Ο Στρυμόνας στο βιβλίο Ηροδότου Ιστορίαι, 450 π.Χ.
Ηροδότου Ιστορίαι βιβλίο 7
Ο Στρυμόνας στο βιβλίο Ηροδότου Ιστορίαι, 450 π.Χ.
[8.113.1] Ο Ξέρξης κι ο στρατός του, αφού άφησαν να περάσουν λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία, κατευθύνονταν στη Βοιωτία παίρνοντας τον ίδιο δρόμο. Γιατί ο Μαρδόνιος αποφάσισε να συνοδεύσει τιμητικά τον βασιλιά· ταυτόχρονα, καθώς η εποχή του χρόνου δεν ήταν κατάλληλη για πολεμικές επιχειρήσεις, πως ήταν καλύτερο να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία κι έπειτα, με τον ερχομό της άνοιξης, να επιχειρήσει εισβολή στην Πελοπόννησο. [8.113.2] Κι όταν έφτασαν στη Θεσσαλία, τότε ο Μαρδόνιος διάλεγε πρώτα πρώτα όλους τους Πέρσες που αποκαλούνται αθάνατοι, εκτός από τον στρατηγό τους, τον Υδάρνη (επειδή αυτός αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον βασιλιά), κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τους υπόλοιπους Πέρσες, τους θωρακοφόρους και τους χίλιους ιππείς· επίσης τους Μήδους και τους Σάκες και τους Βακτρίους και τους Ινδούς, πεζικό και ιππικό. [8.113.3] Λοιπόν έκρινε επίλεκτους τα έθνη αυτά στο σύνολο της δύναμής τους, ενώ από τους υπόλοιπους συμμάχους επέλεγε λίγους απ᾽ το κάθε έθνος, διαλέγοντας όσους είχαν παράστημα κι όσους κατά τις πληροφορίες του είχαν πράξει κάποιο ανδραγάθημα· πάντως το έθνος που ανάμεσα σ᾽ όλα όσα διάλεξε ήταν η κύρια δύναμή του ήταν οι Πέρσες, στρατός στολισμένος με περιδέραια και βραχιόλια, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς οι Μήδοι. Αυτοί αριθμητικά δεν ήταν λιγότεροι απ᾽ τους Πέρσες, αλλά κατώτεροι σε σωματική δύναμη· κι έτσι το σύνολο έφτασε τις τριακόσιες χιλιάδες μαζί με το ιππικό.
[8.114.1] Και στο διάστημα που ο Μαρδόνιος οργάνωνε τη στρατιά του κι ο Ξέρξης βρισκόταν στα μέρη της Θεσσαλίας, ήρθε χρησμός απ᾽ τους Δελφούς στους Λακεδαιμονίους, να ζητήσουν απ᾽ τον Ξέρξη ικανοποίηση για το φόνο του Λεωνίδα και να δεχτούν ό,τι τους δώσει. Λοιπόν οι Σπαρτιάτες στέλνουν εσπευσμένα κήρυκα, που προλαβαίνοντας το εκστρατευτικό σώμα να βρίσκεται ακόμα στη Θεσσαλία, παρουσιάστηκε μπροστά στον Ξέρξη και του έλεγε τα εξής: [8.114.2] «Βασιλιά των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι κι οι απόγονοι του Ηρακλή που ζουν στη Σπάρτη απαιτούν να τους δώσεις ικανοποίηση για το φόνο, που σκότωσες τον βασιλιά τους την ώρα που αγωνιζόταν για τη σωτηρία της Ελλάδας». Κι εκείνος γέλασε, έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα κι ύστερα, καθώς τύχαινε να βρίσκεται δίπλα του ο Μαρδόνιος, δείχνοντας προς το μέρος του είπε: «Πάει καλά, ο Μαρδόνιος αποδώ θα τους δώσει την ικανοποίηση που τους αξίζει».
[8.115.1] Λοιπόν ο κήρυκας πήρε την απάντηση και πήγε στο καλό, ενώ ο Ξέρξης, αφήνοντας τον Μαρδόνιο πίσω στη Θεσσαλία, ο ίδιος κατευθύνθηκε εσπευσμένα προς τον Ελλήσποντο και φτάνει στο στενό, όπου ήταν το πέρασμα, σε σαράντα πέντε μέρες· κι απ᾽ τον στρατό που πήρε μαζί του δεν έφτασε εκεί, μπορώ να πω, παρά ένας ασήμαντος αριθμός. [8.115.2] Και στο δρόμο τους, σ᾽ όποια χώρα έφταναν, αδιάφορο ποιοί την κατοικούσαν, επισιτίζονταν αρπάζοντας τον καρπό τους· κι αν δεν έβρισκαν καθόλου καρπό, έτρωγαν την πρασινάδα που φύτρωνε απ᾽ τη γη, και, ξεφλουδίζοντας τα δέντρα, τις φλούδες τους· έτρωγαν επίσης τα φύλλα, αφού τα μαδούσαν από δέντρα, τί ήμερα, τί άγρια, δεν έκαναν διάκριση — τίποτε δεν άφηναν, στενεμένοι από την πείνα. [8.115.3] Κι ήρθε από πάνω στο στρατό που πεζοπορούσε λοιμική και δυσεντερία και τους θέρισε. Και κάμποσους ο Ξέρξης τους άφησε πίσω άρρωστους, διατάζοντας τις πόλεις, σ᾽ όποια απ᾽ αυτές στάθμευε κάθε τόσο συνεχίζοντας την πορεία του, να τους περιποιούνται και να τους τρέφουν, άλλους στη Θεσσαλία, άλλους στη Σίρη της Παιονίας κι άλλους στη Μακεδονία. [8.115.4] Μάλιστα, ενώ είχε αφήσει εκεί, στην προέλασή του εναντίον της Ελλάδας, το ιερό άρμα του Δία, δεν του το έδωσαν πίσω οι Παίονες, αλλά, ενώ το είχαν δώσει στους Θράκες, όταν τους το ζήτησε πίσω ο Ξέρξης του αποκρίθηκαν πως το άρπαξαν οι Θράκες που κατοικούν ψηλότερα, γύρω απ᾽ τις πηγές του Στρυμόνα, την ώρα που έβοσκαν οι φοράδες του.
[8.116.1] Εκεί κι ο βασιλιάς των Θρακών της Βισαλτίας και της χώρας των Κρηστωναίων έκανε πράξη πρωτάκουστη· ο ίδιος του αρνήθηκε να γίνει δούλος του Ξέρξη με τη θέλησή του, αλλά πήρε τα βουνά και πήγε ψηλά στο όρος Ροδόπη κι απαγόρευε τα παιδιά του να εκστρατεύσουν εναντίον της Ελλάδας. [8.116.2] Εκείνα όμως δεν του έδωσαν σημασία —ίσως όμως να ᾽χαν και λαχτάρα να μη χάσουν το θέαμα του πολέμου— πήραν μέρος στην εκστρατεία μαζί με τον Πέρση. Όταν όμως γύρισαν στον τόπο τους σώοι και αβλαβείς όλοι τους —κι ήταν έξι— ο πατέρας τους τούς ξερίζωσε τα μάτια γι᾽ αυτό τους το φταίξιμο.
[8.117.1] Αυτή ήταν η πληρωμή τους· οι Πέρσες τώρα, καθώς συνεχίζοντας την πορεία τους έφτασαν από τη Θράκη στο πέρασμα, διάβηκαν εσπευσμένα τον Ελλήσποντο και πέρασαν στην Άβυδο με τα καράβια· γιατί δε βρήκαν πια τις πλωτές γέφυρες στη θέση τους, αλλά τις είχε σκορπίσει αγριοκαίρι. [8.117.2] Και τον καιρό που έμειναν εκεί, καθώς βρήκαν τρόφιμα περισσότερα απ᾽ όσα είχαν στην πορεία τους, έπεσαν στο φαΐ χωρίς μέτρο, κι όπως μάλιστα άλλαξαν και το νερό που έπιναν, πέθαιναν πολλοί απ᾽ το στράτευμα που είχε σωθεί. Τέλος, όσοι απέμειναν φτάνουν στις Σάρδεις μαζί με τον Ξέρξη.
[8.118.1] Αλλά υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, όταν ο Ξέρξης στο δρόμο της επιστροφής απ᾽ την Αθήνα έφτασε στην Ηιόνα, αυτήν που βρίσκεται στις εκβολές του Στρυμόνα, αποκεί και πέρα δε συνέχισε πια την πορεία του απ᾽ τη στεριά, αλλά ανέθεσε στον Υδάρνη να οδηγήσει το στρατό πίσω, στον Ελλήσποντο, ο ίδιος του όμως επιβιβάστηκε σε καράβι φοινικικό και ταξίδευε για την Ασία. [8.118.2] Κι όπως αρμένιζαν, τους έπιασε άνεμος απ᾽ τη μεριά του Στρυμόνα μεγάλος που σήκωνε φοβερά κύματα. Και λοιπόν, γιατί το κύμα τους ταλάνιζε χειρότερα έτσι που το καράβι ήταν κατάφορτο, αφού πάνω στο κατάστρωμα ήταν πολλοί Πέρσες, η ακολουθία του Ξέρξη, τότε τον βασιλιά τον έζωσε φόβος και ρώτησε με δυνατή φωνή τον κυβερνήτη αν έχουν καμιά ελπίδα σωτηρίας. [8.118.3] Και πως ο άλλος του αποκρίθηκε: «Άρχοντά μου, καμιά, παρεχτός αν ξεφορτωθούμε αυτούς τους πολλούς επιβάτες». Και λένε πως ο Ξέρξης ακούοντας αυτά είπε: «Άνδρες Πέρσες, ήρθε η ώρα ν᾽ αποδείξει ο καθένας σας ότι νοιάζεται για τον βασιλιά· γιατί είναι ξεκάθαρο πως στα χέρια σας βρίσκεται η σωτηρία μου». [8.118.4] Και, πως εκείνος αυτά έλεγε, κι οι άλλοι προσκυνώντας τον πηδούσαν στη θάλασσα· και το καράβι ελάφρωσε κι έτσι έφτασε καλά στην Ασία. Και, πως ο Ξέρξης, μόλις βγήκε απ᾽ το καράβι και πάτησε στη στεριά, έκανε κάτι τέτοιο: στον κυβερνήτη, επειδή έσωσε τη ζωή του βασιλιά, έκανε δώρο χρυσό στεφάνι· επειδή όμως αφάνισε πολλούς Πέρσες, του έκοψε το κεφάλι.
[8.119.1] Αυτή είναι η διαφορετική εκδοχή που ακούεται για την επιστροφή του Ξέρξη, στην οποία εγώ με κανένα τρόπο δε δίνω πίστη, τόσο στο σύνολό της όσο και σ᾽ ό,τι αφορά στην περιπέτεια αυτή των Περσών. Γιατί πράγματι, αν αυτή ήταν η απάντηση του κυβερνήτη στον Ξέρξη, λέω πως, δέκα χιλιάδων τη γνώμη να παίρναμε, κανένας δε θα ᾽λεγε το αντίθετο, πως ο βασιλιάς δε θα ενεργούσε κάπως έτσι: αυτούς που βρίσκονταν στο κατάστρωμα θα τους κατέβαζε στο αμπάρι του καραβιού, μια κι ήταν Πέρσες και μάλιστα οι πρώτοι ανάμεσα στους Πέρσες, και θα έριχνε στη θάλασσα τόσους κωπηλάτες (που ήταν Φοίνικες), όσοι ήταν οι Πέρσες. Αλλά βέβαια αυτός, όπως και προηγουμένως αφηγήθηκα, γύρισε στην Ασία μαζί με τον υπόλοιπο στρατό του απ᾽ το δρόμο της στεριάς.
[8.120.1] Και νά κι ένα ακόμα μεγάλο αποδεικτικό στοιχείο· δηλαδή είναι γνωστό πως ο Ξέρξης στην επιστροφή του στη χώρα του πήγε στα Άβδηρα· συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας με την πόλη και τους έκανε δώρο χρυσό ακινάκη και τιάρα χρυσοπλούμιστη. Και, κατά τα λεγόμενα των ίδιων των Αβδηριτών (στα λόγια τους όμως αυτά με κανένα τρόπο δε δίνω πίστη), απ᾽ την ώρα που πήρε να φεύγει απ᾽ την Αθήνα για τον τόπο του, πρώτα εκεί ξεζώστηκε, νιώθοντας επιτέλους ασφάλεια. Τώρα, τα Άβδηρα βρίσκονται σε μικρότερη απόσταση απ᾽ τον Ελλήσποντο απ᾽ ό,τι ο Στρυμόνας και η Ηιόνα, απ᾽ όπου τάχα επιβιβάστηκε στο καράβι.
