Η μάχη της Δοβίστας, 14 Ιουλίου 1907
Η 14 Ιουλίου 1907 είναι αποφράδα ημέρα για τα ελληνικά ανταρτικά σώματα στην περιοχή Σερρών, γιατί δέχονται ισχυρά πλήγματα από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Την ημέρα αυτή ο καπετάν Μητρούσης, το λιοντάρι της Ευαγγελίστριας δίνει μια κρίσιμη πολύωρη μάχη εναντίον των Τούρκων προδομένος από πράκτορες των Βουλγάρων, που τους είχε φέρει ισχυρά πλήγματα. Οι Τούρκοι ανησυχούν και μεταφέρουν ιππικές δυνάμεις από την περιοχή της Ζίχνης και από άλλα μέρη της περιοχής.
Την ίδια μέρα από το πρωί τα παλικάρια του καπετάν Μακούλη στη Δοβίστα. αναγκάζονται να δώσουν μια άνιση μάχη εναντίον των Τούρκων, ενώ είχαν σαν προτεραιότητα και σχεδίαζαν να φέρουν πλήγματα στα χωριά Μούκλιανη και Δράνοβα. συνεργαζόμενοι με ελληνικά σώματα της περιοχής Δράμας και συγκεκριμένα με τον Μακεδονομάχο Ιωάννη Σιλλό από την Μικρόπολη Δράμας που είχε να λύσει πολλές διαφορές με τους Μουκλιανιώτες.
Την ημέρα εκείνη όμως, έπρεπε να λυθεί το θέμα της υπαρχηγίας στην ομάδα του Μακούλη. Επίσημα υποψήφιοι ήσαν δύο. Ο Νικόλαος Τσιάπος και ο Θεοδόσιος Γκοντότσιος. Έτρεφε όμως ελπίδες να προκριθεί για υπαρχηγός και ο Χρυσαφής Πατραμάνης που μαζί με τον Γκοντότσιο είχαν μεταβεί ενωρίτερα στην Αθήνα για να πάρουν οδηγίες και να εκπαιδευθούν στον ανταρτοπόλεμο. Η πλειοψηφία των παλικαριών έδινε το αξίωμα του υπαρχηγού στον Νικόλαο Τσιάπο, τολμηρό, σκληροτράχηλο και φοβερό πολεμιστή. Ένεκα της διενέξεως ο Γκοντότσιος ετέθη σε απομόνωση, έως ότου εκφράσει τη γνώμη του επί του ζητήματος και το προξενείο Σερρών που είχε σταλεί ειδικός αγγελιοφόρος για τη λύση του προβλήματος, ο Ευάγγελος Χατζηελευθερίου.
Ο Γκοντότσιος θέλοντας ο ίδιος να παρουσιαστεί στο προξενείο και να πει τη γνώμη του, έχοντας την πεποίθηση ότι το προξενείο θα προτιμούσε αυτόν, κατόρθωσε με τη Βοήθεια της οικοδέσποινας Μαμιάκα και μάλλον και του συναδέλφου του Πατραμάνη, να δραπετεύσει και να κατευθυνθεί προς νότον, με σκοπό να μεταβεί στα Σέρρας. Οταν η δραπέτευση έγινε αντιληπτή, ερρίφθησαν αρκετοί πυροβολισμοί εναντίον του Γκοντότσιου, οι οποίοι ακούστηκαν από στρατιώτες κάποιας ίλης ιππικού που κατευθυνόταν από την Πεντάπολη προς τα Σέρρας για να δώσουν τη μάχη με τον καπετάν Μητρούση. Ο καπετάν Μακούλης είχε δώσει εντολή να σταματήσουν οι πυροβολισμοί, αλλά το κακό πλέον είχε γίνει.
Ο αξιωματικός της ίλης κάλεσε αμέσως τον αστυνομικό διευθυντή της Πενταπόλεως για να πληροφορηθεί τι εσήμαναν οι πυροβολισμοί. Ο Τούρκος αστυνομικός σε άλλη περίπτωση θα εκάλυπτε το γεγονός, αφού ήξερε ότι υπάρχουν Έλληνες αντάρτες αλλά εξαγόραζε τη σιωπή του με χρήματα. Τώρα όμως ήταν δύσκολα να κάνει κάτι, γιατί οι Τούρκοι είχαν πληροφορίες για γενικό ξεσηκωμό των Ελλήνων. Βλέποντας οι στρατιωτικοί ότι παράλληλα με τον ξεσηκωμό των Σερραίων είχαμε παρόμοια εκδήλωση και στη Δοβίστα, με κοινή συμφωνία ο Τούρκος αξιωματικός της ίλης και ο αστυνομικός διευθυντής της Πενταπόλεως ο Μουσταφά αποφάσισαν να δράσουν αστραπιαίος κατά των Ελλήνων ανταρτών. Ανηφορίζοντας προς τη Δοβίστα αντάμωσαν τον Ευάγγελο Χατζηελευθερίου, που, όπως προαναφέραμε, πήγαινε στο προξενείο Σερρών. Ο Χατζηελευθερίου, όχι μόνον δεν σταμάτησε στο κέλευσμα του Μουσταφά, αλλά προσπαθούσε τρέχοντας να καλυφθεί μέσα στα καπνά για να ξεφύγει. Ήταν όμως δύσκολο κάτι τέτοιο και πυροβοληθείς έπεσε νεκρός. Λίγο πιο πάνω ανταμώσανε και τον Γκοντότσιο που έτρεχε για να καλυφθεί από τις σφαίρες των συναδέλφων του και τον συνέλαβαν. Το τουρκικό ιππικό σε λίγα λεπτά έφθανε στις κορυφές του χωριού και δεν άργησε να έλθει σε επαφή με το αντάρτικο σώμα του καπετάν Μακούλη.
Αν και πρόλαβαν να μπουν μέσα στο ρέμα που βρίσκεται στα βόρεια του χωριού, είχαν να κάμουν όμως με υπέρτερες δυνάμεις. Τα άλογα του Τούρκου εκατόνταρχου σε λίγα λεπτά έφτασαν στην κορυφή του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Γεωργίου και από εκεί παρακολουθούσαν τις κινήσεις των παλικαριών. Όσο περνούσε η ώρα κατέφθαναν και άλλες ενισχύσεις από τα βόρεια από τη Μούκλιανη, που δύο Τούρκοι αστυνομικοί ενισχυμένοι από αρκετούς αμφιβόλου εθνικότητας Μουκλιανιώτες στένευαν τον κλοιό. Αλλά και από το γειτονικό χωριό Σοκόλ - Συκιά. τουρκοχώρι τότε, έτρεξαν αρκετοί να βοηθήσουν επειδή δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Δοβιστιανούς, αφού προ δυο ετών είχε σκοτωθεί ένας Τούρκος από τον Μακεδονομάχο Μιχάλη Τσιάπο, διότι είχε τολμήσει να βρίσει ο Τούρκος τους Έλληνες και τη θρησκεία τους.
Ο Μιχάλης Τσιάπος. όπως ήταν επόμενο έφυγε μεν στα βουνά και πολεμούσε με τον καπετάν Δούκα Γκαϊτατζή. αλλά ειδοποιούσε όμως τους Τούρκους της Συκιάς να μην κάνουν κακό στο σπίτι του, διότι θα σκότωνε όλους τους Συκιώτες και θα έκαιγε το χωριό τους. Είχαν λοιπόν και αυτοί τους λόγους τους να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων.
Ο Νικόλαος Τσιάπος, ο Ανδρέας Μακούλης και ο Χρυσαφής Πατραμάνης ευρισκόμενοι μέσα στο ρέμα στη θέση "Αγιάσμα" συσκέπτονται για τον τρόπο ενεργείας. Να ξαναγυρίσουν πίσω ήταν δύσκολο. Έπρεπε να προχωρήσουν προς βορράν, μαχόμενοι έως ότου πιάσει το σκοτάδι. Έπρεπε να χωριστούν σε δυο τμήματα. Ανατολικά ο Μακούλης και δυτικά ο Τσιάπος. Η μάχη συνεχιζόταν. Προτού χωρίσουν πάρθηκε απόφαση να καταστρέψουν τα διάφορα έγγραφα που έφεραν επάνω τους για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και ενοχοποιήσουν και άλλους κατοίκους του χωριού. Τα πυρά των Τούρκων γίνονται πιο πυκνά και κάποια στιγμή τραυματίζεται στον ώμο ο Πατραμάνης. Τραυματισμένος όπως ήταν μέσα από τους θάμνους, πήρε το δρόμο της επιστροφής προς το χωριό. Σε κάποια πηγή έσκυψε να πιει νερό. Βλέπει ένα Τούρκο να τον σημαδεύει. Πιο γρήγορος ο Πατραμάνης τον θέτει εκτός μάχης. Αμέσως παρουσιάστηκε και δεύτερος Τούρκος που κι αυτός τραυματίστηκε και έμεινε στον τόπο, ανίκανος να κυνηγήσει τον Πατραμάνη, ο οποίος βρήκε καταφύγιο σε κάποιο σπίτι του χωριού και φυγαδεύθηκε την άλλη μέρα κρυφά. Τα υπόλοιπα παιδιά ένα ένα έπεφταν στη μάχη. Ο Μακούλης ύστερα από πολύωρη μάχη τραυματίστηκε βαριά και τέθηκε εκτός μάχης. Ο Νικόλαος Τσιάπος, ενώ άρχισε να πέφτει ο ήλιος, έβλεπε τα όπλα των Ελλήνων να σιγούν. Έμεινε αυτός με ένα παλικάρι. Και όταν ύστερα από λίγο έπεφτε και το τελευταίο παλικάρι και είχαν εξαντληθεί τα πυρομαχικά του πήρε την απόφαση. Κράτησε μία σφαίρα για τον εαυτό του. Οι Τούρκοι όταν τον καλούσαν να παραδοθεί αυτός απαντούσε με βρισιές. Έσκισε τα τελευταία έγγραφα που είχε και αυτοπυροβολήθηκε πέφτοντας νεκρός.
Η μάχη ήταν αιματηρή και υπήρχαν απώλειες αρκετές και από την πλευρά των Τούρκων, όπως άφησε να εννοηθεί ο Μουσταφά, ο αστυνομικός διοικητής Πενταπόλεως, λέγοντας πως το "αίμα θα φέρει αίμα και θα το πληρώσετε ακριβά". Τα τουρκικά θύματα άγνωστα πόσα μεταφέρθηκαν κρυφά στα Σέρρας. Την άλλη μέρα συνελήφθηκαν 120 άτομα από το χωριό και από αυτά 80 οδηγήθηκαν στα Σέρρας και από εκεί στο Γεντί Κουλέ στη Θεσ/νίκη όπου υπέφεραν τα πάνδεινα επί 3μηνο. Από αυτούς 6 καταδικάστηκαν σε βαρύτερες ποινές, ισόβια και σε θάνατο και κλείστηκαν στο Λευκό Πύργο για ένα χρόνο, αλλά στο τέλος του 1908 αφέθηκαν ελεύθεροι με επέμβαση του προξενείου Θεσ/νίκης. Αυτοί ήσαν ο Κ. Ντίκος πρόεδρος, Μαμιάκας Φ., Μαμιάκας Αθ.. που φιλοξενούσαν τους αντάρτες Παλάσκας Σωτήριος, Αγοραστός και ο ιερέας Δημ. Παπαοικονόμου.
Τα πτώματα των ηρωικών παλικαριών έμειναν άταφα επί τριήμερο και μετά τάφηκαν στην εκκλησία του χωριού. Ο Μακούλης μεταφέρθηκε στην Πεντάπολη βαριά τραυματισμένος και υπέκυψε την ίδια μέρα, όπου και ετάφη. Ο Γκοντότσιος που είχε συλληφθεί δικάστηκε και εξορίστηκε στον Πόντο, όπου αφέθηκε ελεύθερος μετά το Σύνταγμα των Νεότουρκων.
Η λαϊκή μούσα κατέγραψε τη Μάχη της Δοβίστας σ' ένα από τα μελωδικότερα ηρωικά τραγούδια της ευρύτερης περιοχής μας. Το μέλος διέσωσαν πολλοί Δοβιστινοί από γενιά σε γενιά. Το καταγράψαμε ζωντανά (16.10.1993) από το Γιώργο Τσιάπο, Τους στίχους υπαγόρευσαν ο Δημήτρης Νικόλτσιος από τη Δοβίστα και οι κόρες του Σερραίου Μακεδονομάχου Παναγιώτη Κεχαγιά Φωτεινή και Κούλα Κεχαγιά (27.9.1993). Τη μουσική σημειογραφία έκανε η Αθηνά Λάμπρου και τη γραφική μεταφορά, σε νότες ο Κώστας Τζαναβάρης
Το ίδιο, σε αργό ρυθμό (θρήνος), με παραλλαγή στη μελωδία::1. Χτυπά καμπάνα εσπερινό καμπάνα της Δοβίστας και πόλεμος εγίνετο επάνω εις τα αμπέλια.
2. Ποιοι είν' αυτοί που δεν ψήφουν" καθόλου τη ζωή τους και με τους Τούρκους πολέμουν με όλη την ορμή τους;
3. Να η Δοβίστα έγινε σαν άλλο νέο Σούλι με τη θυσία των παιδιών τον καπετάν Μακούλη.
4. Ορμούν οι Τούρκοι μα αυτοί κρατούν λεονταρίσια δεν εσκοτώθηκαν σκυφτοί πέσαν παλικαρίσια.
5. Τα μυστικά τα έγγραφα κάψτα πριν σκοτωθούμε τουρκιά πολύ επλάκωσε δεν θα παραδοθούμε.
6. Κράτα πρωτοπαλίκαρο Νικόλα Τσιάπο κράτα Αμπλιάμης εσκοτώθηκε καταμεοίς στη στράτα.
7. Ανδρέα μου με λάβωσαν με. κάψαν την καρδιά μου σ ένα μνήμα δεκατρείς για να μας παραχώσουν.
Γύρισμα
Της Δοβίστας τα παλικάρια πολεμούνε σαν λιοντάρια.