Ροδιά, το παλαιότερο καλλιεργούμενο καρποφόρο δέντρο
Από τις βιολογικές μας καλλιέργειες δυναμικότητας 500 περίπου ροδόδεντρων, με θεα τον "Μαύρο Βράχο.
Όλο και μεγαλύτερη γίνεται η καλλιέργεια ροδιάς στον Δήμο Σιντικής μετα το 2011, κυρίως για παραγωγή χυμού.
Τα παλιότερα χρόνια, σχεδόν κάθε σπίτι στα χωριά που είχε δέντρα στην αυλή του είχε και μια ροδιά.
Βγαλμένη από την ιστορία και το ρομαντισμό, μέσα στη μοναδικότητά της, η ροδιά (Punica granatum) ανήκει στην οικογένεια των Πουνικοειδών που περιλαμβάνει μόνο ένα γένος και δύο είδη. Το λιγότερο γνωστό είδος, η P. protopunica, βρέθηκε στο νησί Soqotra στις νότιες ακτές της Υεμένης.
Η ροδιά (Punica granatum Linnaeus) θεωρείται το παλαιότερο καλλιεργούμενο καρποφόρο δέντρο. Είναι ενδημικό της περιοχής μεταξύ του Ιράν και της βορινής Ινδίας και έχει καλλιεργηθεί από τα αρχαία χρόνια σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου μέχρι την Ινδία, όπου καλλιεργείται ακόμα και σήμερα σε μεγάλες ποσότητες. Το φυτό είχε χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους όπως για χυμό, ποτό (γκρεναντίνη), βαφές, μελάνια, δεψικό οξύ για δέρματα (ταννίνη) και μία ποικιλία από ιάματα για διάφορες ασθένειες.[
Η ροδιά είναι φυτό του γένους πουνική (Punica) της οικογένειας πουνικίδες (Punicaceae). Ανήκει στην τάξη μυρτώδη (Myrtales). Το γένος πουνική περιλαμβάνει δύο είδη, με σημαντικότερη την Πουνική τη ροιά ή Ροιά η κοινή (Punica granatum). Αυτή είναι γνωστή με τα κοινά ονόματα ροδιά, ροϊδιά, ρογδιά και ρωθκιά (στην Κύπρο). Καλλιεργείται κυρίως για τους καρπούς της, από τους οποίους παρασκευάζονται δροσιστικά ποτά και σιρόπια (γρεναδίνη), όπως επίσης και για καλλωπιστικούς σκοπούς (νάνες και διπλανθείς ποικιλίες κυρίως).
Είναι φυλλοβόλος και αγκαθωτός θάμνος μέχρι 1-1,5 μέτρα ύψος ή μικρό δέντρο, που δεν ξεπερνά όμως τα 5 μέτρα. Έχει μεγάλα μονήρη άνθη,και βγαίνουν είτε στην άκρη των βλαστών από ένα, είτε πολλά μαζί, συνήθως κόκκινα και σπανιότερα λευκά. Τα φύλλα της είναι πράσινα, ωοειδή, γυαλιστερά. Η ροδιά απαντάται σε διάφορες μορφές, οι κυριότερες από τις οποίες είναι: οι οξύκαρπες (ξινόρροδα) και οι γλυκόκαρπες (γλυκόρροδα) καθώς και σε μορφή νάνου. Δέντρο ανθεκτικό, σπάνια προσβάλλεται από παράσιτα. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή παραφυάδες.
Ο καρπός της είναι το ρόδι και είναι σωροκάρπιο ή συγκάρπιο από πολλές δρύπες (παλαιότερα ονομαζόταν σίδιο). Απ' τα ρόδια παράγεται το αναψυκτικό ροδάδα. Ο χυμός του ροδιού αντιπροσωπεύει τα τρία τέταρτα του βάρους του. Ο φλοιός των καρπών είναι πλούσιος σε ταννίνη και χρησιμοποιείται στην κατεργασία των δερμάτων, ακόμα και στη βαφή των μαλλιών. Αφέψημα του φλοιού του καρπού και της ρίζας χρησιμοποιείται ως ανθελμινθικό και ιδίως κατά της ταινίας, γιατί περιέχει ένα αλκαλοειδές. Οι καρποί της ωριμάζουν το φθινόπωρο και συλλέγονται πριν αρχίσουν οι βροχές. Έπειτα, αποθηκεύονται σε ξηρό περιβάλλον. Επίσης το ρόδι έχει κουκούτσια.
Το δέντρο ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Στον Όμηρο και στην Οδύσσεια υπάρχει αναφορά στη ροδιά. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι το φυτό καλλιεργούταν στους κήπους του βασιλέα Αλκίνοου. Ο Θεόφραστος την αναφέρει ροιά ή ρόα. Ήδη από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν τη φλούδα της στη βυρσοδεψία και στην ιατρική. Η Θεά Αφροδίτη συνέδεσε το όνομά της με την καταγωγή της ροδιάς, μιας και όπως λέει ο μύθος, η ίδια φύτεψε την πρώτη ροδιά στην Κύπρο.
Το ρόδι, το οποίο το "σπάμε" ως έθιμο την Πρωτοχρονιά και σε γάμους, θεωρείται σύμβολο της καλοτυχίας, της αφθονίας και της γονιμότητας, λόγω της εσωτερικής δομής του. Αν ανατρέξουμε πολλούς αιώνες πίσω, θα δούμε πως αναφέρεται σε περιπτώσεις στην μυθολογία μας και από αυτό το γεγονός συμπεραίνει κάποιος πως το έθιμο συνδέεται με την αρχαϊκή παράδοση της χώρας μας...
Ένας φημισμένος μύθος που σχετίζεται με το ρόδι, είναι αυτός της
αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη.
Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, ο Άδης,
αφού άρπαξε την όμορφη Περσεφόνη σε μία στιγμή που μάζευε άνθη, την πήρε μαζί του στον κάτω κόσμο. Η Δήμητρα, ως μητέρα της, στεναχωρήθηκε πολύ από τον χαμό της και την έψαξε παντού χωρίς αποτέλεσμα. Όταν έμαθε την αλήθεια, απαίτησε με πυγμή από τους θεούς να επέμβουν και να μεσολαβήσουν για να επιστρέψει η κόρη της στον επάνω κόσμο, μαζί της. Οι θεοί κατέληξαν πως το αίτημα της Δήμητρας ήταν δίκαιο και έστειλαν με εντολή του Δία, τον Ερμή για να την επιστρέψει από τον Άδη. Ο Άδης όμως μαθαίνοντας τις αποφάσεις των θεών, προσέφερε στην Περσεφόνη να φάει επτά σπόρους
ροδιού, ώστε να την «δέσει» κοντά του, αφού ήταν και σύμβολο γάμου. Μετά την επιλογή της Περσεφόνης να φάει τους σπόρους τoυ ροδιού, οι θεοί επέβαλλαν να ανεβαίνει κάποιους μήνες στον επάνω κόσμο και να κατεβαίνει κάποιους μήνες στον κάτω κόσμο.
Έτσι, όταν ζούσε στον πάνω κόσμο με την μητέρα της, αναγεννιόταν η φύση, συμβολίζοντας την Άνοιξη, ενώ όταν απομακρυνόταν στον κάτω κόσμο, ερχόταν ο θάνατος της φύσης, κοινώς η εποχή του Χειμώνα.
Παρομοίως το ρόδι έγινε σύμβολο του
ερχομού της Άνοιξης μετά τον κρύο Χειμώνα και έκανε έντονη την παρουσία
του στα αρχαία Ελευσίνια Μυστήρια. Οι Ιερείς της Δήμητρας, στην
Ελευσίνα, οι Ιεροφάντες, ήταν στεφανωμένοι με
κλαδιά ροδιάς κατά την διάρκεια
των μεγάλων μυστηρίων.
Το φρούτο το ίδιο απαγορευόταν στους
μύστες γιατί, ως σύμβολο γονιμότητας, φέρει την
ιδιότητα να κάνει να κατεβαίνουν οι Ψυχές στη
σάρκα.
Στη διάρκεια των εορτών της
Δήμητρας (τα "Θεσμοφόρια"), οι
Αθηναίες έτρωγαν τα μικροσκοπικά λαμπερά σπόρια για να αποκτήσουν
γονιμότητα και ευημερία.
Η Αφροδίτη συνέδεσε το όνομά της με την
καταγωγή του ροδιού μιας και, όπως μας λέει ο μύθος, η ίδια φύτεψε την
πρώτη ροδιά
στην Κύπρο.
Η Ήρα, η μητέρα των Θεών, θεωρείται η προστάτιδα του
γάμου και της γονιμότητας και η ίδια κρατάει στο δεξί της χέρι ένα
ρόδι. Ο Παυσανίας στα «Κορινθιακά», περιγράφοντας το άγαλμα της Ήρας,
αναφέρει ότι: «η Θεά καθόταν σε θρόνο από ελεφαντόδοντο και χρυσό. Στο
διάδημά της ήταν χαραγμένες οι Χάριτες και οι Ώρες, στο ένα της χέρι
κρατάει το σκήπτρο και στο άλλο ένα ρόδι».
Επίσης δεν είναι τυχαίο πως η Γαμήλια Ήρα είχε τρία βασικά σύμβολα τα οποία ήταν το παγόνι, το πτηνό κούκο και το ρόδι.
Στην
Ελληνική Μυθολογία ο πιο παλαιός
μύθος είναι ίσως αυτός που συνδέει την Ροδιά με τον Ωρίωνα. Ο Ωρίων,
ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς, ήταν ένας
πελώριος Γίγας, γιος της Γης και ξακουστός για την ομορφιά του. Ήταν
λέει, άξιος κυνηγός και σκότωνε τ’ αγρίμια με χάλκινο ρόπαλο. Σύμφωνα
με το Μύθο, ο Ωρίων νυμφεύθηκε την Σίδη, αλλά δεν στάθηκε τυχερός: Η
Σίδη παινεύτηκε πως είναι πιο όμορφη από την Ήρα και για τιμωρία η θεά
την έστειλε στον Κάτω κόσμο όπου μεταμορφώθηκε σε Ροδιά.
Η Σίδη, δηλαδή
το Ρόδι, με την μνήμη των νεκρών
στη σχέση τους με τον κάτω κόσμο.
Σύμφωνα με άλλους μύθους, η
Ροδιά φύτρωσε από το αίμα του Ζαγρέα Διονύσου αλλά και του Αδωνη.
Επίσης στον τάφο του Πολυνείκη, του γιου του Οιδίποδα φύτρωσε,
σύμφωνα με την θέληση των Ερινύων μια Ροδιά, που οι καρποί της έσταζαν
αίμα όταν τους άνοιγες.
Αν στη συνέχεια εγκαταλείψουμε την αρχαία ελληνική πολιτισμική σφαίρα και εισέλθουμε στον χριστιανικό πολιτισμό, η συμβολική σημασία του ροδιού πρέπει να θεωρηθεί επίσης βέβαιο γεγονός. Η σημασία του ροδιού φαίνεται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Θεός δίνει στον Μωυσή την εντολή να φτιάξει μικρά ομοιώματα ροδιών στο κάτω άκρο του υποδύτη της ιερατικής στολής του Ααρών με μικρούς χρυσούς κώδωνες ανάμεσά τους (Έξοδος 28, 33-34, 39). Αν και το βαθύτερο πνευματικό νόημα αυτών των ομοιωμάτων ροδιών έχει αμφισβητηθεί (Engemann 1983, στ. 707, 709), από την ανάγνωση και άλλων σημείων της Παλαιάς Διαθήκης προκύπτει ότι το ρόδι και η ροδιά αποτελούσαν σύμβολα της ευλογίας για μια εύφορη γη (Engemann 1983, στ. 706).
Πέρα από τη βιβλική παράδοση, η συλλογή των σχετικών χωρίων από τον Engemann δείχνει ότι και τα σχόλια των Πατέρων, κυρίως του 4ου και του 5ου αιώνα μ.Χ., μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την αποκρυπτογράφηση του συμβολισμού και της αλληγορίας του ροδιού κατά τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια (Engemann 1983, στ. 709-711). Τα σημαντικότερα σημεία τα οποία καθορίζουν μια αντιστοιχία ανάμεσα στο ρόδι και στο χριστιανικό δόγμα βασίζονται στις δύο ήδη γνωστές ιδιότητες του ροδιού (κόκκινο χρώμα, πλήθος σπόρων) καθώς και σε μια νέα τρίτη ιδιότητα: στο μη ορατό, πλούσιο εσωτερικό του καρπού του. Τα σημεία αυτά μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: Πρώτον, το κόκκινο χρώμα του ροδιού παραπέμπει στην αιδημοσύνη και το κάλλος της Εκκλησίας και κυρίως στο αίμα και τα πάθη του Χριστού. Το πλήθος των σπόρων του ροδιού που συγκρατείται μέσα σε ένα φλοιό συμβολίζει την εικόνα της Εκκλησίας και κατ’ επέκταση την ενότητα της πίστης. Τέλος, το αόρατο εύγεστο εσωτερικό συμβολίζει τον κρυμμένο θησαυρό της ελπίδας μελλοντικών χαρών και μπορούσε επίσης να νοηθεί ως εικόνα της μη ορατότητας του Θεού.
