Παναγιώτης Γαργαλίδης
Ο Παναγιώτης Γαργαλίδης Έλληνας εθνικιστής και βασιλόφρονας ανώτατος αξιωματικός του Πυροβολικού με το βαθμό του Υποστρατήγου, που έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του στο κίνημα του 1923 από κοινού με τους Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και Γεώργιο Ζήρα, γεννήθηκε το 1870 στο Νησί της Μεσσήνης στο νομού Μεσσηνίας και απεβίωσε το 1942 στην Αθήνα.
Ήταν παντρεμένος από την 1η Ιουλίου 1917, όταν ήταν επιτελάρχης της 14ης Μεραρχίας και αντισυνταγματάρχης Πεζικού, με την Καρτερία Ν. Νικολοπούλου και ο γάμος τους έγινε στην Καλαμάτα
Η οικογένεια Γαργαλάκη ή Γαργαλέα ή Γαργαλίδη, αναφέρεται ότι είχε προγόνους την οικογένεια Μούζαλου , οι οποίοι κατάγονταν από το Αδραμμύτιο της Μικράς Ασίας και ήταν αξιωματούχοι του Βυζαντινού κράτους της Νικαίας. Το 1258 αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν και εγκαταστάθηκαν μεταξύ Καλαμάτας-Κιτριών-Βουνού Αγίου Γεωργίου-Σωρού και Βελονά στην περιοχή της Μεσσηνιακής Μάνης . Παππούς του Παναγιώτη Γαργαλίδη ήταν ο Παναγιωτάκης Γαργαλέας που γεννήθηκε το 1784, κατοικούσε στη Μάλτα και αναφέρεται σε κατάσταση ανδρών που το 1824, εξεστράτευσαν στη Μεσσηνία υπό τον Αθανασούλη Κουμουνδουράκη, ενώ στην καταμέτρηση βρέθηκε να απουσιάζει ως άρρωστος Ο Γαργαλέας στις 28 Ιουνίου 1830 υπέγραψε αναφορά προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια . Γιος του Παναγιωτάκη ήταν ο Θεόδωρος Γαργαλέας, ανθυπολοχαγός του στρατού που παραιτήθηκε και εργάστηκε ως δάσκαλος, ενώ άλλαξε το όνομά του σε Γαργαλίδης.
Σπουδές
Ο Θεόδωρος, πατέρας του Παναγιώτη Γαργαλίδη, υπηρετούσε ως δάσκαλος στο Νησί Μεσσήνης. Ο Παναγιώτης παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του και το Σεπτέμβριο του 1887 ολοκλήρωσε τα μαθήματα του Γυμνασίου. Στη συνέχεια εντάχθηκε την προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας και το 1896 έγινε δεκτός στη Σχολή Υπαξιωματικών. Στις 23 Ιανουαρίου 1897 με Βασιλικό Διάταγμα τοποθετήθηκε με το βαθμό του Υπολοχαγού στο 2ο Σύνταγμα Πυροβολικού και υπηρέτησε στην Ταξιαρχία του αντιστρατήγου Κωνσταντίνου Σμολένσκη. Συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι στη μάχη του Δομοκού από βλήμα βολιδοφόρου οβίδας. Νοσηλεύτηκε σε Στρατιωτικό νοσοκομείο και μετά την αποθεραπεία του συνέχισε τις σπουδές του.
Βαλκανικοί πόλεμοι
Στις 21 Οκτωβρίου 1909 με το βαθμό του Λοχαγού, υπέβαλε αναφορά στον υπουργό Στρατιωτικών, στην οποία κατήγγειλε τα εργοστάσια κατασκευής πυροβόλων Έρχαρτ, ότι τον εξαπάτησαν και του ζήτησαν να καταθέσει τα σχέδια του για την κατασκευή τύπου Πυροβόλου Ταχυβόλου όπλου γνωστού ως Πυροβόλου Γαργαλίδη, για το οποίο είχε υποβάλλει αίτηση ευρεσιτεχνίας .
Συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους. Για τις υπηρεσίες του στον Α' Βαλκανικό πόλεμο προήχθη τον Ιούλιο του 1912, από το βαθμό του Λοχαγού σε αυτόν του Ταγματάρχη και του ανατέθηκε η διοίκηση του τομέα Νιγρίτας που βρισκόταν σε άμεση επαφή με τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και δημιουργούσαν μεθοριακά επεισόδια. Τον ίδιο μήνα διορίστηκε Βασιλικός Επίτροπος του 1ου Διαρκούς Στρατοδικείου . Στο Β' Βαλκανικό πόλεμο το τάγμα του πολέμησε πρώτο κατά των Βουλγάρων στον τομέα της Νιγρίτας, από τις 20 μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 1913, αντιμετωπίζοντας τριπλάσιες Βουλγαρικές δυνάμεις με επιτυχία, παρακούοντας τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου Στρατού για σύμπτυξη. Τότε ζητήθηκε από αξιωματικούς του Γενικού επιτελείου να τιμωρηθεί για την πρωτοβουλία του, αλλά ο αρχιστράτηγος -και Βασιλιάς τότε- Κωνσταντίνος Α' ανέστειλε τη διαδικασία εκφράζοντας την ευαρέσκεια του, συγχαίροντας το Γαργαλίδη για την ανδραγαθία που επέδειξε το Τάγμα του, ενώ τον παρασημοφόρησε με το ανώτατο μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας.
Ως διοικητής τάγματος έλαβε μέρος στην εξόρμηση του Ελληνικού στρατού κατά των Βουλγάρων και συμμετείχε στις μάχες της Μοσθένης, του Κιλκίς, του Λαχανά, της Κρέσνας και της Τζουμαγιάς στην οποία τραυματίστηκε σοβαρά. Το Φεβρουάριο του 1914 με Βασιλικό Διάταγμα προήχθη εις τον Χρυσούν Σταυρόν των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος δια την μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία του στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη . Το 1915 με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη ήταν Επιτελάρχης στη XIV Μεραρχία που είχε έδρα την Καλαμάτα, ενώ αργότερα με το βαθμό του Συνταγματάρχη ήταν αρχηγός του Πυροβολικού στο Β' Σώμα Στρατού, που είχε έδρα την Πάτρα.
Κίνημα Εθνικής Άμυνας/1ος Παγκόσμιος Πόλεμος
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Γαργαλίδης ήταν διοικητής του 35ου Συντάγματος Πεζικού της Β΄ Μεραρχίας και ήταν από τους λίγους ανώτερους αξιωματικούς που ακολούθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης στην Θεσσαλονίκη και το 1917 ήταν επιτελάρχης της 14ης Μεραρχίας και αντισυνταγματάρχης Πεζικού στην Καλαμάτα. Από τις 4 έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1918, προέλασε στον τομέα του ως επικεφαλής του 35ου Συντάγματος της 4ης Μεραρχίας με σκοπό τη διάσπαση του Γερμανο-Βουλγαρικού αμυντικού μετώπου. Συνέβαλε ουσιαστικά στην κατάληψη του Βέτερνικ, του Γκόλο Μπίλο και οι άνδρες του κατέλαβαν το ύψωμα 1421 του Πρεσλάπ, αφού αναρριχήθηκαν με τα χέρια, ενώ προχώρησε και σε κατάληψη και των άλλων κορυφών του Πρεσλάπ, εκδιώκοντας τους Βουλγάρους, επιτυχία που επέφερε τελικά την διάσπαση όλου του Μακεδονικού μετώπου .
Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919 ως διοικητής του πεζικού της ΙΙ μεραρχίας
και διακρίθηκε στη διάσωση της συμμαχικής φρουράς Χερσώνας. Ως διοικητής πεζικού της ίδια μονάδας συμμετείχε στην Μικρασιατική εκστρατεία με κυριότερη επιτυχία του την απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας. Για την επιτυχία αυτή προήχθη σε αντιστράτηγο και του ανατέθηκε η διοίκηση της ΧΙ μεραρχίας στον τομέα Κυδωνιών και Μαγνησίας. Μετά την απρόσμενη εκλογική ήττα του Βενιζελισμού στις εκλογές του 1920, ο Γαργαλίδης απομακρύνθηκε από την Μικρά Ασία για πολιτικούς λόγους καθώς ήταν γνωστός Βενιζελικός. Ο ίδιος τήρησε άμεμπτη στάση έναντι των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν, χωρίς να συμμετάσχει σε συνωμοσίες που εξυφαίνονταν από δυναμικούς παράγοντες του Βενιζελισμού για την ανατροπή τους (Πάγκαλος, Οθωναίος, Κονδύλης κτλ). Το καλοκαίρι του 1921 παραπέμφθηκε σε ανακριτικό συμβούλιο για δήθεν βαρύ στρατιωτικό παράπτωμα, αλλά όπως φάνηκε η δίωξη αυτή είχε καθαρά πολιτικό χαρακτήρα.
Μικρασιατική εκστρατεία
Μετά την ατυχή κατάληξη της εκστρατείας της Κριμαίας, που είχε ως συνέπεια το διωγμό και τον εξανδραποδισμό των Ελλήνων στην περιοχή, ο Γαργαλίδης μετατέθηκε στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας όπου οργάνωσε την ΙΙ Μεραρχία, με κυριότερη επιτυχία του την απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας, ενώ προήλασε μέχρι το Ελβανάρ. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 14 Αυγούστου 1919, όταν άρχισε σφοδρή επίθεση εναντίον των προφυλακών του Ελληνικού στρατού από τον οργανωμένο Τουρκικό στρατό στο Πύργι και τη Λυγδα Οδεμησίου, Τούρκοι λησταντάρτες ενεργώντας κυκλωτική κίνηση του όρους Μπος Νταγ, επιτέθηκαν εκ των όπισθεν για να καταλάβουν την πόλη του Οδεμησίου. Τότε ο στρατιωτικός διοικητής Οδεμησίου, Συνταγματάρχης Γαργαλίδης διέταξε τον Υπομοίραρχο Μαρίνο Σκορδίλη, με τους άνδρες του και 45 στρατιώτες του Πεζικού να επιτεθούν εναντίον των ληστανταρτών και έτσι αποφεύχθηκε ο κίνδυνος της καταλήψεως του Οδεμησίου.
Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919 ως διοικητής του πεζικού της ΙΙ μεραρχίας
και διακρίθηκε στη διάσωση της συμμαχικής φρουράς Χερσώνας. Ως διοικητής πεζικού της ίδια μονάδας συμμετείχε στην Μικρασιατική εκστρατεία με κυριότερη επιτυχία του την απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας. Για την επιτυχία αυτή προήχθη σε αντιστράτηγο και του ανατέθηκε η διοίκηση της ΧΙ μεραρχίας στον τομέα Κυδωνιών και Μαγνησίας. Μετά την απρόσμενη εκλογική ήττα του Βενιζελισμού στις εκλογές του 1920, ο Γαργαλίδης απομακρύνθηκε από την Μικρά Ασία για πολιτικούς λόγους καθώς ήταν γνωστός Βενιζελικός. Ο ίδιος τήρησε άμεμπτη στάση έναντι των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν, χωρίς να συμμετάσχει σε συνωμοσίες που εξυφαίνονταν από δυναμικούς παράγοντες του Βενιζελισμού για την ανατροπή τους (Πάγκαλος, Οθωναίος, Κονδύλης κτλ). Το καλοκαίρι του 1921 παραπέμφθηκε σε ανακριτικό συμβούλιο για δήθεν βαρύ στρατιωτικό παράπτωμα, αλλά όπως φάνηκε η δίωξη αυτή είχε καθαρά πολιτικό χαρακτήρα.
