Όσιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής, 23 Δεκεμβρίου

Θείῳ Πνεύματι πεπλουτησμένος, Νήφων ῞Οσιε, ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, ῾Ιεράρχης ἀνεδείχθης θεόκλητος· τῆς μετανοίας γὰρ πρότυπον γέγονας, καὶ ἐν σημείοις καὶ λόγοις διέλαμψας· ὅθεν ἅπαντας τιμῶντας τὰ σὰ θαυμάσια, τὸ φῶς καὶ τὴν εἰρήνην καταπλούτισον
Ο Όσιος Νήφων είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Η ζωή του βρίσκεται στους αρχαίους Κώδικες και μεταγενέστερους, όπως στους Λαυριωτικούς Β81 φ. 1-155,1 23 φ. 228α-278, Λ. 66 φ. 32α -58 και στον Βατοπεδινό 618 φ. 143α-159. Η επιγραφή της βιογραφίας του έχει ως εξής: «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νήφωνος τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μὲν ἀσκήσαντος, γενομένου δὲ ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς κατὰ Ἀλεξάνδρειαν».

Στον Λαυριωτικό Κώδικα Β 81, λέγεται επίσκοπος Αλμυρουπόλεως και ότι απεβίωσε 23 Δεκεμβρίου. Ακολουθία του βρίσκεται στον Κώδικα Δ. δ. II της Κρυπτοφέρης (Βλ. Κατάλογο Roechi σελ. 389). Ελεύθερη απόδοση της ζωής του από το βυζαντινό χειρόγραφο, βρίσκεται στο βιβλίο «Ένας ασκητής Επίσκοπος», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού (1993 μ.Χ.).

Αυτά μνημονεύει σήμερα η Εκκλησία μας

Ο Όσιος Νήφων ο Επίσκοπος Κωνσταντιανής είναι ένας σχεδόν άγνωστος άγιος. Ήταν Ιεράρχης της Αλεξανδρινής Εκκλησίας του δ΄ αιώνα, που αξιώθηκε πολλές θείες οπτασίες και που ο Μέγας Αθανάσιος μαρτυρεί την αγιότητά του.

Ο Αγαπητός, πατέρας του αγίου, ήταν ο πρώτος άρχοντας της Αλμυροπόλεως της Αιγύπτου. Ο άγιος Νήφων πήγε σε ηλικία οκτώ ετών στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει. Μαζί με τον πόθο για μόρφωση παρουσίαζε και μεγάλη ευλάβεια προς τον Θεό. Παρασύρθηκε όμως σε μια ταραγμένη και άσωτη νεανική ζωή εξαιτίας της απειρίας του.

Οι φίλοι του τού θύμιζαν την προηγούμενη χριστιανική του ζωή αλλά ο Νήφωνας παρέμενε στην αμαρτία. Όταν μια νύκτα αποφάσισε να προσευχηθεί ένα μαύρο σύννεφο φάνηκε μπροστά του ώστε τον παρέλυσε και τον έκανε να πέσει στο κρεβάτι σαν νεκρός.

Το πρωί, ελεεινολογώντας τον εαυτό του πήγε στην Εκκλησία και είπε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας:

«Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε, μητέρα του ελέους και της ευσπλαχνίας, λυπήσου με και ελέησέ με τον αμαρτωλό».

Ο Νήφων ένιωσε μεγάλη παρηγοριά βλέποντας την Θεοτόκο να τον κοιτάζει με βλέμμα ήμερο και ιλαρό και είχε μέσα του την αίσθηση ότι ήταν δυνατή η μετάνοια. Πήγαινε στην Εκκλησία και μετανοούσε μετά από κάθε αμαρτία που έκανε και επέμενε στον αγώνα κατά των παθών νηστεύοντας, αγρυπνώντας και κατηγορώντας τον εαυτό του.

Στους πολέμους κατά των ακαθάρτων δαιμόνων παρακαλούσε με πολλή θέρμη τον Θεό χρησιμοποιώντας το όνομα του Χριστού και δικά του τεχνάσματα για να αντιμετωπίσει τα τεχνάσματά τους. Ταλαιπωρούσε το σώμα του για να θυμάται τις τιμωρίες της κολάσεως.

