«Ιερή Αποδημία στην Ύστερη Αρχαιότητα» : Η περίπτωση του Ιγνάτιου Αντιοχείας, Πέτρος Παρθένης
«Ιερή Αποδημία στην Ύστερη Αρχαιότητα»
Πέτρος Παρθένης
Ιερή Αποδημία προς τον θάνατο.
Η περίπτωση του Ιγνάτιου Αντιοχείας
Εισαγωγή
Ο Ιγνάτιος αποτελεί μια εξαιρετικά μυστηριώδη προσωπικότητα, μολονότι έχουν διασωθεί επτά γνήσιες επιστολές του – γεγονός ιδιαίτερα σπάνιο στην ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού.[1] Γεννημένος περί το 70, ο Ιγνάτιος ήταν, μάλλον, συριακής καταγωγής και, πιθανότατα, ασπάστηκε τον χριστιανισμό σε μεγάλη ηλικία.[2] Σύμφωνα με την επιστολή του προς την εκκλησία της Ρώμης, ήταν επίσκοπος της εκκλησίας της Αντιόχειας της Συρίας, από τις πλέον πολυπληθείς χριστιανικές κοινότητες των αρχών του 2ου αιώνα, η οποία διαδραμάτισε ρόλο εξαιρετικής σημασίας στη διάδοση του χριστιανισμού μεταξύ των εθνικών.
Ο Ιγνάτιος συνελήφθη κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Τραϊανού. Γενικά, πιστεύεται πως εκτελέστηκε περί το 107 (σύμφωνα με ορισμένες περιγραφές του μαρτυρίου που συντάχθηκαν πολύ αργότερα),[3] αν και, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προτιμηθεί μια μεταγενέστερη χρονολογία, ίσως το 115.[4] Δυστυχώς, ο ίδιος ο Ιγνάτιος αποφεύγει να αναφερθεί τόσο στη χρονολογία όσο και στις συνθήκες σύλληψής του. Το γεγονός αυτό, αλλά και, γενικότερα, οι σκέψεις που αναπτύσσει στις επιστολές του ενισχύουν την πιθανότητα η θανάτωσή του να αποτελεί κάποια μορφή εθελοντικού μαρτυρίου.
Η περίπτωσή του, ωστόσο, ξεχωρίζει και για έναν ακόμη λόγο: συνήθως, όσοι χριστιανοί συλλαμβάνονταν και ομολογούσαν αμετάκλητα τη χριστιανική τους πίστη εκτελούνταν επί τόπου είτε την ίδια ημέρα είτε λίγες ημέρες αργότερα.[5] Ο Ιγνάτιος, όμως, οδηγείται σιδηροδέσμιος –και, μάλιστα, με συνοδεία δέκα επίλεκτων στρατιωτών– στη Ρώμη, καταδικασμένος να κατασπαραχθεί από άγρια θηρία στην αρένα. Αυτή η αξιοπερίεργη μετακίνηση συνδυάζει με μοναδικό τρόπο την αποδημία, το ταξίδι και το λατρευτικό στοιχείο. Μολονότι για τους Ρωμαίους συνοδούς του Ιγνάτιου το ταξίδι τους ήταν μια απλή μεταφορά καταδίκου προς εκτέλεση, για τον ίδιο ήταν μια μυσταγωγία, μια «ιερή αποδημία» –με την πλήρη σημασία της φράσης–, αμιγώς θρησκευτική και πιο ιερή από οποιαδήποτε άλλη μετακίνηση της ζωής του· γεγονός που αποτυπώνεται με σαφήνεια στις επιστολές του, τις οποίες συνέγραψε κατά τη μεταφορά του προς τη Ρώμη.[6]
Σε αυτές, ο Ιγνάτιος καθιστά σαφές πως σκοπός του ταξιδιού του είναι να αποδώσει λατρεία, τιμή και δόξα στον Θεό του. Παράλληλα, είναι πεπεισμένος πως το ταξίδι –και όχι μόνο ο θάνατός του– θα τον μεταμορφώσει, και μάλιστα ριζικά. Προφανώς, πιστεύει πως, μετά τον θάνατό του, θα ενδυθεί την αθανασία και θα απαλλαγεί από καθετί σαρκικό και επίγειο. Ωστόσο, η μεταλλαγή της σωματικής του ύπαρξης δεν προηγείται, αλλά έπεται μιας μεταμόρφωσης εσώψυχης, διανοητικής. Μέσω των επιστολών του, είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε τα αισθήματα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις ενός ιδιότυπου μα ολότελα γνήσιου προσκυνητή· δυνατότητα σπάνια, ιδιαίτερα για την πρώιμη χριστιανική εποχή. Επιπλέον, οι σκέψεις του μπορούν να φωτίσουν με τρόπο μοναδικό την ιερή αποδημία ως εν γένει θρησκευτική εμπειρία, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων.
