Ο χαζός του χωριού : Γαϊδουρογκαρίσματα S1 E11
Γαϊδουρογκαρίσματα S1 E11
Αν ένας γάιδαρος σου γκαρίζει, δεν έχει νόημα να του γκαρίζεις κι εσύ.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά που ζούσαν σε ένα χωριό. Είχαν τρία παιδιά. Είχαν και τα ζωντανά τους, τις κότες, τις κατσίκες, δύο αρνάδες, ένα άλογο κι ένα γαϊδούρι.
Η παπαδιά φρόντιζε όλα τα ζωντανά, μα πιο πολύ αγαπούσε το γαϊδούρι. Το στόλιζε, το πότιζε, του καθάριζε τη σέλα, το τάιζε μαρουλάκια από το περιβόλι, του χτένιζε τη χαίτη και την ουρά.
Οι γειτόνισσες τα βλέπανε όλα τούτα τα καμώματα της παπαδιάς κι αναρωτιόνταν. Μια μέρα μια γειτόνισσα της είπε: «Παπαδιά, θέλω από καιρό να σε ρωτήσω κάτι». Η παπαδιά λέει: «Τι γυρεύεις γειτόνισσα;» Εκείνη αποκρίθηκε: «Τούτο το γαϊδούρι σας, το προσέχεις κάλλιο κι από παιδί. Γιατί;» Η παπαδιά λέει: «Το προσέχω και το αγαπώ, γιατί έχει τέτοια υπομονή που ξεπερνά όλα τα άλλα ζωντανά. Κι η υπομονή είναι μεγάλη αρετή ακόμα και στα ζώα».
Η γειτόνισσα είπε: «Μα έτσι είναι όλα τα γαϊδούρια, παπαδιά μου». Η παπαδιά το αρνήθηκε: «Δεν τα λες καλά, γειτόνισσα. Είναι και κάτι γαϊδούρια ξεκαπίστρωτα, που δεν παίρνουν από λόγια και κανείς δε μπορεί να τα περιορίσει». Η γειτόνισσα δε μίλησε κι έφυγε. Μα συλλογιόταν τα λόγια της παπαδιάς. Τότε κατάλαβε ότι μάλλον για ανθρώπους μιλούσε η παπαδιά κι όχι για ζωντανά.
Όσο περνούσε ο καιρός, οι φροντίδες της παπαδιάς στο γαϊδούρι, μαθεύτηκαν σε όλο το χωριό. Έτσι ένας τρελός του χωριού, που του άρεσε να κάνει αστεία και πειράγματα, αποφάσισε να δοκιμάσει την παπαδιά.
Τι έκαμε ο τρελός; Κάρφωσε ένα μεγάλο καρφί πάνω σε ένα χοντρό πετσί που είχε το χρώμα του γαιδάρου και από όπου κρέμονταν δύο λουριά. Έβαλε σε ένα τσίγκινο κουτί άλικη μπογιά, πήρε το λαδοφάναρο και τράβηξε για το στάβλο του παπά τη νύχτα. Είχε μαζί του και κάμποσο σανό για να καλοταΐσει το γαϊδούρι.
Την ώρα που ο παπάς κι η παπαδιά κοιμούνταν, κατάφερε και τρύπωσε ο τρελός στο στάβλο. Τάισε το γαϊδούρι, ώσπου εκείνο πλάγιασε χάμω, γιατί βάρυνε που ήτανε χορτάτο. Τότε πήρε ο τρελός το πετσί με το καρφί και το έδεσε πάνω στη μουσούδα του ζωντανού με τα λουριά. Φρόντισε ώστε το καρφί να μην τρυπάει τον γάιδαρο. Με το άλικο χρώμα έβαψε ολόγυρα τη μουσούδα κι έσταξε λίγο χάμω στα άχυρα του στάβλου, να φαίνεται σαν αίμα. Ύστερα πλάγιασε πλάι στο γαϊδούρι κι αποκοιμήθηκε μέχρι το ξημέρωμα.
