Μαρτυρία για τις κατασκευές του Οχυρού Ρούπελ το 1939
Η πρώτη σελίδα της αυτόγραφης μαρτυρίας του Κ. Δυναμίδη
Οι "επίσημες" αναφορές πολλές φορές περιέχουν "γενικές μόνο πληροφορίες" ή "γυαλισμένες πληροφορίες". σε αντίθεση με τις προσωπικές μαρτυρίες που σε κάποιες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται από ωμότητα αλλά και προσωπικές οπτικές.
Συλλέγοντας όλες τις πληροφορίες μαζί μπορούμε να εξάγουμε δεδομένα τα οποία θα μας οδηγήσουν πιο κοντά στην γνώση και την πραγματικότητα.
Μέσα από την του Κ. Δυναμίδη μάθαμε για 2 εταιρίες που δούλεψαν στα έργα του Ρούπελ, τις δύσκολες συνθήκες των στρατιωτών κατα τις εργασίες και αρκετά άλλα πράγματα που μας δίνουν μια διαφορετική εικόνα.
Για την στάση του Ελληνικού Στρατού (*απεργία) με βασικό αίτημα το φαγητό, λίγες μέρες πριν την εισβολή γνωρίζαμε και το έχουμε αναφέρει σε παλιότερη ανάρτησή μας. Αλλά από ότι δείχνει και αυτήν η μαρτυρία οι αντιδράσεις των στρατιωτών προς την ιεραρχία ήταν μόνιμη πριν το ξέσπασμα του πολέμου το 1940 και σε κάποιες περιπτώσεις έπαιρνε μεγάλη διάσταση.
Για άλλη μια φορά βρεθήκαμε μπροστά σε μαρτυρία για εκμετάλλευση για προσωπικό κέρδος από εταιρίες άλλα και από πρόσωπα.
Διαβάστε παρακάτω τις Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Δυναμίδη (1937-1950)
Στο οχυρό Ρούπελ
Έτσι στις 5 Δεκεμβρίου 1939 ταξιδέψαμε για το Ρούπελ και 6η ώρα τα ξημερώματα φτάσαμε στη Δοϊράνη. Εκεί μας κατέβασαν από τα βαγόνια και μας παρέδωσαν σε άλλους αξιωματικούς. Ένα κρύο... παγωνιά, χιονόνερο και βαριάς κατάμουτρα και βάδην για τη γέφυρα του Στρυμόνα, και δεξιά και αριστερά, σα να μας λέγανε που είμαστε κακά παιδιά. Γιατί τα χαρτιά μας γράφανε ότι ήμαστε αναρχικοί επειδή στην Αλβανία φωνάζαμε για το φαΐ που μας κλέβανε οι αξιωματικοί μας. Το μάθαμε την τρίτη ημέρα στον λόγο που μας είχανε κατατάξει...
και δεν έφθαναν εκείνα τα παλιά αλλά και τώρα άλλα πάλι, νέα βάσανα. Δύο μέρες δίχως φαΐ. Δικαιολογία: «είστε εισερχόμενοι». Τέλος στην τρίτη ημέρα μας βάζουνε στη γραμμή, εμάς τους καινούργιους (γιατί είχανε και παλιούς στρατιώτες), και αρχίσανε να μας φωνάζουνε με μία κατάσταση «πώς λέγεσαι». Μετά μας έδωσαν στον καθένα έναν κασμά ή ένα φτυάρι, και υπογράψαμε για αυτό, ώστε να είμαστε υπεύθυνοι να μη το χάσουμε. Και την ίδια στιγμή που χτιζόταν το οχυρό και ήταν ακόμη ατελείωτο μας κλέβανε το φαΐ μας και τα τσιγάρα...
Δουλέψαμε στο οχυρό ο δικός μου λόγος, ο 4ος και ο 5ος, με επικεφαλής παλιούς στρατιώτες και βαθμοφόρους να επιβλέπουνε. Επίσης τότε στο οχυρό δουλεύανε δύο εταιρείες, μία λεγότανε «Kωτάκη» και η άλλη «Σαβαλάς και απασχολούσανε περίπου 800 εργάτες και διαφόρους τεχνικούς, σιδεράδες, μπετατζήδες. Ο μισθός τους, δηλαδή το μεροκάματο, ήτανε 80 δραχμές.
