήθεια» του Οικουμ. Πατριαρχείου, Κων/πολη, σελ. 250
(4) Κάλφογλου Ι. Οι Έλληνες του Καυκάσου Ό.π., σελ. 102 -ΑΚΡΙΤΑΣ Π. (1962) Οι Έλληνες του Καυκάσου στο περιοδικό «Λαοί του Καυκάσου» Μόσχα, τόμος 2ος, σελ. 422.
(5) Τοπαλίδης Πανάρετος (1927) Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα, σελ. 231
(6) Αρχείο Πράξεων της Αρχαιολογικής Επιτροπής Καυκάσου (Α.Κ.Α.Κ.) έτους 1870, τόμος 4ος, σελ. 24 και 395 και έτους 1873, τόμος 5ος, σελ. 836.
(7) Χαρατζίδης Ε., (1996) Παραδοσιακός πολιτισμός. Ιδιαιτερότητες και γνωρίσματα
από τη ζωή των Ελλήνων της Ρωσίας στο «ο ελληνισμός της Ρωσίας», περιοδικό 7 ΗΜΕΡΕΣ της «Καθημερινής», τόμος Ι΄,σελ. 135
(8) Φωτιάδης Κ., (2001) Πόντιοι Έλληνες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ιστορικό
πλαίσιο και πορεία μέχρι την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1990 στο «Προβλήματα εκπαίδευσης των νεοπροσφύγων Ποντίων μαθητών από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης», Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα, σελ. 28.
(9) Ιωαννίδης Σ., Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας (1870, Ανατύπωση 1988) Θεσσαλονίκη, σελ. 114.
(10) Μεταλλεία και Μεταλλουργοί της Χαλδίας,
https://docplayer.gr/38751376-Metalleia-kai-metalloyrgoi-tis-haldias.html
(11) Ιλτιζάμ: Ενοικίαση του δικαιώματος είσπραξης φόρων του κράτους από ιδιώτες, που γινόταν συνήθως έπειτα από πλειστηριασμό. Ο δικαιούχος προκατέβαλλε στο κράτος το ποσό που υπολογιζόταν να εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη περιοχή και στη συνέχεια εισέπραττε τους φόρους ο ίδιος ή υπενοικίαζε με τη σειρά του το δικαίωμα είσπραξής τους. http://constantinople.ehw.gr/forms/fGlossarySummary.aspx?glossaryID=607
(12) Τανζιμάτ: O όρος Τανζιμάτ περιγράφει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεών της με τους υπηκόους της. Τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1839–1876.
(13) Κωνσταντινίδης, Γ. (2009). Συσσώρευση Κεφαλαίου και Παγκοσμιοποίηση στην Τουρκία διαχρονικά, Παπαζήση, Αθήνα.
(14) ΙΑΥΕ, Φ. 36.2/1872, Επιστολή της επιτροπής των ελλήνων υπηκόων Τραπεζούντας στον πρωθυπουργό Δημήτριο Βούλγαρη, αρ. πρ. 4405, 4 Μαΐου 1872.
(15) Ξανθοπούλου-Κυριακού Α, «Μετοικεσίες των Ελλήνων του Πόντου προς τις
χώρες του Καυκάσου (1829 – τέλη 19ου αιώνα)», στο Ι. Κ. Χασιώτης (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μετοικεσίες και εκτοπισμοί, οργάνωση και ιδεολογία, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 85-86.
(16) Αναγνωστοπούλου Σία, Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινό-
τητες. Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος, Αθήνα 1997, σ. 234-235. Για την εγκατάσταση των Κιρκασσίων (Τσερκέζων) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βλ. Leonore Kosswig, «Eigentumszeichen (Damga) in Anatolien», Oriens 23 (1974), σ. 335-337
(17) Σύμφωνα με τον έλληνα πρόξενο στην Τραπεζούντα, οι κάτοικοι του Πόντου μετανάστευαν προς τη Ρωσία κυρίως «ίν’ αποφύγωσι τας παντοειδείς βιαιοπραγίας και δηώσεις των εποίκων και ιθαγενών Μουσουλμάνων, καθώς και την τουρκικήν κακοδιοίκησιν, ήτις ομολογουμένως εν τοις απωτάτοις τούτοις Βιλαετίοις έχει φθάσει εις το κατακόρυφον και απέρχονται εις επικράτειαν χριστιανικήν, εν η, αν και διατελώσιν εν γνώσει της μελλούσης εκφυλίσεώς των, τουλάχιστον επαναπαύονται επί τη ελπίδι της ασφαλείας, της ευνομίας, της χορηγίας τεμαχίου γης και της μη περιφρονήσεως του θρησκεύματός των παρά φανατικών Μουσουλμάνων, οίοι τυγχάνουσιν οι τα θέματα του Πόντου οικούντες» ΙΑΥΕ, Φ.Α.5.1/1887, Επιστολή του προξένου της Ελλάδας στην Τραπεζούντα Δημήτριου Φουντούλη προς τον Υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, αρ. πρ. 328, 8 Ιουλίου 1883. Βλ., επίσης, Άρ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, «Μετοικεσίες των Ελλήνων του Πόντου», ό.π., σ. 100, 110.
(18) ΙΑΥΕ, Φ. ΑΑΚ.Ε/1881, Έκθεση του έλληνα υποπροξένου στην Τραπεζούντα Αρ.
Παπαδόπουλου προς το Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. πρ. 209, 27 Νοεμβρίου 1881.
(19) «Η Κρώμνα γεωγραφικώς, εθνολογικώς, εκπαιδευτικώς, θρησκευτικώς και ηθικώς εξεταζομένη», Ξενοφάνης 5 (1907-1908), σ. 346. Παρατίθεται στο Άρ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, «Μετοικεσίες των Ελλήνων του Πόντου», ό.π., σ. 115.
(20) ΙΑΥΕ, Φ. 36.2/1872, Επιστολή της επιτροπής των ελλήνων υπηκόων Τραπεζούντας στον πρωθυπουργό Δημήτριο Βούλγαρη, ό.π.