O Οργανοποιός Γιάννης Κουκουρίγκος από το Σιδηροχώρι
Γεννημένος πριν από περίπου 50 χρόνια ο κ. Ι. Κουκουρίγκος ταυτίσθηκε από πολύ νωρίς με τη μουσική. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η έντονη μουσική παράδοση της οικογενείας του, η οποία κατηύθυνε «άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα» τις επιλογές της υπόλοιπης ζωής του. Φοιτητής ακόμη στο ενιαίο τμήμα των θετικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο κ. Ι. Κουκουρίγκος παρακολουθεί μαθήματα κατασκευής εγχόρδων μουσικών οργάνων στα ΝΕΛΕ Σερρών καθώς και αρκετά σεμινάρια με θέμα την οργανοποιία. Ετσι, παρ’ ότι το πτυχίο της Φυσικής και των Μαθηματικών θα «αξιοποιηθεί» για μία περίπου δεκαετία (1987-1996) στη Μέση Εκπαίδευση, το «σαράκι» του οργανοποιού δεν θα τον εγκαταλείψει ούτε και τότε.
Στο Σιδηροχώρι Σερρών ο πρώην φυσικός Γιάννης Κουκουρίγκος, φτιάχνει κιθάρες. Τόσο πρότυπες και μοναδικές, που ο Αλ Ντι Μέολα έδινε 7.000 ευρώ για μία από αυτές. Ψάχνει, βρίσκει, μελετά και ενδιαφέρεται για οτιδήποτε αφορά την κιθάρα. Δεν είναι όμως μουσικός κι ούτε ξέρει να παίζει κιθάρα. Είναι φυσικός και οργανοποιός και μαζί με τον αδελφό του έχουν στήσει ένα μικρό εργαστήριο οργανοποιίας στο χωριό τους, το Σιδηροχώρι Σερρών.
Πολλοί μουσικοί ξέρουν καλά το όνομα και τη δουλειά του Γιάννη Κουκουρίγκου και του αδελφού του Τάσου. Δικές τους δημιουργίες κρατούν, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Κώστας Κοτσιώλης και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Κουκουρίγκος Γιάννης, Γκαλής Γιάννης, Χριστοδουλάρας Γιώργος
Κυρπή Κατερίνα, Χατζόπουλος Γιώργος, Σαμουηλίδης Χρήστος
Κι όχι μόνον αυτοί. Κατασκευαστές μιας πρότυπης κιθάρας με τροποποιημένο αντηχείο που, βασισμένο σε στοιχεία της μεσογειακής οργανοποιίας, βοηθά στην καλύτερη λειτουργία του μουσικού οργάνου, οι δύο αδελφοί Κουκουρίγκου δέχτηκαν μια προσφορά 7.000 ευρώ από τον Αλ Ντι Μέολα. Ηθελε να αποκτήσει ένα μοναδικό τους μοντέλο. «Αρνηθήκαμε όμως γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε μια τέτοια σχέση». Το μοντέλο που δεν πούλησαν κατέληξε ωστόσο σε εξίσου έμπειρα χέρια. Τον Αύγουστο του 2006 ο καθηγητής του παρισινού Κονσερβατουάρ, Ρολάν Ντιένς, ανέλαβε με ένα μικρό ρεσιτάλ να παρουσιάσει την καινούργια κιθάρα στο διεθνές φεστιβάλ του Μπρνο.
Δεν ήταν τότε η πρώτη φορά που οι δύο οργανοποιοί απέσπασαν εύσημα για τη δουλειά τους. Το όνομά τους π.χ. περιλαμβάνεται σε μια ανθολόγηση των μελών της GAL (Guild of American Luthiers) με το σχόλιο «μια ριζοσπαστική άποψη για την κιθάρα».
Γιάννης Κουκουρίγκος : «Η κιθάρα ήταν ένα ελληνικό όργανο σπουδαίο, όταν δεν βρισκόταν στα στενά όρια του ελληνικού κράτους. Η κοσμοπολίτικη έκφανσή του άρχισε να υποχωρεί όταν άρχισε και η Ελλάδα να υποχωρεί. Ηταν βέβαια κι ένα όργανο διεθνές που έφτασε μέχρις εδώ, αγκαλιάζοντας τις παραδόσεις των λαών, όπως το μπαρόκ της Ευρώπης, τον ήχο των γύφτων της Ανδαλουσίας... Σήμερα λένε όλοι ότι η κιθάρα σταμάτησε να εξελίσσεται. Εμείς,τολμώ να πω, αποδείξαμε ότι δεν είναι αλήθεια...» 2008
Η ενασχόλησή του με τα μουσικά όργανα ξεκίνησε ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε στραφεί εξαρχής στη Φυσική. Αργότερα έκλεισε το φροντιστήριο που είχε ανοίξει διδάσκοντας Φυσική, για να αφοσιωθεί στην «τρέλα» του, την κατασκευή και τη μελέτη πρώτα πρώτα των νυκτών οργάνων της Ανατολικής Μεσογείου (μπουζούκι, λαούτο, ούτι κ.ά.). Ερεύνησε τη γεωμετρία του αντηχείου τους επί χρόνια ολόκληρα, αλλά δεν κράτησε τα αποτελέσματα των ερευνών του για τον εαυτό του, τα διένειμε μέσω των δύο ιστοσελίδων.
Η ζωή του συνδυάζει γοητευτικά την καλλιέργεια των κηπευτικών, την οργανοποιία αλλά και την αναζήτηση π.χ. του γεωμετρικού αλγόριθμου του σκάφους της κιθάρας: επί 11 χρόνια αναζητούσε τον τύπο που διευκολύνει αφάνταστα την κατασκευή του μουσικού οργάνου.
Ταυτόχρονα με όλα αυτά, οι αδελφοί Κουκουρίγκου παρουσίασαν τις δημιουργίες τους σε δύο εκθέσεις στο Κρατικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης (1997) και στο Μουσείο «Φοίβος Ανωγειανάκης» (1998) και έπειτα από αυτές δέχτηκαν πρόταση του Δήμου Καστοριάς να οργανώσουν τη Σχολή Λαϊκής Οργανοποιίας. Κι αυτό έκαναν. Δίδαξαν στη Σχολή, διοργάνωσαν και διεθνές συνέδριο οργανοποιίας αλλά τελικά αποχώρησαν το 2002 για να επιστρέψουν στις δικές τους έρευνες.
Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας.
Η έκθεση λαϊκών οργάνων του Γιάννη Κουκουρίγκου θα φιλοξενείται στο Μουσείο Φοίβου Ανωγειανάκη (Διογένους 1-3, Πλάκα) και η συνέντευξη του 2008
Η έκθεση των δημιουργιών του στο Μουσείο Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη (Διογένους 1-3, στην Πλάκα), δεν ήταν το πρώτο «άνοιγμα» του κ. Κουκουρίγκου προς το ευρύ κοινό. Μια πρώτη απόπειρα έγινε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, ενώ η επόμενη «κρούση» ήταν στο Ιδρυμα Γουλανδρή – Χορν στην Αθήνα. Για τη συγκεκριμένη έκθεση όμως η συνεργασία με τον αδελφό του Τάσο ήταν απολύτως αναγκαία: «Ο αδελφός μου είναι βασικός και ισότιμος συνεργάτης μου. Θα μπορούσα να πω ότι είναι και πολύ καλύτερός μου στο τεχνικό μέρος της δουλειάς. Εχει σταθερό χέρι και το «ένστικτο» του μάστορα. Αυτός καταλαβαίνει αλλιώς τους νόμους· δεν χρησιμοποιεί τη γεωμετρία, όπως κάνω εγώ. Με την οργανοποιία ασχολείται όταν του περισσεύει χρόνος από τη βιοτεχνία γυναικείων ρούχων που έχει (γράψε ότι είναι ατσίδας στα εξώγαζα!) αλλά μπορώ να πω ότι δίνει τον καλύτερο εαυτό του».
Η εν λόγω έκθεση στάθηκε η αφορμή για μια συζήτηση «επί παντός επιστητού»: για τα όργανα καθαυτά, για τα υλικά και τα μοτίβα τους, για τον χρόνο κατασκευής τους, για τους εναπομείναντες οργανοποιούς και τον σύλλογό τους, για τους μουσικούς ρυθμούς και την καταγωγή τους· κυρίως όμως για τα κίνητρα της δημιουργίας και για το αποτέλεσμα του προσωπικού μόχθου.
«Είμαι άρρυθμος» υποστηρίζει ο κ. Κουκουρίγκος και συνεχίζει: «Ξέρω ότι δεν θα παίξω ποτέ σωστά ένα κομμάτι, κυρίως επειδή δεν μπορώ να ενσωματωθώ σε μουσικό σύνολο. Αυτός ήταν ο βασικότερος λόγος που με οδήγησε στο να φτιάξω μουσικά όργανα. Οσο δε για τα ερεθίσματά μου προέρχονται από τη σύζευξη της παραδοσιακής μουσικής με το σημερινό «έντεχνο» τραγούδι, που «παντρεύει» ελληνικοανατολίτικα με ροκ στοιχεία. Το ζήτημα πάντως είναι να μπορείς να διψάς και να ξεδιψάς από ένα μουσικό όργανο και από τη μουσική που αυτό παράγει».
Κανένας δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτή τη διάσταση της μουσικής. Αν οι ήχοι που παράγονται από ένα μουσικό όργανο δεν είναι σε θέση να συνεπάρουν και να «ξεδιψάσουν» τον ακροατή, τότε η μουσική έχει χάσει την αξία της. Και αυτή η «ανάγκη» κινητοποιεί τον κ. Κουκουρίγκο: «Ο μουσικός δίνει τον ήχο στον κόσμο. Ο οργανοποιός είναι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για την ποιότητα του ήχου, οπότε βάζει τα δυνατά του ώστε να κατασκευάσει το καλύτερο και πιο «ευαίσθητο» όργανο. Και όταν το ακούει ευχαριστιέται».
Με την ίδια ευχαρίστηση μας ξενάγησε στους διαδρόμους της έκθεσής του και ο κ. Κουκουρίγκος. Τα χειροποίητα μπουζούκια, τα λαούτα, οι τζουράδες, οι ταμπουράδες και τα μπαγλαμαδάκια κρέμονταν, το ένα δίπλα στο άλλο, από ισομήκεις ξύλινες ράβδους, ενώ στην άκρη της κάθε ταστιέρας ήταν στερεωμένο ένα καρτελάκι με πληροφορίες για την κατασκευή και την ιστορία τους.
Ο δημιουργός τους φρόντιζε να μας δίνει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για το καθένα από αυτά, ενώ το πάθος για το τέλειο φαινόταν ακόμη και ύστερα από την πρώτη οπτική επαφή. Στο σημείο αυτό μεταξύ πραγματικότητας και έμπνευσης άρχισαν να «πέφτουν βροχή» τα «μυστικά» για τη δημιουργία του καλύτερου αποτελέσματος.
«Τα υλικά που χρησιμοποιώ είναι το σφενδάμι, η μουριά, η καρυδιά, το κόκαλο και το κέρατο. Ολα αυτά τα βρίσκω στην περιοχή της Κερκίνης πολύ κοντά δηλαδή στη γενέτειρά μου. Το σφενδάμι και η μουριά δίνουν σκληρό και ελαφρύ ξύλο, ο,τι πιο αναγκαίο για την κατασκευή του αντηχείου. Για το μπράτσο ενός οργάνου χρησιμοποιώ φλαμούρι και άλλα ξερά ξύλα, επειδή αντιστέκονται στις εναλλαγές της θερμοκρασίας» αναφέρει ο κ. Κουκουρίγκος και προσθέτει: «Με το κόκαλο και το κέρατο αντικαθιστώ οικολογικά το χελωνόστρακο και το ελεφαντόδοντο. Εχω στο εργαστήρι μου τέτοια υλικά, αλλά θα τα χρησιμοποιήσω όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, η πιο «γόνιμη» ώρα». Οσο δε για τα εργαλεία του, δεν είναι ούτε παράξενα ούτε δυσεύρετα: το ροκάνι, η ράσπα, το καλέμι του χρυσοχόου, το πριόνι, η σέγα. Με τη βοήθειά τους το ξύλο δουλεύεται, το κόκαλο σκαλίζεται και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Η αναζήτηση του μέτρου
Βλέποντας κανείς τα δημιουργήματα του κ. Κουκουρίγκου προβληματίζεται ως προς τις εικαστικές επιρροές τους. Ο ίδιος όμως έχει την απάντηση: «Εχω επηρεαστεί από το μπαρόκ, την Αναγέννηση, το Ισλάμ και φυσικά από το σύγχρονο ρεύμα. Εκείνο που προσπαθώ κάθε φορά είναι να μηνχάνω το μέτρο. Και μου φαίνεται ότι δεν έχω ξεφύγει». Ολα αυτά βεβαίως δε γίνονται χωρίς θυσίες: «Κάθε φορά που πρόκειται να ασχοληθώ με την οργανοποιία κόβω το τσιγάρο, το ποτό, το ξενύχτι…
Και όταν ξαπλώνω σκέφτομαι πάντοτε το ίδιο πράγμα: «Πότε θα ξημερώσει για να ξαναρχίσω»! Αυτό με γεμίζει χαρά». Και όσο για το πώς αντιμετωπίζει τη δουλειά του το οικογενειακό του περιβάλλον, ο κ. Κουκουρίγκος θα πει: «Οταν η κόρη μου με βλέπει να δουλεύω, ξέρω ότι καταλαβαίνει πόσο το απολαμβάνω. Η γυναίκα μου μερικές φορές μου λέει: «Γιάννη, δεν ξέρω αν θα βγάλεις ποτέ λεφτά από τα όργανα. Θα είσαι όμως πολύ ευτυχισμένος». Αυτό νομίζω κι εγώ».
