Η ιστορία του ανθρώπου που έθαψε τους νεκρούς του Σιδηροκάστρου, 1914
Η ιστορία του ανθρώπου που έθαψε τους νεκρούς του Σιδηροκάστρου, 1914. "Μια ιστορία" που διαδραματίστηκε το 1913, και περιλήφθηκε σε βιβλίο του 1914.
Μέσα από την βιβλιογραφία, σας έχουμε παρουσιάσει έγγραφα και φωτογραφίες. Για την σφαγή του Σιδηροκάστρου το 1913 από τους Βούλγαρους, τα επισημά έγγραφα καθώς και τα ρεπορτάζ ξένων πρακτορείων μας έχουν δώσει πολλά στοιχεία.
Μέσα σε αυτά υπάρχει και η ιστορία για έναν διαδοθέντα, ο οποίος λιποθύμησε και οι Βούλγαροι των πέρασαν για νεκρό στο βιβλίο "Αι Βουλγαρικαί ωμότητες εν τη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 1912-1913, Γεγονότα, εκθέσεις, έγγραφα, επίσημοι μαρτυρίαι. 1914". Σε αυτό Τσαλταζινός παρουσιάζεται ως ο διαδοθέντας.
Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή που μας δίνει ο Διονύσιος Κόκκινος, κατά την οποία ο Τσαλταζινός είναι ο νεκροθάφτης και όχι ο διαδοθέντας. Επίσης υπάρχουν διάφορες μαρτυρίες που μας γεμίζουν θληψη.
Ο Διονύσιος Κόκκινος (1884 - 10 ή 12 Φεβρουαρίου 1967) ήταν Έλληνας ιστορικός, δημοσιογράφος, ακαδημαϊκός και λογοτέχνης. Ερχόμενος με τον ελληνικό στρατό το 1913 και αναζητώντας ίχνη του βυζαντινού παρελθόντος μας έδωσε αρκετές πληροφορίες για τις βουλγάρικες θηριωδίες. Ανάμεσα σε αυτές τις πληροφορίες είναι και ο διάλογος που είχε με τον διαδοθέντα Ταταλτζανό.
Ακολουθεί τμήμα του βιβλίου Αι Βουλγαρικαί Θηριωδίαι και Η Καταστροφή των Σερρών του Διονύσιου Κόκκινου, 1914
Εν πρώτοις ἡ μάχη τοῦ Δεμίρ-Ισσὰρ τοῦ πρώτου πολέμου, τὴν ὁποίαν τόσον διεφήμισαν οἱ Βούλγαροι διὰ νὰ δώσουν ση- μασίαν εἰς τὸ γεγονός, δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο εἰμὴ μία ἀνταλ- λαγὴ πυροβολισμῶν μεταξὺ τῶν δύο τουρκικῶν λόχων, ποῦ ἀφῆ
Εν πρώτοις ἡ μάχη τοῦ Δεμίρ-Ισσὰρ τοῦ πρώτου πολέμου, τὴν ὁποίαν τόσον διεφήμισαν οἱ Βούλγαροι διὰ νὰ δώσουν ση- μασίαν εἰς τὸ γεγονός, δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο εἰμὴ μία ἀνταλ- λαγὴ πυροβολισμῶν μεταξὺ τῶν δύο τουρκικῶν λόχων, ποῦ ἀφῆ
κεν ἐκεῖ φεύγων ὁ Νατζῆ πασσᾶς καὶ τοῦ ὄγκου τῶν βουλγα ρικῶν στρατευμάτων. Αμα κατέλαβον οἱ Βούλγαροι τὴν πόλιν ἔσφαξαν 15 Μουσουλμάνους καὶ μίαν γυναῖκα. Τοὺς ἡμίσεις ἐκ τῶν ὀθωμανῶν κατοίκων μετέφερον εἰς τὸ Μελένικον καὶ εἰς τὴν Σόφιαν, καὶ τοὺς ἄλλους ἡμίσεις ἐφυλάκισαν ἐκεῖ. ᾿Απὸ τὰς Μουσουλμανίδας ἐξέλεξαν 180, τὰς νεωτέρας καὶ ὡραιοτέρας, καὶ τὰς ἐκράτησαν εἰς δύο μεγάλα σπίτια, ὅπου οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπαξιωματικοὶ Βούλγαροι ἐβακχεύοντο μαζί των, βιάζοντες τὰς ἐντρόμους γυναῖκας νὰ συμμετέχουν εἰς τὰ ὄργιά των, ἐπὶ 18 ὁλοκλήρους ἡμέρας. Τὸν τοῦρκον Μουφτῆν καὶ ἄλλους προ- κρίτους ὀθωμανοὺς τοὺς ἐκαβαλίκευαν συχνὰ ἐν μέσῃ ὁδῷ καὶ τοὺς ἠνάγκαζαν νὰ τοὺς μεταφέρουν ὡς νὰ ἦσαν ὑποζύγιά των.
