Άννα Τριανταφυλλίδου (1867-1960)
Πορτραίτο της ζωγράφου Θάλειας Φλωρά-Καραβία
Εκπαιδευτική λειτουργός από τις Σέρρες, με πολύπλευρη εθνική, εκπαιδευτική και κοινωνική δράση. Ο πατέρας της Μανώλης Τριανταφυλλίδης, γραμματέας της Ιεράς Μητρόπολης Σερρών, πέθανε το 1891 και ο αδελφός του Γιάννης ως νομάρχης Κοζάνης το 1914. Έβγαλε το Παρθεναγωγείο Σερρών με άριστα (1880). Συνέχισε τις σπουδές της στο Αρσάκειο Αθηνών, υπότροφος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας κατόπιν διαγωνισμού, και αποφοίτησε κερδίζοντας το Ράλλειο βραβείο (1885).
Αποφοιτώντας, το 1885, τιμήθηκε με το Ράλλειο βραβείο. Η διευθύντρια τού Σχολείου Γιοχάνα Κλέμπε τής είχε πει μετά την τελετή αποφοίτησης: «Μείνε πιστή στο έργο και ήρεμη, μετριόφρων, επιμελής, ευσεβής και πιστή στον Θεό. Ο Θεός θα είναι πάντα μαζί σου».
Μελέτησε τα νεότερα εκπαιδευτικά συστήματα στη Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία, Δανία, Σουηδία και Ιταλία. Το 1886 διορίζεται υποδιευθύντρια του γυμνασιακού Παρθεναγωγείου Σερρών. Το 1888 ίδρυσε το Πρότυπο Παρθεναγωγείο Αθηνών και το διηύθυνε μέχρι το 1918. Υπήρξε η δασκάλα στα Ανάκτορα του πρίγκιπα Παύλου (αργότερα βασιλιά) και της πριγκίπισσας Ειρήνης. Οργάνωσε σειρές μαθημάτων για κυρίες και δεσποινίδες, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του πρώτου παιδικού κινηματογράφου και εισηγήθηκε το γιορτασμό της «Ημέρας της μητέρας». Διετέλεσε πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών επί μια εικοσαετία, οπότε ίδρυσε και σχολεία αναλφάβητων γυναικών, Τμήμα ηθικής προστασίας του εργαζομένου παιδιού, Τμήμα οικοκυρικής και Τμήμα εθνικών παραδόσεων.
Δίδαξε για έναν χρόνο στο Διδασκαλείο τής Αικατερίνης Λασκαρίδου. Το 1886, μόλις 19 χρόνων, διορίστηκε υποδιευθύντρια στυ Παρθεναγωγείο Σερρών, όπου δίδαξε τέσσερα χρόνια. Το 1890 η σύζυγος τού στρατηγού Ζυμβρακάκη, που ήταν συμμαθήτριά της στο Αρσάκειο, την έπεισε να επανέλθει στην Αθήνα. Διορίστηκε στο πρότυπο παρθεναγωγείο τού «Συλλόγου κυριών υπέρ τής γυναικείας εκπαιδεύσεως» και παράλληλα δίδασκε στο παρθεναγωγείο Χιλλ το μάθημα τής Ιστορίας τής Τέχνης, το οποίο εισήγαγε η ίδια. Το 1900 η διευθύντρια τού πρότυπου παρθεναγωγείου Καλλιόπη Κεχαγιά διορίστηκε Επόπτρια στα Σχολεία τής Φ.Ε. και η Άννα Τριανταφυλλίδου ανέλαβε τη διεύθυνση τού Παρθεναγωγείου. Το 1899 ανέλαβε, μαζί με την αδελφή της, τη διεύθυνση και τη διαχείριση τού Σχολείου, το οποίο εξακολούθησε να λειτουργεί υπό την προστασία τής βασίλισσας Όλγας. Μάλιστα η Τριανταφυλλίδου είχε ιδρύσει και τμήμα για κυρίες και δεσποινίδες, όπου δίδασκαν και καθηγητές Πανεπιστημίου. Το προοδευτικό της πνεύμα την ώθησε να καθιερώσει σχολικές εκδρομές. Κατά τους πολέμους τού 1912-1913 συνέστησε την «Σταγόνα Δρόσου», έναν σύλλογο με μικρές μαθήτριες που σκοπό είχε να βοηθήσει τα παιδιά των εφέδρων. Ως μέλος τού συμβουλίου τού Εθνικού Συνδέσμου ίδρυσε, μαζί με την Μαρία Μομφεράτου, το περιοδικό «Παιδική Ζωή». Όπως είπε μάλιστα γι’ αυτήν η Ξανθίππη Βακαρέλλη «Η εκπαιδευτική της δράση την τοποθετεί στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων παιδαγωγών και μεταξύ των πρωτεργατών τής αναγέννησης τής νεωτέρας Ελλάδος». Το παρθεναγωγείο που διηύθυνε έκλεισε το 1918, λόγω τού αποκλεισμού τού Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Τίποτε όμως δεν ήταν αρκετό να ανακόψει τη δράση της. Η Άννα Τριανταφυλλίδου υπήρξε δασκάλα τού πρίγκιπα Παύλου (μετέπειτα βασιλιά) και άλλων πριγκίπων. Αγωνίστηκε για την ίδρυση παιδικού κινηματογράφου, ο οποίος μάλιστα λειτουργούσε επί χρόνια στους κινηματογράφους «Σπλέντιτ» και το «Αττικόν» ώς το 1926. Παράλληλα υπήρξε πρόεδρος τού σωματείου «Η ψυχαγωγία τού στρατιώτου» και υπήρξε έφορος τής «Επιτροπής προς περίθαλψιν των ορφανών του Πολέμου» (1914-1918). Ακόμα προσέφερε τις υπηρεσίες της στη «Φιλοδασική Ένωση Αθηνών»
Μάθημα ελληνικών χορών στο Λύκειο των Ελληνίδων (Αρχείο Λυκείου των Ελληνίδων)
Εκεί όπου οι ικανότητες και ο ενθουσιασμός της βρήκαν πρόσφορο έδαφος ήταν το «Λύκειο των Ελληνίδων», όπου εργάστηκε ως συνεργάτις τής Καλλιρρόης Παρρέν. Το 1920 εκλέχθηκε αντιπρόεδρος τού Λυκείου και το 1940, μετά τον θάνατο της Παρρέν, ανέλαβε την προεδρία του. Συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Λύκειο μέχρι το 1960, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες σε όλες τις εθνικές και τις κοινωνικές εκδηλώσεις του. Το 1911 ίδρυσε το τμήμα «Μητέρων και παιδαγωγών». Το 1926 ίδρυσε τα «Σχολεία αναλφαβήτων γυναικών», όπου εκατοντάδες μητέρες έμαθαν ανάγνωση, γραφή αλλά και Υγιεινή, Οικοκυρική, Ιστορία, ανατροφή τού παιδιού και πρακτικές γνώσεις. Ίδρυσε ακόμα τμήμα Οικοτεχνίας με δύο αργαλειούς, προκειμένου να διασώσει και να διδάξει την τέχνη τής υφαντικής. Το 1952 ίδρυσε το τμήμα «Ηθικής προστασίας τού εργαζομένου παιδιού», το τμήμα «Ραπτικής, Κοπτικής και Μαγειρικής». Έχει την οξυδέρκεια να καταλάβει τη σημασία τής μελέτης των εθνικών παραδόσεων, το 1937 ίδρυσε το τμήμα «Εθνικών παραδόσεων». Για να τονίσει την μεγάλη αποστολή τής μητέρας εισηγήθηκε και πέτυχε την καθιέρωση τού εορτασμού τής «Ημέρας τής μητέρας» στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα εορτασμού τής Υπαπαντής.
Η Άννα Τριανταφυλλίδου (Φυσιογνωμίαι τινες Αρσακειάδων, ΣΑΦΕ, 1936)
Στις 24 Μαρτίου 1938 τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο τής Ακαδημίας Αθηνών. Στις 11 Απριλίου 1938 οι απόφοιτες Αρσακειάδες (ΣΑΦΕ) διοργάνωσαν στο θέατρο τού Αρσακείου Ψυχικού επιβλητική γιορτή προς τιμήν τής «παλαιοτέρας κατ’ αρχαιότητα και πρώτης κατά την αξία Αρσακειάδος», όπως έγραψε το 1956 ο Παναγιώτης Πουλίτσας. Κατά τη διάρκεια τής τελετής η Άννα Γιαννοπούλου και η φιλόλογος Αγάθη Νικοκάβουρα μίλησαν για το έργο της: «Έχομεν πραγματικά ενώπιόν μας την σύγχρονον Ελληνίδα προς την οποία οφείλεται η Πανελλήνιος ευγνωμοσύνη».
Κατά τη διάρκεια τής Κατοχής κατόρθωσε, με την διπλωματική της ικανότητα, να σώσει από τη γερμανική επίταξη το κτήριο του Λυκείου των Ελληνίδων στην οδό Δημοκρίτου 14. Δέχθηκε ευγενικά τους Γερμανούς αξιωματικούς που ήρθαν για την επίταξη, τους έδειξε φωτογραφίες από την επίσκεψη τού Λυκείου στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, όπου τους είχε καλέσει ο Χίτλερ, και τους έδωσε να διαβάσουν αποκόμματα των γερμανικών εφημερίδων που μιλούσαν με ενθουσιασμό για την ομορφιά των Ελληνίδων και τους παραδοσιακούς χορούς. Οι αξιωματικοί διάβασαν τα εγκώμια, ζήτησαν συγγνώμη και έφυγαν.
Το 1950 ήταν η πρώτη Ελληνίδα που τιμήθηκε με το παράσημο τού Ταξιάρχη τού Γεωργίου Α΄. Ο Δήμος Αθηναίων σε πανηγυρική συνεδρίαση τη βράβευσε στις 30 Απριλίου 1952 με το χάλκινο μετάλλιο τής πόλης. Πέθανε στις 12 Ιουλίου 1960 σε ηλικία 93 ετών. Η αγάπη της για την πατρίδα, ο ενθουσιασμός της για τους Έλληνες, το ενδιαφέρον της για την παράδοση, την πρόοδο και τον πολιτισμό μάς επιτρέπει να πούμε ότι ήταν μια εξαιρετική γυναίκα και μια υπέροχη Ελληνίδα.