Τα παραπάνω σημεία, τα οποία προκύπτουν από τις αναφορές των Πατέρων, έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα, διότι μας δείχνουν ότι ήδη από τους πρώιμους χριστιανικούς αιώνες η Εκκλησία ενσωμάτωσε τη μέχρι τότε συμβολική σημασία του ροδιού σε ένα νέο, χριστιανικό περιεχόμενο.
Περνώντας στο χώρο της τέχνης της πρώιμης χριστιανικής περιόδου βρίσκουμε ότι η ιδέα του ροδιού είναι μεν διαδεδομένη (Muthmann 1982, σ. 113-124), οι υπάρχουσες όμως παραστάσεις ροδιού δεν μπορούν να διακριθούν με βεβαιότητα σε χριστιανικές και μη χριστιανικές (Engemann 1983, στ. 712). Ορισμένα παραδείγματα ροδιών σε παλιοχριστιανικά ψηφιδωτά, τα οποία φαίνεται να είναι χριστιανικά, έχουν, πάντως, ένα συμβολικό περιεχόμενο, ακόμα και αν δεν είναι πάντα βέβαιο αν συμβολίζουν βαθύτερες πνευματικές έννοιες σύμφωνες με τη χριστιανική αντίληψη, όπως για παράδειγμα την αθανασία (Byrne 1993, σ. 168, σημ. 52) ή συμβολίζουν απλώς την καλή τύχη (Brandenburg 1969, σ. 92, σημ. 52• Engemann 1983, στ. 714 εικ. 2).
Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ο πρώιμος χριστιανισμός είχε καλλιεργήσει το έδαφος για τη σύνδεση του ροδιού με τις αρχές της χριστιανικής πίστης τότε το ερώτημα που ακολουθεί είναι τι συμβαίνει με την απόδοση συμβολικής αξίας στο ρόδι κατά την μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο.
Στη μέση βυζαντινή περίοδο πάρχουν πολλά σωζόμενα έργα τέχνης που απαντούν σε αυτό το ερώτημα (Muthmann 1982, σ. 124-128• Engemann 1983, στ. 715-718). Δύο παραδείγματα, τα οποία έχουν βρεθεί και τα δύο στην Αθήνα, μας φαίνονται ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά και σημαντικά:
Συμβολικό νόημα πρέπει, καταρχήν, να έχουν τα ρόδια σε ένα θωράκιο τέμπλου του 7ου αιώνα μ.Χ. από την περιοχή του Ερεχθείου στην Ακρόπολη (εικ. 4). Σηματοδοτώντας την περιοχή που χωρίζει το ιερό θυσιαστήριο από το ναό, το τέμπλο συμβολίζει γενικά το πέρασμα από την επίγεια στην ουράνια σφαίρα. Συνεπώς η παρουσία των ροδιών ακριβώς στο σημείο αυτό δεν μπορεί να είναι απλώς διακοσμητική όπως υποστηρίχθηκε (Engemann 1983, στ. 714).
Πιο καταφανής είναι η συμβολική αξία του ροδιού στη δεύτερη περίπτωση. Εδώ το θέμα του ροδιού εμφανίζεται με τη μορφή του δέντρου της ζωής να περιβάλλεται από φτερωτούς γρύπες στην εξωτερική πλευρά των τοίχων της Παναγίας Γοργοεπηκόου, δίπλα στη σημερινή Μητρόπολη (Χατζηδάκης χ.χ., εικ. 48-49). Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη της έρευνας, ναός, ο οποίος είναι επίσης γνωστός ως «μικρή Μητρόπολη» ή «Άγιος Ελευθέριος», κτίστηκε στα τέλη του 12ου αιώνα μ. Χ. και έχει συσχετιστεί με τον μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη (Γκιολές 1987, σ. 145-146). Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίπου περίοδο στον χριστιανικό συμβολισμό της Δυτικής Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα προκύπτει από αναφορές που αποδίδονται στον Αλανό της Λίλλης (12ος αι. μ.Χ.), το ρόδι παρομοιάζεται με την ομορφιά και το πλήθος των αρετών της Θεομήτορος Μαρίας (Behling 1967, σ. 151-152· Dutilh 1970, στ. 198).
Οι εγκυκλοπαίδειες της εποχής (όπως για παράδειγμα τα Γεωπονικά), τέλος, δεν παρέχουν πληροφορίες χρήσιμες για την αποκρυπτογράφηση του συμβολισμού του ροδιού κατά τη βυζαντινή περίοδο. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι τα ρόδια περιγράφονται ως δώρα των νεονύμφων, («ροιαί νυμφικαί») στη συλλογή του παροιμιογράφου Αποστόλιου Αρσένιου (Corpus Paroemiographorum Grecorum II, 770), υποδηλώνοντας αφενός ότι το έθιμο στο Βυζάντιο υπήρχε πριν τον 15ο αιώνα μ.Χ. και αφετέρου ότι η συμβολική αξία του ροδιού παίρνει ένα καθαρά γονιμικό περιεχόμενο όταν μεταφερόμαστε από την εκκλησιαστική στη λαϊκή σφαίρα.
Πολλοί από τους κεντρικούς συμβολισμούς του ροδιού που ίσχυσαν στις προηγούμενες περιόδους θα επιβιώσουν και τους επόμενους αιώνες, μέχρι τις μέρες μας. Στη σύγχρονη Ελλάδα και Κύπρο το ρόδι κατέχει μία ξεχωριστή συμβολική σημασία και αποτελεί ένα βασικό συστατικό στις διαβατήριες τελετές του γάμου και του θανάτου καθώς και στις εθιμικές τελετουργίες που λαμβάνουν χώρα την Πρωτοχρονιά και την πρώτη μέρα της σποράς το φθινόπωρο (Byrne 1993, σ. 165).
Το σπάσιμο του ροδιού από τους νεόνυμφους στην είσοδο και στα κατώφλια των σπιτιών, το οποίο τεκμηριώνεται σε πλήθος σύγχρονων θέσεων (Πολίτης 1931, σ. 295, σημ. 1• Κυριακίδης 1938-1948, σ. 513), έχει ως στόχο την ευγονία. Το ρόδι παίζει έναν εξαιρετικό ρόλο σε πολλά άλλα τελετουργικά που προηγούνται του γάμου, όπως για παράδειγμα στο στολισμό της «νυμφικής παστάδας», στη «σημαία», που υψώνεται στο ψηλότερο σημείο του σπιτιού των νεόνυμφων μέχρι το βράδυ, ενώ συνιστά επίσης το σημαντικότερο δώρο των προσκεκλημένων στους νεόνυμφους (Βλαστός 1893, σ. 92-93· Vérilhac / Vial 1998, σ. 343, σημ. 254).
Το ρόδι είναι επίσης βασικό συστατικό στα κόλλυβα (Byrne 1993, σ. 165, σημ. 1, σ. 166), τα οποία μοιράζονται στα μνημόσυνα, ενώ μαρτυρείται επίσης και η παρουσία ολόκληρων ροδιών στους τάφους (Muthmann 1982, σ. 80, σημ. 284). Η σύνδεση του ροδιού με το θάνατο στη σύγχρονη Ελλάδα σχετίζεται με τη μετά θάνατον αναγέννηση του ατόμου και, γενικότερα, με την ιδέα της ανανέωσης της ζωής.
Σήμερα, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, λαμβάνει επίσης χώρα τελετουργικό με ρόδια, που αναμειγνύονται μαζί με το σπόρο ο οποίος θα σπαρθεί την πρώτη μέρα της σποράς. Σε άλλα μέρη αναμειγνύεται με εργαλεία που καλλιεργούν τη γη, όπως για παράδειγμα το αλέτρι στην Επίδαυρο (Byrne 1993, σ. 165, σημ. 4). Εδώ επιδιώκεται το πάντρεμα της γονιμότητας και της αφθονίας του ροδιού με τη δύναμη και τη σφριγηλότητα του σιδερένιου αλετριού. Τέλος, το σπάσιμο του ροδιού κατά την Πρωτοχρονιά αποτελεί ευχή για ευτυχία, υγεία και αφθονία αγαθών (Byrne 1993, σ. 166).
Τα έθιμα αυτά βρίσκονται σε αρμονία με τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης - κυρίως με τη λατρεία της Δήμητρας – καθώς και με τη χριστιανική σκέψη (Byrne 1993, σ. 167-168).
Τέλος, συνηθίζονταν να
κρεμούν ένα ρόδι στις πόρτες των σπιτιών, για να φέρει ευημερία. Η
συνήθεια αυτή επιβιώνει μέχρι σήμερα, σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας.