Μια συγκλονιστική ιστορία για την εισβολή των Γερμανών στις 6 Απριλίου 1941
Εδώ και κάποια χρόνια έχουμε έρθει σε επαφή με δεκάδες ηλικιωμένους ανθρώπους που ζούν στον Δήμος μας. Όπως ελάχιστή θα ξέρετε προσπαθούμε όσο το δυνατόν να δένουμε ένα χέρι βοηθείας σε αυτούς που το έχουν ανάγκη. Είτε με μερικά τρόφιμα (τα ελάχιστα κέρδη από τη google στον ιστότοπό μας) είτε με κάποια θελήματα (έτσι προέκυψε και η ιστορία "με τον Αλέκο").
Φυσικά και το κέρδος για μας είναι τεράστιο. Δεν είναι οικονομικό ή κάποιο άλλο "αγαθό", αλλά γνώση, γνώση για την ιστορία μας και τον τόπο μας. Στην προσπάθεια αυτήν καταλάβαμε πως αυτή η επαφή με ανθρώπους που είναι η γέφυρά μας με το παρελθόν, μας δίνει πολλά. Πάρα πολλά.
Έτσι, επιδιώξαμε να ερχόμαστε σε επαφή με διάφορους ανθρώπους που κουβαλάνε πάνω τους την ιστορία του τόπου μας.
Σε αυτό το πλαίσιο μιλήσαμε με τον 92χρονο σήμερα, Ηλία Χίτζο από το Χορτερό ο οποίος μας διηγήθηκε μια συγκλονιστική ιστορία για την εισβολή των Γερμανών στις 6 Απριλίου του 1941.
Ήταν πρωί, ακόμη ο ουρανός ήταν σκοτεινός, κάποιοι είδη είχαν ξυπνήσει για να πάνε στα ζώα. Εγώ ήμουν μικρός και κοιμόμουνα, Ξυπνήσαμε απότομα. Ένας τρομερός θόρυβος μας πέταξε από τα κρεβάτια. Τρομάξαμε πολύ...Ο θόρυβος δεν σταματούσε, συνέχισε, λες και ήταν βόμβες που έπεφταν συνέχεια. Αυτό ήταν, βόμβες που έπεφταν συνέχεια, μακριά ήταν αλλά ήταν σαν να ταν δίπλα. Οι μεγάλοι ξέραν και το περιμέναν. Εμείς τα παιδιά, όχι πολλά.
Τρέξαμε να κρυφτούμε, είχαμε ένα λαγούμι κάτω από τα πρόβατα, τα είχαμε σε ένα ψεύτικο μαντρί, έξω από το σπίτι...Κάτω από τα πρόβατα είχαμε το λαγούμι, μια τρύπα. Ήταν απλά μια τρύπα. Έτρεξα και μπήκα μέσα. Η μάνα μου Σουλτάνα, κοίταζε έξω να δει τι γίνεται, οι βόμβες έπεφταν στο Μπέλες, πολλές ήταν , Ο ουρανός προς το Μπέλες ήταν κατακόκκινος, σαν να τον έκαιγες. Δεν τολμούσα να βγω από το λαγούμι, αλλά ήταν πολύ μικρό, δεν είχα τίποτα μέσα, ούτε λίγο νερό. Λίγο πιο πέρα εκεί που είναι ο Μαντζούκας σήμερα είχε άλλο ένα λαγούμι, λίγο πιο μεγάλο, εκει μπήκαν οι άλλοι. Αλλά και εκεί δεν είχαν τίποτα, ούτε φαγιά ούτε νερό ούτε φως, Άκουσα την μάνα μου να φωνάζει αλλά δεν τολμούσα να βγω. Πέρασαν αρκετές ώρες, είχε γίνει απόγευμα. Είχαν σταματήσει οι βόμβες. Άκουσα άτομα να μιλάνε και την μάνα μου να φωνάζει και βγήκα. Είχε έρθει ο Καμπέρης από το Σιδηρόκαστρο και μας μάζευε. Πολύ καλός άνθρωπος. Μαζευτήκαμε όλοι και φύγαμε, όχι μόνο εμείς αλλά κι από αλλού. Μας πήγε στο Σιδηρόκαστρο. Αυτός εκεί είχε καταφύγιο, μεγάλο, είχε και νερό και φαγί και ρεύμα για φως. Χρυσός άνθρωπος με πολύ καλή καρδιά. Μετά άρχισαν οι βόμβες να πέφτουν εδώ, σε μας, ευτυχώς που μας πήρε ο Καμπέρης στο καταφύγιο, Πέσαν πολλές βόμβες. Μετά από λίγες μέρες σταματήσανε.