Η βουλγαρική κατοχή στις Σέρρες


 «Un pays barbare, et une gent brutelle»
(Χώρα βάρβαρη και ράτσα βάναυση)

Α΄ Βουλγαρική Κατοχή (1913)
Στα 1912 η Ανατολική Μακεδονία έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση και το 1913 ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής οι Βούλγαροι. Όμως τις τελευταίες ημέρες της κατοχής της περιοχής και γνωρίζοντας πως ο ελληνικός στρατός προελαύνει, ο βουλγαρικός στρατός πριν αποχωρήσει προέβη σε πρωτοφανείς σφαγές και ποικίλες βιαιότητες, βιασμούς, ληστείες και καταστροφές κτιρίων.. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν στις 25 Ιουνίου 1913 στο Ντεμίρ Ισσάρ τον Μητροπολίτη Μελενίκου Κωνσταντίνο Ασημιάδη και τον κατακρεούργησαν μαζί με τον ιερέα Σταύρο και τον πρόκριτο Θωμά Παπαχαριζάνο, ενώ την επομένη ημέρα σφάγιασαν εκατό κάτοικους.

Στις 26 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν το Δοξάτο Δράμας και σχηματίστηκε ελληνική ομάδα πολιτοφυλακής που απέκρουσε επίθεση των Βουλγάρων στις 28 Ιουνίου. Την ίδια μέρα οι Σέρρες πυρπολήθηκαν από τους Βουλγάρους. Το πρωί της Κυριακής 30ής Ιουνίου 1913 ο βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε με πεζικό, ιππικό και 4 πυροβόλα κατά του Δοξάτου, όπου οι Βούλγαροι σφάγιασαν 650 Έλληνες, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Ακολούθησε η λεηλασία και πυρπόληση του Δοξάτου από τους Βούλγαρους. Ο τότε Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος στο Ημερολόγιό του την Κυριακή 30 Ιουνίου 1913 σημειώνει ότι αδυνατεί να πιστέψει τον φρικτό τρόπο με τον οποίο κατέστρεψαν οι Βούλγαροι το Δοξάτο και διερωτάται εάν είναι Χριστιανοί αυτοί που προέβησαν σε αυτές τις πράξεις. Την 1η Ιουλίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τη Δράμα. Όταν οι Έλληνες στρατιώτες εισήλθαν στη Δράμα και ενημερώθηκαν για τα όσα συνέβησαν στο Δοξάτο αμέσως έσπευσαν εκεί. Στο Δοξάτο, όπου οι διασωθέντες τους υποδέχθηκαν ως απελευθερωτές, οι Έλληνες στρατιώτες ήταν οι πρώτοι που αντίκρισαν το θέαμα των εκατοντάδων νεκρών που κείτονταν παντού. Τους ακολούθησαν και ξένοι, όπως ο Βρετανός πλοίαρχος Κάρνταλ που έγραψε σχετικά στη Daily Telegraph ενώ ανταπόκριση για τις σφαγές έστειλε ο Κρόφοντ Πράις στους «Times».

Στην πόλη μας, όπως βεβαίως και σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τις βουλγαρικές δυνάμεις Ανατολική Μακεδονία και Θράκη1, το μούδιασμα που αισθάνεται ο πληθυσμός, ένεκα και των τραγικών αναμνήσεων εκ των βουλγαρικών κατοχών του 1912-1913 και 1916-1918, δεν έχει ξεπεραστεί.

Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918)
Γεγονότα που προηγήθηκαν
Παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας
Ύστερα από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τη Στρατιά της Ανατολής της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ), το φθινόπωρο του 1915, η Γερμανική Αυτοκρατορία προβάλλει αξιώσεις παραχώρησης και προς τη δική της πλευρά. Στις 13 / 26 Μαΐου 1916 τα γερμανο-βουλγαρικά στρατεύματα προχώρησαν στην κατάληψη του οχυρού Ρούπελ, αφού το Γ΄και Δ΄ Σώμα του ελληνικού στρατού είχαν διαταγές από το Γενικό Επιτελείο Στρατού να μην προβάλλουν αντίσταση.
Η επέκταση της Βουλγαρίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την κατοχή των ελληνικών εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (1916-1918).

Ο φιλοβενιζελικός δημοσιογράφος Γ. Βεντήρης έγραψε πως η παράδοση του Ρούπελ αποτέλεσε «αίσχος εις τας ημέρας του ελληνισμού». Στη συνέχεια ακολούθησε η παράδοση της Καβάλας, της Δράμας και των Σερρών, καθώς και η παράδοση του ελληνικού Δ' Σώματος Στρατού, με περισσότερους από 7.000 αξιωματικούς και στρατιώτες να καταλήγουν αιχμάλωτοι στο γερμανικό στρατόπεδο του Γκέρλιτς. Μετά την, τυπική μόνο, λήξη του Εθνικού Διχασμού και την επαναφορά της βενιζελικής Βουλής, στη «Δίκη του πρώην Επιτελείου» (του ΓΕΣ, ή αλλιώς «Υπόθεση Ρούπελ») των στρατιωτικών του Παλατιού για την παραπάνω αμαχητί παράδοση, το 1919 - 20,  ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης θα καταδικαστούν σε θάνατο για προδοσία (του Δούσμανη μετατράπηκε αμέσως σε ισόβια), ερήμην, αφού βρίσκονταν ήδη σε εξορία, στην Κορσική. Η ποινή του Μεταξά δεν θα εκτελεστεί ούτε όταν επέστρεψε από την εξορία, λόγω της αναπάντεχης ήττας των «Φιλελεύθερων» στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, μετά την νικηφόρα λήξη του Πολέμου, και εν μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Ιστορικά στοιχεία
Λιμός
Σύμφωνα με έκθεση του Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια, έως τον Απρίλιο του 1917 περίπου 6.000 άτομα πέθαναν από ασιτία μόνο στην περιοχή της Καβάλας και 4.000 άτομα στη Δράμα, σύμφωνα με το αρχείο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου Η.Π.Α. Η επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής, διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών οπότε και οργανώθηκαν συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού.

Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918. Το έτος 1918, η κατάσταση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης λίγο αργότερα, μετά από τη Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918) ήταν τραγική. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της κατάστασης, επισκεπτόμενος άμεσα τις Σέρρες, όπου αντιπροσωπεία των κατοίκων, παρουσίασε αναλυτικά τα δεινά της βουλγαρικής κατοχικής διοίκησης. Μια από τις πρώτες μέριμνες της ελληνικής διοίκησης ήταν ο επισιτισμός της περιοχής. Ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν και ο Αναστάσιος Αδοσίδης, στάλθηκαν επί τόπου προς συντονισμό της ανθρωπιστικής αποστολής για τον ελληνικό πληθυσμό που μαστιζόταν από φτώχεια και επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης. Από κοινού δραστηριοποιούνταν και ανθρωπιστικές αποστολές συμμαχικών δυνάμεων καθώς και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός με επικεφαλής την Πηνελόπη Δέλτα και την Έλλη Αδοσίδου. Συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού υπήρξαν οι πρώτες ενέργειες για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Έλληνες πρόσφυγες, κάτοικοι του νομού Σερρών που βρέθηκαν υπό βουλγαρική Κατοχή το 1916, κατευθύνονται προς την περιοχή δυτικά του ποταμού Στρυμόνα που είχε παραμείνει υπό ελληνική διοίκηση, για να διασωθούν από τις βουλγαρικές διώξεις.

Εκτοπίσεις-Εξορίες Ελλήνων
Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Υπολογίζεται πως 42.000 Έλληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία, από τους οποίους περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, Σεβλίεβο, στρατόπεδο της Σούμλας και Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους οποίους τοποθετήθηκαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι. Τα καραβάνια των αιχμαλώτων μεταφέρονταν πεζή και στη συνέχεια με τρένα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ακόμη δυσμενέστερες όμως υπήρξαν οι συνθήκες διαβίωσής τους στη βουλγαρική ενδοχώρα.

Από τη στιγμή που η Ελλάδα και η Βουλγαρία βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση, με απόφαση της Βουλγαρικής κυβέρνησης μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία πρώτα όλοι οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι - μεταξύ αυτών ο Νομάρχης και ο Δήμαρχος Δράμας- και κατόπιν όλοι οι άνδρες από δεκαέξι έως εξήντα ετών ή και ακόμα μεγαλύτεροι. Οι εκπατριζόμενοι συγκεντρώνονταν και στοιβάζονταν κατά πενήντα ή εξήντα σε κλειστά βαγόνια τραίνων, τα οποία προορίζονταν για μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων, και μεταφέρονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σκούμεν της Βουλγαρίας, όπου περίμεναν την τοποθέτησή τους σε κάποιο εργοτάξιο. Ανάλογα με τις ανάγκες, χωρίζονταν σε ομάδες εργατών και οδηγούνταν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Η πλειονότητα εργάστηκε στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών. Τους υπέβαλλαν σε εργασία δώδεκα έως δεκαπέντε ωρών, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες.

Ενδεικτικά την περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής εξορίστηκαν από την πόλη της Δράμας 1.965 άτομα, από τα οποία επέστρεψαν μόνο 1.359. Πέθαναν στην εξορία 606 άτομα, δηλαδή το 1/3 των εξόριστων. Από την πόλη των Σερρών και τα χωριά συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1917 3.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία ενώ και το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα Ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης για τα τάγματα εργασίας (трууJдови войски - τρούντοβι βόιτσκι) ή για τον φαντάρο αγγαρείας (трууJдов войник - τρούντοβ βόινικ). Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.
Εξόριστοι Έλληνες επιστρέφουν από τη Βουλγαρία το 1918 σε κλειστά βαγόνια τραίνων, τα οποία προορίζονταν για μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων (φωτογραφία Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού).

Στο Σεβλίεβο εξορίστηκαν 216 Έλληνες ιερείς από την υπό βουλγαρική κατοχή Μακεδονία. Μετά από τρίμηνη παραμονή στην περιοχή οδηγήθηκαν σε εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξοντωτική συμμετοχή σε χειρωνακτικά έργα. Δεκατρείς από τους Έλληνες ιερείς πέθαναν εκεί.

Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.

Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.

Ακόμη, καθοριστική ήταν η συμβολή της επιτροπής αποτελούμενης από την Πηνελόπη Δέλτα, την Έλλη Αδοσίδου και τον Αλέξανδρο Ζάννα, στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων Ανατολικομακεδόνων ομήρων που βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918.

Βιαιότητες-Λεηλασίες
Στην περιοχή των Σερρών λεηλατήθικαν όλες οι εκκλησίες και κλάπικαν όσα είχαν ξεφύγει από τους Βούλγαρους κατά το Α' ΠΠ.

Στην περιοχή της Καβάλας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης μετά από πεντάμηνη φυλάκιση και βασανισμούς, απαγχονίζεται από Βούλγαρους στρατιώτες του κατοχικού στρατού, τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουλίου του 1917.

Η Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας το διάστημα 1916-1918 ξεκίνησε με την επιχείρηση του Στρυμόνα του Βουλγαρικού στρατού εκ μέρους των Κεντρικών Δυνάμεων. Η βουλγαρική προέλαση έλαβε χώρα απρόσκοπτα λόγω των διαταγών του βασιλιά Κωνσταντίνου να μην προβληθεί καμία αντίσταση.  Ειδικότερα, η κυβέρνηση καθώς και το επιτελείο του ΓΕΣ αποφάσισαν την αμαχητί παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους, στις 26 Μαΐου 1916.Τον Αύγουστο του 1916, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μονάδες της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας κατέλαβαν πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας.

Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους. Στην Ανατολική Μακεδονία είχαν εγκατασταθεί μόνιμα από το 1913 πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και την Ανατολική Θράκη, ο οποίοι μαζί με τους ντόπιους Μακεδόνες υπέστησαν και αυτοί, ελάχιστα χρόνια μετά την έλευσή τους, τον λιμό τις εξορίες και τις βιαιότητες του Βουλγαρικού κατοχικού στρατού. Υπολογίζεται πως κατά τη Βουλγαρική Κατοχή 42.000 Έλληνες, ηλικίας 17-60 ετών, εκτοπίσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Βουλγαρία για την εκτέλεση καταναγκαστικών έργων. Από τους εξορισθέντες περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Ονομάζεται και Β΄ Βουλγαρική Κατοχή καθώς είχε προηγηθεί το 1912-1913 η Α΄ Βουλγαρική Κατοχή της περιοχής κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Τον Αύγουστο του 1916, μονάδες του Βουλγαρικού Στρατού κατέλαβαν πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας βίαια για δεύτερη φορά μετά την Α΄ Βουλγαρική Κατοχή το έτος 1913. Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους.

Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Υπολογίζεται, πως 42.000 Ελληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία, από τους οποίους περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, Σεβλίεβο, στρατόπεδο της Σούμλας και Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους οποίους τοποθετήθηκαν οι Ελληνες αιχμάλωτοι. Ατέλειωτα καραβάνια αιχμαλώτων μεταφέρονταν πεζή και στη συνέχεια με τρένα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ακόμη χειρότερες όμως υπήρξαν οι συνθήκες διαβίωσής τους στη βουλγαρική ενδοχώρα.

Ενδεικτικά την περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής εξορίστηκαν από την πόλη της Δράμας 1.965 άτομα, από τα οποία επέστρεψαν μόνο 1.359. Πέθαναν στην εξορία 606 ατομα, δηλαδή το 1/3 των εξορίστων. Από την πόλη των Σερρών και τα χωριά συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1917 3.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία ενώ και το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα Ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης για τα τάγματα εργασίας (трууJдови войски - τρούντοβι βόιτσκι) ή για τον φαντάρο αγγαρείας (трууJдов войник - τρούντοβ βόινικ). Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους. 

Στο Σεβλίεβο εξορίστηκαν 216 Έλληνες ιερείς από την υπό βουλγαρική κατοχή Μακεδονία. Μετά από τρίμηνη παραμονή στην περιοχή οδηγήθηκαν σε εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξοντωτική συμμετοχή σε χειρωνακτικά έργα. Δεκατρείς από τους Έλληνες ιερείς πέθαναν εκεί.

Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.

Στην περιοχή της Καβάλας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης μετά από πεντάμηνη φυλάκιση και βασανισμούς, απαγχονίζεται από Βούλγαρους στρατιώτες του κατοχικού στρατού, τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουλίου του 1917.

Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης και τη Μονή Παναγίας Καλαμούς Ξάνθης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.