Με μια επιστολή του στις 30 Απριλίου 1920, προς το Α' Σώμα Στρατού, υπέβαλε τα παράπονα του για τη μη προαγωγή του, όμως προήχθη σε υποστράτηγο τον Ιούλιο του 1920 και του ανατέθηκε η διοίκηση της ΧΙ μεραρχίας στον τομέα Κυδωνιών και Μαγνησίας. Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το Νοέμβριο του 1920, απομακρύνθηκε από την Μικρά Ασία για πολιτικούς λόγους και στις αρχές του 1921 τέθηκε στη διάθεση του Υπουργείου Στρατιωτικών. Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου παραπέμφθηκε σε ανακριτικό συμβούλιο κατηγορούμενος για βαρύ υπηρεσιακό παράπτωμα. Τήρησε άψογη στάση έναντι στη διάρκεια της διακυβερνήσεως της Ελλάδος από τις συντηρητικές κυβερνήσεις, δίχως να συμμετάσχει στις συνωμοσίες που οργάνωσαν οι Θεόδωρος Πάγκαλος, Αλέξανδρος Οθωναίος, Γεώργιος Κονδύλης, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος και άλλοι. Τον Απρίλιο του 1922, ορίστηκε στρατιωτικός επόπτης Πελοποννήσου και περιόδευσε την περιοχή, όπου ασχολήθηκε με το θέμα των ανυπότακτων.
Κίνημα του 1922
Λίγες μέρες πριν την έκρηξη στην Χίο και την Μυτιλήνη του κινήματος των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά, η κυβέρνηση του Νικόλαου Τριανταφυλλάκου προσπαθώντας να ενισχύσει το μέτωπο στην Θράκη, επανέφερε τον Γαργαλίδη στην ενεργό υπηρεσία. Στην Αθήνα είχαν εκδηλωθεί και κινηθεί υπέρ του Κινήματος οι στρατηγοί Θεόδωρος Πάγκαλος, Παναγιώτης Γαργαλίδης, Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Μανέτας και Τσερούλης, οι συνταγματάρχαι Σκανδάλης, Σακελλαρόπουλος καί Χαβίνης, ο πλοίαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, οι αντιπλοίαρχοι Ιωάννης Δεμέστιχας, Κολιαλέξης καί Γιαννικώστας οι οποίοι είχαν συλλάβει τους θεωρούμενους υπευθύνους πολιτικούς, ενώ είχαν συγκεντρωθεί στα γραφεία τής εφημερίδος «Ελεύθερον Βήμα», τα οποία αποτέλεσαν το Στρατηγείο τους. Είχαν συλληφθεί και κρατούνταν στη Διεύθυνση της Αστυνομίας οι Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Βίκτωρ Δούσμανης, Κωνσταντινόπουλος και Τσόντος-Βάρδας.
Στις 16 Σεπτεμβρίου, όταν οι Πλαστήρας και Γονατάς ανέλαβαν την διακυβέρνηση, αποφάσισαν να ενισχύσουν το Θρακικό μέτωπο αναθέτοντας την διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού στον υποστράτηγο Γαργαλίδη, που κατάφερε να ανασυντάξει το Σώμα συμβάλλοντας αποφασιστικό σε αυτό που αποκλήθηκε «Θαύμα του Έβρου». Σύντομα ο Ελληνικός στρατός ήταν σε θέση να παρατάξει μια ετοιμοπόλεμη στρατιά 100.000 ανδρών άριστα εξοπλισμένη, η οποία αποτέλεσε ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο του Ελευθερίου Βενιζέλου στις διαπραγματεύσεις της Λοζάννης. Μετά την επικράτηση του Κινήματος Πλαστήρα-Γονατά, ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» προωθούσε αποκλειστικά αξιωματικούς υποστηρικτές του Ελευθερίου Βενιζέλου, έτσι ο Γαργαλίδης απώλεσε την διοίκηση του Γ' Σώματος Στρατού από τον Αλέξανδρο Οθωναίο, που ήταν νεώτερος του Γαργαλίδη στην στρατιωτική ιεραρχία.
Κίνημα Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου-Ζήρα
Βασιλόφρονες αξιωματικοί που δεν συμμετείχαν στο «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» κι αδικούνταν στις προαγωγές οργανώθηκαν με σκοπό την ανατροπή των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά. Παράλληλα, οι συντηρητικοί αξιωματικοί που είχαν εξοργιστεί από την άδικη εκτέλεση των «Έξι», επιδίωκαν τη διατήρηση του θεσμού της Βασιλείας στην Ελλάδα. Η οργάνωση τους ονομάστηκε «Ομάδα Ταγματαρχών» ή «Μαύροι» λόγω των μαύρων κοκάλινων δαχτυλιδιών που φορούσαν ως ένδειξη πένθους για την εκτέλεση των «Έξι», είχε ως αρχηγούς τους Γεώργιο Τσολάκογλου, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, Πολύζο και Θεόδωρο Σκυλακάκη, ενώ ήταν σε επαφή και με τον Ιωάννη Μεταξά, αρχηγό του «Κόμματος των Ελευθεροφρόνων» και πολιτικό εκφραστή των Βασιλοφρόνων. Στρατιωτικοί αρχηγοί της οργανώσεως ορίστηκαν οι υποστράτηγοι Γαργαλίδης, Γεώργιος Λεοναρδόπουλος και ο συνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας.
Έκρηξη & καταστολή του Κινήματος
Τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22α Οκτωβρίου 1923 εκτέλεσε δίχως επιτυχία, μαζί με το Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και το Γεώργιο Ζήρα το επαναστατικό στρατιωτικό κίνημα, με αφορμή την αμαχητί παράδοση στους Τούρκους της κατεχόμενης ανατολικής Θράκης. Με σχετική Προκήρυξη «Προς τον Ελληνικόν Λαόν, την Α.Μ. τον Βασιλέα, την Κυβέρνησιν, την Επανάστασιν του 1922...» την οποία υπέγραφαν οι Γαργαρίδης, Λεοναρδόπουλος, Ζήρας, προσκαλούσαν «...εκ μέρους του Στρατού την Κυβέρνηση να παραιτηθεί, την Επανάσταση να διαλυθεί...» και παρακαλούσαν «την Α.Μ. τον Βασιλέα» να αναλάβει πρωτοβουλία για την αποκατάσταση του μοναρχικού Πολιτεύματος..». Το κίνημα απέτυχε καθώς δεν προβλεπόταν εξέγερση στην Αθήνα και παρά την αριθμητική υπεροχή των κινηματιών αξιωματικών, υπήρξε χλιαρή συμμετοχή των στρατιωτών, ενώ υπήρχαν και αντιθέσεις στους κόλπους των κινηματιών. Τα στρατεύματα των κινηματιών, περί τις 4.500 άνδρες, που κινήθηκαν από την Πελοπόννησο προς την Αθήνα για την κατάληψη της εξουσίας, παγιδεύτηκαν στον Κιθαιρώνα από τις δυνάμεις της επαναστατικής επιτροπής, που είχαν μεταφερθεί από την Θεσσαλονίκη μετά την εύκολη συντριβή των δυνάμεων του Γιώργου Ζήρα, από το Γεώργιο Κονδύλη, στο χωριό Νάρες του σημερινού νομού Κιλκίς, ο οποίος μετά την ήττα του κατέφυγε στην στην Γιουγκοσλαβία. Ο στόλος, που ήταν πιστός στην Επανάσταση, απείλησε με βομβαρδισμό την Κόρινθο, αναγκάζοντας τον φρούραρχο της Κώστα Μανιαδάκη να παραδώσει την πόλη. Στο διάγγελμά τους, που δημοσιεύτηκε σε τρεις εφημερίδες, «Νέα Ημέρα», «Καθημερινή» και «Πολιτεία», σημείωναν ότι, «...Ο στρατός βεβαιοί ότι δεν θα επέμβη το παράπαν, ούτε εις τον καταρτισμόν της νέας κυβερνήσεως, ούτε εις το κατόπιν έργον αυτής. Θα περιορισθή εις την τήρησιν της τάξεως και εις τα καθαρώς στρατιωτικά αυτού καθήκοντα». Ο Ιωάννης Μεταξάς, που στη διάρκεια του Κινήματος βρισκόταν στην Κόρινθο, διέφυγε στην Ιταλία από την Πάτρα, με νορβηγικό πλοίο που είχε ξεφορτώσει βακαλάους.
Στην Αθήνα την κατάσταση πήρε στα χέρια του ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ως αρχηγός του Στρατού, ενώ Δημοτικά συμβούλια, η Ιερά Σύνοδος και πολιτικοί καταδίκαζαν το κίνημα. Ο Νικόλαος Πλαστήρας κήρυξε στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μείνει πιστές στην κυβέρνηση, ενώ στο διάγγελμά του σημείωνε, «Η άτιμος και η προδοτική πράξις δύο στρατηγών και ενίων ανωτέρων αξιωματικών εις στιγμάς κατά τας οποίας η πατρίς επρόκειτο διά των εκλογών να εισέλθη εις ομαλήν κοινοβουλευτικήν περίοδον, σύμφωνα με εξαγγελθέν πρόγραμμα της Επανάστασεως, καταδικάζεται εις την συνείδησιν του ελληνικού έθνους ολοκλήρου». Στις 27 Οκτωβρίου οι κινηματίες παραδόθηκαν αφού ο Νικόλαος Πλαστήρας έδωσε αμνηστία στους στρατιώτες και υποσχέθηκε επιείκεια για τους κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς.
Ο Γαργαλίδης που είχε τεθεί επικεφαλής των στρατιωτικών φρουρών της Πελοποννήσου που ήταν αντιβενιζελικές, πέρασε τον Ισθμό και βάδισε προς την Αθήνα. Τελικά κυκλώθηκε από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάσθηκε να παραδοθεί άνευ όρων. Συνελήφθη στα Μέγαρα όπου παρουσιάστηκε έφιππος μαζί με τον Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και πολλούς από τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στο κίνημα. Οι αξιωματικοί κρατήθηκαν σε σχολείο στην Ελευσίνα, ενώ οι Γαργαλίδης και Λεοναρδόπουλος κρατήθηκαν σε πλοίο-φυλακή στο λιμάνι της Ελευσίνας.
Δίκη & καταδίκη των πρωταιτίων
Ακολούθησε ξεχωριστή δίκη των δύο υποστρατήγων την 1η/15 Νοεμβρίου 1923, από το «Στρατοδικείο Εκστρατείας» που συστάθηκε στην Ελευσίνα . Οι δικαστές τον καταδίκασαν παμψηφεί σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία, ποινή που δεν εκτελέστηκε και σε στρατιωτική καθαίρεση μαζί με τους Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και τους αντισυνταγματάρχες Αβράμπο και Νικολαρέα. Για την τύχη τους εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από πρεσβείες ξένων χωρών μέχρι και τον Πάπα Πίο ΙΑ΄, ενώ Γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος παρακολούθησε την δίκη. Τα στρατοδικεία καταδίκασαν πολλούς αξιωματικούς σε μικρότερες ποινές, ενώ αποτάχθηκαν 1.284 αξιωματικοί, με βασικό κριτήριο όχι την συμμετοχή τους στο κίνημα, αλλά κυρίως τα πολιτικά τους φρονήματα, ενώ μέσα σε χρονικό διάστημα έξι μηνών οι δύο υποστράτηγοι απελευθερώθηκαν και αμνηστεύθηκαν τον επόμενο χρόνο.
Απαγόρευση αντιπολιτευόμενων εφημερίδων
Λίγες μέρες μετά την καταστολή του κινήματος, συγκεκριμένα στις 22 Οκτωβρίου 1923, η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά, αποφάσισε την απαγόρευση της κυκλοφορίας όλων των εφημερίδων που αντιπολιτεύονταν τον Βενιζέλο. Η εφημερίδα «Εστία» δημοσίευσε ολόκληρο το κείμενο της απόφασης της κυβέρνησης, όπου εκτός από τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτήν, εμπεριέχονταν οι τίτλοι των εφημερίδων όλης της επικράτειας, συνολικά τριάντα έξι (36), των οποίων η κυκλοφορία απαγορεύτηκε. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, οι παραβάτες θα τιμωρούνταν με ποινή φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο μέχρι του ποσού των 50.000 δραχμών. Δέκα από αυτές τις εφημερίδες, «Καθημερινή», «Αθηναϊκή», «Πρωινή», «Εσπερινή», «Νέα Ημέρα», «Πολιτεία», «Χρόνος», «Εφημερίς Ελλάδος», «Πρωτεύουσα» και «Χρονικά», εκδίδονταν στην Αθήνα και τρεις στον Πειραιά, «Θάρρος, «Χρονογράφος», «Πειραϊκή».
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας όλων αυτών των εφημερίδων, Αθηνών και Πειραιώς, οδήγησε σε καθεστώς ανεργίας περί του 75 επαγγελματίες συντάκτες. Οι δημοσιογράφοι αυτοί αποφάσισαν να ιδρύσουν δικό τους «Δημοσιογραφικό Οργανισμό» με την επωνυμία «Εκδοτικός Συνεταιρισμός Συντακτών Π.Ε.».
«Σκοπός του οργανισμού ήτο η έκδοσις δύο εφημερίδων: μιας πρωινής και μιας απογευματινής. Έτσι εξεδόθησαν η πρωινή «Εφημερίς των Συντακτών» και η απογευματινή «Βραδυνή». Η «Εφημερίς των Συντακτών» υπήρξε βραχύβιος διακόψασα την έκδοσίν της τον Μάρτιο του 1924, ενώ η «Βραδυνή» εξηκολούθησεν ως συνεταιριστική προσπάθεια μέχρι της 1ης Ιουνίου 1924 ότε έγινεν ιδιοκτησίαν του Δημήτριου Αραβαντινού».
Το πρώτο φύλλο της «Βραδυνής» κυκλοφόρησε στις 18 Νοεμβρίου 1923. Έφερε υπότιτλο: «Εφημερίς των Συντακτών» και παραπλεύρως η φράση: «Διευθύνεται υπό ομάδος επαγγελματιών δημοσιογράφων». Ήταν ημερήσιο φύλλο, εξασέλιδο, πεντάστηλο, διαστάσεων 0,58Χ0,86 μέτρου. Αν και κατέβαλε προσπάθεια αντικειμενικότητας υπήρξε συντηρητική και αρθρογραφούσε με αντιπολιτευτική οξύτητα.
Δημοψήφισμα για το Πολιτειακό
Όταν προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα για την πολιτειακή μεταβολή, ο Γαργαλίδης περιόδευσε στην Μεσσηνία προσπαθώντας να επηρεάσει την κοινή γνώμη υπέρ του θεσμού της Βασιλείας. Λίγες ημέρες πριν το δημοψήφισμα για την κατάργηση της Βασιλείας στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου όρισε υπουργό Εννόμου Τάξεως τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος με διαταγή του την προηγουμένη των εκλογών φυλάκισε 15 ανώτατους απόστρατους αξιωματικούς με την κατηγορία της υποκινήσεως σε στάση, ανάμεσα τους και ο Γαργαλίδης. Μετά την πτώση του Πάγκαλου όταν σχηματίστηκε, τον Οκτώβριο του 1926, η Οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, έγινε επανεξέταση των περιπτώσεως στις οποίες αποτάχθηκαν αξιωματικοί, προκειμένου να επανέλθουν στην ενεργό δράση περί τους πεντακόσιους, λύση που υποστήριξε το «Λαϊκό Κόμμα» του Παναγή Τσαλδάρη. Ο Γαργαλίδης ορίστηκε μέλος της επιτροπής επανεξετάσεως, καθώς θεωρήθηκε πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής με ικανή γνώση των προσώπων και του στρατού.
Ύστερα χρόνια
Η πλήρης αποκατάσταση του Γαργαλίδη επήλθε το 1935, όταν του αποδόθηκαν αναδρομικά οι στρατιωτικοί του βαθμοί, ενώ στις εκλογές του 1936 ήταν υποψήφιος δίχως επιτυχία με το «Κόμμα των Ελευθεροφρόνων» του Ιωάννη Μεταξά .