Τσιμερά
Τσιμερά (τουρκικά: Ζimera) ήταν ελληνικό χωριό της περιοχής Γκιουμούσχανε της Τουρκίας.
Μέχρι την δεκαετία του 1950 η επίσημη ονομασία του χωριού ήταν Τσιμερά (τουρκικά: Zimera), ενώ σήμερα λέγεται Αταλάρ και είναι έδρα κοινότητας η οποία περιλαμβάνει και τα χωριά Χατς, Αε-Φωκά και Πας-Μούζενα.
Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής της Μούζενας, χτισμένη σε υψόμετρο 1600-1700 μέτρων, κατά μήκος του ποταμού που φέρει το όνομά της και ενώνεται με τον ποταμό Γιαγλί-Ντερέ στα νότια.
Είναι περιστοιχισμένη από ψηλά βουνά που δημιουργούν χαράδρες και απότομες πλαγιές. (Ακριβής τοποθεσία στον χάρτη: 40°35′31″N 39°26′40″E).
Απέχει από την Άρδασσα 25 χλμ., από την Αργυρούπολη 27 χλμ. και από την Τραπεζούντα 100 χλμ..
Η Τσιμερά, χτίστηκε από Τραπεζούντιους, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Τραπεζούντα ύστερα από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1461. Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη Χαλδίας, ενώ διοικητικά στο Νομό Τραπεζούντας, διοίκηση Αργυρουπόλεως (Gümüşhane), υποδιοίκηση Άρδασσας (Torul).
Είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό και αποτελούνταν από 9 μαχαλάδες (Σαββάντων, Γιωσηφάντων, Γαπάντων, Φραγκάντων, Θεοδωράντων, Σατικάντων, Ρακάν, Θεπεφτάτων και Κεϊβανάντων).
Είχε τρεις εκκλησίες-ενορίες:
- των Γενεθλίων της Θεοτόκου (Τη Παναϊας). Ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία, χτισμένη ανάμεσα στο ποτάμι και τη "Μανίτσορας το ρέμα", στα όρια μεταξύ του μαχαλά τοι Θεοδωράντων και στο Ρακάν. Χτίστηκε μεταξύ του 1673 και του 1720, με σουλτανικό φιρμάνι. (Το ίδιο φιρμάνι, πλαστογραφημένο, χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι του διπλανού χωριού Ίμερα, για την ανέγερση του ναού της Θεοτόκου στην Ίμερα) . Μετά την ανταλλαγή μετατράπηκε σε τζαμί μέχρι το 2005, οπότε κατεδαφίστηκε και στην ίδια θέση χτίστηκε νέο τζαμί.
- του Αγίου Γρηγορίου, στο μαχαλά των Σαββάντων.
- του Αγίου Ακίνδυνου (Αε-Κίντυνον), στο μαχαλά των Κεϊβανάντων
Οικονομία - Ζωή
Η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία. Θρυλικός κτηνοτρόφος υπήρξε ο Θεριάντς.
Τα παρχάρια της Τσιμεράς ήταν το Στρογγυλέν, το Τουκανέν και Τ' Άλας το παρχάρ.
Επίσης υπήρχε γεωργία μικρής όμως έκτασης, λόγω των μικρών εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης (κυρίως μπαξέδες).
Κύριο επάγγελμα των αντρών υπήρξε η αρτοποιεία και η μεταλλουργία.
Υπήρχαν Τσιμερίτκα αρτοποιεία και αργαστέρια σε όλη την ευρύτερη περιοχή του νομού Τραπεζούντας. Οι άντρες δούλευαν εκεί, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έμεναν στο χωριό.
Η Τσιμερά είχε εξατάξιο δημοτικό σχολείο, το οποίο βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία.
Οι Τσιμερίτ αγαπούσαν πολύ την μουσική, το τραγούδι και το χορό.
Υπάρχουν χαρακτηριστικές μελωδίες σε ρυθμό «ομάλ» και πολλά δίστιχα προερχόμενα από την Τσιμερά.
Η Τσιμερά βρισκόταν αντίθετα στο χαμηλότερο σημείο από πλευράς υψομέτρου και ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής με 800 κατοίκους, με πλούσια απόδοση στην παραγωγή.
Ανθούσε η καλλιέργεια κηπευτικών, οπωροφόρων δέντρων διάφορων ποικιλιών και καλλιέργεια δημητριακών.
Η Τσιμερά και τα περισσότερα χωριά χτίστηκαν το 1461 μετά την πτώση της Τραπεζούντας από φυγάδες κάτοικους οι οποίοι μετοίκησαν στο εσωτερικό για να αποφύγουν τις βιαιότητες τις ληστείες και τα εγκλήματα των τούρκικων συμμοριών και ειδικότερα του λήσταρχου Τοπάλ-Οσμάν.
