Αραχίδα, το αράπικο φιστίκι και η ιστορία του
Στην περιοχή της βορειοδυτικής πλευράς του κάμπου των Σερρών και πολύ περισσότερο στην ευρύτερη περιοχή της Αμμουδιάς, εδώ και πολλά χρόνια (απο την δεκαετία του 1940) βρίσκουμε παραγωγούς αλλά και μικρές μονάδες μεταποίησης αράπικου φιστικιού (Αραχίδα, Arachis hypogaea L. ). Μάλιστα αυτές ήταν και οι πρώτες καλλιέργειες στην Ελλάδα με σπόρο που ήρθε από την Βουλγαρία. Η ποικιλία της αραχίδας (βάσει της όψης από μαρτυρίες ντόπιων κατοίκων) πιστεύεται ότι ήταν «Spanish» (ίσως και «Valencia» σε μερικές περιπτώσεις). Είχε μικρό πυρήνα και καφέ/κόκκινη φλούδα.
Η αραχίδα είναι ποώδες μονοετές ή διετές φυτό της οικογένειας των Κυαμοειδών (Fabaceae). Το γένος Αραχίς (επιστ. ονομ. Arachis) περιλαμβάνει εννέα συνολικά είδη, με αντιπροσωπευτικότερο την Αραχίδα την υπόγειο ή κοινά αράπικο φιστίκι (στην Κύπρο λέγεται φουστουκούδι). Καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στην Ινδία και σε χώρες της αφρικανικής ηπείρου κυρίως για τα σπέρματά της που περιέχουν έλαιο.
Πρόκειται για πόα με όρθιο ή έρποντα βλαστό και εναλλασσόμενα φύλλα, σύνθετα, που έχουν δύο ζεύγη φυλλαρίων. Τα άνθη είναι κίτρινα με κόκκινες ραβδώσεις. Ο καρπός είναι λοβός ή χέδρωπας. Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα. Ευδοκιμεί σε θερμά κλίματα.
Το αράπικο φιστίκι πιστεύεται πως κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Ένα από τα αρχαιότερα γνωστά τεχνουργήματα που δείχνει την εκτίμηση του ανθρώπου για αυτό είναι κάποιο αγγείο της προκολομβιανής περιόδου το οποίο βρέθηκε στο Περού. Το αγγείο έχει σχήμα αράπικου φιστικιού και είναι επίσης διακοσμημένο με σχέδια που απεικονίζουν τέτοια φιστίκια. Οι Ισπανοί εξερευνητές, οι οποίοι είδαν για πρώτη φορά το αράπικο φιστίκι στη Νότια Αμερική, το έκριναν ως εξαιρετική θρεπτική τροφή για τα ταξίδια τους. Επιστρέφοντας, λοιπόν, έφεραν μερικά φυτά μαζί τους στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι το χρησιμοποίησαν και με άλλους τρόπους, ακόμη και ως υποκατάστατο των σπόρων του καφέ.
Αργότερα οι Πορτογάλοι εισήγαγαν το αράπικο φιστίκι στην Αφρική. Εκεί, έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι επρόκειτο για μια πολύτιμη πηγή τροφής και ότι μπορούσε να καλλιεργηθεί σε εδάφη τα οποία δεν ήταν αρκετά εύφορα για άλλες καλλιέργειες. Στην πραγματικότητα, οι καλλιέργειες αράπικου φιστικιού εμπλούτιζαν το φτωχό έδαφος προσθέτοντάς του το τόσο αναγκαίο άζωτο. Τελικά, το αράπικο φιστίκι εισάχθηκε από την Αφρική στη Βόρεια Αμερική κατά την περίοδο του δουλεμπορίου
Τη δεκαετία του 1530, το αράπικο φιστίκι ταξίδεψε στην Ινδία και στο Μακάο με τους Πορτογάλους, καθώς και στις Φιλιππίνες με τους Ισπανούς. Κατόπιν, οι έμποροι το εισήγαγαν από αυτές τις χώρες στην Κίνα. Εκεί έγινε δεκτό ως ένα φυτό που μπορούσε να βοηθήσει το έθνος να αντιμετωπίσει το βάρος της πείνας.
Βοτανολόγοι του 18ου αιώνα μελέτησαν τα αράπικα φιστίκια και συμπέραναν πως θα αποτελούσαν άριστη τροφή για τα γουρούνια. Στις αρχές του 19ου αιώνα, καλλιεργούνταν για εμπορικούς σκοπούς στη Νότια Καρολίνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, ο οποίος άρχισε το 1861, χρησίμευσαν ως τροφή για τους στρατιώτες και των δύο παρατάξεων της σύρραξης.
Ωστόσο, εκείνον τον καιρό πολλοί πίστευαν ότι τα αράπικα φιστίκια ήταν τροφή για τους φτωχούς. Αυτή η άποψη εξηγεί εν μέρει γιατί οι Αμερικανοί αγρότες εκείνης της εποχής δεν τα καλλιεργούσαν εκτεταμένα για ανθρώπινη χρήση. Επιπλέον, πριν την εφεύρεση του ανάλογου μηχανικού εξοπλισμού γύρω στο έτος 1900, η καλλιέργεια αράπικων φιστικιών απαιτούσε πολύ κόπο.
Το 1903 όμως, ο πρωτοπόρος Αμερικανός χημικός γεωργικών προϊόντων Τζορτζ Ουάσινγκτον Κάρβερ είχε ήδη αρχίσει την έρευνά του για νέες χρήσεις του αράπικου φιστικιού. Τελικά ανέπτυξε από αυτό πάνω από 300 προϊόντα, μεταξύ των οποίων αναψυκτικά, καλλυντικά, βαφές, φάρμακα, σαπούνι πλυντηρίου, εντομοκτόνα και τυπογραφικό μελάνι. Ο Κάρβερ σύστησε επίσης στους ντόπιους αγρότες να πάψουν να καλλιεργούν μόνο βαμβάκι, το οποίο εξαντλούσε το χώμα, και να εναλλάσσουν τις καλλιέργειες με αράπικα φιστίκια. Εκείνον τον καιρό, ένα έντομο, ο ανθονόμος, κατέστρεφε τις βαμβακοκαλλιέργειες, πράγμα που έκανε πολλούς αγρότες να ακολουθήσουν τη συμβουλή του Κάρβερ. Με ποιο αποτέλεσμα; Τα αράπικα φιστίκια είχαν τόση επιτυχία ώστε έγιναν κύρια εμπορική καλλιέργεια στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, στο Ντόθαν της Αλαμπάμα υπάρχει ένα μνημείο αφιερωμένο στον Κάρβερ. Στη δε πόλη Εντερπράις της Αλαμπάμα έχει ανεγερθεί μάλιστα ένα μνημείο για το έντομο ανθονόμος, εφόσον χάρη στις επιδρομές αυτού του εντόμου υποκινήθηκαν οι αγρότες να καλλιεργήσουν αράπικα φιστίκια.
Καλλιέργεια της αραχίδας υπάρχει σε όλη την Ελλάδα, όμως στην Καλαμάτα και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας αυτό συμβαίνει από την δεκαετία του 1960. Ο σπόρος της αραχίδας (Arachis Hypogea L.) ήρθε στην Ελλάδα από 2 σημεία. Για πρώτη φορά στον Νομό Σερρών (~1940) από την Βουλγαρία και αργότερα στην Κρήτη (~1950) από την Αίγυπτο. Έπειτα ταξίδεψε από την Κρήτη και στην Καλαμάτα (~1960). Αν και υπήρξαν καλλιέργειες στην Κρήτη αλλά και στις Σέρρες πριν από την Καλαμάτα, η τελευταία ήταν αυτή που κέρδισε το όνομα, λόγω της πλήρης εκμετάλλευσης της αλυσίδας παραγωγής (συστηματική καλλιέργεια, μεταποίηση, διανομή) αλλά και της χρησιμοποιούμενης ποικιλίας Runner ή Virginia οι οποίες δίνουν μεγάλο όμορφο πυρήνα με μεγάλη παραγωγή.
Στις Σέρρες εμφανίζονται τα πρώτα στοιχεία για την ύπαρξη καλλιέργειας αραχίδας στην Ελλάδα. Οι καλλιέργειες εμφανίζονται στα χρόνια του 2ου παγκοσμίου πολέμου (1940-1941) με προέλευση του σπόρου από την γειτονική Βουλγαρία. Οι ποικιλίες που χρησιμοποιούσαν τότε ήταν «Spanish» ή «Valencia», ποικιλίες που δίνουν μικρό κόκκινο/καφέ πυρήνα. Ενώ η ποικιλίες με μικρό πυρήνα είναι πιο νόστιμες, αυτές που επικράτησαν και ανάγκασαν την μεταστροφή των αγροτών του Ν. Σερρών, είναι αυτές με μεγάλο πυρήνα λόγω του ελκυστικού ομοιόμορφου σχήματος και της μεγαλύτερης παραγωγής.
Στην Κρήτη η κύρια παραγωγή είχε ως αφετηρία αλλά και ως τερματισμό το ίδιο σημείο, την περιοχή Κουτσουρά Λασιθίου όπου για 20 χρόνια (1950-1970) ανθούσε η καλλιέργεια. Μάλιστα εκείνη την εποχή υπήρχαν οικογένειες που ζούσαν από το εισόδημα της καλλιέργειας της αραχίδας και μόνο. Στα τελευταία 20 χρόνια δεν παρατηρείται κάποια σημαντική κίνηση στην ανάπτυξη της καλλιέργειας, εμφανίζονται το πολύ 10-16 στρέμματα τον χρόνο. Οι παραγωγοί της χρυσής 20ετίας πάντως είχαν το ρητό "Όποιος είχε φιστίκι είχε χρυσάφι".
Kατά την δεκαετία του 1970, στην περιοχή της Καλαμάτας, άρχισαν να καλλιεργούνται φιστίκια τύπου «Runner» τα οποία λόγω του μεγάλου μεγέθους , όμορφου σχήματος αλλά και γεύσης, εκτόξευσαν την ζήτηση (και κατά συνέπεια την παραγωγή) στα ύψη. Μέσα στην δεκαετία του 1970, άρχισαν να αλλάζουν και οι καλλιέργειες στην Αμμουδιά Σερρών σε «Runner».
Υπήρξαν σχεδόν 2 δεκαετίες όπου οι καλλιέργειες αλλά και η μεταποίηση των φιστικιών αναπτύχθηκε αρκετά και η περιοχή απόκτησε φήμη για την γεύση την ποιότητα και τα παράγωγα του καρπού.
Στα τέλη της δεκαετίας 1980, η παραγωγή στην περιοχή των Σερρών (αλλά και γενικά στην Ελλάδα) άρχισε σταδιακά να πέφτει. Περίπου το 1991-1992 είχε πέσει τόσο που μετά βίας επαρκούσε για τις ανάγκες του νομού. Η κατάσταση αυτή, με την παραγωγή να κυμαίνεται σε 600 τόνους μέσο όρο τον χρόνο με κέλυφος (~450 τόνους καρπό), κράτησε ίσως και πάνω από 2 δεκαετίες. Σε αυτό συνέβαλαν οι μεγάλες ποσότητες εισαγόμενων φιστικιών κυρίως από Κίνα.
Η περιεκτικότητα των σπερμάτων σε έλαιο ανέρχεται μέχρι και 48% , σε πρωτεΐνη έως και 30%. Είναι πλούσια σε άλατα φωσφόρου ενώ είναι εξαίρετα αφού περιέχουν βιταμίνες όπως είναι η θειαμίνη και η ριβοφλαβίνη καθώς και η νιασίνη, κυστίνη.
Ο καρπός μετά απο την συλλογή του, υπόκειται σε αποφλοίωση - σπάσιμο. Από τους σπόρους παράγεται εδώδιμο έλαιο υψηλής θρεπτικής αξίας (φιστικέλαιο), αλλά και το φιστικοβούτυρο (ένα είδος βουτύρου). Επίσης καβουρδισμένοι οι σπόροι καταναλώνονται ως ξηροί καρποί, ενώ με κατάλληλη επεξεργασία δίνουν ένα υποκατάστατο του κακάου που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. Επιπλέον, τα υποπροϊόντα της κατεργασίας των σπόρων θεωρούνται εξαιρετική ζωοτροφή, όπως και τα φύλλα του φυτού.
Η διατροφική αξία των αράπικων φιστικιών είναι εντυπωσιακή. Τα αράπικα φιστίκια είναι πλούσια σε ίνες, και περιέχουν 13 βιταμίνες και 26 μεταλλικά στοιχεία, πολλά από τα οποία λείπουν από σύγχρονα διαιτολόγια. «Κάθε κιλό αράπικων φιστικιών έχει περισσότερες πρωτεΐνες, μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες από το μοσχαρίσιο συκώτι», λέει Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The Encyclopædia Britannica). Αλλά προσέξτε, εσείς που ενδιαφέρεστε για το βάρος σας! Τα αράπικα φιστίκια έχουν επίσης «περισσότερο λίπος από τη σαντιγί» και «περισσότερη ενέργεια (θερμίδες) από τη ζάχαρη».
Αυτά τα φιστίκια χρησιμοποιούνται σε πολλές κουζίνες διεθνώς. Η δε ξεχωριστή τους γεύση δεν μένει απαρατήρητη. «Η γεύση του αράπικου φιστικιού είναι τόσο πλούσια και χαρακτηριστική ώστε οποιοδήποτε πιάτο έχει εμπλουτιστεί με αυτό θα έχει παρόμοια γεύση», παρατηρεί η διατροφολόγος‐συγγραφέας Άνια φον Μπρέμζεν. «Συνεπώς, θα υπάρχει ομοιότητα στη γεύση μιας ινδονησιακής σάλτσας από αράπικο φιστίκι, μιας δυτικοαφρικανικής σούπας, των κινέζικων ζυμαρικών, ενός περουβιανού φαγητού της κατσαρόλας και ενός σάντουιτς με φιστικοβούτυρο».
Τα αράπικα φιστίκια είναι επίσης αγαπημένο σνακ σε όλο τον κόσμο. Στην Ινδία, λόγου χάρη, αναμειγνύονται με άλλους αποξηραμένους λοβούς και πουλιούνται ως σνακ στους δρόμους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το φιστικοβούτυρο, ένα υλικό επάλειψης των σάντουιτς που είναι δημοφιλές σε μερικές χώρες, λέγεται ότι «επινοήθηκε από κάποιον γιατρό στο Σεντ Λούις [ΗΠΑ] γύρω στο 1890 ως μια υγιεινή τροφή για ηλικιωμένους», σύμφωνα με το έντυπο Το Μεγάλο Αμερικανικό Αράπικο Φιστίκι.
Αλλά τα αράπικα φιστίκια χρησιμοποιούνται και με πολλούς άλλους τρόπους εκτός από την άμεση κατανάλωσή τους ως τροφή. Σε όλη την Ασία, είναι μια σημαντική πηγή μαγειρικού λαδιού. Το φιστικέλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μαγείρεμα σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες, και δεν παίρνει τη μυρωδιά των υλικών που μαγειρεύονται. Στη Βραζιλία, η αραχιδόπιτα, ένα υποπροϊόν του φιστικέλαιου, χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. Επίσης, προϊόντα του φιστικιού περιέχονται σε πολλά καθημερινά αγαθά.—Βλέπε επάνω. Προσοχήαυτόν τον ταπεινό αλλά πολύ δημοφιλή σπόρο.
Σχετικά άρθρα