Παντοτινή συνήθεια ήταν να λέει ελεεινολογώντας τον εαυτό του «αλλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό». Το άγιο Πνεύμα του φανέρωσε ότι η ταπείνωση, η ελεημοσύνη, η αυτομεμψία και η αποφυγή της κατακρίσεως ήταν τα όπλα με τα οποία θα κατανικούσε το σαρκικό φρόνημα.

Μια ημέρα παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου και, σε αναγνώριση των άθλων του, τού έδωσε μια νέα καρδιά, την «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδία».

Θεωρούσε ότι ήταν ελαχιστότερος και από την σκόνη που οι αδελφοί τινάζουν από τα πόδια τους μπαίνοντας στο ναό. Όταν κάποιος γονάτιζε μπροστά του ζητώντας την ευλογία του, οι λογισμοί του κατέρχονταν μέχρι τα βάθη της κολάσεως. «Βάλε τον εαυτό σου κάτω από τους άλλους», έλεγε, «και θα ζεις με τον Χριστό».

Όταν έδινε ελεημοσύνη σε κάποιον πτωχό, επαναλάμβανε τα λόγια της θείας Λειτουργίας: «Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρωμεν κατά πάντα και δια πάντα», αποδίδοντας στον Θεό κάθε ενάρετη πράξη του.

Μια ημέρα εκεί που θρηνούσε για τις αμαρτίες του, ο Νήφων περιβλήθηκε ξαφνικά από ουράνιο φως, δυο πελώρια χέρια από τον ουρανό τον αγκάλιασαν και άκουσε την φωνή του Θεού να επαναλαμβάνει τα λόγια του πατέρα του ασώτου. Άγγελος Κυρίου ήλθε τότε και περιέλουσε τον άγιο με άρωμα ανείπωτης ευωδίας. Είχε αποκτήσει την χάρη της μετανοίας.

Ο Θεός επέτρεψε να αντιμετωπίσει την “μεγάλη δοκιμασία”. Για τέσσερα χρόνια ο νους του καλύφθηκε από βαθύ γνόφο, σε βαθμό που του ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί στην προσευχή. Ο διάβολος ακατάπαυστα τον παρακινούσε να αρνηθεί την ύπαρξη του Θεού.

Στηριγμένος στην άγκυρα της πίστεως ο άγιος προσευχόταν πρωί βράδυ απαντούσε στον δαίμονα λέγοντας απλά:

Ναι, ο Θεός υπάρχει!

Έφθασε μέχρι τα όρια της αποθάρρυνσης και απελπισίας και τέλος λυτρώθηκε μέσω ενός λαμπρού οράματος του προσώπου του Χριστού. Λίγο αργότερα ο άγιος αξιώθηκε να λάβει από τον Θεό το χάρισμα της απαθείας και να δει σε όραμα τον θρόνο του Θεού στην κορυφή πύρινου στύλου που αναδυόταν από τα νερά της θάλασσας. Από τότε γεμάτος από το πλήρωμα της Χάριτος επί έζησε ως άγγελος επί γης.

Όταν προσευχόταν ανυψωνόταν από το έδαφος και το πρόσωπό του ακτινοβολούσε απαστράπτον φως.

Στους πολλούς επισκέπτες του δίδασκε την ουράνια διδαχή του, επιτιμούσε τους αμαρτωλούς και δεόταν ιδιαιτέρως για τους ψυχορραγούντες. Περιφρονούσε τις τιμές και τη δόξα των ανθρώπων και για τον λόγο αυτό, μετά ένα ενύπνιο που του ανήγγειλε ότι σύντομα θα χειροτονούνταν επίσκοπος, αποφάσισε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να πάει στην Αλεξάνδρεια.

Μόλις έφθασε αναγνωρίσθηκε αμέσως από τον αρχιεπίσκοπο άγιο Αλέξανδρο (313-326), που είχε δει σχετικό όραμα, και μετά τη χειροτονία του διορίσθηκε επίσκοπος της Εκκλησίας της Κωνσταντιανής. Την ημέρα της χειροτονίας του σε επίσκοπο, ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, διάκονος τότε, είδε τον άγιο Νήφωνα μέσα σε φως και περιστοιχισμένο από πλήθος Αγγέλων.