Του Αφουξέν τ' αχλάδ... Έτσι χαρακτήριζαν το σπίτι του Αφουξενίδη Κωσταντίνου που κοντά έναν αιώνα μετά ακόμα διατηρεί την αχλαδιά και τις δύο κερασιές, είναι το μοναδικό ασβεστωμένο σπίτι στο μαχαλά. Το ποτάμι περνά γύρω του.
Έτσι ακριβώς μας το περιέγραφε η μακαρίτισα Σοφία Αφουξενίδου (Τσόφα Κυριακίδου), παιδί της Αφουξενίδου Χριστίνας που το θυμόταν σαν εννιάχρονο παιδί πριν φύγουν το 1922. "Φύγαμε και αφήσαμε το κλειδί πάνω στο πρεβάζι, πάνω από την πόρτα, δεν πειράξαμε τίποτα, και νιώσαμε σαν να φύγαμε για το διπλανό χωριό, και την άλλη μέρα θα επιστρέφαμε. Η στέγη ήταν από λαμαρίνα, και όταν χιόνιζε τρέχαμε να τη καθαρίσουμε για να μην καταστραφεί από το βάρος του χιονιού"....
"Σήμερα οι Τούρκοι που εξακολουθούν να μένουν στα σπίτια των παππούδων μας δεν έχουν κάνει τίποτα που να βελτιώνει την κατάσταση του χωριού, οι στέγες πάλι είναι από λαμαρίνα, πάνω στις οποίες ξερένουν το άχυρο για τα ζώα, και τα αποθηκεύουν μετά κάτω από αυτήν. 5 καλαμποκιές, μερικές ντοματιές, μια κατσίκα για το γάλα, φτώχια μεγάλη γι αυτούς που μένουν στα απόκρυμνα χωριά. Οι γυναίκες στα 35 από τις κακουχίες μοιάζουν με 50... Βέβαια η Τσιμερά ακόμα και σήμερα είχε καλλιέργειες". (μας περιγράφει η Βασούλα Κομεσίδου εγγονή της Τσόφας Αφουξενίδου).
Τα σπίτια ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, πέτρα και λάσπη.
Το τραγούδι προέρχεται από την Τσιμερά και το τραγουδούσαν οι παλιοί που εγκαταστάθηκαν στο Λαγκαδά, Ωραιόκαστρο, Κολχικό, Πέντε Βρύσες, Μπαλάφτσα... Ο χορός λεγόταν και Τσιμέρτικος.
Αη κι ανάθεμα γιαβρίμ αη τα μακράν ‘εη
Όθεν κι πάει λαλίαν ‘εη
Α ματα γιαβρίμ
Όθεν κι πάει λαλίαν γιαρ
Α και τα μάτεα ‘μ εσκοτήνεψαν γιαβρίμ πουλίμ
Ασήν αροθυμίαν ‘εη
Α ματα γιαβρίμ
Ασήν αροθυμίαν ‘εη
Α και κρύα νερά του παρχαρί πουλίμ
Που τρέχετε και πάτε ‘νεη;
Α ματα γιαβρίμ
Που τρέχετε και πάτε ‘νεη;
Α, και αν ελέπετε τ’αρνόπομ μου γιαβρίμ πουλίμ
Επάρτε το και ελάτε ‘νεη
Α ματα γιαβρίμ
Επάρτε το και ελάτε ‘νεη
Α και εν ηλιέμ ότες θα βασιλεύς γιαβρίμ πουλίμ
Θα δείωσε ένα γράμμαν ‘νεη
Α ματα γιαβρίμ
Θα δείωσε ένα γράμμαν ‘νεη
Α και το πρωί αναμένω σε γιαβρίμ πουλίμ
Με τ’άρνοπόμ’ εντάμα ‘νεη
Α ματα γιαβρίμ
Με τ’άρνοπόμ’ εντάμα ‘νεη
Διασπορά
Κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, η Τσιμερά είχε περίπου 800 κατοίκους, όλους Έλληνες.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Τσιμερά εγκαταστάθηκαν στις Πέντε Βρύσες και το Πολυδένδρι Λαγκαδά, στους Κομνηνάδες Καστοριάς, στον Κεχρόκαμπο, το Στεγνό και το Λευκάδι Καβάλας ,επίσης κάποιες οικογένειες στα Πλατανάκια Σερρών.
Πόντιοι πρόσφυγες από την Τσιμερά μαζί με συμπατριώτες τους από άλλα χωριά του Πόντου, όπως το Χατς, τον Άγιο Φωκά, τη Μούζενα, τα Λωρία, τα χωριά της Ματσούκας , το Σίτσε κλπ. ήταν οι οικιστές του Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης.