Οι τρεις καπητάνοι - Ποίημα που ταξιδεύει στον χρόνο από τα χρόνια της επανάστασης

Οι τρεις καπητάνοι είναι ένα ποίημα που ταξιδεύει στον χρόνο από τα χρόνια της επανάστασης.
Η εκδοχές που θα σας παρουσιάσουμε είναι 2. Η μία είναι από το βιβλίο Songs of Modern Greece (1900)  του George Frederick Abbott.

Ο George Frederick Abbott περιγράφοντας το ποίημα μας γράφει ότι τα πρόσωπα του παρόντος κομματιού, ήταν αναμφίβολα γνωστά μεταξύ τους. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. εκτός από αυτό το έγγραφο.

Η σκηνή είναι πιθανώς στη Θεσσαλία και η εποχή της είναι οι αρχές του 18ου αιώνα. 
Λείπουν αρκετές γραμμές, οι οποίες προφανώς περιείχαν
έναν απολογισμό του αγώνα. Κατά τα λοιπά, το παρόν κείμενο είναι
πλουσιότερο κατά εννέα γραμμές από αυτό που έδωσε ο Passow (αρ. 115).
Το τελευταίο περιέχει μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή της ίδιας ιστορίας.
Το ποίημα είναι γεμάτο επικές αναμνήσεις όπως θα δει ο αναγνώστης.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΑΠΗΤΑΝΟΙ.
Ὁ Κώστας ὁ μικρότερος κι ᾿Αλέξης ὁ μεγάλος
Καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο ἀντάμα τρῶν καὶ πίνουν, 
Αντάμα δέν᾿ τοὺς μαύρους των 'ς ἕνα ταβλὰ δεμένους. 
Τοῦ Κώστα τρώει τὰ σίδερα, τ' ᾿Αλέξη τὰ λιθάρια 
Καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὰ δένδρα 'ξεῤῥιζώνει. 5 
Ἐκεῖ ποῦ 'τρωγαν κ᾿ ἔπιναν καὶ ποῦ ᾽χαρακοποῦσαν, 
Ψιλὴ φωνίτσα ἄκουσαν, 'σὰν ἀπ᾿ ἀγγέλου στόμα 
“ (Ε)σεῖς τρῶτε καὶ πίνετε, κ' οἱ Τοῦρκοι σᾶς κουρσεύουν 
Πῆραν τοῦ Κώστα τὰ παιδία, τ' ᾿Αλέξη τὴν γυναῖκα 
Καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὴν ἀῤῥαβωνιασμένη”.” 
Τὸν λόγο 'δὲν ἀπόσωσε, τὸν λόγο δὲν ἀπόειπε, 
Κ' εὐθὺς ὀρθοὶ ᾿σηκώθηκαν 'σὰν τ᾿ ἄγρια λεοντάρια. 
Ὁ Κώστας λύει τ᾽ ἄλογο κι ᾿Αλέξης τὸ σελλώνει 
Καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο εὑρέθη καβαλλάρης. 
“Σύρε, σύρε, Βλαχόπουλε, ἐς τὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃς, 15 
Κι ἂν εἶναι περισσότεροι, στάσου νὰ πᾶμ᾽ ἀντάμα.” 
Εὐθὺς ἐς τὴ βίγλα 'ὑρέθηκε 'σὰν πεινασμένος λύκος. 
Δὲν βλέπει δέκα κ᾿ ἑκατό, μόν' βλέπει χιλιάδα(ι)ς· 
Οἱ κάμποι ἐπρασίνιζαν, τὰ πλάγια κοκκινίζαν· 
Νὰ 'πάῃ πίσω ντρέπεται, νὰ ἐπάῃ ἐμπρὸς φοβᾶται, το 
Τὸν μαθρό του ἐφώναζε, τὸν μαῦρό του φωνάζει·
Δύνασαι, μαῦρέ μ', δύνασαι νὰ πλέψῃς μέσ' 'ς τὸ αἷμα ;”
Δύναμ', ἀφέντη μ', δύναμαι νὰ πλέψω μεσ' 'ς τὸ αἷμα. 
Μόν' δέσε τὸ κεφάλι σου μ' ἕνα καλό μαντῆλι, 
Μὴ τύχῃ λάκκος καὶ ῥιχθῶ καὶ πέσῃς ἀπ' τὴ ζάλη. 25 
Καὶ 'ρώτα τὸ σπαθάκι σου νὰ ἰδῇς τὸ τί σοῦ λέγει.” 
“(Ε)σὺ σπαθάκι δαμασκὶ καὶ λαμπαδοχυμένο, 
Δύνασαι, μάτια μ', δύνασαι νὰ κόψης τόσους Τούρκους;” 
“Δύναμ', ἀφέντη μ', δύναμαι νὰ κόψω κι᾿ ἄλλους τόσους. 
Μόν' 'ρώτα τὸ χεράκι σου νὰ ἰδῇς τὸ τί σοῦ λέγει.” 30 
(Ε)σὺ χεράκι μου λαμπρό, λαμπρὸ κι᾿ ἀνδρειωμένο, 
Ποτέ σου 'δὲν μὲ ἐντρόπιασες, ποτὲ μή μ' ἐντροπιάσῃς. 
Εὐθὺς γιουροῦσι ἔκαμε 'σὰν τ᾿ ἄγριο λεοντάρι, 
Κόφτει καὶ σφάζει σὰν τραγία τοὺς σκυλοκονιαρέους.
Ψιλὴ φωνίτσα ἔβαλε, ψιλὴ κι' ἀνδρειωμένη 35 
«Κώστα κι' ᾿Αλέξη, ἀδελφοὶ καὶ φίλοι τῆς καρδίας μου, Παραμερήσατ᾽ ἀπ᾿ ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω μου σταθῆτε, 
Τὶ θόλωσαν τὰ μάτια μου· μπροστά μου 'δὲν σᾶς βλέπω.”

Το ποίημα σήμερα είναι τραγούδι και ονομάζεται "Του μικρού βλαχόπουλου", ανήκει στα Δημοτικά τραγούδια. Έχει κάποιες αλλαγές από το  ποίημα του George Frederick Abbott.

Του μικρού βλαχόπουλου

Ὁ Κωσταντῖνος ὁ μικρὸς κι’ ὁ Ἀλέξης ὁ ἀντρειωμένος,
καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο, ὁ καστροπολεμίτης,
ἀντάμα τρῶν καὶ πίνουνε καὶ γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ ἀντάμα ἐχουν τοὺς μαύρους των ’ς τὸν πλάτανο δεµένους.
Τοῦ Κώστα τρώει τὰ σίδερα, τ’ Ἀλέξη τὰ λιθάρια,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὰ δέντρα ξερριζώνει.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ τρῶγαν κ’ ἔπιναν καὶ ποῦ χαροχοποῦσαν,
πουλάκι πῆγε κ’ ἔκατσε δεξιὰ μεριὰ ’ς τὴν τάβλα.
Δὲν κελαϊδοῦσε σὰν πουλί, δὲν ἔλεε σὰν ἀηδόνι,
μόν’ ἐλαλοῦσε κ’ ἔλεγε νἀθρωπινὴ κουβέντα.
«Ἐσεῖς τρῶτε καὶ πίνετε καὶ λιανοτραγουδᾶτε,
καὶ πίσω σᾶς κουρσεύουνε Σαρακηνοὶ κουρσάροι.
Πῆραν τ’ Ἀλέξη τὰ παιδιά, τοῦ Κώστα τὴ γυναῖκα,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὴν ἀρραβωνιασμένη.»

Ὥστε νὰ στρώσῃ ὁ Κωσταντὴς καὶ νὰ σελλώσῃ ὁ Αλέξης,
εὐὐρέθη τὸ Βλαχόπουλο ’ς τὸ μαῦρο καβαλλάρης.
«Γιὰ σύρε σὺ Βλαχόπουλο ’ς τὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃς·
ἂν εἶν’ πενῆντα κ’ ἑκατὸ χύσου μακέλλεψέ τους,
κι’ ἂν εἶναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ µας.»

Ἐπήγε τὸ Βλαχόπουλο στὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃ.
Βλέπει Τουρκιὰ Σαρακηνοὺς κι’ Ἀράπηδες κουρσάρους,

οἱ κάµποι ἐπρασινίζανε, τὰ πλάγια κοκκινίζαν·
ἄρχισε νὰ τοὺς διαµετράῃ, διαμετρημοὺς δὲν εἶχαν.
Νὰ πάῃ πίσω ντρέπεται, νὰ πάγῃ ἐμπρὸς φοβᾶται.
Σκύβει φιλεῖ τὸ μαῦρο του, στέκει καὶ τὸν ῥωτάει.
«Δύνεσαι, μαῦρε μ’, δύνεσαι ’ς τὸ γαἷμα γιὰ νὰ πλέξῃς;
Δύνομαι ἀφέντη, δύνομαι ’ς τὸ γαἷμα γιὰ νὰ πλέξω,
κι’ ὅσους θὰ κόψῃ τὸ σπαθὶ τόσους θενὰ πατήσω.
Μόν’ δέσε τὸ κεφάλι σου μ’ ἕνα χρυσὸ μαντῆλι,
μὴν τύχῃ λάκκος καὶ ῥηχτῶ καὶ πέσῃς ἀπ’ τὴ ζάλη.
Σαΐτταις µου ἀλεξαντριναῖς, καμιὰ νὰ μὴ λυγίσῃ,
καὶ σὺ σπαθί µου διμισκί, νὰ μὴν ἀποστομώσῃς.
Βόηθα μ’ εὐχὴ τῆς µάννας µου καὶ τοῦ γονιοῦ µου βλόγια,
εὐχὴ τοῦ πρώτου μ’ ἀδερφοῦ, εὐχὴ καὶ τοῦ στερνοῦ µου.
Μαῦρε µου, ἄιντε νὰ μποῦμε, κι’ ὅπου ὁ Θεὸς τὰ βγάλῃ!»

’Σ τά ἔμπα του μπῆκε σὰν ἀιτός, ’ς τὰ ξέβγα σὰν πετρίτης·
’ς τά ἔμπα του χίλιους ἔκοψε, ’ς τὰ ξέβγα δυὸ χιλιάδες,
καὶ ’ς τὸ καλὸ τὸ γύρισµα κανένα δὲν ἀφήνει.
Πῆρε τ' Ἀλέξη τὰ παιδιά, τοῦ Κώστα τὴ γυναῖκα,
καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο τὴν ἀρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ὁ μαῦρος του καὶ πίσω του τοὺς παίρνει.

’Στὸ δρόμο νὀποῦ πήγαινε σέρνει φωνὴ περίσσα.
«Ποῦ εἶσαι ἀδερφέ µου Κωσταντᾶ κι’ Ἀλέξη ἀντρεϊωμένε;
ἂν εἶστε ἐμπρός µου φύγετε κι’ ὀπίσω µου κρυφτῆτε,
τί θόλωσαν τὰ μάτια µου, µπροστά µου δὲ σᾶς βλέπω,
καὶ τὸ σπαθί µου ἐρράγισε, κόβοντας τὰ κεφάλια,
κι’ ὁ μαῦρος λιγοκάρδισε πατῶντας τὰ κουφάρια.»

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος