Παναγιώτης Θ. Πούγγουρας
Ο Παναγιώτης Θ. Πούγγουρας (Σιδηρόκαστρο 1935 – Θεσσαλονίκη 2021) καταγόταν από το Μελένικο.
Μετά τις σπουδές στο Παλλατίδειο Γυμνάσιο, σπούδασε Ιατρική στο Α.Π.Θ. Έκανε το "αγροτικό" του στα αγροτικά Ιατρεία Γονίμου και Κερκίνης.
Στην συνέχεια κατεβαίνει στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του ενώ παράλληλα εργάζεται και στο Αρεταίειο Νοσοκομείο και Μαιευτήριο Αλεξάνδρα, όπου ασχολείται με την κυτταρολογία, εκπονεί διδακτορική διατριβή και έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1965.
Με υπoτροφία μεταβαίνει στην Γαλλία στο Νοσοκομείο BROCA των Παρισίων, εκεί το 1968,εκπονεί διατριβή στην Ραδιοιστοχημεία που γίνεται δεκτή από την Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Αποκτά τον τίτλο του “assistant ertranger” (Η εργασία του αυτή προοριζόταν για την Υπηρεσία στην Ελλάδα, όμως μετά την 21 Απριλίου, ματαιώθηκα και έτσι αρκέστηκε στον τίτλο του “assistant ertranger”. Με υποτροφίες στην Λυών και στις Βρυξέλες ασχολείται με την στείρωση και την κυτταρολογία. Στο Παρίσι του εγένετο πρόταση για το Hopkins Hospital της Βαλτιμόρης που δεν πραγματοποιήθηκε τελικά
Άσκησε την ιατρική στη Θεσσαλονίκη και δίδαξε μέχρι τη συνταξιοδότησή του στο τμήμα Μαιών του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε έντυπα της Βόρειας Ελλάδας, όπως στο Μακεδονικό Ημερολόγιο, στην εφημερίδα‘Οδός’της Καστοριάς κ.α. Ουδέποτε επεδίωξε παρουσιάσεις, προβολή του έργου του, απόσπαση ευνοϊκής κριτικής. ∆εν κατέφυγε ποτέ σε εκδότες για να τυπώσει τα βιβλία του.
Τα τύπωνε ο ίδιος σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων ‘ίδίοις αναλώμασιν’ και τα διέθετε πάλι σχεδόν πάντοτε εκτός εμπορίου (άφηνε κάποτεως «παρακαταθήκη» βιβλία του σε μερικούς βιβλιοπώλες ουδέποτε εισπράττοντας πιθανώς κέρδος από αυτά). Στερήθηκε τις προθήκες και τους πάγκους «προτεινομένων» των βιβλιοπωλείων…
Έχει εκδώσει τα παρακάτω βιβλία:
■ Σκέψεις στα παρισινά νεκροταφεία (1978)
■ Μερικά δικά σας γράμματα (1980)
■ Ταξιδεύοντας και γράφοντας (1987)
■ ∆ώθε κείθε του Στρυμώνα, ∆ιηγήματα
(1988)
■ Σαν από γραμματόσημα, οφειλόμενα ∆ιηγήματα (2002)
■ Όταν βλασταίνουν οι τάφοι – Σκέψεις στα
νεκροταφεία της Αγ. Πετρούπολης (2017)
■ Εργαστήριο Φυσιολογίας (2017)
[Από το τελευταίο του πόνημα με τίτλο ‘Στον
Χορτιάτη’που εκδόθηκε από τους φίλους του
μετά θάνατον]
* * *
[…] Είναι φορές που επανέρχεται κάποιο όνειρο σαν στοχασμός, σαν τύψη για τα ανεκμετάλλευτα –τα «χαμένα»– χρόνια. Γίνεται ένα
μεγάλο γεύμα· το τραπέζι με όλα τα καλά επάνω και τα μαχαιροπήρουνα ασημένια, ακριβά
ποτά και κρυστάλλινα ποτήρια, από κάπου έρχονται μυρωδιές από φρεσκομαγειρεμένα φαγητά και γλυκίσματα. Παράξενο πώς κατορθώνει –πράγμα καθόλου συνηθισμένο– να
διατηρείται και στον ξύπνιο η οσμή από το
όνειρο, τα λουλούδια στις γωνίες έξω από το
τραπέζι. Πλησιάζω κοντά στους συνδαιτυμόνες, όμως κάτι με εμποδίζει, δεν ξεκαθαρίζεται
τι ακριβώς είπα, ούτε τι μου απάντησαν εκείνοι, κάπου ακούγεται κάτι από την ακολουθία
του Νυμφίου:
«…καὶ ἔνδυµα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν
αὐτῷ».
Πού το πάει, σκέφτομαι, χωρίς κανείς να
απαντήσει, και η συνέχεια έρχεται πάλι από
την ίδια φωνή που ψάλλει «λάµπρυνόν µου
τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς…» και πάλι… «η είσοδος απαγορεύεται» –ενώ οι πόρτες ορθάνοιχτες–, γιατί; Με πλησιάζει κάποιος και μου δίνει
ένα σακουλάκι με φαγώσιμα.
«Είναι κάτι για σένα», μου λέει.
«Ελεημοσύνη», ψελλίζω περίπου οργισμένος.
«Πάρ’ το όπως θες, πάντως δεν οφείλεται
σε κανενός άλλου υπαιτιότητα εκτός από τη
δική σου», μου αντιγυρίζει. Το ανοίγω. Έχει ένα
μπιφτέκι που τρώγεται με ευκολία, και ψίχα
ψωμιού που δεν χρειάζεται μάσημα. «Κάτι θα
γευθείς και συ, ίσως μπορούσες περισσότερα,
όμως τώρα είναι πλέον αργά. Κατάλαβες;»
«Είναι σαν από μετάφραση, αυτό θέλεις να
πεις, έτσι;» Κι εκείνος κουνά με ελαφρά κατάφαση το κεφάλι. ∆ηλαδή εμείς απολαμβάνουμε όλον τον πλούτο της ρωσικής λογοτεχνίας
μόνον από μετάφραση. Και να σκεφτεί κάποιος ότι χρόνια και χρόνια δεν άφηνα τον «Ηλίθιο» να φτάσει στο τέλος του, τον ήθελα σαν
μια έγνοια που δεν έπρεπε να πάρει θέση στο
ράφι, και ας υπήρχε τότε μία και μοναδική μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου.
Χάνομαι στους διαλόγους στο μοναστήρι
από τους «Αδελφούς Καραμαζώφ», μήτε μια
προσευχή δεν περισσεύει. «Θεέ μου», λες, «ας
μην τελειώσει ποτέ». Πόσοι και πόσοι δεν δοκίμασαν να περάσουν, δίχως επιτυχία, στη λογοτεχνία τα πρόσκαιρα διαβάσματά τους, από
φιλοσοφικά και θεολογικά έργα ή δοκίμια…
Αν τους έχουν μείνει ερωτηματικά, ας προστρέξουν για τον τρόπο στον Ντοστογιέφσκι,
που υπαγόρευε στη γραμματέα του τα προπωλημένα κείμενά του προτού πάει να στρωθεί πότε στην τσόχα, πότε στη ρουλέτα. Πού
καιρός για σημειώσεις; Κοίτα πώς γράφεται η
μεγάλη λογοτεχνία!
[Πάνου Θ. Πούγγουρα, απόσπασμα από το βιβλίο «Όταν βλασταίνουν οι τάφοι. Σκέψεις στα
νεκροταφεία της Αγ. Πετρούπολης» (2017)].