Βρετανικό διπλάνο που καταρρίφθηκε στο Σιδηρόκαστρο, 12 Φεβρουαρίου 1917
Βρετανικό διπλάνο που καταρρίφθηκε στο Σιδηρόκαστρο, 12 Φεβρουαρίου 1917. Επεξεργασμένη φωτογραφία
Βρετανικό αεροπλάνο που καταρρίφθηκε από τη 10η βουλγάρικη Μεραρχία Πεζικού Belomorska, στο Σιδηρόκαστρο (Demir Hissar).Το αεροπλάνο δεν υπέστη ζημιά και ο πιλότος του (Second Lieutenant) Stafford, δεν έπαθε τίποτα, 12.02.1917.
Το διπλάνο είναι ένα αεροσκάφος σταθερών πτερύγων με τις δύο κύριες πτέρυγες τοποθετημένες η μία πάνω από την άλλη. Το πρώτο μηχανοκίνητο, ελεγχόμενο αεροπλάνο που πέταξε, το Wright Flyer, χρησιμοποίησε διάταξη πτερύγων διπλάνου, όπως και πολλά αεροσκάφη κατά τα πρώτα χρόνια της αεροπορίας. Αν και η δομή της πτέρυγας ενός διπλάνου έχει δομικά πλεονεκτήματα έναντι του μονοπλάνου, δημιουργεί μεγαλύτερη οπισθέλκουσα σε σχέση με μία πτέρυγα μονοπλάνου χωρίς στηρίγματα. Οι βελτιωμένες τεχνικές κατασκευής, τα καλύτερα υλικά αλλά και η ανάγκη για μεγαλύτερες ταχύτητες έκαναν τη διάταξη των διπλάνων παρωχημένη για τις περισσότερες χρήσεις μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Τα διπλάνα προσφέρουν αρκετά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τα συμβατικά μοντέλα μονοπλάνων με προβόλους: δίνουν τη δυνατότητα για ελαφρύτερες κατασκευές πτερύγων, χαμηλότερο φόρτο πτέρυγας και μικρότερο άνοιγμα για ένα συγκεκριμένο εμβαδόν πτέρυγας. Ωστόσο, η παρεμβολή μεταξύ της ροής αέρα πάνω από κάθε πτέρυγα αυξάνει ουσιαστικά την οπισθέλκουσα, και τα διπλάνα γενικά χρειάζονται περισσότερη στήριξη, η οποία προκαλεί πρόσθετη οπισθέλκουσα.
Τα διπλάνα διακρίνονται από τα αεροσκάφη με διάταξη παράλληλων πτερύγων, όπου οι πτέρυγες είναι τοποθετημένες μπροστά και πίσω στην άτρακτο.
Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις στη βιολογία, για να περιγράψει τα φτερά ορισμένων πτηνών ή εντόμων.
Η διάταξη του διπλάνου αναπτύχθηκε από τον χαρταετό κουτί, που εφευρέθηκε από τον Αυστραλό Λόρενς Χάργκρεϊβ. Μέχρι το 1896 ο Οκτάβ Σανούτ είχε αρχίσει να πετάει με διπλάνα αιωρόπτερα και συμπέρανε πως τα εξωτερικά στηριγμένα διπλάνα προσέφεραν καλύτερες προοπτικές για μηχανοκίνητη πτήση από ότι τα μονοπλάνα. Το διπλάνο Wright Flyer του 1903 έγινε το πρώτο επιτυχημένο μηχανοκίνητο αεροπλάνο.
Κατά τη διάρκεια των ετών των πρωτοποριών, τόσο τα διπλάνα όσο και τα μονοπλάνα ήταν συνηθισμένα, αλλά κατά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα διπλάνα απέκτησαν προβάδισμα λόγω μιας σειράς δομικών αστοχιών των μονοπλάνων που οδήγησαν στην «Απαγόρευση των Μονοπλάνων» από το Βασιλικό Σώμα Αεροπορίας. Τότε όλα τα μονοπλάνα αποσύρθηκαν από τις μάχες και περιορίστηκαν σε εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Κατά την περίοδο από το 1914 έως το 1925 τα περισσότερα νέα αεροσκάφη ήταν διπλανά, αν και μέχρι το 1918 οι Γερμανοί πειραματίστηκαν με μια νέα γενιά μονοπλάνων όπως τα Junkers D.I και Fokker D.VIII που θα μπορούσαν να έχουν καταρρίψει τα πλεονεκτήματα του διπλάνου αν ο πόλεμος είχε τελειώσει νωρίτερα, και οι Γάλλοι είχαν ήδη σε χρήση το Morane-Saulnier AI. Τα αεροσκάφη διάταξης sesquiplane, τα οποία ήταν διπλάνα με μικρότερες πτέρυγες στο κάτω μέρος όπως το γαλλικό Nieuport 17 και το γερμανικό Albatros D.III, προσέφεραν ελαφρώς χαμηλότερη οπισθέλκουσα από ότι ένα συμβατικό διπλάνο, ενώ ήταν ισχυρότερο από ένα μονοπλάνο.
Καθώς η διαθέσιμη ισχύς των κινητήρων και η ταχύτητα αυξήθηκαν, η οπισθέλκουσα της εξωτερικής στήριξης περιόρισε τις επιδόσεις των αεροσκαφών. Προκειμένου να πετάξουν πιο γρήγορα, θα ήταν απαραίτητο να απομακρυνθεί η εξωτερική στήριξη για να δημιουργηθεί μια αεροδυναμικά καθαρή πτέρυγα. Τα πρώιμα μοντέλα προβόλου ήταν είτε πολύ αδύναμα ή πολύ βαριά.
Μέχρι τη δεκαετία του 1930 τα διπλάνα είχαν φθάσει στα όρια των αποδόσεων τους και τα μονοπλάνα κυριαρχούσαν, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ευρώπη όπου τα μονοπλάνα ήταν η συνηθισμένη μορφή από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αρκετές πολεμικές αεροπορίες είχαν ακόμα διπλάνα στην πρώτη γραμμή, αλλά ήταν σαφώς μη μάχιμα και τα περισσότερα χρησιμοποιήθηκαν σε ειδικούς ρόλους, όπως η εκπαίδευση ή σε πλοία, μέχρι λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Το βρετανικό μαχητικό διπλάνο Gloster Gladiator και το αντίστοιχο ιταλικό Fiat CR.42 επιχειρούσαν μέχρι μετά το 1939. Το γερμανικό Heinkel He 50 και το σοβιετικό Polikarpov Po-2 χρησιμοποιήθηκαν αμφότερα σε νυχτερινές επιθέσεις εδάφους μέχρι το τέλος του πολέμου, ενώ το δεύτερο χρησιμοποιήθηκε από την Πολεμική Αεροπορία της Βόρειας Κορέας στον Πόλεμο της Κορέας για νυχτερινούς βομβαρδισμούς. Ο βρετανικός Βραχίονας Αεροπορικού Στόλου πετούσε με το βομβαρδιστικό Fairey Swordfish από τα αεροπλανοφόρα του στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο μέχρι το τέλος του πολέμου μιας και μπορούσαν να επιχειρήσουν από τα καταστρώματα μικρών βοηθητικών αεροπλανοφόρων. Το Swordfish είχε πολύ καλύτερες επιδόσεις από το αεροσκάφος που το αντικατέστησε.
Σε μεταγενέστερα εκπαιδευτικά διπλάνα περιλαμβανόταν το de Havilland Tiger Moth της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας και της Βασιλικής Καναδικής Πολεμικής Αεροπορίας, το Stampe SV.4 της Γαλλικής και της Βελγικής Πολεμικής Αεροπορίας, το Boeing Stearman της Αεροπορίας Στρατού των ΗΠΑ και το Naval Aircraft Factory N3N του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ. Σε πολιτική χρήση, το Stearman συνδέθηκε με τις πτήσεις ακροβατικών.
Μοντέρνα μοντέλα διπλάνων εξακολουθούν να υπάρχουν σε εξειδικευμένους ρόλους όπως τα αεροβατικά και τα γεωργικά αεροσκάφη. Το πρώτο γνωστό αεροβατικό αεροσκάφος ήταν το Udet U 12 Flamingo στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το Pitts Special κυριάρχησε για πολλά χρόνια στην αεροβατική μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι ακόμη σε παραγωγή, ενώ το WACO Classic YMF είναι αναπαραγωγή του αρχικού μοντέλου του Waco.
Η συντριπτική πλειοψηφία των μοντέλων των διπλάνων διαθέτουν παλινδρομικούς κινητήρες με σχετικά χαμηλή ισχύ. Σε εξαιρέσεις περιλαμβάνονται τα Antonov An-3 και WSK-Mielec M-15 Belphegor, με κινητήρες turboprop και turbofan αντίστοιχα.
Τα δύο μοντέλα διπλάνων με τη μεγαλύτερη παραγωγή είναι το βρετανικό Avro 504[20] του 1913 (8.970 έχουν κατασκευαστεί από τον Νοέμβριο του 1918) και το σοβιετικό Polikarpov Po-2 του 1928 (πάνω από 20.000).