Καθαρεύουσα
[8.113.1] Οἱ δ᾽ ἀμφὶ Ξέρξην ἐπισχόντες ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ναυμαχίην ἐξήλαυνον ἐς Βοιωτοὺς τὴν αὐτὴν ὁδόν. ἔδοξε γὰρ Μαρδονίῳ ἅμα μὲν προπέμψαι βασιλέα, ἅμα δὲ ἀνωρίην εἶναι τοῦ ἔτεος πολεμέειν, χειμερίσαι τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ, καὶ ἔπειτα ἅμα τῷ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου. [8.113.2] ὡς δὲ ἀπίκατο ἐς τὴν Θεσσαλίην, ἐνθαῦτα Μαρδόνιος ἐξελέγετο πρώτους μὲν τοὺς Πέρσας πάντας τοὺς ἀθανάτους καλεομένους, πλὴν Ὑδάρνεος τοῦ στρατηγοῦ (οὗτος γὰρ οὐκ ἔφη λείψεσθαι βασιλέος), μετὰ δὲ τῶν ἄλλων Περσέων τοὺς θωρηκοφόρους καὶ τὴν ἵππον τὴν χιλίην, καὶ Μήδους τε καὶ Σάκας καὶ Βακτρίους τε καὶ Ἰνδούς, καὶ τὸν πεζὸν καὶ τὴν ἵππον. [8.113.3] ταῦτα μὲν ἔθνεα ὅλα εἵλετο, ἐκ δὲ τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ᾽ ὀλίγους, τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων καὶ εἰ τέοισί τι χρηστὸν συνῄδεε πεποιημένον· ἓν δὲ πλεῖστον ἔθνος Πέρσας αἱρέετο, ἄνδρας στρεπτοφόρους τε καὶ ψελιοφόρους, ἐπὶ δὲ Μήδους. οὗτοι δὲ πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες ἦσαν τῶν Περσέων, ῥώμῃ δὲ ἥσσονες· ὥστε σύμπαντας τριήκοντα μυριάδας γενέσθαι σὺν ἱππεῦσι. [8.114.1] ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐν τῷ Μαρδόνιός τε τὴν στρατιὴν διέκρινε καὶ Ξέρξης ἦν περὶ Θεσσαλίην, χρηστήριον ἐληλύθεε ἐκ Δελφῶν Λακεδαιμονίοισι, Ξέρξην αἰτέειν δίκας τοῦ Λεωνίδεω φόνου καὶ τὸ διδόμενον ἐξ ἐκείνου δέκεσθαι. πέμπουσι δὴ κήρυκα τὴν ταχίστην Σπαρτιῆται, ὃς ἐπειδὴ κατέλαβε ἐοῦσαν ἔτι πᾶσαν τὴν στρατιὴν ἐν Θεσσαλίῃ, ἐλθὼν ἐς ὄψιν τὴν Ξέρξεω ἔλεγε τάδε· [8.114.2] Ὦ βασιλεῦ Μήδων, Λακεδαιμόνιοί τέ σε καὶ Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀπὸ Σπάρτης αἰτέουσι φόνου δίκας, ὅτι σφέων τὸν βασιλέα ἀπέκτεινας ῥυόμενον τὴν Ἑλλάδα. ὁ δὲ γελάσας τε καὶ κατασχὼν πολλὸν χρόνον, ὥς οἱ ἐτύγχανε παρεστεὼς Μαρδόνιος, δεικνὺς ἐς τοῦτον εἶπε· Τοιγάρ σφι Μαρδόνιος ὅδε δίκας δώσει τοιαύτας οἵας ἐκείνοισι πρέπει. [8.115.1] ὁ μὲν δὴ δεξάμενος τὸ ῥηθὲν ἀπαλλάσσετο, Ξέρξης δὲ Μαρδόνιον ἐν Θεσσαλίῃ καταλιπὼν αὐτὸς ἐπορεύετο κατὰ τάχος ἐς τὸν Ἑλλήσποντον καὶ ἀπικνέεται ἐς τὸν πόρον τῆς διαβάσιος ἐν πέντε καὶ τεσσεράκοντα ἡμέρῃσι, ἀπάγων τῆς στρατιῆς οὐδὲν μέρος ὡς εἰπεῖν. [8.115.2] ὅκου δὲ πορευόμενοι γινοίατο καὶ κατ᾽ οὕστινας ἀνθρώπους, τὸν τούτων καρπὸν ἁρπάζοντες ἐσιτέοντο· εἰ δὲ καρπὸν μηδένα εὕροιεν, οἱ δὲ τὴν ποίην τὴν ἐκ τῆς γῆς ἀναφυομένην καὶ τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες καὶ τὰ φύλλα καταδρέποντες κατήσθιον, ὁμοίως τῶν τε ἡμέρων καὶ τῶν ἀγρίων, καὶ ἔλειπον οὐδέν· ταῦτα δ᾽ ἐποίεον ὑπὸ λιμοῦ. [8.115.3] ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δυσεντερίη κατ᾽ ὁδὸν ἔφθειρε. τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι ἵνα ἑκάστοτε γίνοιτο ἐλαύνων, μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν, ἐν Θεσσαλίῃ τέ τινας καὶ ἐν Σίρι τῆς Παιονίης καὶ ἐν Μακεδονίῃ. [8.115.4] ἔνθα καὶ τὸ ἱρὸν ἅρμα καταλιπὼν τοῦ Διός, ὅτε ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἤλαυνε, ἀπιὼν οὐκ ἀπέλαβε, ἀλλὰ δόντες οἱ Παίονες τοῖσι Θρήιξι ἀπαιτέοντος Ξέρξεω ἔφασαν νεμομένας ἁρπασθῆναι ὑπὸ τῶν ἄνω Θρηίκων τῶν περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Στρυμόνος οἰκημένων. [8.116.1] ἔνθα καὶ ὁ τῶν Βισαλτέων βασιλεὺς γῆς τε τῆς Κρηστωνικῆς Θρῆιξ ἔργον ὑπερφυὲς ἐργάσατο· ὃς οὔτε αὐτὸς ἔφη τῷ Ξέρξῃ ἑκὼν εἶναι δουλεύσειν, ἀλλ᾽ οἴχετο ἄνω ἐς τὸ ὄρος τὴν Ῥοδόπην, τοῖσί τε παισὶ ἀπηγόρευε μὴ στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. [8.116.2] οἱ δὲ ἀλογήσαντες, ἢ ἄλλως σφι θυμὸς ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον, ἐστρατεύοντο ἅμα τῷ Πέρσῃ. ἐπεὶ δὲ ἀνεχώρησαν ἀσινέες πάντες ἓξ ἐόντες, ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ τὴν αἰτίην ταύτην. [8.117.1] καὶ οὗτοι μὲν τοῦτον τὸν μισθὸν ἔλαβον· οἱ δὲ Πέρσαι ὡς ἐκ τῆς Θρηίκης πορευόμενοι ἀπίκοντο ἐπὶ τὸν πόρον, ἐπειγόμενοι τὸν Ἑλλήσποντον τῇσι νηυσὶ διέβησαν ἐς Ἄβυδον· τὰς γὰρ σχεδίας οὐκ εὗρον ἔτι ἐντεταμένας ἀλλ᾽ ὑπὸ χειμῶνος διαλελυμένας. [8.117.2] ἐνθαῦτα δὲ κατεχόμενοι σιτία [τε] πλέω ἢ κατ᾽ ὁδὸν ἐλάγχανον, οὐδένα τε κόσμον ἐμπιπλάμενοι καὶ ὕδατα μεταβάλλοντες ἀπέθνῃσκον τοῦ στρατοῦ τοῦ περιεόντος πολλοί. οἱ δὲ λοιποὶ ἅμα Ξέρξῃ ἀπικνέονται ἐς Σάρδις. [8.118.1] ἔστι δὲ καὶ ἄλλος ὅδε λόγος λεγόμενος, ὡς ἐπειδὴ Ξέρξης ἀπελαύνων ἐξ Ἀθηνέων ἀπίκετο ἐς Ἠιόνα τὴν ἐπὶ Στρυμόνι, ἐνθεῦτεν οὐκέτι ὁδοιπορίῃσι διεχρᾶτο, ἀλλὰ τὴν μὲν στρατιὴν Ὑδάρνεϊ ἐπιτρέπει ἀπάγειν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, αὐτὸς δ᾽ ἐπὶ νεὸς Φοινίσσης ἐπιβὰς ἐκομίζετο ἐς τὴν Ἀσίην. [8.118.2] πλέοντα δέ μιν ἄνεμον Στρυμονίην ὑπολαβεῖν μέγαν καὶ κυματίην. καὶ δὴ μᾶλλον γάρ τι χειμαίνεσθαι, γεμούσης τῆς νεὸς ὥστε ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐπεόντων συχνῶν Περσέων τῶν σὺν Ξέρξῃ κομιζομένων, ἐνθαῦτα ἐς δεῖμα πεσόντα τὸν βασιλέα εἰρέσθαι βώσαντα τὸν κυβερνήτην εἴ τις ἔστι σφι σωτηρίη. [8.118.3] καὶ τὸν εἶπαι· Δέσποτα, οὐκ ἔστι οὐδεμία, εἰ μὴ τούτων ἀπαλλαγή τις γένηται τῶν πολλῶν ἐπιβατέων. καὶ Ξέρξην λέγεται ἀκούσαντα ταῦτα εἰπεῖν· Ἄνδρες Πέρσαι, νῦν τις διαδεξάτω ὑμέων βασιλέος κηδόμενος· ἐν ὑμῖν γὰρ οἶκε εἶναι ἐμοὶ ἡ σωτηρίη. [8.118.4] τὸν μὲν ταῦτα λέγειν, τοὺς δὲ προσκυνέοντας ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν, καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῖσαν οὕτω δὴ ἀποσωθῆναι ἐς τὴν Ἀσίην. ὡς δὲ ἐκβῆναι τάχιστα ἐς γῆν τὸν Ξέρξην, ποιῆσαι τοιόνδε· ὅτι μὲν ἔσωσε βασιλέος τὴν ψυχήν, δωρήσασθαι χρυσέῳ στεφάνῳ τὸν κυβερνήτην, ὅτι δὲ Περσέων πολλοὺς ἀπώλεσε, ἀποταμεῖν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. [8.119.1] οὗτος δὲ ἄλλος λέγεται λόγος περὶ τοῦ Ξέρξεω νόστου, οὐδαμῶς ἔμοιγε πιστός, οὔτε ἄλλως οὔτε τὸ Περσέων τοῦτο πάθος. εἰ γὰρ δὴ ταῦτα οὕτως εἰρέθη ἐκ τοῦ κυβερνήτεω πρὸς Ξέρξην, ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον μὴ οὐκ ἂν ποιῆσαι βασιλέα τοιόνδε, τοὺς μὲν ἐκ τοῦ καταστρώματος καταβιβάσαι ἐς κοίλην νέα, ἐόντας Πέρσας καὶ Περσέων τοὺς πρώτους, τῶν δ᾽ ἐρετέων ἐόντων Φοινίκων ὅκως οὐκ ἂν ἴσον πλῆθος τοῖσι Πέρσῃσι ἐξέβαλε ἐς τὴν θάλασσαν. ἀλλ᾽ ὁ μέν, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, ὁδῷ χρεώμενος ἅμα τῷ ἄλλῳ στρατῷ ἀπενόστησε ἐς τὴν Ἀσίην. [8.120.1] μέγα δὲ καὶ τόδε μαρτύριον· φαίνεται γὰρ Ξέρξης ἐν τῇ ὀπίσω κομιδῇ ἀπικόμενος ἐς Ἄβδηρα καὶ ξεινίην τέ σφι συνθέμενος καὶ δωρησάμενος αὐτοὺς ἀκινάκῃ τε χρυσέῳ καὶ τιήρῃ χρυσοπάστῳ. καί ὡς αὐτοὶ λέγουσι Ἀβδηρῖται, λέγοντες ἔμοιγε οὐδαμῶς πιστά, πρῶτον ἐλύσατο τὴν ζώνην φεύγων ἐξ Ἀθηνέων ὀπίσω, ὡς ἐν ἀδείῃ ἐών. τὰ δὲ Ἄβδηρα ἵδρυται πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου μᾶλλον τοῦ Στρυμόνος καὶ τῆς Ἠιόνος, ὅθεν δή μίν φασι ἐπιβῆναι ἐπὶ τὴν νέα.