Ο καιρός περνούσε και ο κασμάς και το φτυάρι έδινε και έπαιρνε. Μία μέρα, στο πρωινό προσκλητήριο, λέει ο συφιλιτικός ο λοχαγός μας που ήταν πράγματι άρρωστος και δεν ήξερε τι έκανε ούτε τι έλεγε, παρά μόνο τον βοηθούσανε οι δύο ανθυπολοχαγοί και ο επιλοχίας μας, που ήτανε καλό παιδί. Το έλεγε και το ξανάλεγε κάθε πρωί στο ρόφημα: «Μήπως είναι κανένας λατόμος;», αλλά εγώ δεν έβγαινα να του πω: «Εγώ είμαι!». Γιατί εγώ δεν πήγα στο στρατό για να δουλεύω για 6 δραχμές το μήνα που μας δίνανε.
Μία μέρα λέει στον επιλοχία: «Για πήγαινε να φέρης τα βιβλιάρια υγείας και βολής». Τότε διαβάζει και το δικό μου και με αυστηρό τόνο μου λέει: «Δυναμίδη, γιατί τόσες μέρες που φωνάζω για λατόμους, γιατί δεν βγαίνεις έξω;». Και τότε εγώ του λέω: «Άκουσε κύριε λοχαγέ, εγώ δεν ήρθα στο στρατό να εργαστώ ως λατόμος, παρά μόνο να κρατάω το όπλο μου, να φυλάω τα σύνορα της πατρίδας μου». Τότε και εκείνος μου λέει: «Να αναλάβης ως εργοδηγός και θα σε απαλλάξω από κάθε υπηρεσία». Γιατί εκεί δεν έφτανε όλη μέρα μες στον ήλιο, νηστικός αλλά
βγαίναμε και κάθε βράδυ τρεις ώρες υπηρεσία. Ο λόχος μας ήμασταν 110 άνδρες σύνολο και βγαίναμε υπηρεσία 104.
Τέλος μου λέει: «Διάλεξε όσους νομίζεις ότι σου κάνουνε γιατί, όπως βλέπεις, θα αρχίσουμε να βάζουμε και φουρνέλα». Επίσης μου είπε ότι στο εργοτάξιο της εταιρείας έχει παραφίνες και είπανε πως θα μας δώσουνε όση θέλουμε, αρκεί να γίνει η δουλειά. Όσο για τα άλλα, δηλαδή δυναμίτες, καψούλια και φυτίλια μου λέει: «Εγώ θα σου τα φέρω όλα αρκεί να αρχίσεις να ανοίγεις [...] Τότε εγώ διάλεξα 5 καλούς και φίλους μου βοηθούς. Μου φέρανε και 100 πακέτα δυναμίτες, πολλά καψούλια και αμέτρητα φυτίλια. Τα βάλαμε μέσα στο οχυρό, όπου μέναμε. Και τα κλειδιά τα είχα μόνο εγώ.
Αρχίσαμε να σκάβουμε από το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, γιατί, όπως και έγινε, περιμέναμε να μας επιτεθεί η Γερμανία. Εντωμεταξύ είχαμε τελειώσει το αντιαρματικό κώλυμα που ήταν μεταξύ 4ου και του δικού μου του λόχου. Έτσι σωθήκαμε από τα αμέτρητα τανκς των Γερμανών. Επίσης είχα αναλάβει και τη ναρκοθέτηση. Όλες μπροστά από το πεδίο βολής. Μας σώσανε και αυτές, αλλιώς από την πρώτη ημέρα θα μας είχαν καβαλήσει, το πεζικό που ερχότανε μπροστά από τα τανκς.
Και ας έρθω τώρα σε ένα άλλο μεγάλο και σοβαρό πράγμα. Αφού άρχισε και είδανε πως γινόταν η δουλειά τους, κάνανε τη μεγαλύτερη και πρόστυχη πράξη. Συνεννοηθήκανε εταιρείες και αξιωματικοί και απολύουν όλους τους 800 εργάτες που επαίρνανε 80 δραχμές την ημέρα και εμάς για δόλωμα μας δίνανε 10 δραχμές στον κάθε στρατιώτη. Και από αυτές εκράταγε τις 5 δραχμές ο συφιλιτικός ο λοχαγός μας. Αργότερα τον εβγάλανε και μας όρισαν έναν ανθυπολοχαγό για λοχαγό, Παναγόπουλο Παναγιώτη. Ήτανε πολύ καλός.
Εντωμεταξύ αναγνωρίστηκα ως εργοδηγός του οχυρού Ρούπελ και μία ημέρα μου λέει ο δεκανέας της υπηρεσίας: «Δυναμίδη, σε θέλει ο διοικητής» (δηλ. του οχυρού των πέντε λόχων του Ρούπελ). Την άλλη μέρα το πρωί πάω στην πόρτα. Είχε δύο σκοπούς. Τους είπα ότι με ζήτησε ο διοικητής και εκείνοι του λένε πως είναι ένας <1931 υπαξιωματικός (με κάνανε <19> ο Τσολάκογλους) και εκείνος είπε να περάσω μέσα. Ονομαζόταν Νικόλαος Εξαρχάκος (Μάνη) και τον χαιρέτησα στρατιωτικά (ήτανε συνταγματάρχης). Τότε με χαμόγελο της μ... μου λέει: «Κάτσε. Ξέρεις γιατί σε θέλω; Να υπογράψεις τις καταστάσεις του οχυρού ως εργοδότης», γιατί ο πολίτης (που υπογραφε) είχε φύγει πια από το οχυρό.
και επανέρχομαι αμέσως μετά από μία εξήγηση. Ο Εξαρχάκος ήτανε διοικητής του 6ου Συνοριακού Τομέως και όχι μόνο του οχυρού Ρούπελ. Είχε στη δικαιοδοσία του τους εξής τομείς: το οχυρό Πέλεσι *(Ιστίμπεη), το οχυρό 11 *(Καρατάς), παρακάτω προς τα εμάς στη μέση μας χωρίζει ο ποταμός Στρυμόνας- και πάνω από εμάς το περιβόητο Καρατάς που ήτανε και το πυροβολικό που μας ενίσχυε στις επιθέσεις. Και προχωρώ. Διοικητής του Ρούπελ ήτανε ο ταγματάρχης, μόνιμος αξιωματικός πυροβολικού, Δουράτσος Γεώργιος από τη Σύρα του εγνώρισα από κοντά και συνεργαζόμουνα τακτικά για υπηρεσιακές δουλειέςΠετρίτσι Σιδηρόκαστρο, Σέρρες και τα άλλα μικρά χωριά. Εκεί, στο Πετρίτσι που γυρίζαμε τις ελεύθερες ώρες, γνώρισα και τον ιπποκόμο του Εξαρχάκου και μας έλεγε για αυτόν...
Το λοιπόν μου λέει: «Σε κάλεσα να υπογράψεις τις μισθολογικές καταστάσεις». Και τότε εγώ του λέω: «Δεν μπορώ να τις υπογράψω». Τότε αυτός με αυστηρό ύφος μου λέει: «Σε διατάζω να τις υπογράψεις». και εγώ του είπα: «Η διαταγή σου δεν αφορά τα στρατιωτικά μου καθήκοντα, γιατί εγώ ήρθα εδώ για στρατιώτης και όχι εργολάβος». Και σηκώθηκε και έφυγα με τα πόδια πίσω στο λόγο μου. Και με ρωτάει ο λοχαγός μου: «Τι έγινε, ρε Δυναμίδη;» και εγώ του λέω με άγριο ύφος: «Ντρέπομαι, κυρ λοχαγές για λογαριασμό των αξιωματικών της Ελλάδος...»
Τώρα ας έρθουμε σε άλλα πράγματα που αφορούνε τα στρατιωτικά μου καθήκοντα. Δεν είχα την ευθύνη μόνο για τα φουρνέλα αλλά, επειδή είχα καλή όραση- και αποδείχθηκα- μου αναθέσανε τις πιο σκληρές ημέρες που είχε καταλάβει η Γερμανία την Βουλγαρία και άρχισε και κουβάλα μέρα-νύχτα μηχανήματα, μοτοσυκλέτες αμέτρητες, αυτοκίνητα μία σημαντική δουλειά: καθόμουνα στο δικό μου πολυβολείο, το 0.32. έτσι λεγότανε και από τη μικρή θυρίδα που έβγαινε έξω η κάνη και λίγο το πολυβόλο -διάσταση 30*30 πόντοι ήτανε - και έγραφα κάθε βράδυ πόσα <μηχανήματα 19, αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες περνούσανε από τα στενά της Κρέζνας 20, το μόνο που έχουνε οι Βούλγαροι σαν δίοδο προς την Ελλάδα. Και τι να σας πω, δεν θα το πιστέψετε. Κάθε βράδυ έφταναν από 2000 μέχρι και 2500. Μάλιστα! Επίσης είχανε επισκευάσει αεροδρόμιο κοντά στο σημερινό ελληνικό τελωνείο που λέγεται Μαρινούπολη (Προμαχώνα).