Εκδίωξη του Μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτας από τους βουλγάρους, 4 Ιουνίου 1941
Μετά την κατάρρευση της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941 και την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων, η χώρα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής: γερμανική, ιταλική και βουλγαρική. Η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη παραχωρήθηκαν στη Βουλγαρία, η οποία επιδίωξε την πλήρη ενσωμάτωση της περιοχής στη βουλγαρική επικράτεια.
Οι βουλγαρικές αρχές επέβαλαν μια πολιτική εκβουλγαρισμού, η οποία περιλάμβανε:
Εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού: Πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κατάσχεση περιουσιών: Ελληνικές περιουσίες κατασχέθηκαν και δόθηκαν σε Βούλγαρους εποίκους.
Επιβολή βουλγαρικής γλώσσας και κουλτούρας: Η ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε στα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες, και οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν τη βουλγαρική κουλτούρα.
Στο πλαίσιο αυτό στις 4 Ιουνίου 1941, ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος διατάχθηκε από τον διοικητή της Βουλγαρικής Ασφάλειας Σερρών, Βιδένο Τσάρεφ, να εγκαταλείψει την πόλη των Σερρών. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, αρνήθηκε να υπακούσει στη διαταγή αυτή, επιδεικνύοντας θάρρος και αποφασιστικότητα.
Η επιμονή του Μητροπολίτη να παραμείνει στις Σέρρες τον έθεσε σε κίνδυνο, αλλά και τον κατέστησε σύμβολο αντίστασης. Παρά τις πιέσεις, οι Βούλγαροι δεν κατάφεραν να τον απομακρύνουν αμέσως.
Πέραν από τον Μητροπολίτη οι Βούλγαροι επέβαλλαν την οικειοθελή αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού προς την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα με μόνη περιουσία ένα μικρό δέμα ρούχων και 300 λέβα, τους υποχρέωσαν μάλιστα να υπογράψουν και σχετική δήλωση. Κάποιοι Σερραίοι κυρίως πλούσιοι έφυγαν ενώ οι περισσότεροι παρέμειναν στην πόλη. Φυσικά κατα την αποχώριση όποιον σταματούσαν, του αφορούσαν υλικά αγαθά αλλα σε πολλές περιπτώσεις έχουν καταγραφει βιασμοί και θάνατοι.
Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Μεγγρέλης (ή Μιγκρέλης) γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου το 1886. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1907 από τον Μητροπολίτη Μαρωνείας Νικόλαο και Πρεσβύτερος το 1909. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης το 1908, αφού υπέβαλε διατριβή με τίτλο "Ιστορική αξιοπιστία της Αναστάσεως του Κυρίου". Υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελος στις Μητροπόλεις Ηρακλείας, Κυζίκου και Χαλκηδόνος. Στις 16 Μαρτίου 1914 χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Χαλκηδόνος τιτουλάριος Επίσκοπος Λεύκης, Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Χαλκηδόνος. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γρηγόριος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Νεοκαισαρείας Πολύκαρπο και Μυτιλήνης Κύριλλο. Στις 13 Οκτωβρίου 1922 εξελέγη Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως και στις 9 Φεβρουαρίου 1924 εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών. Μετά την κατάληψη των Σερρών από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941 και την παράδοση της πόλης στους Βούλγαρους (5 Μαΐου 1941), παρά τις έντονες πιέσεις, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιο του. Τελικά στις 4 Ιουνίου 1941 απελάθηκε στη Γερμανοκρατούμενη ζώνη. Μετέβη αρχικά στην Αθήνα και από τις 15 Ιουλίου 1942 εγκαταστάθηκε στο δυτικό τμήμα της επαρχίας του που παρέμεινε υπό Γερμανική κατοχή με έδρα τη Νιγρίτα. Επέστρεψε στις Σέρρες στις 2 Απριλίου 1945. Στις 11 Ιανουαρίου 1961 παραιτήθηκε της ενεργού υπηρεσίας. Εκοιμήθη στη Θεσσαλονίκη στις 14 Οκτωβρίου 1963