Η προ του 1912 ενδυμασία της περί το Μπέλλες περιοχής Λιάος, Γεώργιος Ι.
Η προ του 1912 ενδυμασία της περί το Μπέλλες περιοχής
- Λιάος, Γεώργιος Ι.
Περιοδικό Σερραϊκά Χρονικά
Ἡ ἐνδυμασία εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐθνῶν. Λόγοι ἱστορικοί, παραδόσεις, ἤθη καὶ ἔθιμα ἐν συνδυασμῷ μὲ τὶς κλιματολογικές συνθήκες κάθε τόπου καὶ ἄλλες ἐπιδράσεις συμβάλλουν εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς ἐνδυμασίας εἰς τοὺς διαφόρους λαούς. Δι' αυτόν τὸν λόγον οἱ τοπικὲς ἐνδυμασίες, ἰδίως τῶν χωρῶν, τῶν κιβωτῶν αὐτῶν τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων, εἶναι ἡ ζωντανή, ἡ ὁμιλοῦσα ἱστορία τοῦ λαοῦ ἢ τμη μάτων αὐτοῦ.
Πρὸ τοῦ 1912, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους τῆς τουρκοκρατίας, εἰς τὴν περιοχήν μας, ἡ ἐνδυμασία ἀποτελοῦσε ἕνα σαφές γνώρισμα τῶν ἀν- θρώπων, που κατοικοῦσαν εἰς αὐτήν, διότι ἄλλη ἦτο ἡ ἐνδυμασία τῶν Τούρ κων, ἄλλη τῶν Ἑλλήνων καὶ ἄλλη τῶν Βουλγάρων, καίτοι ὅλοι κατοικοῦσαν εἰς τὴν αὐτὴν περιοχήν, ὑπὸ τὶς αὐτὲς κλιματολογικές συνθήκες, χωρίς βε βαίως νὰ παραβλέπωνται οἱ ἀλληλεπιδράσεις. Οἱ Ἕλληνες τῶν κάτω τοῦ Μπέλο λες χωρίων Βέτρινας, Ράμνας, Κάτω Τζουμαγιᾶς καὶ Πορροΐων ἐφοροῦσαν τὴν ἑξῆς ἐνδυμασίαν :
Οἱ ἄνδρες ἐφοροῦσαν ὡς ἐσώρουχα: Φανέλλαν (κατασάρκι) μαλλίνην ὑφαντήν, λευκήν, μὲ μανίκια και κοντὴν μέχρι τῆς μέσης. Εσώβρακο βαμ βακερό ὑφαντό, μακρύ, τὸ ὁποῖον ἐδένετο εἰς τὴν μέσην μὲ βρακοζώνη. Υπο- κάμισο βαμβακερό, υφαντό, λευκό, μακρύ μέχρι τῶν γλουτῶν καὶ κάτω, ἀνοιχτὸ μόνον ἐμπρὸς εἰς τὸ στῆθος, ὅπου ἐκούμβωνε με κουμπιά, καὶ μὲ γιακά (τραχηλιά) ἁπλόν, ὄχι διπλόν ὡς τὰ σημερινά.
Περισκελίδες ἔφεραν δύο εἰδῶν : Τὸ Μπενεβρέκι καὶ τὸ ποτούρι('). Τὸ μπενεβρέκι ἦτο μάλλινον ὑφαντόν, μαῦρο ἢ καφετί, ἀρκετὰ φαρδύ ἐνίοτε, στένευε ὅσο κατέβαινε προς τα κάτω καὶ κατέληγε ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἀστρα- γάλους. Συνήθως δὲν εἶχε τσέπες ἢ εἶχε δύο πλάγιες, ὡς τὰ σημερινά παν- τελόνια. Τὸ ποτούρι ὁμοίαζε μὲ τὶς προπολεμικές περισκελίδες τῶν στρατιω τῶν μας, διέφερεν ὅμως ἀρκετὰ τούτων. Η το μάλλινον υφαντόν, σκούρου χρώματος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μαύρου. Εἰς τὴν ζώνην ἔφερε ἐπίρραμμα πά νινο ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐκρύπτετο ἡ βρακοζώνη, ἐκ στριφτοῦ νήματος, διὰ τοῦ ὁποίου ἐδένετο εἰς τὴν μέσην. Κάτω ἀπό τό γόνατο ἦτο ἐφαρμοστὸν εἰς τὴν κνήμην, διὰ τοῦτο ἦτο ἀνοικτόν εἰς τὸ πλάγιον τῆς κνήμης, ὅπου ἐκούμε
(1) Βλέπε σχετικήν εἰκόνα εἰς τὴν σελίδα 205 τοῦ παρόντος. 256
βωνε μὲ «κομτσιάδες», κατέληγε δὲ ἐπάνω εἰς τὰ παπούτσια, τὰ ὁποῖα ἐκά λυπτε κατὰ τὸ ἥμισυ διὰ προεξοχῆς, ὅπως ἄλλοτε οἱ γκέττες. Εφερε δύο ἐσωτερικές πλάγιες τσέπες.
Ἐπάνω ἀπὸ τὸ ὑποκάμισο ἐφοροῦσαν τὸ ἀντερί- καουσμᾶ, εἶδος γελέ· κου. Ἦτο μάλλινον ὑφαντόν, χρώματος μαύρου ἢ μπλέ ἢ καφέ, ἀλλὰ καὶ ἀγοραστὸ ἀπὸ ὕφασμα λινὸ ἢ μεταξωτό, κυρίως τὰ ἐπίσημα, τὰ γιορτινὰ καὶ τὰ τῶν πλουσίων, ἀκόμη ἦταν καὶ τσόχινα ἢ βελούδινα. Εφερε μανίκια καὶ ἦτο σταυρωτὸν ἐμπρὸς εἰς τὸ στῆθος, ὅπου ἐκούμβωνε με κομτσιάδες ἢ θη- λειὲς φτιαγμένες από γαϊτάνι. Οἱ ἄκρες του ἔφεραν συνήθως γαρνίρισμα ἀπὸ γαϊτάνι εἰς τὰ μάλλινα, ἢ ἀπὸ ἄλλο ύφασμα εἰς τὰ μεταξωτά. Είχε μίαν μικρὴν τσέπην εἰς τὸ στῆθος διὰ τὸ ὡρολόγι καὶ ἐσωτερικῶς ἄλλην μίαν διὰ τὰ χρήματα.
Ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀντερὶ ἐφοροῦσαν τὸ τσεπκένι ἢ τὴν τζιάκα, τὸ μὲν κατὰ τὸ καλοκαίρι καὶ τὶς ἑορτές, τὸ δὲ κατὰ τὸν χειμῶνα. Η τζιάκα ἦτο είδος σακκακιοῦ, κοντὴ μέχρι τῆς μέσης, με μανίκια χωρὶς νὰ κουμ- βώνη ἐμπρός. Ἔφερε μίαν ἐσωτερικὴν τσέπην καὶ ὁ γιακάς της εἰς τὸν τράχηλον ἦτο ὄρθιος καὶ ὑψηλὸς 3-4 ἑκατοστά. Το τσεπκένι ἦτο ὅπως καὶ ἡ τζιάκα χωρίς τον γιακᾶ στον τράχηλο. Τὰ μανίκια του ὅμως δὲν ἐφοροῦντο, ἀλλὰ ἐκρέμοντο πίσω εἰς τὶς πλάτες, ὅλες του δὲ οἱ ἄκρες καθὼς καὶ τὰ μα νίκια ἦταν στολισμένα με γαρνίρισμα από μεταξωτό γαϊτάνι κόκκινο ἢ ἄλλου χρώματος πλάτους 2-3 δακτύλων.
Πλατὺ ζωνάρι ἐφέρετο εἰς τὴν μέσην, πλάτους 20-30 ἑκατοστῶν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ μπενεβρέκι καὶ τὸ ἀντερί. Ἦτο λεπτό μάλλινο ὑφαντὸ ἢ μετ ταξωτό, ὁπότε ἐλέγετο ταραμπουλούς. Αὐτό ἦτο τόσον λεπτόν, ὥστε παρὰ τὸ πλάτος του ἠμποροῦσε νὰ περάση μέσα ἀπὸ ἕνα δακτυλίδι. Εἰς τὴν πλα- τειὰ αὐτὴ ζώνη ἐφυλάσσοντο διάφορα πράγματα, ὡς πορτοφόλι, ταμπακέρα, ἀκόμη καὶ πιστόλι με μαχαίρι. Ενίοτε ἐπάνω ἀπὸ τὸ ζωνάρι ἢ ἄνευ τούτου ἐφέρετο σελάχι, κυρίως ὑπὸ τῶν ταξιδιωτῶν καὶ τῶν τσοπάνηδων.
Παλτὰ ἐφοροῦσαν μακριά, ὅπως καὶ σήμερον, τις καπότες ἢ κιούρκα, ὡς τὰ ἔλεγαν. Αὐτά ἀντὶ φόδρας εἶχαν γούνα προβάτου ἢ καὶ ἀκριβώτερη, ἀναλόγως πρὸς τὴν οἰκονομικὴν δυνατότητα τῶν κατόχων του. Ἔξω ἀπὸ τὸν γιακᾶ καὶ γύρω στὶς ἄκρες ἦταν γαρνιρισμένα με γούνα μαύρη ἢ καφε- τιά, πλατειὰ εἰς τὸν γιακᾶ καὶ στενώτερη εἰς τοὺς γύρους.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνδύματα, εσώρουχα καὶ μή, ἐγίνοντο ἀπὸ ὑφάσματα, τὰ ὁποῖα ὕφαινον οἱ γυναῖκες εἰς τὸ σπίτι, στὸν ἀργαλειό. Το μπενεβρέκι, τὸ τσεπκένι, τὸ ἀντερὶ καὶ τὸ παλτό ἐγίνοντο καὶ ἀπὸ κασμιρένια (τσόχινα) ἢ βελούδινα ὑφάσματα, φυσικὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ τὰ ἀγοράσουν. Ἐκτὸς τούτων εἶχεν ἀρχίσει να διαδίδεται ἡ εὐρωπαϊκὴ ἐν- δυμασία, τὰ φράγκικα, ὅπως τὰ ἔλεγαν, κυρίως εἰς τὰ ἀστικά κέντρα, ὅπως καὶ εἰς τὸ παλαιὸ Πετρίτσι,
17
Οἱ τσοπάνηδες διὰ νὰ προφυλάσσωνται ἀπὸ τὴν βροχὴν ἔφεραν τὰ κουζιού φια. Ηταν αὐτὰ εἶδος παλτοῦ ἀπό κατσικίσιο δέρμα μὲ τὰ μαλ- λιὰ ἀπ ̓ ἔξω, διά να φεύγη ἡ βροχὴ καὶ διὰ νὰ μὴ σκαλώνουν εἰς τὰ κλαδιά. Μανίκια αὐτὰ δὲν εἶχαν, ἀλλὰ μέχρι τοῦ ἀγκῶνος ἔπεφτε τεμάχιον δέρματος ἀπὸ τοὺς ὤμους. Οἱ τσοπάνηδες εἶχαν ἀκόμη κάπες (καπότες) τις συνήθεις, ἀπὸ μαλλιὰ προβάτου ἢ κατσίκας. Αὐτὲς ὅμως τις εἶχαν κυρίως εἰς τὴν στά- νην καὶ διὰ τὸν ὕπνον. Εφεραν ἀκόμη καὶ κοντές κάπες, ποὺ ἐφοροῦντο μὲ μανίκια ἢ κατσιούλα (κουκούλα).
Πέραν τοῦ Μπέλλες εἰς τὸ ἡρωϊκό Στάρτσοβο, τὴν ἐθνικὴν ἔπαλξιν τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγῶνος, ἡ ἐνδυμασία διέφερε κάπως τῆς περιγραφείσης. Ἐκεῖ ἀντὶ τῆς τζιάκας ἐφοροῦσαν γελέκι μάλλινο, χωρίς μανίκια, σταυρωτό ἐμπρός, με γαρνίρισμα γαϊτανιού γύρω - γύρω καὶ μὲ τέσσερες τσέπες. Τὸ καλοκαῖρι ἀντὶ τούτου ἐφοροῦσαν τὸ φέρμενε, εἶδος καὶ αὐτὸ γελέκου, χωρίς μανίκια, τὸ ὁποῖο δὲν ἐκούμβωνε ἐμπρὸς καὶ συνήθως δὲν εἶχε τσέπες. Τον χειμῶνα ἐφοροῦσαν καὶ τὰ καπότα, εἶδος σακκακιού, μάλλινα με μανίκια, τὰ ὁποῖα ἔφθαναν μέχρι τῶν γλουτῶν. Εἶχαν δύο τσέπες καὶ δὲν ἐκούμβωναν εμπρός. Οἱ γέροι ἐφοροῦσαν παλτά, ὡς τὰ Κιούρκα που προαναφέραμε. Τὰ ἀντερί τους οἱ φτωχοὶ τὰ ἐνίσχυαν ἐσωτερικῶς μὲ βαμβάκι μέσα ἀπὸ τὴν φόδρα. Τὰ ποτούρια τους ἔφεραν γαρνίρισμα διπλοῦ γαϊτανοῦ εἰς τὶς ρα- φές. Τὸ ἰδιαίτερο ὅμως γνώρισμα τῆς ἐνδυμασίας τους ἦτο ἡ φουστανέλλα, τὴν ὁποίαν ἐφοροῦσαν τὸ καλοκαῖοι καὶ στὶς ἑορτές. Ητο τὸ ἐπίσημο ἔνδυμά των, διὰ τὸ ὁποῖον ἦσαν ὑπερήφανοι. Ἐφορεῖτο χωρὶς περισκελίδα. Τὸ ἐσώ- βρακο εκλείετο μέσα εἰς τὶς κάλτσες (τσουράπια), οἱ ὁποῖες ἔφθαναν μέχρι τοῦ γόνατος καὶ ἐδένοντο ἐκτὸς τοῦ σχοινίου, μὲ τὸ ὁποῖο συνήθως ἐδένοντο, καὶ μὲ πλατειὰ ἀγοραστή καλτσοδέτα με φούντα. Ως υποκάμισο ἐφορεῖτο τότε τὸ για καλούκι, ποὺ ἔφθανε μέχρι τη μέση. Απ' ἐκεῖ ἄρχιζε ἡ φου στανέλλα, λευκὴ μὲ πολλὲς διπλώσεις. Οἱ ἐπίσημες καὶ οἱ γαμπριάτικες ἦταν μεταξωτές με 100 διπλώσεις, οἱ ὁποῖες ἐπάνω πλησίον τῆς ζώνης εἶχαν διπλό γαρνίρισμα ἀπὸ μεταξωτή κλωστή. Επάνω ἀπὸ τὸ γιακαλούκι ἔφορεῖτο τὸ τσεπκ ένι, πλούσια γαρνιρισμένο με γαϊτάνια πολύχρωμα και χρυσὲς ἢ ἀσημένιες κλωστές. Εἰς τὴν μέσην ἐζώνετο το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν ἐφέρετο κόκκινο ὑψηλὸ φέσι, ὅπως καὶ εἰς τὰ κάτω τοῦ Μπέλ- λες χωριά, με κόκκινη μακριά φούντα, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὴν κορυφή του, χω- ρὶς τὴν κλωστὴ ποὺ εἶχαν τὰ τῶν τσολιάδων. Τὰ παπούτσια ἦταν δερμάτινα, μισά, χωρίς κορδόνια.
51
Η γυναικεία ἀμφίεσις. Οἱ γυναῖκες τῆς Βέτρινας, Ράμνας, Κάτω Τζουμαγιᾶς (Ηρακλείας) καὶ Παρροΐων ἐφοροῦσαν τὴν κάτωθι ἐνδυμασίαν : Φανέλλαν μαλλίνην ὑφαντὴν μέχρι τῆς μέσης. Εσώβρακον μακρύ, τὸ ὁποῖον ἐδένετο κάτω του γόνατος. Υποκάμισο λευκό βαμβακερό ὑφαντὸ ἢ ἀγοραστό, φαρδὺ καὶ μακρύ μέχρι τῆς μέσης κνήμης. Επάνω ἀπὸ τὸ ὑποκάμισο τὸν χει-
Η πρὸ τοῦ 1912 ενδυμασία 259
μῶνα ἐφοροῦσαν φούστες ὑφαντές. Οι νέες έφοροῦσαν φούστες με διάφορα ὑφαντα πολύχρωμα στολίσματα εἰς τὸν ποδόγυρον. Επάνω ἀπὸ τὴν φούσταν ἢ τὸ ὑποκάμισο ἐφοροῦσαν φουστάνι πάνινο διαφόρων χρωμάτων καὶ ὑφα- σμάτων, ιδίως τσόχας, μακρύ σχεδόν μέχρι τῶν ἀστραγάλων καὶ ἀρκετὰ φαρδύ. Τῶν νεανίδων ἦτο πιο κοντό. Επάνω ἀπό τό φουστάνι ἐφοροῦσαν μάλλινη ποδιά, μαύρην οἱ ἡλικιωμένες και χρωματιστὴν οἱ νέες, ἐπίσης ὑφαντὴν ἐγ χώριον μὲ ὑφαντά στολίδια. Κάλτσες είχαν μάλλινες πλεκτές, χονδρές, συνή- θως λευκές. Εἰς τὴν κεφαλὴν δὲ ἔφεραν μανδῆλες, χρωματιστὲς οἱ νέες και μαυρες οἱ ἡλικιωμένες.
Εἰς τὸ Στάρτσιοβον τὸ φόρεμα (φουστάνι) τῶν γυναικῶν ἦτο πιο κοντό, μέχρι τῆς μέσης κνήμης, ἐκούμβωνε εἰς τὸ πλάγιον δεξιόν μέρος τοῦ στήθους ἐνῶ εἰς τὸ ἀριστερὸν ὑπῆρχε ὡσαύτως σειρὰ κομβίων. Οἱ ἡλικιω- μένες ἐφοροῦσαν καὶ σαγιάδες, τὸ ἀντερί, χωρίς μανίκια, οπότε τὰ ὑποκά μισα εἶχαν φαρδιά μανίκια. Τὸ ἀντερί ἦτο φόρεμα μάλλινο, ἢ ἀπό τσόχα μακρὺ μέχρι τοῦ γόνατος ἢ καὶ ὀλίγον κάτω αὐτοῦ καὶ ἄφηνε νὰ φαίνεται ὁ κεντημένος ποδόγυρος τοῦ ὑποκαμίσου. Η το ἀνοιχτὸν ἐμπρὸς καθ' ὅλον τὸ μῆκος καὶ μόνον εἰς τὴν μέσην ἐκούμβωνε μὲ ἕνα κομβίον ἢ μὲ κομτσιά, ὅλες του δὲ οἱ ἄκρες γύρω ἦταν γαρνιρισμένες πλούσια με γαϊτάνι. Το ἀνοιχτὸ μέρος τοῦ στήθους, τὸ ὁποῖο δὲν ἐκαλύπτετο ἀπὸ τὸ ἀντερί, καλύπ τετο ἀπὸ ἕνα ἐπιστήθιο πανι κεντημένο, τὸ κάτω δὲ τῆς μέσης διὰ τῆς που διᾶς, ἡ ὁποία ἦτο μάλλινη υφαντή με υφαντά στολίδια ἢ τσόχινη με διά φορα πολύχρωμα κεντήματα. Κάλτσες ἐφοροῦσαν μάλλινες, χοντρές, πλεκτές λευκὲς ἢ κεντημένες με πλεκτά στολίδια καὶ ὑψηλές μέχρι τοῦ γόνατος, ὅπου ἐδένοντο με κλωστήν, ἡ ὁποία ἦτο συνέχεια τοῦ νήματος διὰ τοῦ ὁποίου ἐπλέχθη ἡ κάλτσα. Εἰς τὴν κεφαλὴν τὰ μὲν κορίτσια ἔφεραν κορδέλλες μέχρι τοῦ γάμου των, οἱ δὲ ὑπανδρεμένες μαντῆλες (τσεμπέρια).
Επάνω ἀπὸ τὸ φουστάνι ἢ τὸ ἀντερί τον χειμῶνα ἐφοροῦσαν ζακέττες πλεκτὲς ἢ ὑφαντές, οἱ ὁποῖες ἐκούμβωναν εμπρός. Επίσης ἐφοροῦσαν σκουρο τέλλες ἀπὸ ὕφασμα τσόχας. 'Ηταν αὐτὲς εἶδος ἐπανωφορίου, μακρύ μέχρι τοῦ γόνατος, φοδραρισμένες με γούνα καὶ μὲ γούνινο γιακά. Οἱ πιὸ ἡλικιω- μένες ἐφοροῦσαν παλτά μακρυὰ ὅπως σήμερον, ἀπὸ σαμαροσκούτι ἢ ἀπὸ λουτρο μαῦρο.
Αὐτή ἦτο ἡ ἐνδυμασία τῶν κατοίκων πρὸ τῶν βαλκανικῶν πολέμων κατὰ τὰς ἀφηγήσεις τῶν ζώντων ἀκόμη γερόντων. Ἴσως νὰ μὴ εἶναι πλήρης ἡ περιγραφή της, διότι ἐπέρασαν ἀπὸ τότε πενῆντα χρόνια καὶ ἡ ἐνδυμασία αὐτὴ ἔχει ἐξαφανισθῇ σχεδόν τελείως μέσα εἰς τὸν σάλον τῶν πολέμων, τὸ φοβερό δράμα τῆς μετοικεσίας καὶ τὸν ἄνεμον τοῦ ἐκμοντερνισμοῦ, ποὺ ἐσάρωσε καὶ ἐξηφάνισε κάθε τὶ ποὺ θυμίζει τα περασμένα.
Ν. Πετρίτσι 15-10-56
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι. ΝΙΑΟΥ