Όσιος Παΐσιος (Παναγής Μπασιάς), 7 Ιουνίου
Ο Όσιος Παΐσιος- Παναγής Μπασιάς (1801-1888) είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Παναγής Μπασιάς, όνομα με ο οποίο είναι επίσης γνωστός και ήταν γόνος της οικογένειας Τυπάλδου Μπασιά. Γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1801 από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ και τη Ρεγγίνας το γένος Δελλαπόρτα. Έλαβε σημαντική μόρφωση ελληνική και θεολογική, και μιλούσε τη Γαλλική, την Ιταλική και γνώριζε και την Λατινική. Έγινε δημόσιος διδάσκαλος αλλά παραιτήθηκε όταν οι Άγγλοι πίεζαν τους Κεφαλλονίτες και δίδασκε κατ' οίκον
Το 1827 αποφασίζει να εγκαταλείψει τον κοσμικό βίο και να μεταβεί στη βραχονησίδα Δίας που βρίσκεται νότια της Κεφαλονιάς όπου επάνω της υπάρχει Ιερά Μονή για να μονάσει, μάλλον για να ησυχάσει από τα κοσμικά αλλά και από τη διωκτική μανία των Άγγλων κατακτητών του νησιού.
Το 1828 επιστρέφει στη γενέτειρα του όπου θα διδάξει σε ιδιωτικά σχολεία και επειδή εκείνη την εποχή αγγλικανικές ορθολογιστικές ροπές θέλουν να επηρεάσουν τους Κεφαλλήνες και να αναδείξουν το πνεύμα της Δύσης ο παπά Μπασιάς στάθηκε διαφωτιστής δάσκαλος και οι δεσμοί του με άλλες θεολογικές προσωπικότητες κράτησαν με τη στάση και τη διδασκαλία τους την Ορθοδοξία.
Η χειροτονία του Οσίου Παναγή Μπασιά και το χάρισμα.
Το 1836 χειροτονήθηκε από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας Παρθένιο Μακρή, διάκονος και πρεσβύτερος. Από τότε η ζωή του όλη αφιερώθηκε στη διακονία τη λατρεία και στην υπηρεσία των Χριστιανών. Κήρυξε τον λόγο του Θεού. Ως λειτουργός, ασκητικός, εξομολόγος διακριτικός, προσείλκυσε την αγάπη των χριστιανών. Έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της προφητείας και συμβούλευε κατάλληλα. Είχε και προορατικό χάρισμα. Πούλησε τα υπάρχοντα του και τα μοίρασε στους φτωχούς. Ο ίδιος φιλοξενούνταν στην οικία συγγενικού του προσώπου του Ιωάννου Νικ. Γερουλάνου. Διετέλεσε εφημέριος της Ιεράς Μονής Αγίου Σπυρίδωνος Πλατύ Γιαλού Ληξουρίου μέχρι και τον θάνατό του. Πιεζόμενος από ασθένειες κατά καιρούς υπέμεινε αυτές με υπομονή όπως ο Απόστολος Παύλος.
Η κοίμηση του Αγίου Παπα - Μπασιά
Εκοιμήθη την 7ην Ιουνίου 1888 στο Ληξούρι σε ηλικία 88 ετών και πλήθος κόσμου πήγαινε να προσκυνήσει για τελευταία φορά το σώμα του Ετάφη στον χώρο του Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου από όπου και έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του υπήρξε μεγάλο γεγονός , των οποίων η ευωδία επιβεβαίωσε την αγιότητά του.
Η κάρα του (Οσίου) Αγίου Παπα - Μπασιά
Η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Ιουνίου , ημέρα της οσιακής κοίμησής του. Τα χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάσσονται στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου και έγινε στις 6 Ιουνίου 1976 μ.Χ. και η Αγιοκατάταξή του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχική και Συνοδική Απόφάση την 4η Φεβρουαρίου 1986.
Βιογραφία
Ο Όσιος Παναγής ο Μπασιάς γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας, το 1801 μ.Χ., και ήταν γιός ευσεβών και επιφανών γονέων, του Μιχαήλ Τυπάλδου – Μπασιά και της Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Έμαθε Ιταλικά, Γαλλικά, Λατινικά και καταρτίσθηκε στη φιλοσοφία και τη θεολογία. Μικρός ακόμα χειροθετείται αναγνώστης και στην αρχή της σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος και εξασκεί το λειτούργημα του διδασκάλου, αλλά εμπνεόμενος από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα του Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής, οι οποίοι υπεράσπιζαν ότι οι Άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) προστάτες, ουσιαστικά τύραννοι, επιβουλεύονται το ορθόδοξο φρόνημα των κατοίκων, αφήνει το δημόσιο σχολείο και παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον συνεχίζοντας την αποστολή του.
Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έχοντας έμφυτη κλίση και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του πολιούχου μεγάλου ασκητού Αγίου Γερασίμου και του γείτονός του, επίσης μεγάλου ασκητού Αγίου Ανθίμου, εγκαταλείπει τα πάντα και φθάνει στο «Ξηροσκόπελο», μικρό νησάκι στην κάτω Λειβαθώ Βλαχερνών και τόπο εξορίας κληρικών από του Άγγλους. Εξόριστος τις ημέρες εκείνες ήταν και ο περίφημος Ζακύνθιος κληρικός Νικόλαος Καντούνης. Δεν έμεινε όμως πολύ διάστημα καμφθείς από τις ικεσίες της χήρας μητέρας του και της απροστάτευτης αδελφής του. Επιστρέφει λοιπόν μοναχός στον κόσμο, αλλά ολόκληρη η ζωή του αποδεικνύεται συνεχής ασκητικός αγώνας και συνεπής επαγρύπνηση των μοναχικών ιδεών και αποφάσεών του.
Το 1836 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος, με το όνομα Παΐσιος, υπό του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρή. Δεν επεζήτησε εφημαριακή θέση. Συνήθως λειτουργούσε στο εξωκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πλατύ Γιαλό, όπου συνέρρεε πλήθος πιστών, για να λειτουργηθεί και να ακούσει τα θερμά κηρύγματά του. Υπήρξε η προσωποποίηση της ελεημοσύνης και θερμός συμπαραστάτης των αδυνάτων. Έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της προφητείας και «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», όπως γράφεται στην εισήγηση της Αγιοκατάταξης του.
Στις 21 Μαΐου 1864 μ.Χ., γεύεται τη χαρά της Ενώσεως της Επτανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα, για την οποία εργάσθηκε με τον δικό του αντιστασιακό τρόπο πλησίον των ηρώων ριζοσπαστών, διατηρώντας και καλλιεργώντας την Ορθόδοξη Παράδοση, σε τόσο δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές περιόδους.
Το 1867 μ.Χ., με τους φοβερούς σεισμούς της Παλλικῆς, γκρεμίζεται η οικία του και από τότε φιλοξενείται στην οικία του ξαδέλφου του Ιωάννου Γερουλάνου, πατέρα του σπουδαίου χειρουργού Μαρίνου Γερουλάνου.
Λόγω της διαδοθείσης φήμης από τα πολλά θαύματα, αποφεύγοντας το φοβερό ύφαλο της πνευματικής ζωής, τον επάρατο εγωισμό, καταφεύγει στη γνωστή μέθοδο μεγάλων Ασκητών να προσποιείται τον τρελό, και έτσι συγκαταριθμείται στη χορεία των Δια Χριστόν σαλών Αγίων.
Για πέντε έτη ταλαιπωρείται κλινήρης. Και ασθενής συνεχίζει να ευλογεί, να ειρηνεύει, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους Χριστιανούς, οι οποίοι νυχθημερόν τον επισκέπτονται. Εκεί δέχεται την επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου Γερμανού Καλλιγά, στον οποίο προλέγει την ανάρρησή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών.
Ο Όσιος Παναγής κοιμήθηκε το 1888 μ.Χ., και στην πάνδημη μετά τριήμερο κηδεία του εξεφώνησε περίφημο επικήδειο ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς.
Η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου έγινε στις 6 Ιουνίου 1976 μ.Χ. και η Αγιοκατάταξη του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια Πατριαρχικής και Συνοδικής Αποφάσεως την 4η Φεβρουαρίου 1986 μ.Χ.
Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται εντός αργυρής θήκης στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, όπου και ο τάφος του.
Θαύμα του Οσίου Παναγή Μπασιά - Αφήγηση Γεράσιμος Δρακόπουλος
«…Ο αείμνηστος πατήρ μου, τότε, διηγήθη ένα καταπληκτικό θαύμα του Παπά- Μπασιά, το οποίον έζησε επί των ημερών του Παπά-Μπασιά ο πατήρ του πατρός μου - παππούς μου - Βασίλειος Δρακόπουλος, πρωτοψάλτης και συνθέτης πολλών εκκλησιαστικών ασμάτων.
Το θαύμα έχει ως εξής:
Εις το Αργοστόλιον, επί των ημερών του Παπά-Μπασιά, ζούσε μία οικογένεια αρχοντική και πολύ πλούσια, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομα της οικογενείας, ήτις απετελείτο από τέσσερα άτομα, τον σύζυγο, την σύζυγο και δύο άρρενα τέκνα. Οικογένεια λίαν ευσεβής και ενάρετος, ακόμη περισσότερον η κυρία, της οποίας η ζωή ήτο πλήρης αγαθοεργών πράξεων.
Μετά πάροδον ετών απέθανεν ο σύζυγος και έμεινε η χήρα με τα δύο τέκνα της.
Αυτή επεδόθη εις το να διαπαιδαγωγή και νουθετή τα τέκνα της επί το χριστιανικώτερον, συνάμα επεξέτεινε την ανθρωπιστική δράσιν της, βοηθούσα κάθε πτωχόν, επισκεπτομένη ασθενείς κατ’ οίκον και βοηθούσα αυτούς, ασθενείς εις νοσοκομείον και καταδίκους εν φυλακαίς, βοηθούσα και νουθετούσα αυτούς προς την χριστιανική πίστιν.
Όταν τα τέκνα της έφθασαν εις ηλικίαν το μεν πρώτον 21 ετών, ένα βράδυ καθήμενοι μετά το δείπνον εις την τραπεζαρία, το πρώτο τέκνον ησθάνθη ένα ισχυρό πόνον εις την κεφαλήν. Αμέσως έπεσε κάτω αναίσθητο, το έβαλαν εις το κρεβάτι καλέσαντες πάραυτα τον ιατρό.
Ούτος διεπίστωσε σοβαρωτάτην κατάστασιν, προετοιμάσας την κυρία δια το μοιραίον. Η κυρία ακούσασα αυτά που της είπεν ο ιατρός, κατέφυγε εις το εικονοστάσιο της οικίας της και γονυκλινής όλη την νύκτα εδέετο εις την Παναγίαν δια την σωτηρίαν του υιού της. Το πρωί δυστυχώς απεβίωσε το παιδί της.
Αυτή παρ’ όλο το πένθος και την μεγάλη λύπη της, συνέχισε την χριστιανική και ανθρωπιστική δράσι της. Μετά πάροδον όμως ενός έτους, ένα βράδυ ευρισκομένη πάλι μετά του ετέρου υιού της εις την τραπεζαρία, βλέπει απροόπτως το παιδί της να βγάζη μία κραυγή πόνου και να πίπτη κάτω αναίσθητο, όπως και το πρώτο της παιδί. Αμέσως κάλεσε τον ιατρό, όστις διεπίστωσε την ιδία περίπτωσι με το πρώτο της παιδί, αποφανθείς ότι δεν υπάρχει ουδεμία ελπίς διασώσεως αυτού. Αυτή κλαίουσα και εν απελπισία ευρισκομένη, κατέφυγε πάλι εις το εικονοστάσιο της οικίας της, και γονυκλινής όλη την νύκτα μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεό, την Παναγία, και τον Άγιο Γεράσιμο, όπως σώσουν το παιδί της, και λόγω της χριστιανικής της δράσεως, την λυπηθούν και αποδώσουν πλήρως την υγείαν του παιδιού της. Δυστυχώς την επομένη, που ήλθεν ο ιατρός, διεπίστωσε τον θάνατο του υιού της.
Τότε η Κυρία εκμανείσα μετεβλήθη εις θηρίον ανήμερον, παύσασα τελείως την προηγουμένη δράσιν της, υβρίζουσα συνεχώς τον Θεό και τους αγίους, μη δεχομένη κανένα εις την οικίαν της. Έδωσε δύο φωτογραφίας των παιδίων της εις καλόν ζωγράφον, να της φτιάξη τα δύο πορτραίτα εις φυσικόν μέγεθος, τα όποια όταν ο ζωγράφος της παρέδωσεν, αυτή τα επλαισίωσε με πολυτελή πλαίσια, και εκκενώσασα των επίπλων το σαλόνι της, τα εκρέμασεν εις τους δύο τοίχους το εν απέναντι του άλλου, καλύψασα αυτά δι’ υφάσματος – τούλι – τοποθετήσασα κάτωθεν αυτών από ένα κηροπήγιον με μία λαμπάδα, τας οποίας κάθε τόσον ήναπτε και ατενίζουσα τα τέκνα της συζητούσε με αυτά.
Μία των ημερών, ο Παπα-Μπασιάς εμβάς εις πλοιάριον από εκείνα που την εποχήν εκείνη εκτελούσαν το πέρασμα Ληξουρίου – Αργοστολίου επήγε εις Αργοστόλιον. Εξελθών του πλοιαρίου με την ράβδο του, σιγά σιγά επήγαινε κατευθείαν εις την οικίαν της κυρίας αυτής. Φθάσας εκεί εκτύπησε την θύρα. Εβγήκε εις το παράθυρον η κυρία, και ιδούσα τον Παπά-Μπασιά τον οποίο δεν εγνώριζε, εξεμάνη υβρίζουσα αυτόν με τας χυδαιοτέρας φράσεις.
Ο Παπά-Μπασιάς, δίχως να ταραχθή, ήρεμα - ήρεμα την παρακάλεσε δια τρίτη φοράν να του ανοίξη, που ήθελε κάτι να της ειπή. Αυτή έτι περισσότερον συνέχισε να τον υβρίζη. Τότε ο Παπά-Μπασιάς είπε: «Ή μου ανοίγεις, ή ανοίγω», και με την ράβδο του έκανε το σημείο του Σταυρού εις την πόρταν, ήτις αυτομάτως ήνοιξε, και ήρχισεν ο Παπά-Μπασιάς να ανέρχεται την κλίμακα. Η κυρία ιδούσα αυτό που έγινε, έμεινεν άφωνος μη δυναμένη να εκστομίσει ούτε λέξιν.
Ο Παπά-Μπασιάς προχώρησε κατ’ ευθείαν εις το σαλόνι (ασφαλώς Θεία βουλήσει) ειπών εις την κυρίαν να τον ακολουθήση. Ήνοιξε την θύρα του σαλονιού, και λέγει εις την κυρία: κάθισε εις την γωνίαν και θα ιδής κάτι που δεν το επερίμενες. Σταθείς επ’ ολίγον εις προσευχήν ο Παπά-Μπασιάς, βλέπει η κυρία να σηκώνονται τα δύο σκεπάσματα των εικόνων των παιδιών της, και να κατέρχωνται ζωντανά εις το μέσον του δωματίου, να εξάγουν ταυτοχρόνως δύο περίστροφα, ταυτοχρόνως να πυροβολή ο ένας τον άλλον, και οι δύο ταυτοχρόνως να πίπτουν νεκροί επί του δαπέδου.
Κατόπιν του γεγονότος τούτου ευρέθησαν τα πορτραίτα ως πρότερον, σαν να μην είχε συμβή τίποτε.Η κυρία άφωνος και τρομαγμένη παρακολουθούσε τα διατρέξαντα, και τότε ο Παπά- Μπασιάς της λέγει: Κυρία μου ο Θεός δια να σε αγαπά σε εφύλαξε να μην ιδής αυτό πού είδες τώρα, και επήρε μαζί Του τα δύο τέκνα σου δια φυσικού θανάτου, διότι τα δύο σου τέκνα είχαν αγαπήσει μίαν και την αυτή γυναίκα, και επρόκειτο να σκοτωθούν δια του τρόπου που είδες δι’ αυτήν. Ως εκ τούτου να μεταμεληθής, καί να ευχαριστής τον Θεό, και να συνεχίσης την προτέρα σου χριστιανικήν δράσιν.
Πραγματικά αυτή μεταμεληθείσα, επεδόθη ψυχή και σώματι εις την προτέραν της δράσιν και εις μεγαλυτέραν κλίμακα».
(ΠΗΓΗ βιβλίο «Άγιος Παναγής Μπασιάς», πρωτοπρεσβ. Κων. Σ. Γκέλη. Αθήναι, 1987.)
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ληξουρίου τὸν γόνον, Ἱερέων τὸ καύχημα, τῆς Κεφαλληνίας φωστῆρα νεοφανῶς ἀνατείλαντα, ὑψήσωμεν ἐν ὕμνοις Παναγήν, τὸν μύστην τῆς Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐμφανῶς κεκοσμημένον προφητικῶ τοῦ Πνεύματος χαρίσματι, διὸ τὸν δοξάσαντα αὐτὸν λαμπρῶς ἀντιδοξάσωμεν, ἶνα εὔρωμεν χάριν καὶ πταισμάτων τὴν συγχώρησιν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Χαρμοσύνοις άσμασι , Κεφαλληνία η νήσος , συγκαλείται σήμερον των φιλεόρτων τα πλήθη , έρεισμα της Εκκλησίας ανευφημήσαι , σέμνωμα νεοφανέντα Ορθοδοξίας , Παναγήν τον Θεηγόρον , Χριστού τον μυστην και ταύτης αγλάϊσμα.
Μεγαλυνάριον
Τον του Ληξουρίου γόνον λαμπρόν, Ορθοδόξων κλέος Ιερέων υπογραμμόν, της Κεφαλληνίας αγλάϊσμα το νέον, τον Παναγήν τον Θείον ύμνοις τιμήσωμεν.