Σύμφωνα με έκθεση του Ελληνα πρεσβευτή στη Σόφια, έως τον Απρίλιο του 1917 περίπου 6 χιλιάδες άτομα πέθαναν από ασιτία μόνο στην περιοχή της Καβάλας. Η επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής, διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών οπότε και οργανώθηκαν συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού.

Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918, με τη λήξη του πολέμου. Το έτος 1918, η κατάσταση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης λίγο αργότερα, μετά από τη Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918) ήταν τραγική. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της κατάστασης, επισκεπτόμενος άμεσα τις Σέρρες, όπου αντιπροσωπεία των κατοίκων, παρουσίασε αναλυτικά τα δεινά της βουλγαρικής κατοχικής διοίκησης. Μια από τις πρώτες μέριμνες της ελληνικής διοίκησης ήταν ο επισιτισμός της περιοχής. Ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν και ο Αναστάσιος Αδοσίδης, στάλθηκαν επί τόπου προς συντονισμό της ανθρωπιστικής αποστολής για τον ελληνικό πληθυσμό που μαστιζόταν από φτώχεια και επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης. Από κοινού δραστηριοποιούνταν και ανθρωπιστικές αποστολές συμμαχικών δυνάμεων καθώς και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός με επικεφαλής την Πηνελόπη Δέλτα και την Έλλη Αδοσίδου. Συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού υπήρξαν οι πρώτες ενέργειες για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ακόμη, καθοριστική ήταν η συμβολή της επιτροπής αποτελούμενης από την Πηνελόπη Δέλτα, την Έλλη Αδοσίδου και τον Αλέξανδρο Ζάννα, στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων Ανατολικομακεδόνων ομήρων που βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918.

Πριν την κήρυξη του πολέμου του ΄40
Πριν από την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας οι επίσημες θέσεις του βουλγαρικού κράτους τάσσονταν υπέρ της ουδετερότητας παρόλο που είχε αρχίσει ήδη η προσέγγιση με τον Άξονα. Αυτές οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή του πρωτοκόλλου της 1ης Μαρτίου που σφράγισε την είσοδο της Βουλγαρίας στον Άξονα και καθόρισε τους όρους της συμφωνίας (παραχώρηση στη βουλγαρική διοίκηση της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης πέραν του Έβρου, ελεύθερη διάβαση των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της Βουλγαρίας) που έγινε αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν του βουλγαρικού πολιτικού κόσμου και του λαού.

Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τις Μονές Παναγίας Καλαμούς και Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλεμμένων ελληνικών κειμηλίων.

Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918, με τη λήξη του πολέμου.

Συνθήκες μετά την Απελευθέρωση του 1918
Το έτος 1918, η κατάσταση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης λίγο αργότερα, μετά από τη Β΄ Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών ήταν τραγική. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της κατάστασης, επισκεπτόμενος άμεσα τις Σέρρες, όπου αντιπροσωπεία των κατοίκων, παρουσίασε αναλυτικά τα δεινά της βουλγαρικής κατοχικής διοίκησης. Μια από τις πρώτες μέριμνες της ελληνικής διοίκησης ήταν ο επισιτισμός της περιοχής. Ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν και ο Αναστάσιος Αδοσίδης, στάλθηκαν επί τόπου προς συντονισμό της ανθρωπιστικής αποστολής για τον ελληνικό πληθυσμό που μαστιζόταν από φτώχεια και επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης. Από κοινού δραστηριοποιούνταν και ανθρωπιστικές αποστολές συμμαχικών δυνάμεων καθώς και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός με επικεφαλής την Πηνελόπη Δέλτα και την Έλλη Αδοσίδου. Συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού υπήρξαν οι πρώτες ενέργειες για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Ακόμη καθοριστική ήταν η συμβολή της επιτροπής αποτελούμενης από την Πηνελόπη Δέλτα, την Έλλη Αδοσίδου και τον Αλέξανδρο Ζάννα, στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων Ανατολικομακεδόνων ομήρων που βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918.

Χάρτης της σύγχρονης Ελλάδας υπό τριπλή Κατοχή: 
Κόκκινο: Ναζιστική Γερμανία Γαλάζιο: Βασίλειο της Ιταλίας Πράσινο: Βουλγαρία Μπλε: Βασίλειο της Ιταλίας (προπολεμική κτήση)

Η βουλγαρική κατοχή στις Σέρρες, 1941-1944 
Είσοδος των βουλγαρικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος
Με απόφαση του παλατιού, τα βουλγαρικά στρατεύματα προχώρησαν επίσημα στην είσοδό τους σε ελληνικό έδαφος στις 20 Απριλίου 1941 χωρίς η Βουλγαρία να έχει κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα και χωρίς να έχουν διακοπεί οι διπλωματικές τους σχέσεις. Για τη Γερμανία, ο σκοπός της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων ήταν καταρχήν η διαφύλαξη της τάξης με την απεμπλοκή των γερμανικών στρατευμάτων που θα ήταν χρήσιμα σε άλλες εμπόλεμες ζώνες, ενώ οποιαδήποτε αναθεώρηση των συνόρων και εφαρμογή άμεσου πολιτικού ελέγχου προς όφελος των Βουλγάρων θα αποφασιζόταν με το πέρας του πολέμου. Σε αυτές τις απόψεις των συμμάχων τους αντιτάχθηκαν σφόδρα οι βουλγαρικές αρχές που με την έναρξη της διοίκησης (de facto κατοχής) της περιοχής ξεκίνησαν τις διαδικασίες ενσωμάτωσής της στον κύριο κορμό του βουλγαρικού κράτους.

Διαχείριση των κατεχόμενων περιοχών
Το βουλγαρικό κράτος ονόμασε την κατεχόμενη περιοχή «Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και ξεκίνησε την αναθεώρηση της πραγματικότητας της περιοχής με την αντικατάσταση των ελληνικών πολιτικών και αστυνομικών υπηρεσιών με αντίστοιχες βουλγαρικές και την αναθεώρηση του πολιτικού χάρτη (χάραξη νέων επαρχιών κι ενσωμάτωση άλλων σε υπάρχουσες βουλγαρικές). Κύριο όργανο στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν και οι διάφοροι βουλγαρικοί πατριωτικοί και αθλητικοί σύλλογοι και οι κατά τόπους βουλγαρικές εφημερίδες. Έγιναν προσπάθειες υπαγωγής του πληθυσμού στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα οι οποίες ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, παράλληλα με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και επιβολής χρήσης της βουλγαρικής στη δημόσια ζωή. Επίσης η ελληνική εκκλησιαστική δομή αναιρέθηκε για να ενταχθούν οι εκκλησίες στη βουλγαρική εξαρχία.

Οι πολιτικές πολιτικής και οικονομικής καταδίωξης των Ελλήνων και των λοιπών εθνοτικών ομάδων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (κυρίως Πομάκων μα και μουσουλμάνων) συμπεριέλαβαν επιστράτευση για αμισθί εργασία σε έργα στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία, στη Βουλγαρία ή στα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη για την κατασκευή σιδηροδρόμων και την καταστροφή ελληνικών οχυρωματικών έργων. Τα τάγματα εργασίας ήταν συνώνυμο της εξόντωσης καθώς πολλοί δεν άντεχαν τις δοκιμασίες και πέθαναν από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στα «ντουρντουβάκια» (όπως ονομάζονταν τα τάγματα εργασίας) ήταν απάνθρωπες, χωρίς στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, με λίγο νερό και κακής ποιότητας φαγητό.. Ο δριμύς λοιμός του χειμώνα του 1942-43 βρήκε τους Έλληνες κατοίκους να στερούνται βασικές προμήθειες αγαθών (φαρμάκων και τροφίμων) και να υπόκεινται σε οικονομική διάκριση με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών από ασιτία

Όσον αφορά την οικονομική πραγματικότητα, οι βουλγαρικές αρχές πήραν μέτρα για τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων. Ο οικονομικός αυτός διωγμός εντάθηκε και με τις ευρύτατες καταστροφές που προκάλεσαν οι βουλγαρικές αρχές στην οικονομική δραστηριότητα των κατεχόμενων. Οι ζημιές στην ελληνική οικονομία από την ευρύτερη διαχείριση των Βουλγάρων των περιοχών αυτών ανήλθαν στα 985.000.000 δολάρια με τραγική μείωση των δασών και συμβολή στην ερήμωση της υπαίθρου.

Απλώς φημολογείται ότι κάποιοι μόνο πολίτες, δέκα τον αριθμό, συνελήφθησαν με την κατηγορία πως είχαν κόψει, βορείως της πόλεως, τηλεφωνικά σύρματα. Επίσης, από τις πρώτες ημέρες της βουλγαρικής κατοχής είναι γνωστό ότι σε δυο σημεία του ποταμού Στρυμόνα (προς το Στρυμονικό) λειτουργεί σύστημα διαφυγής3 προς τον γερμανικό τομέα.

Όμως, μικροεπεισόδια σε βάρος των Ελλήνων, από πλευράς των Βουλγάρων, σημειώνονται από τις πρώτες ημέρες της κατοχής. Ο Βούλγαρος δήμαρχος Ποπώφ, άνθρωπος ειλικρινής και ευγενής, όχι μόνο τα αποδοκιμάζει αλλά επιβάλλει και κυρώσεις σε όσους εκ των Βουλγάρων τα προκαλούν. Δυο ακόμη Βούλγαροι αξιωματούχοι, οι οποίοι σκέπτονται λιγότερο βάρβαρα και με κάποια σύνεση και λογική, εκτός του δημάρχου Ποπώφ, είναι ο φρούραρχος Ήλιεφ και ο διοικητής της αστυνομίας Εμίλ Αγγέλωφ.

Βεβαίως και στις Σέρρες, όπως και στην υπόλοιπη βουλγαροκρατούμενη Ελλάδα, οι περιορισμοί, οι εκβιασμοί, η αρπαγή, κοντολογίς η βουλγαρική θηριωδία εκδηλώνονται παντοιοτρόπως.

Όπως σε όλη τη βουλγαροκρατούμενη Αν. Μακεδονία και Θράκη, έτσι και στις Σέρρες, οι Βούλγαροι έθεσαν ως προτεραιότητα τους την αλλοίωση της σύνθεσης του πληθυσμού. Σκοπός τους να καταδείξουν αργότερα, στον καιρό της ειρήνης που ούτως ή άλλως θα ερχόταν εν καιρώ, ότι τα ελληνικά εδάφη είναι βουλγαρικά και πως σε αυτά οι Βούλγαροι αποτελούν την πλειονότητα και οι Έλληνες τη μειονότητα.

Ο εκβουλγαρισμός της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης αποτελεί τον κύριο σκοπό των δυνάμεων κατοχής. Προς τούτο μετά την αποχώρηση των Γερμανών, στις 23 Απριλίου 1941, οι Βούλγαροι επεκτείνουν στην κατεχόμενη πλέον από αυτούς ελληνική περιοχή όλους τους διοικητικούς κλάδους του κράτους. Πρόθεση τους η προσάρτηση και ουχί η κατοχή προς ικανοποίηση πρόσκαιρων πολεμικών αναγκών, όπως και έγινε στην υπόλοιπη Ελλάδα από τους Γερμανούς και Ιταλούς. Ίχνος ελληνικής κυριαρχίας δεν έχει αφεθεί.

Προς τούτο, σε βάρος του πληθυσμού της πόλεως, προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες ή πράξεις:

-Επιβάλλουν την οικειοθελή αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού προς τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, με μόνη περιουσία ένα μικρό δέμα ρούχων και τριακόσια λέβα. Τους υποχρεώνουν δε να υπογράφουν και σχετική δήλωση. Κάποιοι εκ των πλουσίων και μερικοί εκ των πτωχών έφυγαν. Οι πολλοί έμειναν και υποφέροντες ανέμεναν τη λευτεριά τους.

-Υποχρεώνουν το κλείσιμο και του τελευταίου ελληνικού σχολείου και τον εκτοπισμό-εξορία των δασκάλων και καθηγητών. Όμως, δε σταματούν εκεί, ρίχνουν στην πυρά τα ελληνικά βιβλία και μεταφέρουν από τη Σόφια μαθητές γυμνασίου και καθηγητές, για να παρουσιάσουν την παιδεία εκ παραδόσεως βουλγαρική. Προς υποβοήθηση δε του εκπαιδευτικού έργου, ιδρύουν το Νοέμβριο του 1941 τα αναγνωστήρια «Ντίμτσο Ντεμπελιάνοφ».

-Εγκαθιστούν βουλγαρικές οικογένειες στην πόλη και στην ύπαιθρο, καθώς και διάφορους επιχειρηματίες και επαγγελματοβιοτέχνες, στους οποίους μεταβιβάζουν επιχειρήσεις Ελλήνων ή υποχρεώνουν Έλληνες επιχειρηματίες και καταστηματάρχες να προσλάβουν συνεταίρους Βουλγάρους.

-Εκδίδουν, με διευθυντή το Βούλγαρο αρχικομιτατζή Μιχαήλ Ντουμπαλάκωφ, την εφημερίδα «ΜΠΑΛΓΚΑΡΣΚΙ ΓΙΟΥΓΚ» (Βουλγαρικός Νότος). Η εφημερίδα τυπώνεται στη βουλγαρική γλώσσα, στις εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Η Πρόοδος» του Γεωργίου Σγουραμάνη. Η εφημερίδα αποτελεί πηγή μίσους, ιστορικών αναληθειών και διαστρεβλώσεων και σε κάθε έκδοση της προσκαλούσε τους κομιτατζήδες να θυμηθούν το Βασίλειο Βουλγαροκτόνο, τους Μακεδονομάχους και τους Ποντίους, για να λάβουν εκδίκηση ξεκληρίζοντας το ελληνικό στοιχείο8.

-Υποχρεώνουν τις δημοτικές και κοινοτικές αρχές να κτίσουν κατοικίες για τον εποικισμό των Βουλγάρων.

-Περιορίζουν το δικαίωμα της εργασίας και όσοι θέλουν να το ασκήσουν πρέπει να εγγράφουν Βούλγαροι υπήκοοι. Η πείνα, η εύσχημη λεηλασία, η μαύρη αγορά και η οικονομική αδυναμία οδηγούν ορισμένους στο να μηδίσουν, δηλαδή να βουλγαρογραφούν. Η κατηγορία της προδοσίας γι' αυτούς, που κατά τα άλλα διατήρησαν ελληνικότατη την καρδιά, την ψυχή και το στοχασμό τους, νομίζουμε πως θα αποτελούσε ύβρη. Για τους έχοντες όμως και κατέχοντες της εποχής, που προχώρησαν στο ατόπημα της βουλγαρογραφής, η κατηγορία «δωσίλογος» και «προδότης»είναι δικαιότατη και αδιαμφισβήτητη.

Οι μόνοι εργάτες που δεν ενοχλούνται εκείνη την εποχή είναι οι εργαζόμενοι στα λιγνιτωρυχεία Παπαντωνίου9 (το μεγαλύτερο της εποχής), Περδικάρη και Χατζηδήμου και τούτο, διότι από την πρώτη στιγμή οι Γερμανοί έθεσαν τα λιγνιτωρυχεία, ως πηγή ενέργειας, υπό την απόλυτη δικαιοδοσία τους. Μάλιστα δε, απαγορεύτηκε στους Βουλγάρους να χρησιμοποιούν τους λιγνιτωρύχους σε αγγαρείες ή να τους στρατολογούν ως «Τουρντουβάκια» στα τάγματα εργασίας.

Μύλοι, αρτοποιεία, κεραμοποιεία, ασβεστοποιεία, σιδηρόδρομοι, ακόμη και τα εστιατόρια χρησιμοποιούν ως καύσιμη ύλη λιγνίτη. Μάλιστα δε, το 95% των ατμομηχανών της γερμανοκρατούμενης χώρας, κατόπιν σχετικών μετατροπών, χρησιμοποιεί ως καύσιμη ύλη σερραϊκό λιγνίτη. Όπως και το μεγάλο συγκρότημα Αλλατίνη της Θεσσαλονίκης.

Αυτή την εποχή άλλωστε, το σύνολο σχεδόν των οικονομικών δραστηριοτήτων, ακόμη δε και των οικιακών τοιούτων, χρησιμοποιούσε ως πηγή ενέργειας το λιγνίτη. Μηδέ εξαιρουμένου και του θερμοηλεκτρικού εργοστασίου του Κωνσταντίνου Νάσιουτζικ, το οποίο τροφοδοτούσε με ηλεκτρική ενέργεια καταστήματα και σπίτια της πόλεως. Μόνο που, κατά τα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής, ηλεκτρικό ρεύμα παρέχεται στα βουλγαρικά καταστήματα και σε όσους εκ των καταστηματαρχών έχουν βουλγαρογραφεί.

Οι προς τους λιγνιτωρύχους παροχές σε είδη διατροφής, σε σχέση με τους λοιπούς κατοίκους, είναι προνομιακή και άνευ περιορισμών. Και τούτο, για να καθίσταται δυνατή η εξόρυξη του λιγνίτη, καθ' όσον οι σχετικές επίπονες εργασίες απαιτούσαν καλή φυσική κατάσταση και οι ανάγκες των Γερμανών σε πρώτες ύλες, εν προκειμένου λιγνίτη, λόγω της ελλείψεως υγρών καυσίμων, ήταν τεράστιες.

-Από τις πρώτες μέρες της βουλγαρικής κατοχής με διαταγή των βουλγαρικών αρχών, απαγορεύεται στους Έλληνες γιατρούς να ασκούν το λειτούργημα τους. Και τούτο γιατί, συμφώνως προς απόφαση του ιατρικού Συλλόγου Σόφιας, δεν πληρούσαν τα προσόντα που προέβλεπε η περί ιατρών βουλγαρική νομοθεσία. Με επέμβαση του Βουλγάρου δημάρχου Ποπώφ, τελικώς επετράπη στους Έλληνες ιατρούς να ασκήσουν την επιστήμη τους. Κατόπιν όμως εντόνου διαμαρτυρίας των Βουλγάρων ιατρών, οι οποίοι στο μεταξύ κατέκλυσαν τις Σέρρες, από το τέλος του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1941 και εφεξής, απαγορεύεται στους Έλληνες ιατρούς η άσκηση της επιστήμης τους. Οι περισσότεροι βεβαίως την ασκούν κρυφίως σ' εκείνους εκ των ασθενών που τολμούν να μην εμπιστεύονται την υγεία τους στους Βουλγάρους.

-Απαγορεύουν την άσκηση κάθε ελευθέρου επαγγέλματος στους Έλληνες, αν προηγουμένως δεν απαρνηθούν την ελληνική καταγωγή, και υπηκοότητα και δεν αποδεχτούν τη βουλγαρική τοιαύτη. Όσοι αποδέχονται, εξωμοιούνται με Βουλγάρους πολίτες και ευνοούνται από τις βουλγαρικές αρχές. Δάσκαλοι, καθηγητές και ιερείς περνούν στο περιθώριο. Θεία Λειτουργία και Θεία Μυστήρια ιερουργούνται στη βουλγαρική γλώσσα από Βουλγάρους ιερείς.

-Οι βουλγαρικές αρχές μεταβάλλουν την όψη της πόλεως από ελληνική σε βουλγαρική. Υπηρεσίες, οδοί, πινακίδες πληροφοριακές, πινακίδες (ταμπέλες) καταστημάτων, ακόμη και οι επιγραφές των τάφων στα νεκροταφεία μετατρέπονται από την ελληνική στη βουλγαρική. Οι κάτοικοι της πόλεως, τελείως απροστάτευτοι, κάτω από την πίεση που ασκεί το βουλγαρικό κράτος, αποστερημένοι από τους ηγήτορες των (ελληνικές αρχές και Σερραίους διανοουμένους οι οποίοι αναγκάζονται να αυτοεξορισθούν ή να εγκαταλείψουν βιαίως την πόλη) υπομένουν και περιμένουν. Η εθνική υπερηφάνεια και η αθάνατη ελληνική συνείδηση δεν κλονίζεται.

-Αναθέτουν την αγροτική ασφάλεια αποκλειστικά σε Βουλγάρους, προερχόμενους εκ Βουλγαρίας.

-Εισάγουν τη βουλγαρική γλώσσα στα δικαστήρια, στις εκκλησίες, στα σχολεία και στον εν γένει δημόσιο βίο, ακόμη δε και στην ιδιωτική ζωή των κατοίκων και στις ιδιωτικές συναλλαγές.

-Υποχρεώνουν τους δια της βίας εκδιωκομένους να παραδώσουν στις βουλγαρικές αρχές, κατά την αποχώρηση τους, έγγραφη δήλωση ότι αναχωρούν οικειοθελώς, ότι παραιτούνται του δικαιώματος παλιννοστήσεως και ότι χαρίζουν στο βουλγαρικό κράτος την ιδιοκτησία τους.

-Οι βουλγαρικές αρχές αξιώνουν από το μητροπολίτη Κωνσταντίνο να μνημονεύει κατά τις τελετές τη Σύνοδο της Σόφιας.

Στις 28 Μαΐου 1941 όργανα της βουλγαρικής διοικήσεως προσέρχονται στη Μητρόπολη. Διενεργούν, παρά τις διαμαρτυρίες του μητροπολίτη, έρευνα και του αφαιρούν τα αρχιερατικά άμφια, την ποιμαντορική ράβδο και τη μίτρα και του ζητούν τη χρηματική του περιουσία την οποία και τους την παραδίνει.

Εν συνεχεία, ο Νατσάλνικ Γκρούπεη και ο στρατιωτικός διοικητής Τίρνεφ παρουσιάζουν στο μητροπολίτη δήλωση περί εκούσιας αναχωρήσεως του και του ζητούν να την υπογράψει. Ο μητροπολίτης αρνείται και απειλείται: «Θα τεθείτε υπό κράτηση. Θα ανακριθείτε βασανιστικώς βάσει των αυστηρών διατάξεων του Βουλγάρικου Στρατοδικείου...».

Τελικώς, στις 5 Ιουνίου 1941, ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος Μεγγρέλης (1924-1961) αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Μητρόπολη και το ποίμνιο του. Επιβιβάζεται σε φορτηγό αυτοκίνητο και υπό τη συνοδεία Βουλγάρου αστυνομικού παραδίδεται στη γερμανοκρατούμενη περιοχή.

Την προηγούμενη της απελάσεως του πλήθος χριστιανών κατέκλυσε τη Μητρόπολη για να καταθέσει στον ιεράρχη την αγάπη, την πίστη και την αφοσίωση του.

Όμως το μένος των Βουλγάρων δεν αμβλύνεται. Στις 12 Ιουνίου 1941 εκδιώκονται από την πόλη οι ιερείς Γ. Αβραμιάδης, Ιωάννης Κάππος και Παναγιώτης Χατζηθωμάς για να βρουν καταφύγιο στη Νιγρίτα.

Στις 22 Ιουνίου 1941, οδηγούνται στα κρατητήρια της ασφαλείας οι Αρχιμανδρίτες Συνέσιος Δημητριάδης και Ιγνάτιος Παπαμιχαήλ και ο ιερεύς Παπαγεώργιος Παπαμιχαήλ. Κατά την προηγηθείσα έρευνα στην οικία του τελευταίου, ο Βούλγαρος μοναχός Στέφανος Γκάρμπας, ο οποίος ελυμαίνετο την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χαστούκισε επανειλημμένως τον ιερέα και εξευτέλισε την κόρη του.

Στις 23 Ιουνίου 1941, ο αρχιμανδρίτης Δημήτριος Νικολαίδης οδηγείται στο βουλγαρικό Φρουραρχείο και ξυλοκοπείται ανηλεώς. Την ίδια τύχη έχει και ο ιερεύς Παπαδόπουλος Δημήτριος (Ευαγγελιστρίας) ο οποίος μετά την κακοποίηση του, εκδιώκεται από την πόλη. Βεβαίως, όσοι αναχωρούν με τον τρόπο αυτό, εξαναγκάζονται να υπογράφουν δήλωση δια της οποίας δηλώνουν ότι αναχωρούν οικειοθελώς. Οι «εκούσιοι εκπατρισμοί» αποτελούν καθημερινή πρακτική των Βουλγάρων.

Η χρήση ποικίλων μέσων προς εξαναγκασμό για αναχώρηση από τις Σέρρες είναι εξόχως ευρηματική. Επιβάλλουν είδος κεφαλικού φόρου σε όλους τους από ηλικίας 15 ετών και άνω και υποχρεώνουν τους άρρενες από ηλικίας 13 ετών να καθαρίζουν την πόλη.

Ο Δημοσθένης Μερτζεμένης και ο Μιχαήλ Κασάπης πέφτουν θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας. Ο πρώτος, αρνηθείς να υπογράψει δήλωση, δοκιμάζει ανήκουστα δεινά. Ο δεύτερος καλείται από δύο Βουλγάρους κομιτατζήδες να τους προσλάβει δια συμβολαιογραφικής πράξεως ως συνεταίρους του, άνευ καταβολής κάποιου τιμήματος, στον κινηματογράφο του. Ο Κασάπης καταγγέλλει τον εκβιασμό στο Γερμανό Διοικητή, ο οποίος τον παραπέμπει στις βουλγαρικές αρχές. Εκεί τον εξυβρίζουν σκαιότατα και του υπενθυμίζουν ότι εδώ στις Σέρρες, είναι πλέον Βουλγαρία. Αναγκάζεται τελικώς, με πλαστό διαβατήριο, να εγκαταλείψει τις Σέρρες. Στις 5 Ιουνίου 1941, συλλαμβάνονται οι ιατροί Ιπποκράτης Μακρής, Γεώργιος Κούζας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Ιωάννης Ζαχαρόπουλος, οι έμποροι Πέτρος Πετράκογλου, Ηλίας Σαραϊδάρης, Γεώργιος Μοιχός, Νικόλαος Καπανίκης, Αθανάσιος Παπατσάκης, Σάββας Κατσανός και ο αντιπρόσωπος του μονοπωλίου άλατος και πυρείων Γεώργιος Μαυραντζάς. Την επομένη, 6 Ιουνίου 1941, κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι συλληφθέντες θα μεταφερθούν στη Σόφια για να κρατηθούν ως όμηροι.

Η φήμη δε θα επιβεβαιωθεί. Οι συλληφθέντες ελευθερώνονται, πλην όμως υποχρεώνονται να εκπατριστούν εκουσίως.

Διατάσσονται όλοι οι εγκατασταθέντες στην πόλη από το έτος 1913 και εδώ παλαιοελλαδίτες να εγκαταλείψουν την πόλη μέχρι και την 24 Ιουνίου 1941, όπως και το έπραξαν. Καταρτίζουν επίσης κατάλογο με όλους τους μετά το 1922 εγκατασταθέντες πρόσφυγες εκ Πόντου, Θράκης και Μ. Ασίας με σκοπό να εκδιωχτούν.

Το οικογενειακό άσυλο παραβιάζεται ανά πάσα στιγμή από βουλγαρικές περιπόλους. Στις 9 Ιουνίου 1941, λοχαγός και δεκανεύς παραβιάζουν το άσυλο της οικογενείας του Αβραάμ Μαραγκού (συνοικισμός Αραμπατζή μαχαλά) και κακοποιούν τα μέλη της.

Ο Δημήτριος Πατίστας, διαχειριστής του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Σερρών, παραπέμπεται στο Στρατοδικείο Δράμας με την κατηγορία της μη παραδόσεως ενός μικροσκοπίου στη βουλγαρική διοίκηση του νοσοκομείου. Οι διαβεβαιώσεις του διευθυντή του νοσοκομείου, ότι ουδέποτε το νοσοκομείο είχε μικροσκόπιο, δεν πείθουν.

Στα φυλάκια του ποταμού Στρυμόνα, οι διερχόμενοι Έλληνες υφίστανται εξονυχιστικό έλεγχο και τους αφαιρούνται τιμαλφή, χρήματα και εμπορεύματα. Νύχτα εισέρχονται σε πολλά σπίτια για να κλέψουν και να αισχρουργήσουν σε βάρος γυναικών. Τη νύχτα της 9 Ιουνίου 1941, στη συνοικία Πυροβολικά, περίπολος εισβάλλει στην οικία Έλληνος (το όνομα δεν αναφέρεται για λόγους ευνόητους) και διακορεύει την κόρη, την οποία θαύμαζαν για το κάλλος της όλοι οι Σερραίοι.

Επιρρεπείς στις αφροδισιακές εκτροπές ασελγούν σε βάρος Ελληνίδων χωρίς ίχνος αιδούς. Η οικογενειακή τιμή και το οικογενειακό άσυλο για τους απογόνους του Κρούμμου είναι έννοιες άγνωστες. Ασύλληπτες οι ωμότητες των σε βάρος γυναικών και νεανίδων.

Δε διστάζουν δε και την αποθήκη Μαρούλη που χρησιμοποιείται ως αποθήκη ειδών του γερμανικού ιππικού να λαφυραγωγήσουν.