Πριν βγει ο ήλιος σηκώθηκε ο τρελός και βγήκε από το στάβλο. Κρύφτηκε πίσω από ένα πλατάνι με χοντρό κορμό, που ήτανε παραπέρα από το σπίτι του παπά. Έβγαλε από ένα σακούλι που είχε δέσει στη μέση του ένα ντέφι και περίμενε. Ήταν η ώρα που έβγαινε η παπαδιά να ποτίσει τα ζωντανά. Την είδε να μπαίνει στο στάβλο και μετά από λίγο να βγαίνει έξω και να φωνάζει: «Παπά, παπά, τρέχα… Κάτι έπαθε το γαϊδούρι μας… Κάποιος το κάρφωσε στη μούρη το ζωντανό. Τρέχα σου λέω, δεν ακούς; Ζει ή ψόφησε δεν το ξέρω…»
Τότε ο παπάς όρμησε έξω από το σπίτι και πήγε προς το στάβλο… Σαν είδε το γαϊδούρι ξάπλα χάμω, αλαφιάστηκε κι αυτός. Τότε ακούει απέξω ήχο από ντέφι και μια φωνή να τραγουδά δυνατά:
«Ντούρι, ντούρι, ντούρι, ντούρι,
του παπά μας το γαϊδούρι έβγαλε καρφί στη μούρη
Σώπα, παπαδιά, μην κλαις
κι αν ψοφήσει το γαϊδούρι, διάφορο[1] μας είναι πούρι[2]
Κάνεις την προβιά του γούνα, τα ποδάρια του κουδούνια
και τα αυτιά του κουταλάκια, για να τρως τα φασολάκια».
Πετάγονται ο παπάς κι η παπαδιά έξω από το στάβλο. Βλέπουν τον τρελό του χωριού να χοροπηδάει, να παίζει το ντέφι, να χορεύει ολόγυρα στην αυλή και να τους περιγελά. Σάστισαν… Δεν περίμεναν τέτοιο χουνέρι.
Ο παπάς είπε στην παπαδιά: «Μη στενοχωριέσαι, γυναίκα… Μια χαρά είναι το γαϊδούρι μας και τούτος μας δοκίμασε για τα καλά με τα καμώματά του. Τι να κάμουμε; Να ξεσυνεριστούμε το τρελό; Βγάζεις άκρη με τρελούς;»
Η παπαδιά του λέει: «Έχεις δίκιο, παπά μου. Μα ίσως φταίω κι εγώ. Το παράκανα με την φροντίδα του γαϊδουριού μας και φαίνεται με συζητάνε στο χωριό. Ο τρελός ήρθε να με ταρακουνήσει για να συνέλθω από την αδυναμία μου για το έρμο το ζωντανό μας. Το πήρα το μάθημά μου… Πάμε τώρα μέσα στο σπίτι μας».
Έτσι κι έκαμαν ο παπάς κι η παπαδιά. Ο τρελός, σαν είδε ότι δεν τον μάλωσαν, είπε: «Δεν περίμενα τέτοιο ήρεμο φέρσιμο. Ούτε μου φώναξαν, ούτε με κυνήγησαν, ούτε με πετροβόλησαν, όπως κάνουν οι άλλοι στο χωριό. Τσάμπα η φασαρία που έκανα, τσάμπα οι χοροί και τα περιγέλια μου. Ας πάρω τα μάτια μου, το ντέφι μου κι ας φύγω από δω. Μπορεί και να μου άξιζε η περιφρόνηση του παπά και της παπαδιάς».
Από κείνη την ημέρα ο τρελός δεν πείραξε ποτέ ξανά την παπαδιά. Κι όταν έβλεπε τον παπά στην εκκλησιά ή στην πλατεία του χωριού, χαμήλωνε τα μάτια και τον χαιρετούσε με σεβασμό. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
[1] Τόκος, όφελος
[2] Με την έννοια του «Πάλι».