Η καταστροφή των Σερρών από τους Βούλγαρους, 28 Ιουνίου 1913

Στις 28 Ιουλίου υπογράφεται η συνθήκη του Βουκουρεστίου που είναι συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ρουμανίας, Ελλάδας, Σερβίας και Μαυροβουνίου από τη μια μεριά και της Βουλγαρίας από την άλλη, ενώ τα σύνορα της Βουλγαρίας καθορίζονται επί της κορυφογραμμής του Μπέλλες και της γραμμής των εκβολών του ποταμού Νέστου, αλλά αυτά ήταν στα χαρτιά γιατί στην πράξη οι Βούλγαροι δεν τήρισαν την συμφωνία παρά μόνο μετα την απώθηση από τον Ελληνικό Στρατό

Την 28η Ιουνίου του 1913, τα Σέρρας ξύπνησαν από τις ομοβροντίες των πυροβολισμών των πολιτοφυλάκων που προσπαθούσαν να αποκρούσουν την είσοδο των Βουλγάρων στην πόλη. Οι Βούλγαροι στρατιώτες και αξιωματικοί εισήλθαν τελικά στην πόλη οπλισμένοι με βόμβες,

Οι πρώτες οβίδες πέσανε στα κτίρια της Αμερικανικής Εταιρείας Καπνών, παρ’ όλο που είχε υψωθεί Αμερικανική σημαία. Τα αποθηκευμένα καπνά έπιασαν φωτιά και η ζημιά υπολογίστηκε σε πάνω από 1.000.000 δολλάρια. Ωστόσο, αν και οι Βούλγαροι κατέστρεψαν και το Ελληνικό Νοσοκομέιο, την Εβραϊκή Συναγωγή, το Μέγαρο της Μητρόπολης και τόσα άλλα καταστήματα και κτίρια παραδόξως δεν πείραξαν το Διοικητήριο, το Τηλεγραφείο και τους Στρατώνες

Γύρω στις 2 μετά τα μεσημέρι ο διευθυντής της τοπικής βουλγαρικής Αστυνομίας Καραγκιόζοφ έδωσε εντολή να πυρποληθεί το κέντρο της πόλης. Η καταστροφή των Σερρών ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Η εικόνα της πόλης, εφιαλτική. Από τα 6.000 σπίτια των Σερρών τα 4.000 κάηκαν, καθώς και 1000 καταστήματα. Άτομα ανήμπορα, γέροι, άρρωστοι, έγκυες, νήπια, κείτονταν απανθρακωμένα μέσα στα ερείπια των σπιτιών τους. Τα θύματα της φωτιάς υπολογίζονται σε 100.

Την ίδια ώρα το Γεν. Στρατηγείο του Ελληνικού στρατού που βρίσκονταν κοντά στη λίμνη της Δοϊράνης πήρε το παρακάτω τηλεγράφημα: «Σέρραι κατελήφθησαν υπό αποσπάσματος προσκόπων. Σήμερον και χθες απέστειλα ενίσχυσιν 100 ανδρών υπό δύο αξιωματικούς. Εσχηματίσθησαν πολιτοφυλακαί εντοπίων. Απέστειλα μικρά τμήματα ανιχνευτών προς Πρόσνικ, Πόρνα, Αγγίστα και τμήμα Μηχανικού καταστροφήν γεφύρας Αγγίστης... Μικρά τμήματα Βουλγαρικού στρατού ενεφανίσθησαν χθες διευθυνόμενα πιθανώς προς Αλιστράτην και πολλοί κομιταζήδες κατερχόμενοι εκ Β.Α. Σερρών Βουλγαρικών χωριών. Καλόν είναι διλοχία ή τάγμα διευθυνθή Σέρρας διά την πόλιν και προσβάσεις αυτής, ίνα πρόσκοποι 200 περίπου μετά εντοπίων χρησιμοποιηθώσιν εις ύπαιθρον καταδίωξιν και ανίχνευσιν. Εκοινοποίησα προκήρυξιν εις Σέρρας ως φρούραρχος... Κ. Μαζαράκης».

Ο ιστορικός Πέτρος Πέννας γράφει: «πολλοί Σερραίοι προκειμένου να γλιτώσουν τη σφαγή ζήτησαν καταφύγιο στο χώρο της πατρικής οικίας των Σιμαντώβ όπου και στεγαζόταν το Ιταλικό προξενείο. Το προξενικό κτίριο περικυκλώθηκε όμως από το Βουλγαρικό στρατό. Ο Μεναχέμ Σιμαντώβ ως Πρόξενος του Ιταλικού κράτους ανεβασμένος σε ένα παράθυρο του προξενείου παρακαλούσε τους στρατιώτες να χαρίσουν στους συμπολίτες του τη ζωή τους και όταν οι παρακλήσεις του για έλεος έπεσαν στο κενό, χρησιμοποίησε την ατομική του περιουσία προκειμένου να σώσει την ζωή τους. Πέταξε στους Βουλγάρους, που ήταν έτοιμοι να πυρπολήσουν το κτίριο, εκατοντάδες χρυσές λίρες ενώ, τα βαρύτιμα χαλιά του αρχοντικού βρεγμένα, απλώθηκαν στην οροφή του κτιρίου προκειμένου να αποσοβήσουν, τον κίνδυνο ανάφλεξης, από τα παραπλεύρως πυρπολούμενα κτίρια»

Η καταστροφή προκάλεσε πανικό και φυγή του πληθυσμού. Πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν σε κοντινά χωριά όπως την Κουμάργιαννη, το Δημητρίτσι και τον Αχινό. Όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν, αντιμετώπισαν τον θάνατο είτε από τη φωτιά είτε από τις επιθέσεις των Βουλγάρων.

Πριν την αναχώρησή τους, οι Βούλγαροι άρχισαν να εκτελούν τους Έλληνες κρατουμένους που είχαν δράσει στον Μακεδονικό αγώνα. Ανάμεσα στους κρατούμενους ήταν ο 19χρονος Αναστάσιος Φιτσιώρης, γιος του αγωνιστή Νικολάου Φιτσιώρη. Έντεκα Σερραίοι εκτελέστηκαν τραγικά.

Ο Αναστάσιος Φιτσιώρης χρησιμοποίησε ένα έξυπνο τέχνασμα, φωνάζοντας «Ευζών! Ευζών!» και τρομοκρατώντας τη φρουρά της φυλακής. Αυτό επέτρεψε σε αυτόν και σε επτά συντρόφους του να αποδράσουν, σκαρφαλώνοντας στους τοίχους της φυλακής και διασκορπιζόμενοι στις στέγες των γύρω σπιτιών. Ο Αναστάσιος μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του Γιώργο συνέχισε να πολεμά τους Βούλγαρους στην περιοχή των Καμενικίων. Δυστυχώς, μια σφαίρα τον τραυμάτισε στο πόδι και άλλη μια τον αποτελείωσε. Ο Γιώργος Φιτσιώρης τραυματίστηκε επίσης στο κεφάλι, αλλά επιβίωσε. Στη μάχη συμμετείχε και ο Δ. Στάλιος με τα τέσσερα παιδιά του, επιδεικνύοντας την οικογενειακή αφοσίωση στον αγώνα.

Φεύγοντας, οι Βούλγαροι απήγαγαν πολλούς από τους πρόκριτους της πόλης, συμπεριλαμβανομένων δασκάλων, τραπεζιτών, ιατρών και άλλων, μεταξύ των οποίων: τον γυμνασιάρχη Παπαπαύλο, τον διευθυντή της Τραπέζης Ανατολής Κ. Σταμούλη, τον ιατρό Χρυσάφη, τον φαρμακοποιό Νέστορα Φωκά, τον αρτοποιό Γεώργιο Βλάχο, τον κουρέα Στέργιο Γεωργίου κ.α.,. Τα πτώματα των απαχθέντων βρέθηκαν αργότερα στο δρόμο προς τη Βουλγαρία.

Ιδού πώς περιγράφει ο Αυστριακός Πρόξενος την αποχώρηση των Βουλγάρων, σε τηλεγράφημα που έστειλε στον Πρόξενο της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη:
«Ένα Βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα Ιππικού και Πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου). Αφού έπεσαν βόμβες σε διάφορα σημεία το Πεζικό μπήκε στην πόλη. Έσφαξαν πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς. Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαΐάς είναι πολυάριθμα. 2.000 περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην αποστολή βοήθειας.
Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι Στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου και μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου. Τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς. Είμαι με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.».