Από την έκθεση “Κιθάρες και μαντολίνα στη σύγχρονη Ελλάδα» 2011
Το μπουζούκι του Σταθόπουλου
Μια έρευνα του Γιάννη Κουκουρίγκου αφορά την καταγωγή του μπουζουκιού. Κι αυτή ήταν που τον οδήγησε στη Σμύρνη του 1837. Από εκεί ξεκινά η αρκετά γνωστή μυθιστορηματική ιστορία της, εκ Μαγούλας Λακωνίας, οικογένειας Σταθόπουλου, της ίδιας που κρύβεται πίσω από την ανθηρή βιοτεχνία κατασκευής μουσικών οργάνων «Epiphone» στην Αμερική. Ξυλέμπορος ο Κωνσταντίνος Σταθόπουλος μεταναστεύει, για το καλό της δουλειάς του, οικογενειακά στη Σμύρνη. Στο κοσμοπολίτικο και μουσικόφιλο περιβάλλον της, ο γιος του Αναστάσιος στρέφεται στην οργανοποιία. Ανάμεσα στα μουσικά όργανα που βγάζει το εργαστήριό του περιλαμβάνεται και το νεογέννητο μπουζούκι: κατασκευασμένο για τις ανάγκες του ρεμπέτικου, έχει υβριδικό χαρακτήρα. Το αντηχείο του έχει τις γραμμές του λαούτου και το μακρύ «μανίκι» του παραπέμπει στον ταμπουρά -αν και έχει λιγότερες χορδές και υψηλότερα κουρδίσματα από αυτόν.
Αυτή τη φόρμα παίρνει μαζί του ο Αναστάσιος, όταν το 1903 μεταναστεύει στην Αμερική μαζί με την πολυμελή του οικογένεια. Εκεί εργάζεται ως οργανοποιός και, παράλληλα με το τυπικό μπουζούκι της εποχής, κατασκευάζει κι ένα προσωπικό μοντέλο επηρεασμένο από το μαντολίνο και διακοσμημένο πολυτελώς. Τα μπουζούκια του φτάνουν στην Ελλάδα. Με ένα τέτοιο όργανο από την Αμερική φαίνεται πως εικονίζεται ο Βαμβακάρης στη διάσημη φωτογραφία της Τετράδας του Πειραιά.
Ο γιος του Αναστάσιου, Επαμεινώνδας, αριστούχος του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, αναλαμβάνει την οικογενειακή επιχείρηση το 1915. Διορατικός, αντιλαμβάνεται εγκαίρως την επερχόμενη μόδα του μπάντζο και στρέφει το ενδιαφέρον του προς τα εκεί. Η κίνησή του τον φέρνει σε απόσταση αναπνοής από τους κολοσσούς κατασκευαστές Martin και Gibson. Μετονομάζοντας την επιχείρηση σε House of Stathopoulos, καταλήγει στην τελική ονομασία Epiphone (φωνή του Επαμεινώνδα) λίγο πριν από τη θριαμβευτική άφιξη της κιθάρας. Κάποια από τα μοντέλα που φτιάχνει η Epiphone δανείζονται μάλιστα ονόματα από τη Μυθολογία (Olympus, Apollo). Η επιχείρηση προχωρά, εξαγοράζει εταιρείες, εισάγει νέες τεχνολογίες, κατασκευάζει τις πρώτες ηλέκτρικές κιθάρες και κάνει εξαγωγές σε όλο τον κόσμο. Στην κορυφή της επιτυχίας ο Επαμεινώνδας πεθαίνει από λευχαιμία στα 49 του χρόνια. Η επιχείρηση παρακμάζει και τελικά αγοράζεται από τη Gibson....
Βασικές πηγές της έρευνας του Γιάννη Κουκουρίγκου είναι τα βιβλία των Jim Fish «The House of Stathopoulo» και Walter Carter «Epiphone, the complete History». Η έρευνά του, που εστιάζεται στη συμβολή της οικογένειας Σταθόπουλου στη δημιουργία του μπουζουκιού (κι όχι στη γνωστή τους συμβολή στις κιθάρες), τον έφερε όμως και στη Σπάρτη, σε αναζήτηση στοιχείων. Βρήκε κι εκεί πληροφορίες και γνώστες της ιστορίας των Σταθόπουλων. Γι' αυτό υπόσχεται ότι και σ' αυτόν τον τομέα της παθιασμένης του ενασχόλησης.
Ο Γιάννης Κουκουρίγκος από το Σιδηροχώρι Σερρών παρουσιάζει την «παγκόσμια κιθάρα»
Κουκουρίγκος Γιάννης και Τάσος
Σιδηροχώρι Σερρών
Σταθερό: 2327023268
Κινητό: 6979447427
Web:
www.lutherie.gr
http://www.alectorguitars.com/
Email: info@lutherie.gr