Σκοπός μου είναι να καταδείξω πως το ταξίδι του Ιγνάτιου αποτελεί, ουσιαστικά, μια πρώιμη μορφή χριστιανικού προσκυνήματος, καθώς και ότι, γενικότερα, οι μαρτυρικές θανατώσεις χριστιανών –ειδικά το φαινόμενο που επονομάζεται «εθελοντικό μαρτύριο»– αποτελούν το χριστιανικό αντίστοιχο των μυστηρίων και των ιερών ταξιδιών του κόσμου των εθνικών. Επιπρόσθετα, θα επιχειρήσω να καταδείξω με ποιον τρόπο το ιδιότυπο αυτό είδος ταξιδιού επηρέαζε όχι μόνο τα συναισθήματα και την προσωπικότητα του ιερού «οδίτη», αλλά και την κοινωνική του ταυτότητα, εξασφαλίζοντάς του αξιοσημείωτη επιρροή και κύρος μεταξύ των χριστιανών της εποχής του.
Ιερή Αποδημία;
Είναι ενδιαφέρον πως σε όλες του τις επιστολές ο Ιγνάτιος αποκαλεί τον εαυτό του «θεοφόρο». Ο όρος (και, κυρίως, το ρήμα από το οποίο παράγεται) απαντάται αρκετά συχνά στη θύραθεν γραμματεία, συσχετιζόμενος με διάφορες μορφές θεϊκής κατάληψης και έκστασης. Ενέχει, όμως, και μια πιο τεχνική σημασία, αυτή του ατόμου που μεταφέρει το ειδώλιο ή το σύμβολο μιας θεότητας σε κάποια μυστηριακή τελετή.[7] Η χρήση του συγκεκριμένου όρου από τον Ιγνάτιο, καθώς και άλλων, παρόμοιας σημασίας, που θυμίζουν ιεραρχικές δομές μυστηριακών τελετουργιών, καθιστούν λογική την υπόθεση να είχε υπάρξει ο Ιγνάτιος μέλος τέτοιων θιάσων, προτού μεταστραφεί στον χριστιανισμό, και να είχε συμμετάσχει σε κάποια μορφή μυστηριακής τελετής ή ιερής αποδημίας.
Ως «θεοφόρος», λοιπόν, νιώθει πως συμμετέχει σε μυσταγωγία, στη μεγαλύτερη και σημαντικότερη ιερή αποδημία της επίγειας ζωής του. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, παρ’ ότι είναι χρόνια χριστιανός και, μάλιστα, επίσκοπος της πολυπληθέστερης, ίσως, εκκλησίας της ανατολικής Μεσογείου, τώρα –σε αυτό το ταξίδι– «θα μπορέσει να γίνει μαθητής».[8] Ο Ιγνάτιος δεν νιώθει ολοκληρωμένος ως χριστιανός. Έχει μάθει για τον Χριστό, αλλά δεν έχει «πάθει», δεν έχει μοιραστεί μαζί του το «πάθος», τον απόλυτο αγώνα ενάντια στον «αντικείμενο», τη δοκιμασία που θα τον απελευθερώσει από μια κατώτερη, υποδουλωμένη μορφή ζωής, οδηγώντας τον σε μια ανώτερη, απαλλαγμένη από κάθε φόβο και σαρκική επιθυμία. Ο ίδιος λέει στους χριστιανούς της Εφέσου:
Είστε το μονοπάτι μέσα από το οποίο περνούν όσοι θανατώνονται για τον Θεό, μυημένοι μαζί με τον Παύλο, τον αγιασμένο […] στου οποίου τα ίχνη εύχομαι να βρεθώ, όταν επιτύχω σε σχέση με τον Θεό […].[9]
Οι συσχετισμοί με τις μυστηριακές λατρείες της εποχής του –στις οποίες ο μύστης υποφέρει την τύχη του εκάστοτε θεού, βιώνοντας τον φόβο του θανάτου και υπερνικώντας τον όχι μέσω γνώσης, αλλά μέσω του βιώματος– είναι σαφείς. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Ιγνάτιος ενισχύουν αυτό το συμπέρασμα. Στην επιστολή προς την εκκλησία της Εφέσου, αποδίδει στους συγχριστιανούς του τον ρόλο του μυσταγωγού:
Αν και έχω συλληφθεί λόγω του ονόματος, με κανέναν τρόπο δεν είμαι πλήρης σε σχέση με τον Χριστό. Γιατί μόλις ξεκίνησα τη μαθητεία μου και προσφωνώ κι εσάς [τους συγχριστιανούς του] ως διδασκάλους μου. Γιατί ήταν ανάγκη να με πιάσετε από το χέρι και να με καθοδηγήσετε μέσω πίστης, νουθεσίας, υπομονής και μακροθυμίας.[10]
Ο Ιγνάτιος πιστεύει πως, μέσω αυτού του ταξιδιού, θα βιώσει την ουσία της πίστης του. Κατά τη γνώμη του, η εγκεφαλική γνώση για τον Χριστό έχει περιορισμένη αξία: αντίθετα, είναι το βίωμα της πορείας προς τον αυτοθυσιαστικό θάνατο που θα του διδάξει τι σημαίνει να είναι κάποιος πραγματικός χριστιανός. Η σύλληψη και η μεταφορά του του παρέχει αυτή τη μοναδική ευκαιρία, και είναι διατεθειμένος να την εκμεταλλευτεί στο έπακρο.
Τα στάδια της αποδημίας. Το «κάλεσμα»
Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό με πόση ευκολία μπορεί να διακρίνει κανείς τα στάδια μιας ιερής αποδημίας στις επιστολές του Ιγνάτιου. Πρώτον, το θείο κάλεσμα: είτε με τη μορφή ονείρου είτε μέσω οράματος ή απλής εσωτερικής διέγερσης, ο προσκυνητής, συχνά, καλείται να ξεκινήσει το ταξίδι του. Αντίστοιχα, ο Ιγνάτιος γράφει στους χριστιανούς της Ρώμης: «[υπάρχει] νερό ζωντανό που μου μιλά από μέσα μου λέγοντας: “Πήγαινε προς τον Πατέρα!”».[11]
Ωστόσο, το θείο κάλεσμα δεν αναιρεί την ελεύθερη βούληση του ταξιδιώτη: ο Θεός τον καλεί, αλλά δεν τον αναγκάζει να ταξιδέψει. Ο Ιγνάτιος το αναγνωρίζει αυτό. Επανειλημμένα υποστηρίζει πως ο ίδιος ανέλαβε εθελοντικά αυτό το ταξίδι, «παραδίδοντας τον εαυτό του». Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο αυτό υποδηλώνει, όντως, κάποια μορφή εθελοντικού μαρτυρίου (κατά το οποίο ο χριστιανός παρουσιαζόταν μόνος του στις αρχές ή τις προκαλούσε, αποζητώντας την εκτέλεσή του). Θα μπορούσε να αναφέρεται και στη γαλήνια αποδοχή της σύλληψης και της καταδίκης του, την οποία ο Ιγνάτιος, όπως και κάθε χριστιανός, θα μπορούσε εύκολα να αποφύγει, απαρνούμενος τη χριστιανική του πίστη. Ούτως ή άλλως, ένιωθε το ταξίδι του ως μια εθελούσια ιερή αποδημία· ως την επιλογή μιας πορείας που, όπως οι μυστηριακές τελετές και τα προσκυνήματα στον κόσμο των εθνικών, δεν ήταν υποχρεωτική για όλους. Για όσους την επέλεγαν, όμως, επιφυλασσόταν μια ιδιαίτερη σχέση με το θείο, καθώς και μια λαμπρότερη και ευγενέστερη μεταθανάτια προοπτική.[12] Συνεπώς, το μαρτύριο –και ιδιαίτερα το εθελοντικό, στις διάφορες μορφές του– παρείχε τη δυνατότητα στον χριστιανό που το επιθυμούσε να βιώσει κάτι περισσότερο από αυτό που πρόσφερε ο μέσος χριστιανικός βίος. Αργότερα, με την κατάπαυση των γενικών διωγμών, η δυνατότητα αυτή εξασφαλίζεται, κυρίως, μέσω του ασκητισμού και των προσκυνημάτων, που αμφότερα διατηρούν αναλλοίωτο τον εθελοντικό τους χαρακτήρα.
Ο «αποχωρισμός»
Ως δεύτερο στάδιο της αποδημίας, ακολουθεί ο αποχωρισμός, η ρήξη με το παρελθόν και τις κοινωνικές δομές της εκκλησίας, αλλά και της πόλης της Αντιόχειας. Ο Ιγνάτιος δεν προσδιορίζει, πια, τον εαυτό του ως επίσκοπο της Αντιόχειας, αλλά ως τον τελευταίο της εκκλησίας, το «περίψημα», το πλέον ανάξιο μέλος της. Το ενοχικό αυτό λεξιλόγιο μας θυμίζει έντονα τα συναισθήματα που, συχνά, ωθούν προσκυνητές προς την ιερή αποδημία.
Η απομόνωση αποτελεί το πλέον εξέχον χαρακτηριστικό σε αυτό το στάδιο του ιερού ταξιδιού. Ο Ιγνάτιος βιώνει έντονα αυτό το συναίσθημα: μολονότι δεν έχει αποσυρθεί σε κάποια ερημιά, η οδυνηρή του απομόνωση από τους συλλάτρεις του και τη χριστιανική εκκλησία τού δημιουργεί συναισθήματα μοναξιάς, αποκλεισμού και έκθεσης σε δαιμονικές επιθέσεις και συμβολικά θηρία. Στην επιστολή του προς τους χριστιανούς της Ρώμης, προσδιορίζει τους στρατιώτες που τον φρουρούν ως λεοπαρδάλεις που τον βασανίζουν νυχθημερόν.[13]
Σε αυτό το στάδιο, εντοπίζουμε άλλο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάθε ταξιδιού: τον κίνδυνο. Είναι ενδιαφέρον πως ο Ιγνάτιος πουθενά δεν εκδηλώνει φόβο ή ανησυχία για τους φυσικούς κινδύνους του ταξιδιού του: το αν θα πεθάνει σε ναυάγιο ή στην αρένα είναι, ίσως, το τελευταίο πράγμα που τον απασχολεί. Για εκείνον σημασία έχει, όταν τον βρει ο θάνατος, να «έχει επιτύχει σε σχέση με τον Θεό» του, δηλαδή να έχει βιώσει με επιτυχία τη μεταλλαγή του σε πραγματικό, γνήσιο μαθητή. Βάσει αυτού, εύλογα τον απασχολούν άλλου είδους κίνδυνοι, όπως αυτός της έπαρσης:
Γνωρίζω πολλά για τον Θεό, αλλά μετριάζω τον εαυτό μου, ώστε να μην καταστραφώ λόγω της καύχησης. Γιατί τώρα πρέπει να αισθάνομαι ακόμη μεγαλύτερο φόβο και να μη δίνω σημασία σε όσους με κολακεύουν.[14]
Μία από τις επιστολές του ολοκληρώνεται με μια εξαιρετικά φορτισμένη συναισθηματικά ρήση: «είμαι ακόμα σε κίνδυνο».[15] Ο Ιγνάτιος πιστεύει πως, μολονότι ο θάνατός του είναι αναπόφευκτος, το ταξίδι του θα είναι επιτυχές και ολοκληρωμένο, μόνο αν, καθ’ όλη την πορεία προς τον θάνατο, διαφυλάξει τον εαυτό του από συγκεκριμένες συμπεριφορές και λανθασμένους τρόπους σκέψης. Παράλληλα, θα πρέπει να διατηρήσει σταθερή την ομολογία της πίστης του ως το τέλος, ανεξάρτητα από τη σωματική ή ψυχολογική πίεση που, πιθανώς, ασκηθεί πάνω του.[16] Αν η εσωτερική του μεταλλαγή δεν είναι πλήρης ή αποδειχτεί λειψή, ο θάνατός του θα είναι, απλώς, η εκτέλεση ενός ακόμη καταδίκου.
Υπάρχουν, όμως, και άλλοι κίνδυνοι: στην περίπτωση ενός κοινού ταξιδιώτη, οι εκκλήσεις συγγενών και φίλων για την ασφάλειά του μπορεί να τον απέτρεπαν από το να ξεκινήσει ή να ολοκληρώσει το ταξίδι του. Ο Ιγνάτιος ένιωσε παρόμοια πίεση. Όταν μαθαίνει πως οι χριστιανοί της Ρώμης σκοπεύουν να ασκήσουν επιρροή, προκειμένου να του δοθεί χάρη, εκείνος τους γράφει:
Αφήστε με να γίνω βορά στα θηρία, μέσω των οποίων θα επιτύχω σε σχέση με τον Θεό. Είμαι σιτάρι του Θεού και μέσω των δοντιών των θηρίων θα αλεστώ, ώστε να αποδειχτώ καθαρό ψωμί του Χριστού. Μάλλον προσελκύστε τα θηρία, ώστε να γίνουν τάφος μου και να μην αφήσουν τίποτα από το σώμα μου […] Τώρα, όντας σε δεσμά, μαθαίνω πώς να μην επιθυμώ τίποτα. […] Είθε να αντλήσω χαρά από τα θηρία που έχουν ετοιμαστεί […] τα οποία και θα προσελκύσω, για να με κατασπαράξουν γρήγορα [...]. Και αν αυτά δεν θελήσουν εκούσια να με κατασπαράξουν, εγώ θα τα εξαναγκάσω. […] Φωτιά και σταυρός, πλήθη θηρίων, διαμελισμοί, ξεσχίσματα, διαλυμένα κόκαλα, ακρωτηριασμοί μελών, άλεσμα όλου του σώματος, μοχθηρές τιμωρίες του διαβόλου ας έρθουν καταπάνω μου, μόνο για να επιτύχω τον Ιησού Χριστό. […] Επιτρέψτε μου να μιμηθώ τα παθήματα του Θεού μου [...]. Ακόμα κι αν σας παρακαλώ εγώ ο ίδιος όντας εκεί, να μην υπακούσετε· καλύτερα να υπακούσετε σε αυτά, τα οποία σας γράφω.[17]
Η «οριακότητα», η «αφομοίωση» και η κοινωνική καταξίωση
Καθώς ξεκινά η μεταφορά του προς τη Ρώμη, ο Ιγνάτιος βιώνει ολοένα και βαθύτερα τον αποκλεισμό, περνώντας, σταδιακά, στο επονομαζόμενο στάδιο της οριακότητας: επίσκοπος αλλά δίχως καμία, πλέον, θέση στην εκκλησία του, δάσκαλος δίχως μαθητές, ζωντανός αλλά, ουσιαστικά, νεκρός, ακροβατεί μεταξύ του επίγειου και του υπερβατικού όντας στη γη, αλλά γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει, πια, δυνατότητα επιστροφής. Και είναι σε αυτό, ακριβώς, το στάδιο όπου οι συγχριστιανοί του, αλλά και ο ίδιος, νιώθουν ότι πλησιάζει τον Θεό με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Μοιάζει να αποκτά μια δυνατότητα αμφίδρομης επικοινωνίας. Ο ίδιος, στην επιστολή του προς την εκκλησία της Φιλαδέλφειας, τονίζει πως ήταν το άγιο πνεύμα που τον ώθησε να τους παρακινήσει να υποτάσσονται στον επίσκοπο και να αποφεύγουν τις σχισματικές διαιρέσεις. Χαρακτηρίζει, μάλιστα, τον λόγο του ως τη Φωνή του Θεού.[18] Ζώντας στα σύνορα της επίγειας και της επουράνιας ζωής, η ταυτότητά του μεταβάλλεται ξανά, καθώς μετατρέπεται, πια, σε φερέφωνο της θείας βούλησης.
Ο Ιγνάτιος συναισθάνεται αυτή την αλλαγή στην προσωπικότητά του.[19] Έχει, μάλιστα, την αίσθηση πως τα δεσμά και οι δοκιμασίες τού επιδαψιλεύουν ιδιαίτερη γνώση και εξοικείωση με το θείο. Από απλός επίσκοπος έχει γίνει «θεοφόρος», αποκτώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Είναι ενδιαφέρον πως συγγράφει συμβουλευτικές επιστολές ως αυθεντία όχι μόνο προς τις εκκλησίες της Ασίας, αλλά και προς τον Πολύκαρπο, ο οποίος είναι και αυτός επίσκοπος –της εκκλησίας της Σμύρνης–, αλλά «αμύητος» στην εμπειρία του μαρτυρίου.
Η νέα σχέση του Ιγνάτιου με το θείο γίνεται αντιληπτή τόσο από τον ίδιο όσο και από τους συγχριστιανούς του, οι οποίοι αισθάνονται ότι έχουν μια μοναδική ευκαιρία να προσδιορίσουν τη θεία βούληση, απλώς ζητώντας τη γνώμη του. Η «ιερή αποδημία του» του προσδίδει μια κοινωνική καταξίωση που δεν έχει βιώσει ποτέ στο παρελθόν, καθιστώντας τον ιδανικό κριτή και μοναδική πηγή γνώσης για οποιοδήποτε ζήτημα λατρευτική πίστης τυχόν απασχολεί τις εκκλησίες της Ασίας. Μάλιστα, ένα τέτοιο ζήτημα έχει, ήδη, προξενήσει σοβαρότατες διαιρέσεις στην περιοχή.
Μια ομάδα περιφερόμενων δοκητιστών χριστιανών είχε προκαλέσει τέτοια διαίρεση σε κάποιες εκκλησίες της Μικράς Ασίας, ώστε ορισμένα από τα μέλη τους άρχισαν να συναθροίζονται ξεχωριστά από την υπόλοιπη εκκλησία. Οι επίσκοποι των εκκλησιών βλέπουν στον Ιγνάτιο μια σπάνια δυνατότητα ενίσχυσης της θέσης και της εξουσίας τους μέσα στην εκκλησία, καθώς ο «θεοφόρος» Ιγνάτιος δεν μπορεί παρά να υποστηρίξει την παράταξη που έχει όντως την επιδοκιμασία και την εύνοια του Θεού. Ο Ιγνάτιος παίρνει το μέρος των επισκόπων και συγγράφει επιστολές προς τις εκκλησίες, καλώντας τες να υποταχθούν στη βούληση των χρισμένων επισκόπων. Στις εκκλήσεις του, χρησιμοποιεί τη νέα του θέση για να τις περιβάλει με κύρος. Απευθυνόμενος στους χριστιανούς των Τράλλεων, λέει, μεταξύ άλλων: «Τα δεσμά μου σας παρακαλούν, τα οποία περιφέρω εξαιτίας του Ιησού Χριστού [...]».[20] Εξίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως οι περιφερόμενοι δοκητιστές δάσκαλοι προσπάθησαν επίσης να προσεταιριστούν τον Ιγνάτιο: στην επιστολή του προς την εκκλησία της Σμύρνης, αναφέρει πως ορισμένοι δοκητιστές χριστιανοί τον επισκέφθηκαν αποδίδοντάς του επαίνους και κολακείες.[21]
Ο Ιγνάτιος απολαμβάνει, έτσι, ένα κύρος που δεν είχε προτού ξεκινήσει την «αποδημία» του: τώρα, για πρώτη φορά, του δίνεται η ευκαιρία να ασκήσει εξουσία και να επηρεάσει χριστιανούς άλλων εκκλησιών, εκτός Αντιόχειας – πράξη που, σε διαφορετική περίπτωση, μάλλον δεν θα γινόταν αποδεκτή από την ηγεσία αυτών των εκκλησιών. Δεν αποκλείεται η χαρά της αποδημίας και το πάθος για τη συνέχισή της να εντείνονται και να ενισχύονται από την κοινωνική αυτή καταξίωση: έχοντας αποδεσμευτεί από τους θεσμούς και τις εκκλησιαστικές νόρμες, ο Ιγνάτιος είναι, πλέον, σε θέση να επηρεάζει τα κοινά της εκκλησίας με τρόπο μοναδικό, υπερτοπικό, διαχρονικό. Η νέα αυτή θέση είναι αποτέλεσμα της απόσπασης και της απομάκρυνσης από την εκκλησία και το ποίμνιό του, αλλά του δίνει τη δυνατότητα να πλησιάσει τους ομοπίστους του πιο κοντά από ποτέ, επηρεάζοντας την εκκλησιαστική αλλά και την προσωπική τους ζωή με τρόπο πολύ πιο ουσιώδη: ας μην ξεχνάμε πως πολλοί χριστιανοί, που, τελικά, δεν συνταυτίστηκαν με τους δοκητιστές, θα απέδιδαν τη σωτηρία της αιώνιας ευδαιμονίας τους στον Ιγνάτιο, τον οποίο οι περισσότεροι από αυτούς ουδέποτε είχαν γνωρίσει προσωπικά!
Τέλος, επέρχεται το στάδιο της επανενσωμάτωσης–αφομοίωσης. Ο ταξιδιώτης Ιγνάτιος, έχοντας απολυτρωθεί από τις σαρκικές επιθυμίες, έχοντας απελευθερωθεί από τους επίγειους σαρκικούς φόβους του και τις ανούσιες επιθυμίες της σάρκας, θα βιώσει την τελική, απόλυτη μεταλλαγή, ζώντας την πραγματική ζωή, όπως αναφέρεται και στην πρώτη επιστολή προς τον Τιμόθεο. Προφανώς, δεν «επανενσωματώνεται» επιστρέφοντας στην Αντιόχεια – όπως, ίσως, πολλοί ταξιδιώτες που, τελικά, επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι πολλοί ιεροί «οδίται» επέλεγαν να μην επιστρέψουν, αλλά να ενσωματωθούν σε μία νέα κοινωνική πραγματικότητα, που ικανοποιούσε πληρέστερα τις πνευματικές τους αναζητήσεις. Παρόμοια, ο Ιγνάτιος πιθανώς έλπιζε να ενσωματωθεί σε μία νέα, πνευματική κοινωνία, απαλλαγμένη από καθετί επίγειο.
Δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια πώς ολοκληρώθηκε η ιδιότυπη αποδημία του Ιγνάτιου. Πιθανότατα εκτελέστηκε στη Ρώμη. Αν, όντως, συνέβη αυτό, μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε πως ο Ιγνάτιος ανέμενε και, πιθανότατα, αισθάνθηκε την αύρα μιας θεϊκής ενίσχυσης, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του. Σε πολυάριθμα μαρτυρολόγια, διαβάζουμε για θαύματα που λάβαιναν χώρα κατά την εκτέλεση του πιστού χριστιανού, και ανάλογα στοιχεία υπάρχουν και σε μυθιστορηματικές περιγραφές του μαρτυρίου του Ιγνάτιου που συντάχθηκαν αιώνες μετά τον θάνατό του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, εντοπίζουμε μια ενδιαφέρουσα διαφορά του ταξιδιού του από ένα μέσο, σύνηθες ιερό προσκύνημα: στο ταξίδι του, η ιερότητα του τόπου δεν προϋπάρχει· αντίθετα, κατασκευάζεται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο Ιγνάτιος ταξιδεύει προς έναν τόπο που δεν είναι, αλλά πρόκειται να γίνει ιερός, καθώς εκεί, με τον θάνατό του, θα υπάρξει, αναμφισβήτητα, κάποια έκφραση της θεϊκής δύναμης και εύνοιας.
Συμπεράσματα
Εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς, στο ταξίδι του Ιγνάτιου, τον χαρακτήρα μιας ολότελα γνήσιας ιερής αποδημίας. Η περίπτωσή του αποτελεί ένα από τα πρώτα, αλλά και λιγοστά, γνωστά παραδείγματα χριστιανικού ιερού ταξιδιού κατά τους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Οι σκέψεις του, όπως αποτυπώνονται με τόση ενάργεια στις επιστολές του, μας οδηγούν, συμπερασματικά, σε έναν άμεσο συσχετισμό του χριστιανικού μαρτυρικού θανάτου, ιδιαίτερα του εθελοντικού μαρτυρίου, με τη μύηση σε μυστηριακές τελετές και τις ιερές αποδημίες του κόσμου των εθνικών. Πράγματι, παρόμοια με ένα ιερό προσκύνημα ή μια μύηση σε μυστήριο για έναν εθνικό, το μαρτύριο παρείχε στον χριστιανό που το «επέλεγε» (με ό,τι μπορεί να υποδηλώνει το ρήμα) τη δυνατότητα να βιώσει την πίστη του με τρόπο πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Παράλληλα, από το παράδειγμα του Ιγνάτιου, μπορέσαμε να διακρίνουμε το κύρος και την κοινωνική καταξίωση που επιδαψίλευε μια εμπειρία αυτού του είδους στον «οδίτην» χριστιανό, καθώς και τη μοναδική δυνατότητα που του παρείχε να επηρεάσει σημαντικά τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές όχι μόνο πολυάριθμων ομοπίστων του, αλλά και ολόκληρων εκκλησιών.
Βιβλιογραφία
Burkert W., Griechische Religion der archaischen und klassischen Epoche, W.
Kohlhammer, Στουτγάρδη 1977 [Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή καί Κλασσική Εποχή, μτφρ. Ν. Π. Μπεζαντάκος & Α. Αβαγιανού, Ν. Π. Μπεζαντάκος (επιμ.), Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993]
Camelot, P. T., Ignace d’Antioche. Polycarpe de Smyrne. Lettres. Martyre de
Polycarpe, Sources Chrétiennes, τ. 10, Cerf, Παρίσι 1969
Cross, F. L., The Oxford Dictionary of the Christian Church, s.v. Ignatius, St., E. A.
Livingstone (επιμ.), Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1997
Funk, F. X. & Diekamp F. (επιμ.), Patres apostolici, τ. 2, Laupp, Τυβίγγη 1913
Piercy, W. C. & Wace, H., A Dictionary of Christian Biography and Literature to the
End of the Sixth Century A.D. With an Account of the Principal Sects and Heresies, s. v. Ignatius (1), John Murray, Λονδίνο 1911
Vogliano, A., «La Grande Iscrizione Bacchica del Metropolitan Museum», American Journal of Archaeology, 37 (1933), 215–231.
[1] Εξαιρετικά λεπτομερές λήμμα για τον Ιγνάτιο και τις επιστολές του υπάρχει στο έργο των W. C. Piercy και H. Wace, A Dictionary of Christian Biography and Literature to the End of the Sixth Century A.D. With an Account of the Principal Sects and Heresies, s. v. Ignatius (1), John Murray, Λονδίνο 1911. Πιο συνοπτικό αλλά και ενημερωμένο, όσον αφορά τη σχετική βιβλιογραφία, το λήμμα του F. L. Cross, The Oxford Dictionary of the Christian Church, s.v. Ignatius, St., E. A. Livingstone (επιμ.), Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1997.
[2] Η παράδοση που τον θέλει να είναι ένα από τα παιδιά που πήρε στην αγκαλιά του ο Ιησούς είναι πολύ μεταγενέστερη και, προφανώς, αναξιόπιστη.
[3] Έχουν διασωθεί εννιά διαφορετικές εκδοχές του θανάτου του Ιγνάτιου (τρεις στη λατινική, τέσσερις στην αρχαία ελληνική, μία στη συριακή και μία στην αρμενική). Εν τούτοις, μόνο δύο (γνωστές ως Martyrium Antiochenum και Martyrium Romanum) είναι απολύτως ανεξάρτητες, και σε αυτές βασίζονται οι υπόλοιπες. Και οι δύο, καθώς φαίνεται, συντάχθηκαν κατά τον 4ο αι. Για το κείμενό τους, βλ. F. X. Funk & F. Diekamp (επιμ.), Patres apostolici, τ. 2, Laupp, Τυβίγγη 1913, σ. 324–38, σ. 340–62.
[4] Κατά το έτος εκείνο, η Αντιόχεια πλήγηκε από έναν τρομακτικό σεισμό. Είναι πιθανό η σύλληψή του να σχετίζεται με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη της εποχής πως η ἀθεότης των χριστιανών ευθυνόταν για διάφορες φυσικές καταστροφές.
[5] Εξαίρεση αποτελούν ορισμένοι χριστιανοί Ρωμαίοι πολίτες που αποστάλθηκαν από τη Βιθυνία, την ίδια περίπου εποχή, στη Ρώμη, για να δικαστούν και, πιθανότατα, να εκτελεστούν. Ωστόσο, όπως, σαφώς, υποδηλώνεται από την επιστολή του Πλίνιου, η διαδικασία αυτή δεν ήταν παγιωμένη. Ούτε μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε πως ο Ιγνάτιος ήταν Ρωμαίος πολίτης. Άλλωστε, ο Ιγνάτιος δεν πήγαινε στη Ρώμη για να δικαστεί, αλλά για να εκτελεστεί. Η δίκη του είχε, ήδη, διεξαχθεί στην Αντιόχεια. Πρβλ. Πλιν., epistula X 96.
[6] Έχουν διασωθεί επτά γνήσιες επιστολές του Ιγνάτιου, τις οποίες συνέταξε στα ελληνικά στη Σμύρνη –συγκεκριμένα, προς τις εκκλησίες της Εφέσου, της Μαγνησίας, των Τράλλεων και της Ρώμης– και στην Τρωάδα – όπου συνέγραψε επιστολές προς τις εκκλησίες της Φιλαδέλφειας και της Σμύρνης, καθώς και προς τον επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο. Για το κείμενο των γνήσιων επιστολών του Ιγνάτιου (την επονομαζόμενη recensio media), βλ. P. T. Camelot, Ignace d’Antioche. Polycarpe de Smyrne. Lettres. Martyre de Polycarpe, Sources Chrétiennes, τ. 10, Cerf, Παρίσι 1969.
[7] Με αυτή τη δεύτερη σημασία, συναντάμε τον όρο στην περίφημη επιγραφή της Torre Nova, στην ενεπίγραφη βάση του αγάλματος ιέρειας διονυσιακού θιάσου. Η επιγραφή χρονολογείται στα μέσα του 2ου αι. μ. Χ. –είναι, δηλαδή, σχεδόν σύγχρονη με τον Ιγνάτιο– και μνημονεύει την ανάθεση του αγάλματος προς τιμήν της ιέρειας από τα μέλη του θιάσου, τους «υπογεγραμμένους μύστας», που καταλογογραφούνται σύμφωνα με την ιεραρχική τους θέση. Στον κατάλογο μνημονεύονται δύο «θεοφόροι», άτομα που, προφανώς, είχαν την ευθύνη να λιτανεύουν το λατρευτικό άγαλμα: A. Vogliano, «La Grande Iscrizione Bacchica del Metropolitan Museum», American Journal of Archaeology, 37 (1933), σ. 215–31.
[8] Πρὸς Ἐφεσ., 1, 2: […] ἵνα διὰ τοῦ ἐπιτυχεῖν δυνηθῶ μαθητὴς εἶναι.
[9] Ό.π., 12, 1–2.
[10] Ό.π., 3: Εἰ γὰρ καὶ δέδεμαι ἐν τῷ ὀνόματι, οὔπω ἀπήρτισμαι ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ. Νῦν γὰρ ἀρχὴν ἔχω τοῦ μαθητεύεσθαι καὶ προσλαλῶ ὑμῖν ὡς συνδιδασκαλίταις μου. Ἐμὲ γὰρ ἔδει ὑφ᾽ ὑμῶν ὑπαλειφθῆναι πίστει, νουθεσίᾳ, ὑπομονῇ, μακροθυμίᾳ.
[11] 7, 2.
[12] Για τις παγανιστικές μυστηριακές τελετές ως ιδιαίτερη δυνατότητα στο πλαίσιο των πολυθεϊστικών μορφών λατρείας, βλ. W. Burkert, Griechische Religion der archaischen und klassischen Epoche, W. Kohlhammer, Στουτγάρδη 1977 [Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή, μτφρ. Ν. Π. Μπεζαντάκος & Α. Αβαγιανού, Ν. Π. Μπεζαντάκος (επιμ.), Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993], σ. 562–65.
[13] 5, 1: Ἀπὸ Συρίας μέχρι Ῥώμης θηριομαχῶ, διὰ γῆς καὶ θαλάσσης, νυκτὸς καὶ ἡμέρας, δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ὅ ἐστιν στρατιωτικὸν τάγμα· οἳ καὶ εὐεργετούμενοι χείρους γίνονται.
[14] Τραλ., 4.
[15] Ό.π., 13, 3.
[16] Μολονότι από τα μέσα του δεύτερου αιώνα πληθαίνουν οι μαρτυρίες για βασανιστήρια χριστιανών λίγο πριν από την εκτέλεσή τους –προκειμένου να απαρνηθούν την πίστη τους έστω και την τελευταία στιγμή (όπως στην περίπτωση του Πολυκάρπου και των εκτελεσθέντων στη Βιέννα και το Λούγδουνο)–, η επιστολή του Πλίνιου υποδηλώνει πως αυτή η πρακτική δεν αποτελούσε πάγια τακτική στις αρχές του αιώνα, οπότε και έλαβε χώρα το μαρτύριο του Ιγνάτιου. Παρόλ’ αυτά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να είχαν, ήδη, εφαρμοστεί τέτοιες πρακτικές, τις οποίες ο Ιγνάτιος θα επιθυμούσε να υπομείνει καρτερικά, δίχως να απαρνηθεί την πίστη του.
[17] Ῥωμ., 4–8. Τα λόγια του Ιγνάτιου μας θυμίζουν έντονα τον κατεξοχήν διάσημο ταξιδευτή της αρχαιότητας, τον Οδυσσέα, ο οποίος, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ζήτησε από τους συνταξιδιώτες του να τον δέσουν και να μην τον λύσουν, όσο και αν φώναζε γοητευμένος από το τραγούδι των σειρήνων.
[18] 7, 1–2.
[19] Τραλ., 5, 2: Καὶ γὰρ ἐγώ, οὐ καθότι δέδεμαι καὶ δύναμαι νοεῖν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰς τοποθεσίας τὰς ἀγγελικὰς καὶ τὰς συστάσεις τὰς ἀρχοντικάς, «ὁρατά τε καὶ ἀόρατα», παρὰ τοῦτο ἤδη καὶ μαθητής εἰμι.
[20] Τραλ., 12, 2: Παρακαλεῖ ὑμᾶς τὰ δεσμά μου, ἃ ἕνεκεν Ἰησοῦ Χριστοῦ περιφέρω αἰτούμενος θεοῦ ἐπιτυχεῖν· […].
[21] Σμυρν., 5, 2.