Ο Άγιος Θεμιστοκλής, 21 Δεκεμβρίου
Τὰς ἐκ σιδηρῶν ὀξέων ἥλων ξέσεις,
Ὥς τις σιδηροῦς καρτερεῖς Θεμιστόκλεις.
Ο Άγιος Θεμιστοκλής είναι ένας από τους λιγότερο γνωστούς αγίους της Ορθόδοξης εκκλησίας. Έζησε κατά το 3ο αιώνα μ.Χ. στη περιοχή Μύρα της Λυκίας, στη Μικρά Ασία, η οποία σήμερα ονομάζεται Καλέ και βρίσκεται στα νότια παράλια της Τουρκίας. Την εποχή εκείνη, η Λυκία αποτελούσε τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Θεμιστοκλής έζησε την εποχή κατά την οποία στον αυτοκρατορικό θρόνο βρισκόταν ο Διοκλητιανός. Αυτός ήταν υπεύθυνος για το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας ενώ ο Μαξιμιανός για το δυτικό μέρος. Ο Διοκλητιανός κατά την περίοδο 284-303 μ.Χ. και αφού θεμελίωσε τη λεγόμενη Τετραρχία, κίνησε διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Άγιος Θεμιστοκλής ήταν ένας από τους πολλούς μάρτυρες της περιόδου αυτής.
Κατά το διωγμό, ο Άγιος Διόσκουρος καταδιωκόταν από τον Ασκλήπιο, άρχοντα της Λυκίας. Βρήκε όμως για καταφύγιο τον Άγιο Θεμιστοκλή, βοσκό της περιοχής, ο οποίος τον έκρυψε και τον προστάτεψε. Όταν οι στρατιώτες βρήκαν τον Άγιο Θεμιστοκλή τον ρώτησαν εάν ήξερε οτιδήποτε για το Διόσκουρο. Τους είπε να τον αφήσουν και να μην τον πάρουν στο δικαστή διότι εκείνος θα τον θανάτωνε, και ότι ήταν και οι δυο χριστιανοί.
Τον συνέλαβαν λοιπόν και τον παρέδωσαν στον Ασκλήπιο ο οποίος διέταξε να τον βασανίσουν. Δέχθηκε φρικτά βασανιστήρια. Τέντωσαν τα άκρα του και τον μαστίγωσαν στην κοιλιά τόσο πολύ ώστε φάνηκαν τα εσωτερικά του όργανα. Έγδαραν το σώμα του με σιδερένιες χτένες αφού τον είχαν κρεμάσει πάνω σε ένα ξύλο. Στο σημείο αυτό δήλωσε στον Ασκλήπιο ότι και ο Χριστός έσωσε τον κόσμο από την αμαρτία πάνω σε ένα τέτοιο ξύλο. Ο Ασκλήπιος διέταξε τέλος την εκτέλεσή του. Σύρθηκε πάνω σε καρφιά τα οποία είχαν τοποθετήσει στο έδαφος και καθ’ αυτό τον τρόπο πέθανε. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Δεκεμβρίου.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Ἀσκληπιός, ὁ ἄρχοντας τῆς Λυκίας, ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν καὶ ὁ στόχος του ἦταν νὰ συλλάβει τὸν Ἅγιο μάρτυρα Διοσκουρίδη. Ὁ Διοσκουρίδης ὅμως κατέφυγε στὸ ὄρος ὅπου ἔβοσκε ὁ Θεμιστοκλῆς τὰ πρόβατά του. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἄρχοντα κίνησαν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὸ ὄρος ὅπου καὶ συνάντησαν τὸν Θεμιστοκλῆ. Ὅταν ἐρωτήθηκε γιὰ τὴν πίστη του δὲν δίστασε οὔτε στιγμὴ νὰ ὁμολογήσει τὸν ἕναν καὶ μοναδικὸ Θεό. Οἱ στρατιῶτες ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία αὐτὴ τῆς πίστης του, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀσκληπιό. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Αὐτὸ ἐξόργισε τὸν Ἀσκληπιὸ καὶ διέταξε τὸν βασανισμό του.
Ὁ Ἅγιος Θεμιστοκλῆς παρέδωσε τὸ πνεῦμά του πάνω στὸ μαρτύριο.
Απολυτίκιον
Ήχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ύμνοις στέψωμεν Θεμιστοκλέα, μέγαν μάρτυρα, της Εκκλησίας, αληθείας του Χριστού τον εκφάντορα· Χριστομαρτύρων ευώδες κειμήλιον, και των πιστών θεοδώ- ρητον καύχημα, Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, σωθήναι εκ κινδύνων τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον
Ήχος γ΄. Επεφάνη σήμερον.
Του Χριστού τον Μάρτυρα Θεμιστοκλέα, ευσεβώς τιμήσωμεν, ως Εκκλησίας φρυκτωρόν, και των Μαρτύρων το κλέισμα, πιστών δε πάντων, ως πρέσβυν προς Κύριον.
Μεγαλυνάριον
Τον Θεμιστοκλέα πανευλαβώς, τιμήσωμεν ύμνοις, τον τυθέντα υπέρ Χριστού, το της Εκκλησίας, αγλάισμα και κλέος, και των μαρτύρων δόξαν, και μέγα πρότυπον.