Το Σιδηρόκαστρο στο περιοδικό "Η Νεολαία", 1940
Το Σιδηρόκαστρο στο περιοδικό "Η Νεολαία", 1940
Για να γνωρίσουμε την Ελλάδα
ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ
Από τις Σέρρες μισή ώρα με το σιδηρόδρομο, χωμένο μέσα στους κήπους του. Έχω νὰ τὸ ἰδῶ μια περίπου δεκαπενταετία. Θυμάμαι τους κοφτούς βράχους του, που ορθώνονται πάνω από τὴν πόλι, κλείνοντας σὰν δυο βαρεια θυρόφυλλα τις βορεινές προσβάσεις του πρὸς τὴ μεγάλη πεδιάδα των Σερρών, απ' όπου ο Κρουσοβίτης γλιστρούσε κατεβαίνοντας δίπλα ἀπὸ τὰ δέντρα τῆς ὄχθης, κάτω ἀπ' τὸ παλήο πέτρινο γιοφύρι, που έδενε την ἀγορὰ μὲ τὴν πόλι, γιομάτο πάντὰ ἀπὸ ἕνα πλήθος συνωστισμένο, στρατιωτών, αυτοκινήτων και μεταγωγικών,
Αὐτὰ τὰ γνώριμα χαρακτηριστικὰ ποὺ τοῦ δίνει και τ' όνομα του τα βρίσκει κανεὶς καὶ σήμερα ακόμα. Κατά τα άλλα όμως έχει γίνει αγνώριστο. Μια επέκτασις σχεδόν διπλασία, που προσετέθηκε στο παληό τμήμα τῆς ἀγορᾶς τὸ μεγάλωσε τρείς φορὲς καὶ τό καμε μια τρισχαριτωμένη κωμόπολι.
᾿Απὸ τὸ Σταθμό μᾶς φέρνει τώρα πρὸς τὴν πόλι μια λεωφορος με υψηλά σκιάζοντα δεντρα, ανάμεσα ἀπ' τὰ ὁποία βλέπει κανείς, ἀνεβαίνοντας, πρὸς τὰ ἀριστερά, σαν παραπέτασμα τὸ Μπέλες, ἀπὸ πολὺ σιμά - δεξιά κι' ἀριστερὰ τοῦ δρόμου, μέσα σε καταπράσινους μπαξεδες μὲ πλουσιώτατη βλάστησι, ἀνθόφορτα μονόροφα σπιτάκια προσφυγικά. Στο βάθος της λεωφόρου ένα μεγάλο άσπρο κτίριο φαντάζει μέσα εἰς τις πρασινάδες του. Εἶναι τὸ νέο σχολείο του που κάηκε πρὶν ἀκόμα λειτουργήσῃ. Με θλίψη πληροφορείται κανένας αὐτὴ τὴν ἀτυχία.
Μπαίνουμε στην πόλη. Μια κίνησι εξαιρετική. Όλες οι στράτες γεμάτες ἀπὸ ζῶα. Στὴν μικρή κατάσκια πλατεία τῆς αγορᾶς, κάτω ἀπ' τὸν πλάτανο, στοιβες μεγάλες από λαχανικά. "Ενας κόσμος πολύ συμμορφωμένος μπαίνει ἀπὸ μαγαζί σε μαγαζί Η πηγαινοέρχεται. Βρίσκω πολλούς γνωστούς μου. Κρητικούς ἀπὸ τοὺς πολέμους παντρεμένους κι' ἀποκαταστημένους εδώ, Μελενικιώτες, Θρακιώτες, Μικρασιάτες. Όλοι οι δρόμοι ἀπὸ τη μικρή πλατεία ως την μεγάλη τῆς ἀγορᾶς, όπου υπάρχουν μετ ρικά πολύ εὐπρόσωπα κέντρα, είναι πλημμυρισμένοι. Τα εμπορικά μεταφερμένα έξω στους δρόμους, τα καφενεία, τα κουρεία γεμάτα. Κάθε Σάββατο εχει τὴν ἑβδομαδιαία αγορά του. Πολλά χωριά ὀρεινὰ καὶ τοῦ κάμπου έχουν κατεβῇ καὶ συνοστίζονται εδώ μέσα,
Χωρικοί με τις πολύχρωμες ενδυμασίες τους και φτωχικά ντυμένοι πρόσφυγες Καυκάσιοι, στρατιωτικοί καὶ ἐντόπιοι, τὸ ζωηρεύουν κάθε ἑβδομάδα μὲ τὴ γραφικὴ αὐτὴ κίνησι.
Βρισκόμαστε στην έξοδο τῆς ἀγορᾶς ποὺ τελειώνει με τις ξύλίνες παράγγες τῶν σαμαράδων, καὶ τῶν πεταλωτήδων. ἐκεῖ ὅπου τὸ ἐπισκευασμένο σήμερα παληο πέτρινο γιοφύρι του Κρουσοβίτη δενει τὸ τμῆμα τοῦτο ποὺ περάσαμε μὲ τὸ ἀπέναντι παλαιό τμήμα. Εδώ το γυαλιστερό καλντερίμι γεμάτο βαριούς ἴσκιους, τὰ μπαλκόνια, οἱ κληματαριές, οι εξω βγαλμένες στέγες, τα διακοσμητικά υπέρθυρα, ὅ,τι τέλος χαρακτηρίζει μια παληά τούρκιτη συνοικία, μᾶς κινεῖ εὐχαριστα πρὸς τὸ παρελθὸν τὴν φαν τασία, Μέσα ἀπὸ τοὺς κατασπρους τοίχους μια βρυσούλα χύνει τα νερά της, στη μέση του δρόμου. Μέσ' ἀπὸ τὶς ἀνοιχτές πόρτες βλέπει κανείς ωραίες αυλες λουλουδοστολισμένες.
Ανεβαίνω σιγὰ ὡς ἀπάνω στὴν ἐκκλησιά του και κοιτάζω κάτω. Βράχοι, νερά, γιοφύρια καὶ πολλὰ δένδρα. Πέρα πρὸς τὸ ἀντικρυνό τμήμα ξεχωρίζει ένας τύμβος με οβελίσκο. Είναι το μνημείο των πεσόντων.
Κατεβαίνω ἀπὸ πίσω, ἀπὸ τοὺς νερόμυλους, καὶ μέσ᾿ ἀπὸ τὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ ξαναγυρίζω πάλι στο γιοφύρι, 'Από κάτω, στην ομαλή όχθη του, διακρίνω τώρα τὴν ἔπιγραφή «Πάνθεον». Είναι το μοναδικό θερινό κέντρο στο Σιδηρόκαστρο. Τα Σαββατοκύριακα, το καλο καίρι, γιομίζει. Ένας κόσμος εύθυμος διασκεδάζει. Μέσα στις κληματαριές καὶ τὰ φυλλώματα που φανταζοκοπούν, μέσα σ' αυτ τὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον, οι ξέννες κυρίες τῶν ἀξιωματικῶν λησμονούν την πλῆξι τῆς ἐπαρχίας. Η διαμονή τους, εδώ το καλοκαίρι, δὲν εἶναι καθόλου δυσάρεστη. Το Σιδηρόκαστρο είναι ἀληθινὰ ὡραῖο καὶ θὰ κρατηθῇ σταθερά στην πρόοδό του αυτή ἂν μαζὶ μὲ τὴν ἀνάδειξη του λύση καὶ τὸ ζήτημα της γεωργικής του επαρκείας.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