Τηλεγράφημα που στάλθηκε προς τον πρόεδρο της Βουλής στις 1/7/1913, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Πριν βάλουν φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγισαν ούτε ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οι οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου, Διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών και Αυστριακού υπηκόου, που κατοικούσε στο σπίτι του επίσης Αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ, αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του αγγλικού καπνεμπορικού καταστήματος “Κομέρσιαλ”, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε Aυστριακό, οι καπναποθήκες “Αμέρικαν Ταμπάκο” και “Έρζοκ”, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, η οικία του Ιταλού Κιαζημμεμίν και του Ισπανού Χασίζ Σαούρτα. Επίσης κάηκε η Τράπεζα Αθηνών και Ανατολής και το σπίτι του Γερμανού υπηκόου Κ. Μαρούλη.»

Ο Ιταλός δημοσιογράφος Ρομπέρτο Λάργκο στην ανταπόκρισή του, που δημοσιεύτηκε στις 18 Ιουλίου 1913 στη μεγάλη ιταλική εφημερίδα Κοριέρε ντέλα Σέρα γράφει:

Οι στρατιώται και αξιωματικοί επεδόθησαν εις πράξεις ανηκούστου βαρβαρότητας. Εισήρχοντο βιαίως εις τας οικίας και διέτρεχον απειλητικοί τας οδούς. Τους μεν εβασάνιζαν, τους δε γέροντας και ασθενείς έδερον και μετέδιδον το πυρ εις όλα τα καταστήματα και εις τα μέγαρα. Επετέθησαν και κατά του ελληνικού νοσοκομείου και έρριξαν εκτός αυτού τους ασθενείς εις τινα κήπον. Έπειτα επυρπόλησαν το φιλανθρωπικόν τούτο καθίδρυμα. Οι βούλγαροι διέτρεχον τας οδούς φέροντες μεθ’ εαυτών δοχεία βενζίνης και πετρελαίου, βρέχοντες δε τας οδούς και ραντίζοντες τας οικίας έθετον ακολούθως πύρ. Αυτός ο αρχηγός της Χωροφυλακής εθεάθη περιφερόμενος ανά την πόλιν και μεταδίδων το πυρ. Αι Σέρραι ήταν πλουσία πόλις, έχουσα 30.000 κατοίκους. Τώρα είναι σωρός ερειπίων.

Από τις κατεστραμμένες Σέρρες, ο κύπριος δημοσιογράφος Χρήστος Παντελίδης θα γράψει στην εφημερίδα της Λεμεσού Σάλπιγγα, τον Αύγουστο του 1913:

Θα ανεγνώσατε πολλάς περιγραφάς των καταστροφών εις αθηναϊκάς εφημερίδας. Σας βεβαιώ, ότι δεν αποδίδουν ουδέ κατά προσέγγισιν το μέγεθος της συμφοράς. Είναι όλοι κατώτεραι της πραγματικότητας. Δεν θα αναλάβω να σας το περιγράψω εγώ διότι ωρισμένως θα υστερήσω πολύ περισσότερον. Φαντασθήτε μόνον μίαν πλουσίαν πόλιν με μεγαλοπρεπείς οικοδομάς, με πλούσια καταστήματα μεταβαλλόμενην αίφνης εις έναν άμορφον σωρόν ερειπίων. Εκ των 24 εκκλησιών μόνον 3 διασώθηκαν. Όλη η ελληνική συνοικία είναι κατεστραμμένη. Μόνο μέρος της τουρκικής σώζεται, όπου κατέφυγαν και οι λοιποί.

Αυτό το φρικτό θέαμα αντίκρισαν οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες της 7ης Μεραρχίας, όταν γύρω στις 6 μ.μ. της 28ης Ιουνίου έφθασαν στις παρυφές της πόλης και κατόπιν μπήκαν στην κατεστραμμένη πόλη. Το πυροβολικό από τον Λευκώνα άρχισε να κανονιοβολεί τις θέσεις των Βουλγάρων στα υψώματα της Καμενίκιας και τους εξανάγκασε να εγκαταλείψουν τις Σέρρες.

Το ίδιο βράδυ, ο διοικητής της 7ης Μεραρχίας συνταγματάρχης Ναπολέων Σωτήλης έστειλε στο στρατηγείο το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Πόλις Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει Τουρκικής και Εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πληθύς γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απανθρακωμένα εντός οικιών. Πόλις στερείται άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληφθώσι μέτρα συντόνως προς το διατροφήν πληθυσμού. Άστεγοι υπερβαίνουσι 20.000». Ωστόσο γρήγορα διαπιστώθηκε ότι είχαν πυρποληθεί και η τουρκική και η εβραϊκή.

Στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της 29/6/1913 διαβάζουμε την είδηση:
«Σώμα προσκόπων υπό τον Ταγματάρχην κ. Μαζαράκην κατέλαβε τας Σέρρας κηρύξαν τον στρατιωτικόν νόμον. Ο Βουλγαρικός Στρατός αποχωρήσας εκ Σερρών εν πανικώ εγκατέλιπε τα πάντα μη προφθάσας να φονεύση άπαντας τους προκρίτους. Εκ των 70 προκηρυχθέντων ο Διευθυντής της Τραπέζης Ανατολής Σταμούλης, ο ιατρός Χρυσάφης και 20 άλλοι εσφάγησαν κατόπιν φρικωδών βασανιστηρίων. Ο Επίσκοπος Πολυανής και 30 πρόκριτοι Δοϊράνης, ους είχε παραλάβει ο Βουλγαρικός Στρατός ως ομήρους, δεν έφθασαν εις Σέρρας. Φαίνεται ότι εξηφανίσθησαν καθ΄ οδόν.»

Για τις Βουλγαρικές θηριωδείες ο Βασιλιάς τηλεγράφησε στην κυβέρνηση:
«Διαμαρτυρηθήτε κατ΄ εντολήν Μου εις τους αντιπροσώπους των πολιτισμένων Δυνάμεων εναντίον των ανθρωπομόρφων τούτων τεράτων, καθώς και εις τον πεπολιτισμένον κόσμον ολόκληρον και δηλώσατε ότι θα αναγκασθώ μετά λύπης Μου να προβώ εις αντίποινα, όπως εμπνεύσω φόβον και σκέψιν τινά προ της τελέσεως τοιούτων εγκλημάτων. Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλας τας φρικαλεοτήτας των βαρβαρικών επιδρομών του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να συγκαταλέγωνται μεταξύ των πεπολιτισμένων λαών.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.»

20 μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» δημοσίευσε στο φύλλο της 19ης Ιουλίου μια σειρά ανταπoκρίσεων απεσταλμένου της από τις Σέρρες, που τις χαρακτηρίζει νεκρόπολη!
«Δεν είναι υπερβολή. Οι Σέρρες δεν υπάρχουν πια. Εκεί που πριν λίγο ακόμη στεκόταν υπερήφανη η πιο ωραία, πατριωτική και αρχοντική πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, απλώνονται ερείπια και κυριαρχεί η σκιά δυστυχίας και θανάτου. Και κάτω από την σκιά αυτή, δίπλα στα ερείπια, 15 χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου και τάξης γελούν και κλαίνε, έχοντας στερηθεί τα πάντα. Γελούν για την απελευθέρωσή τους από τον Βουλγαρικό ζυγό και την εθνική τους αποκατάσταση. Κλαίνε για την ατομικήν τους καταστροφή. 15 περίπου ημέρες έρασαν από την αποφράδα και ευτυχή ημέρα κατά την οποία από τη μία άκρη έβγαιναν οι Βουλγαρικές ορδές αφήνοντας πίσω φλόγες και από την άλλη έμπαινε ο Ελληνικός Στρατός. Και όμως, στα πρόσωπα των Σερραίων διακρίνω ακόμη τις γραμμές του τρόμου και της ημιπαραφροσύνης μαζί με τις γραμμές της χαράς και της ανακούφισης. Οι δυστυχείς έζησαν ώρες μακρές, από εκείνες που συγκλονίζουν βαθιά την ψυχή και αφήνουν βαθύτατα ίχνη.»


Ακολουθήστε μας στο Google News

Google News <-----Google News

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο, 1 Απριλίου 334 π.Χ.

Νέα

Φωτογραφία της ημέρας

Φωτογραφίες

Βίντεο

Πρόσωπα

Καταστήματα

Συνταγές

Χθεσημεραυριο

Μουσικές Επιλογές: Bουτιά στο παρελθόν

Ιστορίες

Τσιμεριτας

Ο χαζός του χωριού

Κλινικός Ψυχρολόγος