—Τζαταλτζανέ, ἔλα κάθησε καὶ πές μας. Παράγγειλε πρῶτα καλὸ φαΐ στὸ μάγερα καὶ κρασὶ καὶ φώναξε τοῦ ξενοδόχου ἀπέναντι, νά, ἐκεῖ ποῦ λέει «Ξενοδοχεῖον αἱ Σέρραι» καὶ πὲς νὰ μᾶς ἑτοιμάσῃ νερὸ καὶ σαποῦνι. Νὰ πλυθοῦμε, Τζαταλτζανέ, τὸ θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Προφήτης σου καὶ κυρίως τὸ θέλει καὶ τὸ κορμί σου.
Ὁ Ταταλτζανός, εύρωστος αράπης, ὁμιλῶν τὰ ἑλληνικὰ σὰν ἀράπης, μᾶς ὑπεδείχθη ἀπὸ τὸν μέχρι τῆς βουλγαρικῆς κατοχῆς δήμαρχον τοῦ Δεμίρ-Ισσαρ Ραχμεζλουλαχ ὡς ἔχων νὰ διηγηθῇ ἐνδιαφέροντα πράγματα. Δι' δ καὶ τὸν ἐκαλέσαμεν εἰς τὸ μό- νον ἀνοιχτὸν μαγαζὶ τοῦ χωριοῦ διὰ συμπόσιον καὶ ἀνάκρισιν.
Ὁ ἀράπης ἔστρεψε τοὺς λευκοὺς ἐξέχοντας βολβοὺς τῶν ὀφθαλμῶν του προς ρικνὸν φεσοφόρον γερόντιον εὑρισκόμενον εἰς τὸν πάγκον καὶ ἀντήλλαξε μαζί του δύο φράσεις.
- Φαὶ ντὲν ἔχει, εἶπεν ὁ Τζαταλτζανός.
Νὰ φτιάσῃ τώρα.
Ντὲν ἔκει, τζάνουμ, ἴτς.
Ψωμί ;
Γιόκ.
Μὰ τὰ φάγανε ὅλα οἱ Βούλγαροι;
1 Οἱ Μπουργκάροι για.
*Ας αναβάλουμε λοιπὸν δι' εὔθετον ὥραν καὶ τόπον τὸ γεῦμα. Πὲς εἰς τὸν ξενοδόχον τουλάχιστον νὰ μᾶς ἑτοι- μάσῃ τὸ νερό.
Ὁ Τζαταλτζανὸς ἐκύτταξεν εἰς τέσσαρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντ τος τῆς πλατείας διὰ νὰ ἰδῇ ποῦ τοῦ δείχνομεν. Τὸν ξενοδόχο, Τζαταλτζανέ, νὰ τὸ ξενοδοχεῖο· τὸ χάνι,
τὸ χανλερί . . . Κατάλαβες ;
"Αϊ ξέρω. Ξενοντόκο, Ξενοντόκο ντὲν ἔκει.
– Δὲν εἶνε φαὶ ὁ ξενοδόχος γιὰ νὰ μὴν ἔχῃ. Νὰ τὸ ξενο- δοχεῖο, νὰ ἡ ἐπιγραφή του, ἡ πόρτα του ολάνοιχτη, τὰ μπαλ- κόνια του μὲ τὴς γλάστρες ανθισμένες, νὰ καὶ τὰ κρεββάτια ποῦ φαίνονται μέσα στὴ γραμμή.
- Μπουργκάροι τὸν χάλασαν τὸν ξενοντόκο. Τοία ἀντέρφια ἦταν. Καὶ τὰ τρία τα χάλασαν. Μὲ τὰ χέρια μου τοὺς ἔθαψα. - Τοὺς ἔθαψες εσύ;
· Αγγάρεια τζάνουμ. Μὲ πῆραν οἱ Μπουργκάροι. Τοὺς ἔθανα ὅλους.
Καὶ ὁ ἀράπης μᾶς διηγήθη πῶς ὑπῆρξε μὲ δύο ἄλλους ὁμοφύλους του ὁ ἀκούσιος νεκροθάπτης ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ πλήθους, τῶν μαρτυρικῶν σφαγίων τῆς βουλγαρικῆς ἀτιμίας, Δὲν μποροῦσε ν' ἀρνηθῇ, ἄλλως θὰ ἔχανε τὸ κεφάλι του. Είχε παρευρεθῆ εἰς τὴν σφαγήν, τῆς ὁποίας ἐδόσαμεν ἤδη τὴν εἰκόνα.
Οἱ Βούλγαροι ὁδήγησαν ὅλους τοὺς Ἕλληνας που συνέλα βον εἰς τὴν πλατείαν τοῦ χωριοῦ παρὰ τὸ δικαστήριον, ὅπου, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνιζαν μὲ ἀκρωτηριασμούς τῆς πλέον φρικα λέας καὶ ἀτίμου ἐφευρετικότητος, τοὺς ἐλόγχιζαν.
Ὁ Τζαταλτζανὸς εἶχε καὶ τὸ ἰδιαίτερόν του ἐπεισόδιον. Οἱ Βούλγαροι τοῦ εἶχαν ἀφήσει τὰ πτώματα μὲ τὴν παραγγελίαν νὰ τὰ θάψῃ καὶ ἀπεμακρύνθησαν.
Ἔξαφνα, ἐκεῖ ποῦ ἔρριπτε χῶμα ἐπάνω σὲ ἀρκετοὺς νεκροὺς
πεταγμένους εἰς ἕνα κοινὸν τάφον, ἤκουσε μίαν φωνὴν ἀπὸ τὸν λάκκον.
Μὴ ρίχνῃς πέτρες γιὰ τὸ Θεό. Εἶμαι ζωντανός. Βοή- θησέ με να φύγω. Ὁ νεκροθάπτης ἄφησε τὸ φτυάρι νὰ τοῦ πέσῃ ἀπὸ τὰ
χέρια.
Αὐτὸς ποῦ τοῦ μιλοῦσε ἦτο ἀπὸ τὴν μᾶζαν τῶν πτωμά των. Τὸ θύμα κατὰ τὴν ὥραν τῶν βασανιστηρίων του εἶχε λιποθυμήσει καὶ ἐσώθη ἀπὸ τὴν σφαγὴν διότι ἐξελήφθη ὡς νεκρός.
Συνῆλθε μόλις ὅταν τὸν ἔσυραν πρὸς τὰ κάτω, ἀλλὰ διὰ νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του εξηκολούθησε νὰ κάνῃ τὸν νεκρόν. Ὁ Τζαταλτζανός, ἐπειδὴ οἱ Βούλγαροι δὲν εἶχαν ἀπομακρυνθῆ ἐντελῶς, προσεποιεῖτο ὅτι ἔρριπτε χῶμα, ἕως ὅπου ἔφυγαν ὅλοι καὶ κατώρθωσε νὰ φυγαδεύσῃ τὸν περιέργως νεκραναστάντα ...