Όμως τους αντιλαμβάνεται Γερμανός αξιωματικός και τους εκδιώκει. Την επομένη, χωρίς αισχύνη, παραδίδουν τα κλοπιμαία στο Γερμανό αξιωματικό. Και ενώ έτσι κυλούν οι μέρες και οι μήνες της κατοχής, στις 24 Σεπτεμβρίου 1941, παρατηρείται στην πόλη ασυνήθιστη και περίεργη κίνηση αλλά και κάποια νευρικότητα. Καλούνται στο Διοικητήριο, όπου σήμερα στεγάζεται η Νομαρχία Σερρών, Βούλγαροι αξιωματούχοι και κομιτατζήδες, προς ενημέρωση και δράση.

Στο καφενείο του Σταύρου Καπιώτη (σήμερα στο κατάστημα αυτό στεγάζεται η επιχείρηση αθλητικών ειδών Βασιλείου Αγοραστού) επί της λεωφόρου Μεραρχίας, η οποία μετονομασθεί σε λεωφόρο Βόριδος του Α', ο νομάρχης συναντάται με Βουλγάρους διανοουμένους και επιχειρηματίες στους οποίους, αφού λέγει διάφορα γενικόλογα, καταλήγει με την ελληνικήν ρήση «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες».

Οι περιπολίες στην πόλη πυκνώνουν και οι κομιτατζήδες κυκλοφορούν οπλισμένοι. Κάποιοι εξ αυτών προκαλούν κι ασχημονούν. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, με κάθε μυστικότητα, όλες οι βουλγαρικές οικογένειες εξοπλίζονται.

Κάποιος από τους Βουλγάρους, που στο μεταξύ έχουν αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες, με μισόλογα τους συνιστούν να φύγουν ή να κρυφτούν, γιατί κάτι κακό προετοιμάζεται (ένας από αυτούς είναι και ο έμπορος Μπόνεφ).

Από το μεσημέρι της 29ης Σεπτεμβρίου 1941, την τήρηση της τάξεως στην πόλη αναλαμβάνει η Χωροφυλακή μετά των κομιτατζήδων και των εξοπλισθέντων Βουλγάρων υπαλλήλων και πολιτών οι οποίοι σχηματίζουν πολιτοφυλακή, καθ' όσον το μεγαλύτερο τμήμα του βουλγάρικου Στράτου αναχώρησε το πρωί της ίδιας μέρας για τη Δράμα. Ρυθμιστής της κατάστασης είναι ο Βοεβόντας Ρούπελη Γεωργίου.

Το μεσημέρι της 29ης Σεπτεμβρίου 1941, ο βόμβος βουλγάρικου αεροπλάνου διαταράσσει τη φαινομενική ησυχία. Το αεροπλάνο ρίχνει φακέλους για τις βουλγαρικές αρχές και εξαφανίζεται προς βορρά.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας καλούνται οι κάτοικοι να αναστείλουν τις εργασίες τους και να κλειστούν στα σπίτια τους. Η κίνηση και η οικονομικές δραστηριότητες αδρανούν τελείως. Οι Σερραίοι φοβισμένοι περιορίζονται στα σπίτια τους. Οι μόνοι που κινούνται στους δρόμους της πόλεως και πυροβολούν ασκόπως είναι οι οπλισμένοι Βούλγαροι. Χωρίς να προηγηθεί το παραμικρό έκτροπο, από πλευράς Ελλήνων, τη νύχτα της 29ης προς την 30η Σεπτεμβρίου 1941 βουλγαρικά ένοπλα τμήματα χτενίζουν την πόλη.

Καθ' όλη τη νύχτα ρίπτονται αθρόοι πυροβολισμοί καθιστώντας τη νύχτα για τους Σερραίους εφιάλτη. Κανείς δεν κοιμάται, όλοι λουφάζουν και περιμένουν, χωρίς να γνωρίζουν τι. Στο βουλγαρικό έλεος, δεν μπορούν να ελπίζουν. Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά, διακρίνοντας το φόβο στα πρόσωπα των γονέων τους, λουφάζουν κι αυτά αδιαμαρτύρητα στις αγκαλιές των μανάδων τους.

Και επιτέλους ξημερώνει και οι Σερραίοι άγρυπνοι, φοβισμένοι και κουρασμένοι από την περίεργη αναμονή, ειδοποιούνται να εξέλθουν των οικιών τους.

Η πόλη παίρνει το καθημερινό της χρώμα και την κίνηση. Όλοι πιστεύουν ότι επρόκειτο για κίνηση ρουτίνας. Γρήγορα διαψεύδονται. Στρατός, αστυνομία, κομιτατζήδες προβαίνουν σε συλλήψεις Ελλήνων, όπου κι αν τους βρουν. Σε καταστήματα, σπίτια, δρόμους.

Κύριο μέλημα τους η σύλληψη των διανοουμένων, των εμπόρων και των νεαρών Ελλήνων των επιδειξάντων κάποια ζωηρότητα. Οκτακόσιοι (800) Έλληνες Σερραίοι συλλαμβάνονται. Μεταξύ αυτών ούτε ένας αλλογενής εκ των κατοικούντων στην πόλη Αρμενίων, Εβραίων κ.τ.λ. Οι συλληφθέντες, αφού περάσουν από την ασφάλεια18 και τα αστυνομικά τμήματα, όπου υφίστανται διάφορους εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, χτυπηθούν ανηλεώς δια σίδηρου ελάσματος και τους αφαιρεθούν τα προσωπικά τους αντικείμενα και τιμαλφή, οδηγούνται στους στάβλους του στρατώνος ιππικού.

Οι συνθήκες φυλάξεως άθλιες και τραγικές. Στο δάπεδο η κοπριά υπό μορφή σκόνης, στην παραμικρή κίνηση σηκώνεται σύννεφο και η βρόμα που αναδύεται κόβει την αναπνοή. Κάθε λίγο και λιγάκι ξυλοδαρμοί με ρόπαλα, ειδικά κοντόξυλα. Χτυπούν και δέρνουν οι Βούλγαροι όποιον βρουν μπροστά τους μέχρι λιποθυμίας.

Η κράτηση στους στάβλους για κάποιους επωνύμους (ιατρούς, δικηγόρους κ.τ.λ.) και εύπορους εμπόρους διαρκεί μια νύχτα. Την επόμενη, αφού τους ξυλοκοπήσουν αγρίως, τους μεταφέρουν στα κρατητήρια της αστυνομίας.

Οι επιλεγέντες είναι δεκαοχτώ . Μεταξύ αυτών οι ιατροί Μιχαλόπουλος Ιωάννης, Παπαναστασίου Αλέξανδρος, ο δικηγόρος Γεώργιος Μόσχος, ο γεωπόνος Τικόπουλος Κωνσταντίνος, ο φαρμακοποιός Καφταντζής Ιάκωβος, ο επιχειρηματίας Μαρούλης Κωνσταντίνος, ο διευθυντής της τράπεζας Αθηνών Πετρίδης Ιωάννης και ο Αγγελίδης ... (ιατρός).

Στην αστυνομία τους ρωτούν αν γνωρίζουν το λόγο για τον οποίο κρατούνται. Απαντούν ότι τον αγνοούν. Ο διοικητής του τμήματος τους ανακοινώνει: «Μερικοί ανόητοι θέλησαν να δημιουργήσουν σε βάρος των Βουλγάρων σοβαρά ζητήματα, ευτυχώς όμως σε άλλους νομούς. Τιμωρήθηκαν όλοι σκληρώς. Σεις που έχετε επιρροή πάνω στους κατοίκους, ως προύχοντες, αναλαμβάνετε την ευθύνη για κάθε εχθρική κατά των Βουλγάρων πράξη που τυχόν θα εκδηλωθεί. Προς τούτο σας καλώ να υπογράψετε σχετική δήλωση. Ακολούθως θα μείνετε ελεύθεροι να μεταβείτε στα σπίτια σας».

Στην παρατήρηση των προυχόντων «πώς είναι δυνατόν να αναλάβουμε τέτοια ευθύνη για πράξεις ατόμων ανόητων», ο διοικητής τους απαντά «εν τοιαύτη περιπτώσει δε θα βγείτε από το κρατητήριο».

Οι προύχοντες κατόπιν αυτών αναγκάζονται να υπογράψουν τις δηλώσεις και η κράτηση τους παύει.

Αν και ελεύθεροι πια, παραμένουν κεκλεισμένοι στα σπίτια τους επί εικοσαήμερο.

Από το απόγευμα της Τετάρτης 1 Οκτωβρίου 1941, και ενώ συνεχίζονται οι συλλήψεις, κυκλοφορεί η φήμη ότι οι κρατούμενοι στο στάβλο θα σταλούν στη Βουλγαρία σε στρατόπεδα εργασίας.

Η φήμη δε θα επιβεβαιωθεί. Οι επανειλημμένες διαμαρτυρίες των Σερραίων προς το φρούραρχο Ήλιεφ, το διοικητή αστυνομίας Αγγέλωφ και το Δήμαρχο Ποπώφ εισακούονται.

Στην επιτροπή Σερραίων που επισκέπτεται το διοικητή της αστυνομίας Αγγέλωφ, για να διαμαρτυρηθεί για τα βασανιστήρια που υφίσταντο οι κρατούμενοι, ο Βούλγαρος αξιωματούχος λέγει: «Στη Δράμα, Βούλγαροι και Έλληνες Κουμουνιστές έκαναν επανάσταση. Έπρεπε να λάβουμε προληπτικώς κάποια μέτρα. Οι συλληφθέντες θα αφεθούν ελεύθεροι. Δε θα γίνει τίποτα πια. Ησυχάστε και πηγαίνετε σπίτια σας».

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι βουλγαρικές αρχές δεν οδηγούνται στο έγκλημα, κάτι το οποίο επιζητούσαν ο διοικητής ασφαλείας Κωστούρκωφ, ο αρχικομιτατζής Δασκάλωφ, όργανο της ασφαλείας, και οι συντάκτες της εφημερίδος «ΜΠΑΛΓΚΑΡΣΚΙ ΓΙΟΥΓΚ» (Βουλγαρικός Νότος) οφείλεται στην αντίδραση των Σερραίων, οι οποίοι κλείσθηκαν στα σπίτια τους με αποτέλεσμα να ατονήσει πλήρως η οικονομική δραστηριότητα, κάτι που στοίχιζε στο Βούλγαρο αξιωματούχο, έμπορο και τον κάθε επιχειρηματία.

Και αν για τους δεκαοχτώ προύχοντες κρατουμένους η λύτρωση ήλθε γρήγορα, για τους κρατούμενους στους στάβλους των στρατώνων Ιππικού, ο Γολγοθάς συνεχίζεται.

Άσιτοι και διψασμένοι επί τρεις μέρες και χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, αγωνιούν και αναμένουν. Την Τετάρτη από της συλλήψεως των ημέρα τους προσφέρεται λίγο νερό. Την πέμπτη λίγο ψωμί και αυτό μόνο σ' εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να το αγοράσουν από τους σκοπούς. Και επιτέλους από την έκτη μέρα επιτρέπεται στους κρατουμένους να δέχονται λίγη τροφή από τους συγγενείς τους.

Όμως οι συνθήκες κρατήσεως παραμένουν το ίδιο τραγικές. Αξύριστοι, ρυπαροί και ψειριασμένοι σύντομα εμφανίζουν διάφορες δερματοπάθειες, ψώρα κτλ. Ο ένας δίπλα στον άλλον αγωνιά και αναμένει την τύχη του. Η κράτηση για κάποιους διαρκεί δυο μήνες, για άλλους λιγότερο. Σταδιακά και κατ' ομάδες απολύονται εκ του δεσμωτηρίου των άπαντες.

Πάραυτα για κάποιους Σερραίους ο θάνατος καραδοκεί. Στη βουλγαρική ασφάλεια αφήνουν την τελευταία τους πνοή, υστέρα από ανελέητο ξυλοδαρμό, ο κρεοπώλης Κρυωνάς και οι Σύλας και Ιπποκράτης Γάλβας. Στην αυλή της οικίας του βρίσκει τραγικό θάνατο ο Μιχαήλ Μπακιρτζής και έξω από το χωριό Καμήλα βρίσκεται το πτώμα του Χρήστου Κεραμιδά.

Μετά τα γεγονότα αυτά οι Βούλγαροι επιβάλλουν στους Έλληνες βαρύτατες φορολογίες και δεν επιτρέπουν στους Έλληνες εμπόρους να προμηθεύονται εμπορεύματα από τα κρατικά (βουλγαρικά) πρατήρια με κουπόνια. Εκ του γεγονότος τούτου καταστηματάρχες, εστιάτορες, ζαχαροπλάστες, καφεπώλες κ.τ.λ. αναγκάζονται να προσλάβουν ως συνεταίρους Βουλγάρους, οι οποίοι και την ειδικότητα δε διέθεταν και το σχετικό κεφάλαιο δεν προσέφεραν.

Ο δήμαρχος Ποπώφ εξαιτίας των παρεμβάσεων του, οι οποίες συνίσταντο στην άρση των μέτρων διώξεως και κρατήσεως, κατηγορείται για φιλελληνισμό. Αργότερα θα αντικατασταθεί και θα προσαχθεί ενώπιον του στρατοδικείου προκειμένου να λογοδοτήσει για τα φιλελληνικά του συναισθήματα.

Ο Ποπώφ δεν ήταν φιλέλλην βεβαίως. Απλώς, ως πολιτικός, έβλεπε μακρύτερα. Πίστευε πως μπορούσε να αλώσει την ελληνική ψυχή δια μέτρων συμφιλιώσεως.

Άλλωστε δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι οι Βούλγαροι, όταν εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια, διακήρυξαν ότι έρχονται στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ως απελευθερωτές.

Στις 19 Νοεμβρίου 1941, ο Στυλιανός Κοκκινογένης του Γεωργίου, με κάποιον φίλο του αγνώστων στοιχείων, συναντούν τους δήμιους τους και το θάνατο.