Τρεις ημέρες αργότερα έφθασε στην επισκοπική έδρα με την συνοδεία του και έγινε δεκτός με αγαλλίαση από το ποίμνιό του, που καυχιόταν ότι απέκτησε τέτοιο ποιμενάρχη. Όταν δεν βρισκόταν στην εκκλησία, πήγαινε να παρηγορήσει τις χήρες και τα ορφανά ή αποσυρόταν στην ησυχία για να συντάξει πνευματικές διδαχές και σχόλια στην Αγία Γραφή· είτε κατ’ ιδίαν, είτε δημοσίως, ποτέ δεν διέκοπτε την κρυφή και σιωπηλή του συνομιλία με τον Χριστό.

Τρεις ημέρες πριν την εκδημία του, παρουσιάσθηκε στον όσιο Νήφωνα ο Αρχάγγελος Μιχαήλ για να του αναγγείλει την ημέρα της μετάστασής του στους ουρανούς και να του υποσχεθεί ότι πολύ σύντομα θα συμμετείχε στην δόξα των Αγγέλων.

Ο άγιος Αθανάσιος, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει πατριάρχης Αλεξανδρείας, ειδοποιήθηκε επίσης σε όραμα και έφθασε δίχως καθυστέρηση στο προσκέφαλο του οσίου ιεράρχη. Μετά μια τελευταία συνομιλία, γεμάτοι συγκίνηση αποχαιρετίστηκαν: ο Αθανάσιος ζήτησε από τον Νήφωνα να τον θυμηθεί ενώπιον του θρόνου του Θεού και ο Νήφων είπε στον αρχιερέα να μην παραλείψει να τον μνημονεύει κατά την θεία Λειτουργία.

Έκαναν μια τελευταία δέηση υπέρ σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου, και με πρόσωπο που ακτινοβολούσε παρά τον πυρετό, ο άγιος Νήφων είδε τον Χριστό να έρχεται προς το μέρος του λέγοντας:

«Έλα κοντά μου ψυχή που φόρεσες την ταπείνωσή μου. Εγώ είμαι ο Χριστός σου, που με τόσο πόθο έλεγες: Ο Χριστός μου, ο Χριστός μου».

Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα.

«Προσευχή ταπεινού νεφέλας διήλθε» (Σειράχ 35:17)

Ενα απόγευμα ήμουν πολύ κοντά του κι ευφραινόμουν από τις διδαχές του. Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, με πήρε να πάμε στο ναό του αγίου μεγαλομάρτυρος Αναστασίου για να προσευχηθούμε».
Καθώς περνούσαμε από κάποιο σοκάκι, ακούσαμε γέλια και αισχρά τραγούδια. Έβγαιναν από ένα καπηλειό. Ο δούλος του Θεού αναστέναξε, φωνερά ενοχλημένος. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, ψιθύρισε κάτι και συνέχισε την πορεία του. Την ίδια στιγμή έπαψε όλη εκείνη η δαιμονική φασαρία.  Περάσαμε ατάραχοι, χωρίς ν’ ακούσουμε καμιάν αισχρολογία. Μόλις όμως ξεμακρύναμε, άρχισαν πάλι τα ίδια.
Με θαυμασμό κατάλαβα τι είχε γίνει: Όταν δυσφόρησε και κοίταξε τον ουρανό, θα είπε, φαίνεται, κάτι τέτοιο: ‟Κύριε, φράξε τα στόματά τους για να μην φλυαρούν, μέχρι να περάσουμε’’. Έτσι κι έγινε.
Στο ναό του αγίου Αναστασίου προσευχήθηκε θερμά πολλή ώρα, κι έπειτα φύγαμε. Προχωρήσαμε λίγο και ήρθαμε στο δρόμο του Χαλκουργείου, όπως λέγεται.
Εκεί είναι έν’ αρχοντικό, που πάνω από την πύλη έχει μια εικόνα της Θεοτόκου με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά της και τους τρεις Μάγους να προσφέρουν τα δώρα τους.  Κάτω απ’ αυτή την εικόνα υπάρχει ένα υπέροχο ψηφιδωτό, που απεικονίζει εκφραστικότατα τη μορφή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.  Την εικόνα αυτήν την ευλαβούνται πολύ οι κάτοικοι της πόλης.  Πάνε κι έρχονται ασταμάτητα, άλλοι μέρα κι άλλοι νύχτα, κάνοντας μπροστά της προσευχές και δέησεις.
Πλησίασε λοιπόν κι ο δίκαιος εκεί, ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε με στεναγμούς:

-Θεέ τ’ ουρανού και της γης,
που Σε φοβούνται και Σε τρέμουν αόρατα και ορατά,
μην παραβλέψεις την προσευχή
του τιποτένιου δούλου Σου,
που κυλιέται μέσα σε πολλές αμαρτίες.
Εσύ ’σαι , Κύριε, που κατέβηκες
από τους πατρικούς κόλπους,
χωρίς να τους αποχωριστείς,
και μπήκες στην άχραντη μήτρα της Μαρίας,
της δοξασμένης Σου Μητέρας, της Θεοτόκου,
κρυφά κι απ’ τις ουράνιες Δυνάμεις.
Θαύμα πρωτάκουστο!
Θαύμα που πρέπει μόνο στο Θεό!
Πραγματικά, περνάει ο Κύριος
μεσ’ από την κλεισμένη πύλη της παρθενίας Της
-άσαρκος μπαίνοντας,
Θεός σαρκοφόρος βγαίνοντας-
και πάλι μένει η πύλη κλειδωμένη,
καθώς ήταν και πριν από τη γέννα.
Μπήκες τέλειος Θεός,
βγήκες και τέλειος άνθρωπος,
με δύο φύσεις και ουσιές,
με μία την υπόσταση.  Με δύο τις θελήσεις,
μα ένας Κύριος Ιησούς Χριστός,
Λόγος και απαύγασμα του Πατρός.
Όμοιος ήσουνα με τον Πατέρα Σου σε όλα
εκτός απ’ την αγεννησία,
και όμως πήρες δουλική μορφή
κι έγινες όμοιος μ’ εμάς σε όλα
εκτός από την αμαρτία.
Μες στους ανθρώπους έζησες
κι έκανες θαύματα εκπληκτικά,
δείχοντας έτσι και πιστοποιώντας
την άχραντη Θεότητά Σου.
Μη μ’ αφήσεις λοιπόν να χαθώ,
Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,
για το πλήθος των ανομιών μου!
Φανερώσου μου, Δέσποτα, την ώρα τούτη
με έλεος, με ευσπλαχνία,
και επισκίασέ με με τ’ Άγιο Σου Πνεύμα.
Έλα, εύσπλαχνε και πανάγαθε,
να παρηγορήσεις την άθλια ψυχή μου
και να την γεμίσεις ευωδία
μέσα στη λαμπρότητα και το κάλλος Σου!

Αυτή η προσευχή στον Κύριο και άλλες όμοιες ξεχύθηκαν από το στόμα του οσίου.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα φοβερό βουητό, σαν παφλασμός ορμητικού ποταμού, που ξεχυνόταν από την σεβάσμια μορφή της εικόνας κι ερχόταν προς το μέρος του.  Το Άγιο Πνεύμα όρμησε σαν σίφουνας μέσα στην καρδιά του, τον σήκωσε από τη γη και τον κράτησε για λίγο μετέωρο, με τα χέρια απλωμένα!
Όταν ξανακατέβηκε στο έδαφος, το πρόσωπό του άστραφτε και φεγγοβολούσε σαν τον ήλιο.  Καθώς βάδιζε τώρα, ένιωθε να μην πατάει στη γη, που, από σεβασμό θαρρείς, γινόταν κάτω απ’ τα πόδια του σφουγγάρι.  Και ο ίδιος ένιωθε σα να ήταν άσαρκος και σα να περπατούσε στον αέρα. Η δόξα του  Θεού που τον συνείχε, τον είχε απλλάξει την ώρα εκείνη από κάθε βάρος και πάθος.

Απολυτίκιον *
῏Ηχος γʹ. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι πεπλουτησμένος, Νήφων ῞Οσιε, ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, ῾Ιεράρχης ἀνεδείχθης θεόκλητος· τῆς μετανοίας γὰρ πρότυπον γέγονας, καὶ ἐν σημείοις καὶ λόγοις διέλαμψας· ὅθεν ἅπαντας τιμῶντας τὰ σὰ θαυμάσια, τὸ φῶς καὶ τὴν εἰρήνην καταπλούτισον

(*) Ποίημα ῾Ιερᾶς Μονῆς ῾Αγίων Κυπριανοῦ καὶ ᾿Ιουστίνης Φυλῆς ᾿Αττικῆς (6.8.2005) .

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος