Ο ευνουχισμός των ανδρών και η αρπαγή των γυναικών από τους Πέρσες στο βιβλίο Ηροδότου Ιστορίαι, 450 π.Χ.
Ηροδότου Ιστορίαι βιβλίο 5
Ο ευνουχισμός των ανδρών και η αρπαγή των γυναικών από τους Πέρσες στο βιβλίο Ηροδότου Ιστορίαι, 450 π.Χ.
[5.32.1] Λοιπόν, όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Αρισταγόρας, καταχαρούμενος γύρισε στη Μίλητο· κι ο Αρταφρένης, καθώς κι ο ίδιος ο Δαρείος έδωσε τη συγκατάθεσή του, όταν έστειλε αγγελιοφόρο στα Σούσα και ζήτησε την έγκριση της πρότασής του, αμέσως ετοίμασε διακόσιες τριήρεις και πάρα πολύ μεγάλο στρατό από Πέρσες κι από τους διάφορους συμμάχους τους και διόρισε στρατηγό τους τον Μεγαβάτη, Πέρση απ᾽ τη γενιά των Αχαιμενιδών, ξάδερφο δικό του και του Δαρείου, αυτουνού που αργότερα, αν αληθεύει η φήμη, ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου ο Λακεδαιμόνιος, αρραβωνιάστηκε τη θυγατέρα, έρωτα νιώθοντας να γίνει τύραννος της Ελλάδας. Διόρισε λοιπόν ο Αρταφρένης τον Μεγαβάτη στρατηγό κι έστειλε το εκστρατευτικό σώμα στον Αρισταγόρα.
[5.33.1] Κι ο Μεγαβάτης πήρε μαζί του από τη Μίλητο τον Αρισταγόρα και το εκστρατευτικό σώμα της Ιωνίας και τους Ναξίους κι έβαλε πλώρη δήθεν εναντίον του Ελλησπόντου, όταν όμως έφτασε στη Χίο, έριξε άγκυρα στα Καύκασα με σκοπό, άμα πάρει να φυσά βοριάς, να περάσει απ᾽ εκεί απέναντι, στη Νάξο. [5.33.2] Και —γιατί δεν ήταν γραφτό ν᾽ αφανιστούν οι Νάξιοι απ᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα— το ᾽φερε η τύχη να γίνει ένα τέτοιο περιστατικό: καθώς ο Μεγαβάτης έκανε επιθεώρηση στους σκοπούς των καραβιών, έτυχε πάνω σ᾽ ένα καράβι από τη Μύνδο να μη βρίσκεται κανένας σκοπός· κι αυτός αγανάχτησε και διέταξε τους δορυφόρους τους να ψάξουν και να βρουν τον κυβερνήτη αυτού του πλοίου, που τον έλεγαν Σκύλακα, και να τον αλυσοδέσουν, αφού περάσουν το κεφάλι του από μια θαλαμιά του καραβιού, έτσι που το κορμί του να είναι στο μέσα του καραβιού και το κεφάλι απ᾽ έξω. [5.33.3] Κι όταν αλυσόδεσαν τον Σκύλακα, κάποιος φέρνει τα νέα στον Αρισταγόρα, πως τον φίλο του από τη Μύνδο ο Μεγαβάτης τον αλυσόδεσε και τον βασανίζει. Κι αυτός πήγε και ζήτησε από τον Πέρση να δώσει χάρη, αλλά τα παρακάλια του δεν έπιασαν τόπο κι έτσι πήγε μόνος του και τον έλυσε. Το έμαθε ο Μεγαβάτης κι αγανάχτησε πολύ και φουρκίστηκε με τον Αρισταγόρα. Κι αυτός του είπε: [5.33.4] «Εσύ τί δουλειά έχεις μ᾽ αυτά τα πράματα; Δε σου έδωσε εντολή ο Αρταφρένης να με υπακούς και να οδηγείς το στόλο όπου εγώ διατάζω; Γιατί φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν;». Αυτά είπε ο Αρισταγόρας. Κι ο άλλος θύμωσε μ᾽ αυτά, κι όταν έπεσε η νύχτα έστειλε στη Νάξο ανθρώπους με καράβι, για να πουν στους Ναξίους τα πάντα για τον κίνδυνο που τους έζωνε.
[5.34.1] Λοιπόν οι Νάξιοι, ούτε που πέρασε απ᾽ το νου τους πως προορισμός αυτού του εκστρατευτικού σώματος ήταν το νησί τους. Όταν όμως πήραν την είδηση, αμέσως ό,τι είχαν στα χωράφια τους τα κουβαλούσαν μέσα στο τείχος κι έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες για την πολιορκία, και προμηθεύτηκαν τρόφιμα και ποτά κι επισκεύασαν το τείχος. [5.34.2] Κι αυτοί απ᾽ τη μεριά τους είχαν πάρει τα μέτρα τους, μια κι όπου να ᾽ταν τους ερχόταν πόλεμος, κι όσο για τους άλλους, όταν πέρασαν τα καράβια τους από τη Χίο στη Νάξο, η επίθεσή τους βρήκε τον εχθρό οχυρωμένο και πολιορκούσαν την πόλη τέσσερες μήνες. [5.34.3] Όμως και τα χρήματα που είχαν μαζί τους οι Πέρσες όταν ήρθαν σώθηκαν εντελώς και κοντά σ᾽ αυτά ξοδεύτηκαν κι όσα έβαλε από τα δικά του ο Αρισταγόρας, κι η πολιορκία απαιτούσε όλο και περισσότερα· τότε λοιπόν έχτισαν κάστρο για τους εξορισμένους Ναξίους και σηκώθηκαν και γύρισαν στην Ασία, κι ήταν να τους κλαις.
[5.35.1] Ο Αρισταγόρας λοιπόν δεν είχε τρόπο να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που έδωσε στον Αρταφρένη· συνάμα τον πίεζαν τα έξοδα που απαιτούσε το εκστρατευτικό σώμα και τον έπιασε φόβος που η εκστρατεία απέτυχε και τον κατέτρεχε ο Μεγαβάτης· και το πήρε απόφαση πως θα χάσει τη βασιλική εξουσία της Μιλήτου. [5.35.2] Λοιπόν, καθώς το καθένα απ᾽ αυτά τον φόβιζε, άρχισε να σκέφτεται να επαναστατήσει. Μάλιστα σ᾽ αυτό το μεταξύ κατά σύμπτωση έφτασε από τα Σούσα ο άνθρωπος του Ιστιαίου με τα στίγματα στο κεφάλι, που έδιναν στον Αρισταγόρα το σύνθημα να σηκώσει επανάσταση εναντίον του βασιλιά. [5.35.3] Γιατί ο Ιστιαίος, θέλοντας να δώσει το σύνθημα της επανάστασης, δεν είχε κανέναν άλλο σίγουρο τρόπο να δώσει το σύνθημα, έτσι που οι δρόμοι είχαν φρουρές, και λοιπόν ξύρισε σύρριζα το κεφάλι του πιο πιστού του δούλου, το χάραξε με στίγματα και περίμενε να ξαναβγάλει μαλλιά. Και μόλις ξαναβγήκαν, χωρίς να χάσει στιγμή τον έστειλε στη Μίλητο, χωρίς καμιά άλλη παραγγελία παρά, μόλις φτάσει στη Μίλητο, να προστάξει τον Αρισταγόρα να του ξουρίσει τα μαλλιά και να παρατηρήσει προσεχτικά το κεφάλι του· και τα στίγματα σχημάτιζαν, όπως είπα και παραπάνω, το σύνθημα «επανάσταση». [5.35.4] Κι έπραξε έτσι ο Ιστιαίος, γιατί ένιωθε πολύ δυστυχισμένος με τον περιορισμό του στα Σούσα· αν λοιπόν γινόταν επανάσταση, είχε πολλές ελπίδες να τον στείλουν στις παραθαλάσσιες περιοχές, αν όμως η Μίλητος δεν έκανε κανένα κίνημα, σκεφτόταν πως δεν υπήρχε πια καμιά πιθανότητα να γυρίσει σ᾽ αυτή.
[6.32.1] Οι στρατηγοί των Περσών έδειξαν τότε πως οι απειλές με τις οποίες απείλησαν τους Ίωνες που τους είχαν αντιπαραταχτεί δεν ήταν ψεύτικες. Γιατί μόλις κυρίευαν τις πόλεις τους, διάλεγαν τα ομορφότερα αγόρια, τα ευνούχιζαν κι από παλικάρια τα έκαναν ευνούχους· τις κοπέλες πάλι που είχαν τα πρωτεία στην ομορφιά τις άρπαζαν με τη βία και τις έστελναν στο βασιλιά. Και, σα να μην έφταναν όλ᾽ αυτά, παράδιναν στις φλόγες τις πόλεις μαζί με τους ναούς. Έτσι λοιπόν για τρίτη φορά οι Ίωνες έπεσαν σε βαριά σκλαβιά, πρώτα στους Λυδούς και δυο φορές, τη μια μετά την άλλη, τότε στους Πέρσες.
Καθαρεύουσα