Σοφοκλής Λοϊζος Παντελής
Ο Σοφόκλης Λοϊζου Παντελή γεννήθηκε στον Κάθικα το 1899 και απεβίωσε το 1977. Παντρεύτηκε με την Ελένη Ιωάννου (Κάθηκα) το 1925. Με την Ελένη απέκτησαν 6 παιδιά. Την Μαρία, Θεογνωσία (απεβίωσε 2006), Δημήτρης, Αργυρώ, Όμηρο και Άννα. Ο Σοφόκλης Λοϊζου Παντελή κατετάγη σαν μουλάρης (muleteer) 1/11/1917 στο Μακεδονικό μέτωπο (MMC Με αριθμό μητρώου 9267). Από την Αμμόχωστο πήγε με πλοίο στην Μήλο και μετά στην Θεσσαλονίκη σε 3 μέρες. Αργότερα πήγε στον λόχο του 208 που ενέδρευε στην Καλαμαρία. Στις 1 Σεπτεμβρίου 1918 μεταβιβάστηκε στο Κιλκίς και από εκεί πήγε στον μέτωπο και μετέφερε τρόφιμα στον ελληνικό στρατό. Είδε μάχες που γίνονταν και έφτασε στα χαρακώματατα που είχε σκοτωμένους Βούλγαρους μεταξύ τους και ένα παιδί. Έμειναν εκεί για μερικές μέρες. Υπολογίζεται ότι επέστρεψε πίσω στην Κύπρο το 1918. Ο Σοφόκλης Λοϊζου Παντελή μέσα στο ημερολόγιο του καταγράφει το εξής: "1 Νοεμβρίου 1917 Έφυγα και πήγα εις τες μούλες. Έφθασα εις Αμμόχωστο καλά στις 28 Νοεμβρίου εμπήκα εις το βαπόρι και εις τες τρείς ημέρες έφθασα εις την νήσο Μήλο. Φύγαμε από εκεί, εφθάσαμε εις Θεσσαλονίκη καλά εις τες 10 Δεκεμβρίου και στες 16 Ιανουαρίου έφυγα και πήγαμε στο λόχο μου στην Καλαμαριά 208 και εργαζόμουν εκεί μέσα καλά και την Λαμπρή επήγαμε εις την εκκλησία Αγία Σοφία. 1 Σεπτεμβρίου 1918 φύγαμε και επήγαμε εις την γραμμή, πρώτον εφθάσαμε εις Κιλκλίς λέξη Δερμάτινα Σιτέλια στη συνέχεια πήγαμε και επήραμε τροφή εις τον Ελληνικό Στρατό και είδαμε την φωτιά του πολέμου και κανονιές και σφαίρες και εφοβηθήκαμε πολλά. Έπειτα εσταφήκαμε.Άλλαξε η ζωή μας εκεί είδαμε τα μεγάλα χαρακώματα τους βούλγαρους και νεκρούς πολλούς και αποθήκες οβίδες εκεί μέσα εσκοτώθει ένα μικρό παιδί μικρό και επληγώθηκα και έπειτα εις Τρώμνιστα, Καρίνα εις Κασταρίνα, Βάσταβα,Καραμούλη, Πάμπαβα, Κιβεσνά, Λυκένβαστη, Μάταση, Στρίμονα, Σέρρες, Σουπάστα, Βαρμούσα, Τιμολέα, Μόρνα, Βιούσα, Αλγιάτιον". Επίσης στο ημερολόγιο αναγράφονται και ποιήματα που έγραψε ο εθελοντής κατά την διάρκεια του πολέμου: "Αυτήν την φωλέαν να χορτάση από αγάπες και από γλυκά φιλιά εις το καλον πουλάκι μου και εις την καλήν σου ώρα και να γεμιση η στράτα σου τραντάφυλλα και ρόδα ο ουρανός αγάπη μου να λυπάται τους καμούς μου και σαν να ελυπήθηκε τους αναστεναγμούς μου. Σας αφήνω ζοβαήρι μου στον πόλεμο θα πάω όπου σταθώ και όπου βρεθώ εσένα θα αγαπάω. Διαμαντίνα δεν μπορώ δεν μπορώ να σε χαρώ βράζει μέσα μου το αίμα σαν καμίνι. Εσύ θα πας στον πόλεμοστον πόλεμο, παλληκαράς αντάρτης και εγώ θα κλέω και θα θρηνώ ως πού να πάς και νάρτης Διαμαντίνα δεν μπορώ δεν μπορώ να σε χαρώ, Λιγερόν και κοπτερό σπαθί μου και εσυ τουφέκκι φλογερό πουλί μου εσείς τον Τούρκο σφάξετε τον τύρρανο σπαράξατε να αναστηθεί η πατρίς μου να ζήσει το σπαθί μου. Σπαθί μου σαν σ' ακούσω να γλιγλίζεις και μαύρο τουφέκι να σουβλίζεις να σκοτώνονται τούρκικα κορμιά Αλλάχ να σκούζουν τα σκυλιά αυτή είναι η μουσική μου. Να ζήσει το σπαθί μου στον ουρανό αστράφτει και βροντά, η βροχή κατακλυσμός, βοριάς φυσάει και εγώ γυρίζω τα στενά και ανεβαίνω τα βουνά να αναστηθεί η πατρίς μου να ζήσει το σπαθί μου για της πατρίδας την ελευθερία για του Χριστού την πίστη την Αγία για αυτά τα δυο πολέμησα μ' αυτά να ζήσω επιθυμώ κι αν δεν τ' αποκτήσω τι μ' οφελεί να ζήσω. Η ώρα έφθασε η σάλπιγγα κράζει από χαρά σκυρτώ το αίμα βράζει, το μπάμ το μπούμ το γλήν - γληνγλής. Αρχίζει να βροντά και γω τους Τούρκους σφάζω , την Ελλάς φωνάζω φωνή του Άρεως με ενθουσιάζει το αίμα μου σκιρτά και αναβράζει. Στον ουρανό να αποστατώ, ζυγού συντρίβω και απαιτώ να αποθάνω μ' ελευθερία θέλω ουρανέ βρέξε το κορμί μου, βουίζει μερμηγκιάζει η κεφαλη μου. Βροντή αλλόκοτος σεισμός καρδιά στους παροξισμούς στο αφτί μου το στρώμα καπνούς πετά στο στόμα".