Όσιος Διονύσιος κτήτορας της Μονής Τιμίου Προδρόμου Αγίου Όρους, 25 Ιουνίου
Kτίτωρ Mονής συ του μεγίστου Προδρόμου,
Δειχθείς ενοικείς νυν Mοναίς ταις του πόλου.
Ο Όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στο χωριό Κορησσό της Καστοριάς, από γονείς ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία, πήγε στο Άγιο Όρος, κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Ο Διονύσιος, με δάσκαλο τον ίδιο του τον αδελφό, έμαθε να μελετά την Αγία Γραφή και γρήγορα διακρίθηκε για το ταπεινό του φρόνημα και για τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα του.
Μετά λίγα χρόνια, επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του Γ' (1350 - 1390 μ.Χ.) ο Θεοδόσιος έγινε Μητροπολίτης στην Τραπεζούντα. Ο Διονύσιος, όταν το έμαθε χάρηκε πολύ, πρώτα από αδελφική αγάπη και δεύτερο διότι θα μπορούσε τώρα να πραγματοποιήσει πιο εύκολα ένα δικό του σχέδιο.
Η ιερά μονή του Οσίου Διονυσίου στο Άγιο Όρος
Μετά την χειροτονία του σε Πρεσβύτερο, ο Διονύσιος μετέφερε τον τόπο της ασκήσεώς του σ' ένα απότομο βουνό του μικρού Άθωνος ή Αντιάθωνος, το ονομαζόμενο Παλαιός Πρόδρομος και Παναγία. Και λίγο πιο κάτω ήθελε να κτίσει Ναό και ευπρεπή Μονή. Πράγμα που τελικά, με τη χάρη του θεού, κατόρθωσε. Έτσι, το 1375 μ.Χ. ο Αλέξιος Γ, με τη μεσιτεία του αδελφού του Μητροπολίτη Θεοδοσίου, ενέκρινε την ανέγερση της Μονής με το όνομα του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Έδωσε για το έργο αυτό ο αυτοκράτορας στον Διονύσιο, 50 σώμια (400.000 γρόσια) και μετά τρία χρόνια 1.000 Κομνηνάτα. Έτσι ο μοναχός Διονύσιος έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου, γνωστή κατόπιν με αυτό το όνομα που της έδωσε ο κτήτοράς της.
Ο Διονύσιος πέθανε στην Τραπεζούντα, όπου είχε πάει για να ζητήσει και άλλο βοήθημα από τον αυτοκράτορα για την αγιογράφηση του ναού της Μονής.
Βιβλίο αναφερόμενο στην ιερά μονή του Οσίου Διονυσίου Αγίου Όρους
Συναξάρι του οσίου Διονυσίου
Όσιος Διονύσιος ο Μικροαθωνίτης, κτήτορας της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους (1316-1390).
Γεννήθηκε το 1316 στην Κορησό της Καστοριάς. Από μικρός πόθησε το μοναχικό σχήμα και μόλις «εφύη το γένειόν του» αναχώρησε για τον Άθωνα και υποτάχθηκε στον κατά σάρκα αδελφό του, τον άγιο Θεοδόσιο, που ήταν ηγούμενος στη μονή Φιλόθεου.
Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς, συμπλήρωσε τις γραμματικές του γνώσεις και έλαμπε σε όλη την αδελφότητα για τις αρετές του.
Ο πόθος της ησυχίας τον απομακρύνει από τη μονή του και τον φέρνει σε ένα σπήλαιο της νότιας πλευράς του Όρους, που λέγεται Μικρός Άθωνας. Εκεί έζησε ο τρισόλβιος με υπερθαύμαστη άσκηση δίχως να γευθεί τίποτε το μαγειρευμένο επί μία τριετία (1347-1350).
Η φήμη της ισάγγελης βιοτής του έφερε πολλούς φιλάρετους πλησίον του. Σε όλους έγινε υπόδειγμα και παράδειγμα, πηγή ωφελείας. Η διάκριση του βοήθησε και πολλούς κοσμικούς που έρχονταν προς εξομολόγηση.
Αγρυπνώντας, είδε θείο όραμα -«θεία τις δύναμις ως καιομένη λαμπάς αυτώ καθωράτο»- και αποφάσισε την ίδρυση μονής. Για τον λόγο αυτό πήγε να συναντήσει τον αδελφό του Θεοδόσιο, που είχε γίνει μητροπολίτης Τραπεζούντος, και μαζί πήγαν στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ τον Κομνηνό.
Ο αυτοκράτορας τους υποδέχθηκε με τιμές και ευχαρίστως έδωσε χρήματα, εκδίδοντας χρυσόβουλλο για τη νέα μονή (1375), με μόνη απαίτηση τη μνημόνευση του ονόματος του.
Κτίσθηκε το 1380 και αφιερώθηκε στον Τίμιο Πρόδρομο, σήμερα είναι όμως γνωστή με το όνομα του κτήτορός της. Μετά από καταστροφή πειρατών, ο Διονύσιος ξαναπηγαίνει στην Τραπεζούντα για τρίτη φορά για νέες ενισχύσεις.
Εκεί τον βρήκε ο θάνατος, τον όποιο είχε προγνωρίσει. Το λείψανο του τέλεσε πολλά θαύματα.
Στη μονή του οσίου, που αναδείχθηκαν αρκετοί άγιοι, βρίσκεται το αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο και η εικόνα της Θεοτόκου του Ακάθιστου, που έδωσε ο αυτοκράτορας Αλέξιος στον όσιο. Κατά την παράδοση, ενώπιον της λεγόταν ο Ακάθιστος Ύμνος.
Τον βίο του οσίου έγραψε ο ιερομόναχος Μητροφάνης. Ακολουθία του υπάρχει σε κώδικα της μονής του. Νεώτερη συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ναός του υπάρχει στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου, την επόμενη της εορτής της μονής, του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου. Η κοίμηση του όμως έγινε στις 25 Φεβρουαρίου.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φῶς οὐράνιον, ἐν σοῖ σκηνώσαν, λύχνον ἄσβεστον, τοὶς ἐν τῷ Ἄθῳ, Διονύσιε σαφῶς σὲ ἀνέδειξε, σὺ γὰρ Προδρόμου τὸν βίον μιμούμενος, Μονὴν αὐτῶ ἀνεγείρεις περίβλεπτον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας, ὅν περ γάρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης Κήρυξ ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.