Τη ζεστή εκείνη φθινοπωρινή μέρα ομάδα Βουλγάρων κομιτατζήδων μεθοκοπά στο καφενείο «Η ΕΝΩΣΙΣ» του Ρουστάνη Αλκιβιάδη,

επί της λεωφόρου Μεραρχίας. Η συντροφιά βρίσκεται σε ευθυμία. Τραγουδά βουλγαρικά τραγούδια και αφιονίζεται. Τα κείμενα της εφημερίδος «Μπαλγκαρσκι Γιουγκ», τα οποία καλούν τους κομιτατζήδες να «καθαρίσουν το βουλγαρικό έδαφος από το ελληνικό μίασμα» κάνουν καλά τη δουλειά τους. Μεθυσμένοι και εν πατριωτική εξάψει, εξέρχονται του καφενείου. Λίγα μέτρα πιο κάτω διακρίνουν εντός του φωτογραφείου του Γεωργίου Κοκκινογένη (όπου σήμερα βρίσκεται ο 1ος Παιδικός Σταθμός του Δήμου Σερρών, επί της οδού Μεραρχίας) δυο άτομα νεαράς ηλικίας. Πρόκειται για το Στυλιανό Κοκκινογένη, ηλικίας 21 ετών, επαγγέλματος ζαχαροπλάστη, και το νεαρό φίλο του, αγνώστων στοιχείων.

Οι κομιτατζήδες υποχρεώνουν τους νεαρούς να τους ακολουθήσουν. Κατά σύμπτωση, τη λεωφόρο Μεραρχίας κατεβαίνει με το κάρο του κάποιος Βούλγαρος. Επί του κάρου πλέον όλοι τους, κατευθύνονται, προς το Σκουτάρι, προς συνάντηση φίλου τους βουλγαρίζοντος. Του αγροφύλακος του χωρίου, ενός αδίστακτου, πλιατσικολόγου και περιώνυμου δολοφόνου και βιαστή.

Τα ίχνη των νεαρών από τη μέρα εκείνη χάνονται για πάντα. Στη ληξιαρχική πράξη, η οποία συντάχθηκε το 1945, ως αιτία θανάτου καταχωρείται: «εξηφανίσθη υπό των Βουλγάρων».

Το τραγικό για τους κατοίκους και για την πόλη των Σερρών εκείνο δεκαήμερο, 29/9 έως 10/10/1941, λαμβάνουν χώρα και άλλες βαρβαρότητες. Σε βάρος της ιστορίας, του πολιτισμού, της ιστορικής μνήμης και της θρησκείας των κατοίκων της πόλεως. Τις προτομές και τους ανδριάντες των Μακεδονομάχων, όπως και την προτομή του ήρωος της Επαναστάσεως του 1821, Εμμανουήλ Παπά, αρχιστρατήγου των Μακεδονικών Δυνάμεων, τις καταστρέφουν.

Το έξοχο και περικαλλές Ηρώο της Μεραρχίας στο Πάρκο του σιδηροδρομικού σταθμού, το οποίο φιλοτέχνησε ο μεγάλος Έλληνας γλυπτής Γεώργιος Δημητριάδης, εις μνήμην όσων αγωνίστηκαν στις νικηφόρες εναντίον των Βουλγάρων μάχες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, το υπονομεύουν και το ανατινάσσουν.

Βάνδαλες είναι οι πράξεις των Βουλγάρων και σε βάρος των μοναχών και των κειμηλίων της Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Να πώς περιγράφει ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Παπαμιχαήλ στην προς το Υπουργείο Οικονομικών «δήλωση ζημιών εκ πολέμου» (Πηγή: Γενικά Αρχεία του Κράτους- Παράρτημα Σερρών).

Αμέσως μετά την είσοδο των Βουλγάρων στις Σέρρες και την εγκατάσταση των βουλγαρικών αρχών, στην Ιερά Μονή, κατ' επιταγήν του Βουλγάρου Μητροπολίτη, μεταβαίνει ο αντιπρόσωπος του, Βελήκ Καρατζώφ. Έργο του η διαρπαγή και η σύληση της Μονής.

Ολίγον αργότερα εμφανίζεται στην Ιερά Μονή ο Βούλγαρος μοναχός Στέφανος Γκάρμπας, συνοδευόμενος υπό αποσπάσματος χωροφυλακής, προς αντικατάσταση του ηγουμένου Αρχιμανδρίτη Ιγνατίου Παπαμιχαήλ.

Αρνηθείς ο ηγούμενος την παράδοση της Μονής οδηγείται στα κρατητήρια και στη συνέχεια εκδιώκεται εκ της πόλεως. Μετά από λίγες ημέρες αναγκάζεται να ακολουθήσει τον Ηγούμενο και ο Μοναχός Βικέντιος. Τον Οκτώβριο του 1941, συστήθηκε στις Σέρρες επαρχιακό δικαστήριο. Μέχρι τότε οι Σέρρες υπήγοντο στη δικαιοδοσία του περιφερειακού δικαστηρίου Φιλιππουπόλεως και Κήρτζαλη. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε στις Σέρρες και η πρώτη στρατιωτική διοίκηση η οποία συμπεριλάμβανε τις περιοχές Ζίχνης -Σερρών -Σιδηροκάστρου.

Μετά τα δραματικά γεγονότα της Δράμας και τα όσα ακολούθησαν, οι Βούλγαροι για να ενισχύσουν και θωρακίσουν το βουλγαρικό στοιχείο που συναθροίζετο σταδιακά στις Σέρρες, ιδρύουν επισήμως την παραστρατιωτική ομάδα «Σύλλογος Εφέδρων Αξιωματικών» και «Εφέδρων Υπαξιωματικών», προς τρομοκράτηση του ελληνικού στοιχείου με κάθε μέσο.

Προς το σκοπό προσηλυτισμού, με τις ευλογίες του Υπουργείου Εσωτερικών και Εκπαίδευσης, συνιστούν την οργάνωση «Εθνική Βουλγαρική Λέσχη» και τη νεανική οργάνωση των «Μπράννικι» (Υπερασπιστών).

Το Νοέμβριο του 1941, ιδρύουν στις Σέρρες το πρώτο στην κατεχόμενη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη αθλητικό σωματείο, με πρωτοβουλία υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης υπό την προστασία του Βουλγάρου Δημάρχου Σερρών Ζελιάζκο Στόινοφ, ο οποίος ήταν και πρόεδρός του.

Για τη πνευματική καθοδήγηση των Σερραίων, επιστρατεύεται ο διευθυντής της εφημερίδας «Μπαλγκάρσκι Γιουγκ» (Βουλγαρικός Νότος). Δια των στηλών της προπαγανδίζει πέραν των άλλων και σκοπούς αυτονομιστικούς, όπως και η «Αδελφότητα της οργάνωσης Ίλιντεν», τόσο εναντίον του ελληνικού στοιχείου όσο και των Βουλγάρων εποίκων που δεν έχουν καταγωγή από την περιοχή.

Το Σεπτέμβριο του 1942 οι καπνεργάτες που εργάζονταν στα καπνομάγαζα της πόλεως απολύθηκαν. Σ' αυτούς παραγγέλθηκε αν επιθυμούν να συνεχίσουν την εργασία τους να δηλώσουν, εντός τριών ημερών, ότι είναι Βούλγαροι, οπότε και θα επαναπροσληφθούν στην εργασία τους.
Το σύνολο σχεδόν των καπνεργατών απέρριψε το τελεσίγραφο, δηλώνοντας ότι παραμένουν Έλληνες και ότι προτιμούν να πεθάνουν από την πείνα. Τους γνωστοποιήθηκε ότι δεν έχουν καμία θέση ως Έλληνες στη Βουλγαρία. Πάραυτα οι καπνεργάτες δεν απαρνήθηκαν τον Ελληνισμό.

Με σκοπό την πολεοδομική αναμόρφωση της πόλεως και εκτέλεση εξωραϊστικών και ρυμοτομικών παρεμβάσεων, κατεδαφίζουν είκοσι κτίρια, χωρίς να αποζημιώσουν τους ιδιοκτήτες των.

Ο έπαρχος Σερρών γνωρίζοντας ότι οι Έλληνες που εγκατέλειπαν την πόλη και την επαρχία Σερρών εγκαθίσταντο στη Νιγρίτα ή πλησίον της συνοριακής γραμμής (βουλγαρικού-γερμανικού τομέως) πρότεινε στο Υπουργείο Εσωτερικών και αυτό στις γερμανικές αρχές να μην επιτρέπουν την εγκατάσταση Ελλήνων στη μεθόριο, αλλά να προωθούνται στο εσωτερικό της Ελλάδος. Στόχος τους να περιορίσουν στο ελάχιστο την επιθυμία επιστροφής των Ελλήνων που «μετανάστευσαν».

Ο έπαρχος Σερρών δεν περιορίζεται στα ανωτέρω. Προτείνει κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων σε πλάτος 20-30 χιλιομέτρων να εγκατασταθούν καλοί Βούλγαροι πατριώτες, ως αντίβαρο στον ελληνισμό.

4.553 οικογένειες εκ Βουλγαρίας, υπέβαλαν αιτήσεις προς μετανάστευση τους στις Σέρρες. Στο πλαίσιο αυτού του εποικισμού εγκαταστάθηκαν στη διοικητική περιφέρεια Σερρών 18.775 Βούλγαροι. Στις Σέρρες εγκαταστάθηκαν 6.344 Βούλγαροι έποικοι.

Η κατάσταση στη Μακεδονία το 1943
Από την άνοιξη του 1943 είχε αρχίσει να φαίνεται η κατάρρευση της Ιταλίας και από τις αρχές Ιουλίου είχε ξεκινήσει η απόβαση των Συμμαχικών δυνάμεων στη Σικελία. Στις 14 Ιουλίου 1943 δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο ανακοίνωση των γερμανικών αρχών στην οποία αναφέρονταν ότι παραχωρούνταν η «από στρατιωτικής απόψεως ασφάλειαν στην περιοχή ανατολικά του Αξιού» στις βουλγαρικές δυνάμεις λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στα πολεμικά μέτωπα και «εξαιτίας της πληγής των ανταρτών». Επίσης σημειώνονταν ότι τη διοίκηση «εις τα υπό των βουλγαρικών στρατευμάτων μέλλοντα να καταληφθούν τμήματα της χώρας» θα είχαν Γερμανοί διοικητικοί υπάλληλοι και η Γερμανική αστυνομία ενώ γινόταν αναφορά ότι δεν θα υπήρχε καμία μεταβολή στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και ότι στην εν λόγω περιοχή θα παρέμεναν σε ισχύ η ελληνική νομοθεσία και τα διοικητικά μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης. Από την επέκταση των αρμοδιοτήτων των βουλγαρικών δυνάμεων στην κεντρική Μακεδονία εξαιρέθηκαν η Θεσσαλονίκη και περιοχές γύρω από την πόλη καθώς και οι τρεις χερσόνησοι της Χαλκιδικής. Εντωμεταξύ στις αρχές Ιουλίου 1943 η 7η Βουλγαρική Μεραρχία Πεζικού είχε ήδη εισβάλλει στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού και είχε αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα υπό τις διαταγές του Γερμανού Διοικητή Θεσ/νίκης –Αιγαίου. Ενάντια στην παρουσία βουλγαρικών στρατευμάτων στην κεντρική Μακεδονία έγιναν διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Στις 8 Ιουλίου έγινε μεγάλη διαδήλωση στη συνοικία της Επταλόφου στη Θεσσσαλονίκη, ενώ τις επόμενες μέρες έγιναν διαδηλώσεις στο Κιλκίς, στην Έδεσσα, στην Αριδαία αλλά και νοτιότερα μέχρι και στην Καλαμάτα. Στις 22 Ιουλίου 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα γενική απεργία και διαδήλωση υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ, στην οποία πήραν μέρος περισσότερα από 100.000 άτομα, ενάντια στην προοπτική επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στο μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 15 άνθρωποι ενώ περισσότεροι από 50 τραυματίστηκαν.

Ο Αλέξανδρος Σβώλος κατά την περίοδο 1941–1943, διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Μακεδόνων και Θρακών και συνέταξε υπομνήματα προς τις γερμανικές Αρχές Κατοχής καταγγέλλοντας τις ωμότητες των Βουλγάρων κατά των πληθυσμών των δύο αυτών περιοχών.

Στα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου 1943 εκατόν είκοσι (120) περίπου Σερραίοι, διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων, υπό το πρόσχημα ότι λαμβάνουν κρυφίως γνώση κυκλοφορούντος δελτίου ραδιοφωνικών νέων συλλαμβάνονται. Αφού κρατηθούν για λίγο και απειληθούν, αφήνονται ελεύθεροι.

Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Μαρτίου 1943, το φάσγανο του θανάτου, το οποίο δεν είχε κορεσθεί από ελληνικό αίμα, στράφηκε προς το εβραϊκό.

Οι νομοθετικές διατάξεις «για την προστασία του έθνους» του 1941 (Φ.Ε.Κ. 16/26-1-1941) και ο Νόμος «περί βουλγαρικής υπηκοότητας» της 10/6/1942, ετέθησαν σε ισχύ και στις περιοχές που περιήλθαν στη Βουλγαρία μετά τον Απρίλιο του 1941.

Το καλοκαίρι του 1941 τα οικονομικά μέτρα, που ίσχυαν στη Βουλγαρία για τους Βουλγάρους Εβραίους, τίθενται σε ισχύ και για τους Εβραίους των «νέων εδαφών».
Η Εθνική Τράπεζα των Σερρών κατά τη βουλγαρική κατοχή.

Μετά δε τη συνδιάσκεψη του Wannsee (27-1-1942), στην οποία αποφασίστηκε η τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος, ο κλοιός περισφίγγει την εβραϊκή κοινότητα των Σερρών ακόμη περισσότερο. Το κίτρινο αστέρι στο στήθος και η ξεχωριστή κίτρινη ταυτότητα, δηλωτικά της εβραϊκής καταγωγής, επιβάλλονται και στους Εβραίους της πόλεως, αφού προηγουμένως επιβλήθηκε γενική καταγραφή τους με προσωπική παρουσίαση και κατάθεση προσφάτου φωτογραφίας.

Τον Ιανουάριο του 1943, ο Θήοντορ Ντάννεκερ, επικεφαλής των ομάδων θυέλλης, ειδικός απεσταλμένος του Άντολφ Άιχμαν επισκέπτεται τη Σόφια. Η βουλγαρική κυβέρνηση του ζήτησε να της παράσχει την εμπειρία του ως ειδικού επί του εβραϊκού ζητήματος.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1943, Ντάννεκερ και Γκαμπρόφσκι συμφωνούν ο εκτοπισμός των Εβραίων να αρχίσει από του Εβραίους της Διοικήσεως του Αιγαίου και των Διοικήσεων των Σκοπίων, Μοναστηρίου και Πιρότ.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1943 το βουλγαρικό Υπουργικό Συμβούλιο αποδέχεται πλήρως τις εισηγήσεις του Βουλγάρου Επιτρόπου Εβραϊκών υποθέσεων Αλεξάντερ Μπέλεφ για τον εκτοπισμό των Εβραίων.

Στις 22 Φεβρουαρίου οι Ντάννεκερ και Μπέλεφ υπογράφουν επισήμως τη συμφωνία για τον εκτοπισμό των Εβραίων στις ανατολικές γερμανικές χώρες. Έτσι τα ξημερώματα της 4ης Μαρτίου 1943 ο συνοικισμός Προφήτη Ηλία, όπου κατοικούσαν οι Σερραίοι Εβραίοι, περικυκλώνεται από βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις. Βουλγαρικές ομάδες στελεχωμένες από αξιωματικούς της αστυνομίας, με τους καταλόγους ανά χείρας, συλλαμβάνουν τις εβραϊκές οικογένειες και σφραγίζουν τα σπίτια τους «Η κυβέρνηση για την ασφάλεια σας διέταξε τη μεταφορά σας, προσωρινά, στο εσωτερικό της χώρας».

Το πρωί της 4ης Μαρτίου 1943, βρίσκει του Εβραίους μαντρωμένους στην καπναποθήκη Μαρούλη, η οποία είχε ετοιμαστεί ως προσωρινό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τις επόμενες ημέρες οι Εβραίοι της πόλεως και της Ν. Ζίχνης μεταφέρονται σιδηροδρομικώς σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπλαγκόεβγκραντ και από εκεί, στις 18 και 19 Μαρτίου, στο Λομ. Εκεί τους καθησυχάζουν λέγοντας τους ότι πρόκειται να τους μεταφέρουν στην Παλαιστίνη από λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Η αξιοπρεπής συμπεριφορά των Βουλγάρων και το προηγμένο συσσίτιο πείθει τους Εβραίους προς τούτο. Γι' αυτό και υποδεικνύουν μια τέλεια υποταγή και παραίτηση.

Στις 20-21 Μαρτίου 1943 αντί της Παλαιστίνης, δια πλοιαρίων μέσω του ποταμού Δουνάβεως, μεταφέρονται στο Κάτοβιτς της Πολωνίας.

Κάτω από την επίβλεψη του Ντάννεκερ, η κορύφωση του δράματος σε λίγες μέρες είναι γεγονός. Από το Κάτοβιτς στην Τρεμπλίνκα, όπου και εξολοθρεύονται άπαντες.

Και την ώρα που ολοκληρώνεται η σφαγή των Εβραίων και το ελληνικό αίμα ποτίζει το βουλγαρικό φάσγανο, η αρμενική μειονότητα που βρήκε στις Σέρρες, όπως και στην υπόλοιπη κατεχόμενη από τους Βουλγάρους Ελλάδα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, καταφύγιο, διεκδίκησε τη θέση των εκτοπισθέντων Εβραίων στον τομέα του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Άλλωστε, από την πρώτη μέρα της κατοχής, είχαν αποδειχτεί οι Αρμένιοι φίλοι και άριστοι συνεργάτες των Βουλγάρων και δια τούτο απολάμβαναν προνομίων και πλήρους ελευθερίας.

Η κινητή και η ακίνητη περιουσία των Εβραίων, τις επόμενες του εκτοπισμού τους ημέρες, αποτέλεσαν αντικείμενα διαρπαγής Βουλγάρων, Αρμενίων και λίγων συνεργαζομένων Ελλήνων. Τα είδη νοικοκυριού και τα χωρίς ιδιαίτερη αξία αντικείμενα πωλούνται σε πλειστηριασμούς κάτω από εξευτελιστικές συνθήκες. Να πώς περιγράφει ο Εβραίος Αλμπέρτος Ιωσήφ Φουμιτέν (ένας εκ των διασωθέντων του Πογκρόμ) την προς το Υπουργείο Οικονομικών «δήλωση ζημιών εκ πολέμου».

Γενικά Αρχεία του Κράτους- Παράρτημα Σερρών.

Στις 27 Απριλίου 1942, ο βασιλιάς Βόρις Γ (1894-1943) επισκέφθηκε τις Σέρρες. Στην υποδοχή του παρευρέθησαν ελάχιστοι Σερραίοι. Η εικόνα του οικειοθελώς προστρέξαντος Σερραίου να κρατήσει τον αναβολέα (το σιδερένιο κρίκο που κρέμεται από τη σέλα και που πατά ο ιππέας για να ανεβεί) του αλόγου του Βασιλέως Βόριδος Γ' για να ιππεύσει αυτός, παραμένει ανεξίτηλη στη μνήμη των ελαχίστων εκείνων, ολίγων περιέργων Σερραίων, που εκ του μακρόθεν παρακολουθούσαν τα δρώμενα.

Το μετακατοχικό ελληνικό κράτος ψάχνοντας λαϊκά ερείσματα, πρακτικές σαν κι αυτές θα τις επιβραβεύσει και θα τις αμνηστεύσει. Η ηθική και εθνική κατάπτωση του ανωτέρω και των ομοίων τους θα αποτελέσει αντικείμενο αντιπαροχής τούτων με το επίσημο κράτος. Το κράτος θα τους αμνηστεύσει και αυτοί, αφού ενδυθούν τη λεοντή του Εθνικόφρονος, θα καταστούν μίσθαρνα όργανα του, αναλαμβάνοντας κρατικά αξιώματα. Βεβαίως θα εμφανισθούν και ως απηνείς διώκτες κάθε αριστερού ή προοδευτικού πολίτη.

Την 1 Μαΐου 1943 ξεκίνησε από τις βουλγαρικές αρχές απογραφή πληθυσμού της πόλεως και των περιχώρων. Για τον λόγο αυτό καταρτίσθηκαν επιτροπές κατά τομείς, οι οποίες περιήρχοντο στις οικίες. Το ερωτηματολόγιο ήταν το ακόλουθο: α) Πόσα μέλη έχει η οικογένεια, ονοματεπώνυμο εκάστου, ηλικία και επάγγελμα, β) Εάν υπάρχουν τέκνα ή συγγενείς διαμένοντες στην Ελλάδα, που και ποιες οι διευθύνσεις τους, γ) Ποια υπηκοότητα έχουν και ποια θα αποκτήσουν και δ) εάν θα παραμείνουν στον τόπο της σημερινής διαμονής ή θα εγκαταλείψουν τούτον.

Οι περισσότεροι των κατοίκων δήλωσαν ότι είναι Έλληνες και παραμένουν Έλληνες. Πάραυτα οι βουλγαρικές επιτροπές ανέγραψαν για τους περισσοτέρους ψευδώς στις δηλώσεις και ιδιαιτέρως για τους έχοντες αδύνατον χαρακτήρα ότι θα παραμείνουν Βούλγαροι.

Στις 9 Μαΐου 1943 και κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες συνελήφθη από τις βουλγαρικές αρχές ο έμπορος Βασίλειος Ζαρκές, υπό το πρόσχημα κουμουνιστικής δράσεως και ενεκλείσθη στο κρατητήριο του Τμήματος Ασφαλείας. Το πρωί της ίδιας ημέρας για τον αυτό λόγο συνελήφθησαν περί τα σαράντα άτομα τα οποία και κακοποιήθηκαν.

Το τρίτο δεκαήμερο του μηνός Ιουνίου 1943 ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Φίλωφ, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Εμπορίου, το Γενικό Διοικητή Θράκης και ανωτέρους υπαλλήλους, επισκέφθηκαν τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης: Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη. Το βουλγαρικό κλιμάκιο δέχθηκε επιτροπές Βουλγάρων πολιτών και Ελλήνων. Ιδού πως περιγράφεται η επίσκεψη του Βουλγάρικου κλιμακίου στις Σέρρες και τις λοιπές πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης δια του αρ. πρωτ. Α.Π. 8531/10-7-1943 εγγράφου του Τμήματος Β' του 11ου Γραφείου του Γ.Ε.Σ.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΙΙν (Γ.Ε.Σ.) ΤΜΗΜΑ Β’.
(Αριθ. πρωτ. ΑΠ. 8531/10-7-43).
ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑΙ ΕΠΑΡΧΙΑ
«Περί της περιοδείας τον Προέδρου της βουλγ. Κυβερνήσεως εις Ανατολικήν Μακεδονίαν και Θράκην».

Κατά το 3ον δεκαήμερον του μηνός Ιουνίου ε.ε., ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Φίλωφ, συνοδευόμενος υπό του Υπουργού του Εμπορίου, τον Γενικού Διοικητού Θράκης και ανωτέρων υπαλλήλων, περιήλθον τας πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης: Σέρρας, Δράμαν, Καβάλλαν, Ξάνθην και Αλεξανδρούπολιν. Επί της περιοδείας ταύτης εγνώσθησαν ημίν τα κάτωθι:

Εις απάσας τας ανωτέρω πόλεις εδέχθη επιτροπάς Βουλγάρων πολιτών και Ελλήνων τοιούτων. Εν εκάστη πόλει πρώτον εδέχετο τας Επίτροπος των Βουλγάρων, προς τας οποίας είναι άγνωστον τί συνέστησεν. Αι γενόμεναι παρ' αυτού δεκταί εις ακρόασιν επιτροπαί των Ελλήνων συνεκροτήθησαν εκ προσώπων της εκλογής των Διοικητών Ασφαλειών εκάστης πόλεως, οίτινες κατά την συγκρότησιν τούτων συνιστών εις τα μέλη τούτων ν’ αποφύγωσι την διατύπωσιν παραπόνων και καταγγελιών των διαφόρων παρεκτροπών των οργάνων Διοικήσεως και Ασφαλείας.

Αι επιτροπαί ωδηγούντο εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως Φίλωφ υπό συνοδείαν αυτού τούτου του Διοικητού Ασφαλείας φυσικά ίνα αποτραπή πάσα δυνατή συνεννόησις μεταξύ των μελών των Επιτροπών προ της εισόδου των εις το Γραφείον του πρωθυπουργού, δεδομένου ότι ωδηγούντο εις τον προθάλαμον αυτού υπό οργάνων της ασφαλείας εκ των οικιών των ή των εργασιών των και εκεί επληροφορούντο ότι πρόκειται ν’ αποτελέσωσι μέλη Επιτροπής.

α) Η Επιτροπή Σερρών απετελέσθη εκ των: 1) Ευαγγέλου Καμπούρη (υφασματεμπόρου, διατηρούντος και ήδη κατάστημα), 2) Τηλεμάχου (διατηρούντος χρυσοχοείον), 3) Ιατρού Τσάμη (μη εξασκούντος το ιατρικόν επάγγελμα), 4) Κων/τίνου Περδικάρη (διατηρούντος Ανθρακωρυχείον εν ενεργεία).

Ο κ. Φίλωφ, ηρώτησε την Επιτροπή αν είναι ευχαριστημένος ο ελληνικός πληθυσμός από την Βουλγαρικήν Διοίκησιν ή έχει παράπονα και συγκεκριμένως ποία. Εις την ερώτησιν ταύτην εδόθησαν αι εξής απαντήσεις:

Ο Ευάγγελος Καμπούρης, εδήλωσεν ότι είναι ευχαριστημένος και ότι ουδέν παράπονον κατ’ ουδενός έχει να διατύπωση.

Ο ιατρός Τσάμης επεμβάς είπεν ότι βέβαια είναι ευχαριστημένος αλλά δεν δύναται να ζήσωσιν αφ' ενός διότι δεν επιτρέπεται εις τους Έλληνας η εργασία και αφ' ετέρου διότι γίνεται διάκρισις εις το ζήτημα του επισιτισμού μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων εις βάρος των πρώτων. Ο κ. Φίλωφ κατόπιν τούτων ετόνισεν: «αυτά μόνον είναι τα παράπονα σας» και υπεσχέθη ότι το ζήτημα της διακρίσεως των τροφίμων θα τακτόποιηθή. Διέταξε άμα να επιτραπή να εργασθώσιν οι ιατροί αμέσως, περιορίσας το ζήτημα της ανεργίας των Ελλήνων μόνον εις τους ιατρούς (2-5 κατά πόλιν). Πράγματι από της ιδίας ημέρας επετράπη η εξάσκησις τον ιατρικού επαγγέλματος εις τους Έλληνας ιατρούς.

β) Η Επιτροπή Καβάλλας απετελέσθη κατά τον ίδιον τρόπον από τον ιατρόν Ιωάννην Οικονομίδην (εξασκούντα το επάγγελμα …….), φαρμακοποιόν Βασιλειάδην (διατηρούντα φαρμακείον) ιδιοκτήτην Ταβέρνας (πρώην Κανάριν Βιολέτταν, πλουτήσαντα ήδη τα μέγιστα ως ποτοποιού, λόγω συνεργασίας μετά Βουλγάρου) και από έμπορον τίνα διατηρούντα κατάστημα του οποίου το ονοματεπώνυμον δεν εγνώσθη εισέτι.

Η ως άνω επιτροπή διετύπωσε τα αυτά ως και η Επιτροπή Σερρών παράπονα και έλαβε τας ιδίας υποχρεώσεις του κ. Προέδρου. Παρ' όλα όμως αυτά, την επομένην της αναχωρήσεως του η Αγορανομία Καβάλλας απηγόρευσε την πώλησιν γάλακτος και γιαουρτιού εις τους Έλληνας.

γ) Η επιτροπή Δράμας (5μελής) συνεκροτήθη κατά τον ίδιο τρόπον υπό του Διοικητού Ασφαλείας Δράμας και διατύπωσε τα αυτά περίπου παράπονα και έλαβεν επίσης τας αυτάς διαβεβαιώσεις του κ. Φίλωφ.

δ) Η Επιτροπή Ξάνθης απετελέσθη κατά τον αυτόν τρόπον ως άνω εκ των 1) Καπνεμπόρου Χριστίδου, 2) Ποτοποιού Σαρακέλου, 3) Ιατρού Καραμπέτσου και 4) Υφασματεμπόρου Οικονόμου.

Αύτη διετύπωσεν επίσης τα αυτά παράπονα προσθέσασα επί πλέον το παράπονον διά το κλείσιμον των καταστημάτων και των επιχειρήσεων των Ελλήνων. Ο κ. Πρωθυπουργός διαβεβαίωσεν την εν λόγω Επιτροπήν ότι όλα αυτά θα διορθωθώσι και ότι εις το μέλλον ουδεμία διάκρισις Ελλήνων και Βουλγάρων θα υπάρχη.

ε) Η Επιτροπή Κομοτινής, εκ των 1) Σοφοκλήν Κομνηνόν (πρώην Δήμαρχον) 2) Σπύρον Μόλλαν, 3) Κων/νον Ιωαννίδην και 4) Χ. Αναστασίου (συμβολαιογράφον).

Υπό της Επιτροπής ταύτης διατυπώθησαν παράπονα μόνον διά την διάκρισιν της τροφής, δοθείσης επίσης απαντήσεως ταχείας διευθετήσεως.

Εκ των ανωτέρω πληροφοριών συνάγεται ότι η αμέσως επιτευχθείσα βελτιώσεως της καταστάσεως του Ελληνικού πληθυσμού είναι η δοθείσα εις όλας τας πόλεις της Δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας.

(Αριθ. ΕΠ. 1851/2-7-43.Γ.Δ. Μακεδονίας. Π/Β’. Α.Π 8531/10-7-43).

Στις 28 Αυγούστου 1943, η είδηση του θανάτου του βασιλέως Βόριδος του Γ’ διατρέχει την πόλη. Σερραίοι βουλγαρίζοντες, κατόπιν εντολής των βουλγαρικών αρχών μεταβαίνουν στη Σόφια μεταφέροντες φούχτα σερραϊκής γης προς εναπόθεση της στο νεκρικό προσκεφάλι του βασιλέως.

Η κατάπτυστη ενέργεια και φράση: «προσκυνώ τη σορό σου βασιλιά μου και εναποθέτω στο προσκεφάλι σου μια χούφτα χώμα από τη σερραϊκή γη», μεγαλοσχήμονος προύχοντα της πόλεως, ο οποίος στη μετακατοχική Ελλάδα θα αναρριχηθεί σε ύπατα αξιώματα, προσβάλλει μέχρι και σήμερα τη συντριπτική πλειονότητα των Σερραίων που κράτησαν -ψηλά τη σημαία και το φρόνημα του ελληνισμού, επιλέγοντας συνειδητά τις κακουχίες, τα στρατόπεδα εργασίας, τους εξευτελισμούς και το θάνατο.

Στα χρόνια που ακολουθούν, δεκάδες Σερραίοι από την πόλη και τα χωριά του νομού ή άλλοι ξενομερίτες θα συλληφθούν για να αποσταλούν στο Ιστίπ της βουλγαροκρατούμενης Σερβίας ή για να καταταγούν στα τάγματα εργασίας προς εκτέλεση διαφόρων έργων και εργασιών στη Βουλγαρία. Κάποιοι εξ αυτών δε θα γυρίσουν ποτέ.

Κατά παράβαση του άρθρου 52 της συμβάσεως της Χάγης (IΝ, 1907) για το δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου, οι Έλληνες υφίστανται τον εξευτελισμό της προσωπικής εργασίας. Την άνοιξη κάθε έτους της βουλγαρικής κατοχής, νέοι Έλληνες των κλάσεων 1942-1943 επιστρατεύονται από το βουλγαρικό στρατό και στέλνονται στη βουλγαροκρατούμενη Γιουγκοσλαβία (Κουμάνοβο) και στη Βουλγαρία (Σβίλεγκραντ, Κιουστεντίλ, Δούναβη), για να εργασθούν σε έργα κατασκευής δρόμων, σιδηροδρόμων αλλά και αγροτικές εργασίες.
5 Μαίου 1941.Έλληνες αξιωματικοί αιχμάλωτοι Γερμανών σε στρατόπεδο συγκεντρώσεων στις Σέρρες.

Η κατοχή της πόλεως συνεχίζεται και μαζί της το μάτωμα των Ελλήνων. Παρατίθενται στη συνέχεια τα ονοματεπώνυμα των φονευθέντων αλφαβητικώς και ουχί κατά χρονολογία για λόγους οικονομίας:

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, εντός του αστυνομικού τμήματος, θανατώθηκε ο Λεωνίδας Αγγελάκης του Γεωργίου, ηλικίας τότε 38 ετών, έμπορος ελαίου, κάτοικος Σερρών.

Στις 28 Μαΐου 1944, στις φυλακές Σερρών, συνεπεία ξυλοδαρμού και κακώσεων υπό των Βουλγάρων, αφήνει την τελευταία του πνοή ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, ηλικίας 35 ετών, παντοπώλης, κάτοικος Πενταπόλεως.

Στις 13 Φεβρουαρίου 1944, στην πόλη των Σερρών θανατώθηκε υπό των Βουλγάρων, ο Γεώργιος Αράπογλου του Χαραλάμπους, κάτοικος Νέας Μπάφρας.

Τον Οκτώβριο του 1942, στις Σέρρες, συνεπεία ανήλεους ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, χάνει τη ζωή του ο Αυγερινός Αυγερινός του Νικολάου, ηλικίας 55 ετών, εργάτης, κάτοικος Σερρών. Στις 15 Ιουνίου 1942, παρά το Στρυμόνα και πλησίον της κοινότητας Λακοβικκίων (σήμερα Μεσολακκιά) στην προσπάθεια του να περάσει στο γερμανικό τομέα, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες βουλγαρικής περιπόλου, ο Νικόλαος Αλεξίου του Αλεξάνδρου, ηλικίας 32 ετών, κάτοικος Δοξάτου.

Στις 15 Μαίου 1944 βρίσκει το θάνατο (επήλθε εκ φόνου υπό των Βουλγάρων) ο Κωνσταντίνος Βαγιάτας του Γεωργίου, ηλικίας 38 ετών, καπνοπαραγωγός, κάτοικος Εμμανουήλ Παπά Τον Ιανουάριο του 1944, εκ ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, επήλθε ο θάνατος του Μάρκου Βαγιανάκη του Κωνσταντίνου. Ήταν ηλικίας 40 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος. Γεννήθηκε στα Χανιά και κατοικούσε στις Σέρρες.

Στις 12 Αυγούστου 1942 στο αστυνομικό τμήμα, εκ ξυλοκοπήματος υπό των Βουλγάρων, επήλθε ο θάνατος του Αθανασίου Βασματζίδη του Δημητρίου. Ήταν ηλικίας 68 ετών μικροπωλητής. Γεννήθηκε στη Μικρά Ασία και κατοικούσε στις Σέρρες.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1943, στην αγροτική θέση Αλή της κτηματικής περιφέρειας Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Δημήτριος Βέργος του Στοϊμένου, ετών 44, εργάτης, κάτοικος Σερρών.

Στις 13 Ιουνίου 1944 στην οικία του, συνεπεία ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, έχασε τη ζωή του ο Αθανάσιος Βλαγοϊδης του Ιωάννη, ηλικίας 17 ετών, μαθητής καταγόμενος από τα Κίργια Δράμας, κάτοικος Σερρών (ο πατέρας του ασκούσε το επάγγελμα του ράπτη στις Σέρρες και απεβίωσε στις 18/9/1944 από τον καημό του). Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941, στην οικία του, αφήνει την τελευταία του πνοή ο Γεώργιος Βλαχόπουλος του Χρήστου, ηλικίας 52 ετών, γεννηθείς στο Αχλαδοχώρι, επαγγέλματος κρεοπώλου. Ο θάνατος του επήλθε συνεπεία τραυμάτων προκληθέντων εξ αγρίου ξυλοκοπήματος.

Στις 5 Οκτωβρίου 1941, ο κεραμοποιός Χριστόδουλος Γιλαντζής ή Φειδάς του Γεωργίου, ηλικίας 30 ετών, γεννηθείς στις 40 Εκκλησιές και κάτοικων στις Σέρρες, αφήνει την τελευταία του πνοή φονευθείς υπό των Βουλγάρων.

Στις 22 Νοεμβρίου 1943, εντός των φυλακών, ο γεωργός Σάββας Γεωργιάδης του Δημητρίου, κάτοικος Δυποτάμου, σε ηλικία 27 ετών, αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο θάνατος του επήλθε εκ ξυλοδαρμού.

Στις 5 Ιανουαρίου 1942, στα κρατητήρια της βουλγαρικής διοικήσεως Σερρών, κατόπιν ανήλεους ξυλοδαρμού υπό Βουλγάρων στρατιωτών, ο Αντώνιος Γεωργούλας του Παναγιώτη, ηλικίας 38 ετών, γεωργός στο επάγγελμα, συναντά το θάνατο. Καταγόταν από την κοινότητα Κανάλια Καρδίτσας.

Στις 5 Αυγούστου 1943, στο χωριό Βαμβάκια Σερρών, συνεπεία κακώσεων προκληθέντων υπό των Βουλγάρων, πεθαίνει ο Θεόδωρος Γούσιος του Κωνσταντίνου. Ήτο ηλικίας μόλις 17 ετών, κουρέας στο επάγγελμα. Διέμενε στις Σέρρες.

Στις 4 Οκτωβρίου 1941, ώρα 11 το βράδυ, πλησίον της οικίας του, χάνει τη ζωή του ο Μιχαήλ Δαλοκλίδης του Ηλία, ηλικίας 51 ετών, ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, πυροβοληθείς υπό βουλγάρικου αποσπάσματος.

Στις 29 Μαΐου 1944, ο Λάζαρος Δαμιανίδης του Ιωάννου, γεννηθείς στη Σαμσούντα, ηλικίας 44 ετών, γεωργός στο επάγγελμα, κάτοικος Αηδονοκάστρου, θανατώνεται στις Σέρρες. Ο θάνατος του επήλθε υπό των Βουλγάρων δι' αγχόνης.

Στις 30 Νοεμβρίου 1941, βρίσκει το θάνατο εκ φόνου υπό των Βουλγάρων, ο Δημήτριος Δάρατζης του Γεωργίου, ηλικίας 30 ετών.

Στις 7 Αυγούστου 1943, στις φυλακές Σερρών, συνεπεία ξυλοδαρμών, στερήσεων και βασανιστηρίων υπό των Βουλγάρων, αφήνει την τελευταία του πνοή ο εκ Ροδολίβους, ποιμήν στο επάγγελμα, ηλικίας 66 ετών, Κωνσταντίνος Δημτσίκος του Γεωργίου.

Στις 4 Μαΐου 1944 και στο Στρατόπεδο Ιππικού, Βούλγαροι στρατιώτες φονεύουν τον Ιωάννη Διαβάτη του Αθανασίου, κάτοικο Αγίου Πνεύματος, ηλικίας 32 ετών, γεωργό στο επάγγελμα.

Στις 6 Μαΐου 1944, έξωθεν της πόλεως, Βούλγαροι στρατιώτες φονεύουν το Στέφανο Δριγκάκη του Δημητρίου, κάτοικο Μαυροθαλάσσης, 33 ετών, γεωργό στο επάγγελμα.

Στις 10 Οκτωβρίου 1941, παρά το Σιδηροδρομικό Σταθμό Σερρών, στρατιώτες φονεύουν τον ανθρακωρύχο Δημήτριο Ευαγγέλου του Στέργιου, ηλικίας 24 ετών.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1944 συνεπεία αγρίου ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, αφήνει την τελευταία του πνοή ο 19χρονος, μάγειρας στο επάγγελμα, Αθανάσιος Θεοδωρίδης ή Αθανασίου του Σπύρου, ο οποίος εργαζόταν στο εστιατόριο του Βουλγάρου Κύρωφ.

Στις 11 Μαΐου 1944, συνεπεία αγρίου ξυλοκοπήματος υπό των Βουλγάρων, εντός του αγρού του, απεβίωσε ο Γρηγόριος Θωμάς του Κωνσταντίνου, γεννηθείς στη Μικρά Ασία, ηλικίας 50 ετών, εργάτης στο επάγγελμα.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1944, Βούλγαροι φονεύουν το Χρήστο Ιατρούδη του Κωνσταντίνου, ηλικίας 23 ετών, γεωργό στο επάγγελμα, κάτοικο Κάστανοχωρίου.

Στις 30 Μαΐου 1944, στις φυλακές των Σερρών, ο Σάββας Ιωσηφίδης του Προδρόμου, υφασματοπώλης στο επάγγελμα, ηλικίας 32 ετών, κάτοικος Παλαιοκώμης, βρίσκει το θάνατο δι' απαγχονισμού.

Στις 15 Μαΐου 1944, έξωθεν της πόλεως των Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Μάνθος Καλενδέρης του Δημητρίου, κάτοικος Καλών Δένδρων, ηλικίας 67 ετών, γεωργός στο επάγγελμα. Είχε γεννηθεί στο Κεστρίτσι Ραιδεστού.

Στις 15 Μαΐου 1943, στις Σέρρες, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Γεώργιος Κανίδης του Παναγιώτη, ηλικίας 33 ετών, γεωργός στο επάγγελμα, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Νικόπολη του Πόντου.

Στις 5 Ιουνίου 1944, στις Σέρρες, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων, ο Νικόλαος Καραδημητρόγλου του Λαμπριανού, κάτοικος Χωριστής, ηλικίας 45 ετών, γεωργός στο επάγγελμα

Στις 15 Μαΐου 1944, έξωθεν των Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Αθανάσιος Καρανάσιος του Γεωργίου, κάτοικος Εμμανουήλ Παπά, ηλικίας 30 ετών, καπνοπαραγωγός στο επάγγελμα.

Στις 10 Απριλίου 1942, εντός των κρατητηρίων του δεσμωτηρίου, σφαγιάσθηκε (ο θάνατος του επήλθεν εκ φόνου εκτελεσθέντος δια μαχαίρας) υπό των Βουλγάρων, ο Θωμάς Καριπίδης του Κοσμά, ηλικίας 39 ετών, οδηγός αυτοκίνητου στο επάγγελμα. Είχε γεννηθεί στο Καρς Καυκάσου.

Στις 17 Νοεμβρίου 1943, στην οικία του, κατόπιν αγρίου ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, άφησε την τελευταία του πνοή ο Νικόλαος Κηπουρός του Νικολάου, ηλικίας 60 ετών, κηπουρός στο επάγγελμα, κάτοικος Σερρών.

Στις 3 Οκτωβρίου 1941, καταδιωκόμενος, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων στο χωριό Λιβάδια Ροδοπόλεως Σερρών, ο Μηνάς Κιοσέογλου του Κωνσταντίνου, ηλικίας 25 ετών, γεωργός στο επάγγελμα, κάτοικος Κοκκινογείων Δράμας. Είχε γεννηθεί στον Πόντο.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1944, στο Δημοτικό Νοσοκομείο Σερρών, συνεπεία ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, άφησε την τελευταία του πνοή ο Ιωάννης Κόπανος του Αντωνίου, ηλικίας 55 ετών, γεωργός στο επάγγελμα, κάτοικος Δήμητρας. Είχε γεννηθεί στο Σιμιτλή Ανατολικής Θράκης.

Στις 19 Ιουνίου 1943, στο στρατιωτικό νοσοκομείο Σερρών, συνεπεία αγρίου ξυλοδαρμού υπό Βουλγάρων αστυνομικών, άφησε την τελευταία του πνοή ο Ηλίας Κοτρίδης του Λαζάρου, ηλικίας 50 ετών, γεωργός στο επάγγελμα, κάτοικος Μελενικιτσίου. Είχε γεννηθεί στο Καρς Καυκάσου.

Στις 17 Μαΐου 1944, στις φυλακές Σερρών, εκτελέσθηκε υπό των Βουλγάρων ο Αθανάσιος Κοτρώτσιος του Πολύχρονη, ηλικίας 50 ετών, καπνοπαραγωγός στο επάγγελμα, κάτοικος Εμμανουήλ Παπά.

Στις 25 Μαρτίου 1944, συνεπεία τραυμάτων προξενηθέντων υπό των Βουλγάρων, άφησε την τελευταία του πνοή ο Κωνσταντίνος Κουρουλής του Γεωργίου, ηλικίας 37 ετών, μικροπωλητής στο επάγγελμα, κάτοικος Σερρών. Είχε γεννηθεί στα Κιουπλιά Μ. Ασίας.

Στις 14 Μαΐου 1944, στο στρατόπεδο ιππικού, φονεύτηκε ο Αλκιβιάδης Κουτσός του Ευαγγέλου, κάτοικος Αγίου Πνεύματος, ηλικίας 67 ετών, αγρότης στο επάγγελμα.

Στις 3 Οκτωβρίου 1941, καταδιωκόμενος, φονεύτηκε υπό Βουλγάρων στο χωριό Λιβάδια Ροδοπόλεως Σερρών, ο Αριστείδης Καλαμπαρατζίδης του Δαμιανού, κάτοικος Κοκκινογείων Δράμας, ηλικίας 35 ετών, γεωργός στο επάγγελμα. Είχε γεννηθεί στην Ανατολική Θράκη.

Στις 2 Μαΐου 1943, στις φυλακές Σερρών, συνεπεία αγρίου ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, άφησε την τελευταία του πνοή ο Κυνηγόπουλος Πολύχρονης του Θεοδώρου, κάτοικος Καβάλας, ηλικίας 31 ετών, σοφέρ στο επάγγελμα.

Στις 3 Οκτωβρίου 1941, καταδιωκόμενος, φονεύτηκε υπό Βουλγάρων στρατιωτών, στο χωρίο Λιβάδια Ροδοπόλεως Σερρών, ο Ασκληπιάδης Κυπαρανίδης του Γεωργίου, κάτοικος Κοκκινογείων Δράμας, ηλικίας 30 ετών, επαγγέλματος γεωργού. Είχε γεννηθεί στο Σουσουρλού Μικράς Ασίας.

Στις 27 Αυγούστου 1942, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων, ο Μελέτιος Κυριακόπουλος του Ιορδάνη, κάτοικος Σερρών, γεννηθείς στην Προύσα της Μ. Ασίας, ηλικίας 29 ετών, ράπτης στο επάγγελμα.

Στις 25 Μαρτίου 1944, στη θέση Αλή Μπαμπά Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Νικόλαος Κυριμλής του Γεωργίου, κάτοικος Σερρών, ηλικίας 38 ετών, καπνεργάτης στο επάγγελμα.

Στις 3 Οκτωβρίου 1941 καταδιωκόμενος, φονεύτηκε υπό Βουλγάρων στρατιωτών στο χωριό Λιβάδια Ροδοπόλεως Σερρών, ο Ευθύμιος Κωνσταντινίδης του Χρήστου, κάτοικος Κοκκινογείων Δράμας, γεννηθείς στη Μικρά Ασία, ηλικίας 33 ετών, γεωργός στο επάγγελμα.

Στις 27 Ιανουαρίου 1944, συνεπεία κακοποίησης υπό των Βουλγάρων, άφησε την τελευταία του πνοή, ο Κωνσταντίνος Κωτσαλάς του Δημητρίου, κάτοικος Σερρών, ηλικίας 64 ετών, καπνεργάτης στο επάγγελμα.

Στις 12 Νοεμβρίου 1941, στις Σέρρες, φονεύθηκε υπό των Βουλγάρων στρατιωτών, ο Ιωάννης Λασκαρίδης του Γεωργίου, κάτοικος Δραβίσκου, ηλικίας 46 ετών, γεωργός στο επάγγελμα.

Στις 3 Οκτωβρίου 1941, στις Σέρρες, φονεύθηκε υπό Βουλγάρων στρατιωτών, στο χωριό Λιβάδια Ροδοπόλεως Σερρών, ο Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης του Δημητρίου, κάτοικος Κοκκινογείων Δράμας, γεννηθείς στο Μιχαλίτση Μ. Ασίας, ηλικίας 30 ετών, γεωργός στο επάγγελμα.

Στις 29 Μαίου 1944, στις φυλακές Σερρών, εκτελέσθηκε δι' αγχόνης υπό των Βουλγάρων, ο Γεώργιος Λουκανίδης του Νικολάου, γεννηθείς στο Καρς Τουρκίας, ηλικίας 32 ετών, γεωργός στο επάγγελμα.

Στις 14 Μαρτίου 1943, συνεπεία αγρίου ξυλοκοπήματος υπό των Βουλγάρων, άφησε την τελευταία του πνοή ο Νικόλαος Μαδεμλής του Ιωάννη, κάτοικος Σερρών, ηλικίας 50 ετών, επαγγέλματος ελαιοχρωματιστού.

Την 29η προς τη 30η Μαΐου του 1944, στις φυλακές Σερρών εκτελέσθηκε υπό των Βουλγάρων δι' αγχόνης ο Γεώργιος Μάντζιαρης του Παπαϊωάννου, κάτοικος Παλαιοκώμης, ηλικίας 34 ετών, επαγγέλματος καπνοπαραγωγού.

Στις 14 Οκτωβρίου 1944, στις Σέρρες, φονεύθηκε υπό των Βουλγάρων ο Ιωάννης Μαυρίδης του Γεωργίου, γεννηθείς στα Γιαγλιά Μπάφρας του Πόντου. Ήταν ηλικίας 35 ετών και κατοικούσε στη Νέα Μπάφρα.

Στις 10 Οκτωβρίου 1941, στις Σέρρες, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Αθανάσιος Μαυρουδής του Δημητρίου, κάτοικος Προσοτσάνης, ηλικίας 47 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 2 Αυγούστου 1942, στο Τσάρεβο Σέλο Βουλγαρίας, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων, ο Παναγιώτης Μηλούσης του Μιχαήλ, κάτοικος Σερρών, γεννηθείς στο Κάτω Δαφνούδι, ηλικίας 26 ετών, επαγγέλματος εργάτου.

Στις 3 Οκτωβρίου 1941, καταδιωκόμενος, φονεύτηκε υπό Βουλγάρων στρατιωτών, στο χωριό Λιβάδια Ροδοπόλεως Σερρών, ο Λάζαρος Μιχαηλίδης, κάτοικος Κοκκινογειων Δράμας, γεννηθείς στον Πόντο, ηλικίας 24 ετών, επαγγέλματος μαραγκού. Στις 10 Οκτωβρίου 1944, έξωθεν της πόλεως των Σερρών, φονεύθηκε υπό των Βουλγάρων ο Ιωάννης Μοσχίδης του Βασιλείου, κάτοικος Μαυροθαλάσσης, γεννηθείς στο Καβάκ Κλη, ηλικίας 27 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1944, στις Σέρρες, φονεύτηκε υπό Βουλγάρων στρατιωτών ο Παναγιώτης Μοσχίδης του Βασιλείου, κάτοικος Μαυροθαλάσσης, γεννηθείς στη Μακρώτισσα Ανατολικής Θράκης, ηλικίας 40 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 15 Μαΐου 1944, έξωθεν της πόλεως των Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Αλέξανδρος Μούκας του Μάλαμα, κάτοικος Εμμανουήλ Παπά. Ηλικίας 33 ετών, επαγγέλματος καπνοπαραγωγού.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1944, στο Α' Αστυνομικό Τμήμα Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Κοσμάς Μουρατίδης του Παναγιώτη, κάτοικος Λευκώνος, γεννηθείς στον Καύκασο, ηλικίας 50 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 1 Ιουλίου 1942, συνεπεία ξυλοδαρμού υπό Βουλγάρων αστυνομικών, άφησε την τελευταία του πνοή ο Νικόλαος Μουστάρδας του Θεοδώρου, κάτοικος Σερρών, ηλικίας 58 ετών, επαγγέλματος εστιάτωρος.

Στις 9 Μαρτίου 1944, στους στρατώνες ιππικού των Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Αθανάσιος Μούτσιος του Κωνσταντίνου, κάτοικος Αγίου Πνεύματος, ηλικίας 45 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 9 Μαρτίου 1944, στους στρατώνες ιππικού των Σερρών, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Αθανάσιος Μπαράτος του Ιωάννου, κάτοικος Αγίου Πνεύματος, ηλικίας 30 ετών, επαγγέλματος γεωργού. Στις 23 Μαρτίου 1944, στις Σέρρες, εκτελέσθηκε δι' αγχόνης υπό των Βουλγάρων ο Παναγιώτης Μπατές του Βασιλείου, κάτοικος Μουσθένης, ηλικίας 24 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 20 Μαΐου 1944, συνεπεία ξυλοκοπήματος υπό Βουλγάρων στρατιωτών, έχασε τη ζωή του ο Ιορδάνης Μπαλόγλου του Κωνσταντίνου, κάτοικος Σερρών, γεννηθείς στα Κιουπλιά Μ. Ασίας, ηλικίας 45 ετών, επαγγέλματος μικροπωλητού.

Στις 25 Νοεμβρίου 1942, συνεπεία αγρίου ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, άφησε την τελευταία του πνοή ο Χατζηδημήτριος Μυλωνάς του Κωνσταντίνου, κάτοικος Σερρών, γεννηθείς στα Κιουπλιά Μ. Ασίας, ηλικίας 45 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 5 Οκτωβρίου 1941, στις Σέρρες, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Δημήτριος Νακίδης του Δημητρίου, κάτοικος Προσοτσάνης, ηλικίας 24 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1944, στις Σέρρες, φονεύτηκε υπό των Βουλγάρων ο Ιωάννης Ναούμ του Γεωργίου, κάτοικος Μαυροθαλάσσης, γεννηθείς στη Στρατωνίκη, ηλικίας 26 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 20 Μαΐου 1944, στο Νοσοκομείο Σερρών, συνεπεία αγρίου ξυλοδαρμού υπό των Βουλγάρων, απεβίωσε ο Βασίλειος Ντογκούλης του Χρήστου, κάτοικος Νεοχωρίου, ηλικίας 30 ετών, επαγγέλματος γεωργού.

Στις 17 Οκτωβρίου του 1944, στο στρατώνα Ιππικού, φονεύτηκε υπό Βουλγάρων στρατιωτών, ο Αλέξανδρος Ορτάς του Γεωργίου, κάτοικος Δάφνης, ηλικίας 22 ετών, επαγγέλματος μυλωθρού.

Το μήνα Απρίλιο του έτους 1943, στο Μπούτκοβο της περιφέρειας Σιδηροκάστρου, φονεύθηκε από Βουλγάρους στρατιώτες.

Δημογραφική πραγματικότητα κατά τη διάρκεια της κατοχής
Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής παρουσίασε τρομερές μειώσεις καθώς πολλοί αναγκάστηκαν σε έξοδο προς τη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία, την Αθήνα και τον Πειραιά με τη φυγή ατόμων να υπολογίζεται σε 170.000. Αρκετοί μουσουλμάνοι μα και χριστιανοί διέφυγαν και προς την Τουρκία ενώ οι εκτοπισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κεντρικής Ευρώπης Εβραίοι υπολογίζονται γύρω στους 4.000. Από την άλλη πλευρά οι βουλγαρικές αρχές προσπάθησαν να προσελκύσουν κατοίκους της Βουλγαρίας με σκοπό τον εποικισμό των κατεχομένων περιοχών. Υπολογίζεται ότι περίπου 120.000 έποικοι εγκαταστάθηκαν στα 3 χρόνια της κατοχής αν και τόσο το χαμηλό επίπεδο των εποίκων όσο και η αντικειμενική πραγματικότητα της περιοχής απέτρεψαν την ουσιαστική μεταβολή του χαρακτήρα των κατεχόμενων.

Εθνική Αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία
Ήδη από τον Ιούλιο του 1941 δρούσε στη Βισαλτία του Σερρών το αντιστασιακό σώμα «Οδυσσέας Ανδρούτσος». Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η βουλγαρική κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στη βίαιη προσπάθεια αφελληνισμού. Στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση της Δράμας, καταπνίγεται από τους Βούλγαρους που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας, στην Προσοτσάνη, τη Χωριστή, το Δοξάτο αλλά και τα χωριά Κύργια, Κουδούνια, Αδριανή, Άγιος Αθανάσιος, Κοκκινόγεια, Μικρόπολη, Χαριτωμένη, Φωτολίβος, Σιταγροί, Μικρόκαμπος, Μυλοπόταμος και Μαυρότοπος.

Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Και καθώς σε αυτά προσθέτονταν οι καθημερινές εκτελέσεις Ελλήνων από τα στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα για σποραδικές αντιστασιακές ενέργειες, και η ομαδική εξόντωση των κατοίκων των χωριών Άνω και Κάτω Κερδυλίων (17 Οκτωβρίου 1941), Μεσόβουνου Κοζάνης (23 Οκτωβρίου 1941) και Κλειστού, Κυδωνίας και Αμπελοφύτου Κιλκίς (25 Οκτωβρίου 1941) από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.

Τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Προσοτσάνη και ενώ η ευρύτερη Ανατολική Μακεδονία βρισκόταν ακόμη υπό την κατοχή των Βουλγάρων, ο δημοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Καζάνας μαζί με τον Αστέριο Αστεριάδη υπέστειλαν τη βουλγαρική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, στην κεντρική πλατεία της πόλης, παρά την τρομοκρατία και τις απειλές των κατακτητών. Το γεγονός αυτό καταδίκασε τον Κωνσταντίνο Καζάνα σε εξορία στις φυλακές στη Σόφια αλλά αποτέλεσε πλήγμα για τις φασιστικές βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων αγωνιστών και του τοπικού πληθυσμού. Είναι η μοναδική υποστολή σημαίας Δύναμης του Άξονα που συνέβη υπό το φως της ημέρας και υπό το βλέμμα των Στρατιωτικών Δυνάμεων Κατοχής, σε ολόκληρη την κατακτημένη Ευρώπη.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος