Βούλγαροι στρατιώτες εισέβαλαν στη Μονή Εικοσιφοίνισσας, 23 Ιουνίου 1917

Στις 23 Ιουνίου 1913, Βούλγαροι στρατιώτες εισέβαλαν στη Μονή Εικοσιφοίνισσας, υποχρεώνοντας όλους κάποιους μοναχούς να εγκαταλείψουν το μοναστήρι και να μεταβούν στη Δράμα, ενώ άλλους τους κράτησαν όμηρους. Ορισμένοι από τους μοναχούς δεν άντεξαν τις συνθήκες και πέθαναν στη φυλακή. Όσοι μοναχοί επιβίωσαν στην ομηρία, επέστρεψαν στις 10 Οκτωβρίου 1918, μετά την ήττα των Βουλγάρων και Γερμανών.
Μονή Εικοσιφοίνισσας, πριν τον Β' ΠΠ

Η σύληση των κειμηλίων από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό
Κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας οι δολοφονίες και οι βιαιότητες που διέπραττε ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός ήταν πολλές. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η δολοφονία, του γέροντος μοναχού Μακαρίου, προηγουμένου της Μονής, που σφαγιάσθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1916.

Τη Μεγάλη Δευτέρα 27 Μαρτίου 1917, στρατιώτες του βουλγαρικού κατοχικού στρατού με επικεφαλής τον Βούλγαρο κομιτατζή Πανίτσα, εισήλθαν στη Μονή και αφού βιαιοπράγησαν κατά των μοναχών, άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου κατακρατούνται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Στο σκευοφυλάκιο της Μονής ήταν αποθησαυρισμένα πολλά και σημαντικά κειμήλια, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η βιβλιοθήκη της, η οποία το 1917 αριθμούσε 1.300 τόμους βιβλίων, από τα οποία τα 400 ήταν χειρόγραφες μεμβράνες.

Τον Ιούνιο του ιδίου έτους (1917), Βούλγαροι στρατιώτες οδήγησαν τους μοναχούς σε ομηρία. Ορισμένοι από τους μοναχούς δεν άντεξαν τις συνθήκες και πέθαναν στη φυλακή. Όσοι μοναχοί επιβίωσαν στην ομηρία, επέστρεψαν στις 10 Οκτωβρίου 1918, μετά την ήττα των Βουλγάρων και Γερμανών.

Η ελληνική πολιτεία αντέδρασε αμέσως στη σύληση και αρπαγή των κειμηλίων. Έτσι στις 31 Μαρτίου 1917, τέσσερις ημέρες μετά τη ληστρική επιδρομή, ο τότε Νομάρχης Δράμας Ν. Μπακόπουλος υπέβαλε διαμαρτυρία προς τις κατοχικές βουλγαρικές αρχές χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1918, μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή, το θέμα επιστροφής των κειμηλίων συζητήθηκε στην Ελληνική Βουλή. Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση απαίτησε την εφαρμογή της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919), σύμφωνα με την οποία έπρεπε να επιστραφούν όλα τα πολιτιστικά αγαθά που είχαν κλαπεί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Το 1923 ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και ο διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών Γεώργιος Σωτηρίου μετέβη στη Σόφια για να ζητήσει την επιστροφή των κλαπέντων αντικειμένων (907 ιερά λατρευτικά αντικείμενα, 430 χειρόγραφους κώδικες, 467 αρχέτυπα, κ.ά.), αλλά επεστράφησαν μόνον 7.

Όπως αποκαλύφθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, τα περισσότερα από τα κειμήλια κατακρατούνται παράνομα σήμερα στη Σόφια, στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας, ενώ κάποια άλλα πουλήθηκαν ή έφτασαν με άλλους τρόπους, μέσω Βουλγαρίας, σε βιβλιοθήκες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και των ΗΠΑ.

Σημειωτέον πως οι Βούλγαροι απέσπασαν παράνομα όχι μόνο τα κειμήλια της Μονής Εικοσιφοινίσσης, αλλά και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών και τις Μονές Παναγίας Καλαμούς και Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος