Άγιοι Ευστόχιος ο Πρεσβύτερος, Γάϊος ο ανεψιός του, και τα παιδιά αυτού Λολλία, Πρόβη και Ουρβανός, 23 Ιουνίου
Eις τον Eυστόχιον.
Ένθους υπάρχων Eυστόχιε προς ξίφος,
Oίμαι στοχάζη ποίον έσται σοι στέφος.
Eις τον Γάιον.
Θείοις Γάιος θυρεοίς πεφραγμένος,
Ψυχήν άτμητος τω ξίφει τμηθείς μένει.
Eις την Λολλίαν.
Xριστώ προσήλθες Λολλία διά ξίφους,
Φύκει βαφείσα νυμφικώς σων αιμάτων.
Eις την Πρόβην.
Eξ αυχένος χέουσα κρουνούς αιμάτων,
Xαίρουσά μοι πρόβαινε προς Θεόν Πρόβη.
Eις τον Oυρβανόν.
Tμηθείς τράχηλον Mάρτυς Oυρβανέ ξίφει,
Aφυπτιάζεις ως σπαραχθέν αρνίον.
Οι Άγιοι Ευστόχιος ο Πρεσβύτερος, Γάϊος (ή Γαϊανός) ο ανεψιός του, και τα παιδιά αυτού Λολλία (ή Λουλώ), Πρόβη και Ουρβανός (ή Ουρβάσιος) κατάγονταν από την πόλη των Οϋσάδων και υπήρξαν στα χρόνια των βασιλέων Μαξιμιανού και Αγρίππα κατά το έτος 300 μ.Χ. Ο Ευστόχιος στην αρχή ήταν ιερέας ειδώλων, αλλά όταν είδε το ανδρείο φρόνημα των χριστιανών μπροστά στα μαρτύρια, προσήλθε στον επίσκοπο Αντιοχείας Ευδόξιο, βαπτίστηκε χριστιανός και χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Κατόπιν πήγε στα Λύστρα της Λυκαονίας, όπου βρήκε τους συγγενείς του Γάϊο με τα τρία του παιδιά Λολλία, Πρόβη και Ουρβανό, και τους βάπτισε χριστιανούς. Όταν συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες, ομολόγησε ότι είναι χριστιανός μπροστά στον ηγεμόνα και αφού τον κρέμασαν επάνω σ' ένα ξύλο, ξέσχισαν τις σάρκες του. Κατόπιν οδηγήθηκε μαζί με τον Γάιο και τα παιδιά του, στον ηγεμόνα Άγκυρας Αγριππίνο, (κατά άλλους Αγρίππα), όπου όλοι αρνήθηκαν ν' αρνηθούν τον Χριστό. Τότε όλους τους βασάνισαν με φρικτά και βάρβαρα βασανιστήρια και επειδή έμεναν σταθεροί στην πίστη τους, τελικά τους αποκεφάλισαν και έτσι ανέβηκαν στεφανηφόροι στα ουράνια.